Αναζήτηση..
|
![]() |
|
To Re-public αλλάζει τον κύκλο παραγωγής της ύλης του και σε λίγες μέρες και την αισθητική του. Το επόμενό μας αφιέρωμα με τίτλο «Προς μία κριτική του web 2.0» ξεκινά με μία συζήτηση μεταξύ του Trebor Scholz και του Paul Hartzog. που προσπαθεί να ερευνήσει τα πολιτικά ζητήματα που συχνά αγνοούνται μπροστά στην απατηλή λάμψη του web 2.0. Το αφιέρωμα θα ενημερώνεται συνεχώς, με ένα προσωρινό πρώτο τέλος στις 15 Ιανουαρίου 2008
![]() |
Στη συζήτηση, σημείο εκκίνησης του ομώνυμου αφιερώματος, ο Paul Hartzog και ο Trebor Scholz προσπαθούν να αποτυπώσουν μία κριτική του web 2.0 οργανωμένη σε 5 άξονες: παραγωγή, εκμετάλλευση, ατομικότητα/συλλογικότητα, πολιτιστικές διαφορές, ακτιβισμός. |
Μπορεί να ξέρεις τον δεύτερο χώρο μου, ξέρεις όμως τον πρώτο; Μήπως δεν τον ξέρω ούτε εγώ; Αυτό τον καιρό που τα μέσα επικοινωνίας είναι παρόντα παντού, η επικράτεια της μη ηλεκτρονικής ύπαρξης ορίζεται όλο και πιο δύσκολα. Σήμερα είναι κατόρθωμα να μπορείς να αποσυνδεθείς. Ο ναρκισσισμός της google υπηρετεί τα περίεργα ευαίσθητα εγώ μας, ύστερα όμως από 50 σελίδες η έλξη έχει είτε φθαρεί, εξαντληθεί, είτε έχει γίνει ακατανόητη.
Tο κοινωνικό web βασίζεται σε ένα υποκείμενο, αλλά ασταθές κοινωνικό συμβόλαιο, υποστηρίζει ο Michel Bauwens. Από την πλευρά των χρηστών αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο προβλέπει η συνεισφορά τους να εξαργυρώνεται μέσα απ’ τη διαφήμιση, στο μέτρο που δεν παρεμβαίνει στο μοίρασμα. Εάν η παρέμβαση υπερβεί το όριο αποδοχής τους, είτε θα επαναστατήσον είτε θα πάνε αλλού.
Ο διάλογος μεταξύ του Paul Hartzog και του Trebor Scholz, ο οποίος σχετίζεται με αυτό το παρόν θέμα του Re-public, ξεκινά με μία συζήτηση για το εάν η παραδοσιακή, κριτική έμφαση που αποδίδεται στο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, σημαίνει, ακόμα, κάτι σε έναν δικτυωμένο κόσμο, όπου κυριαρχεί η δημιουργία περιεχομένου από τους χρήστες ή αυτό που θα αποκαλούσα παραγωγή/κατανάλωση (produsage). Αυτό που, περιέργως, απουσιάζει από τη συζήτηση, αν και (και από τους άλλους αρθρογράφους που περιλαμβάνονται εδώ, μόνο ο Michel Bauwens ασχολείται με αυτό λεπτομερώς) είναι κάποια σκέψη για το ποιος ελέγχει τα μέσα διανομής – μία ερώτηση, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των δομών εξουσίας στο κοινωνικό Web.
Σε μια αναλυτική κριτική του κοινωνικού web, υποστηρίζει η Gabriella Coleman, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τεκμήρια και παραδείγματα, όπου η τεχνολογία του κοινωνικού web εκπληρώνει σημαντικές πολιτικές εργασίες και μετασχηματισμούς. Αν περιοριστούμε μόνο σε μια αρνητική κριτική – που εστιάζει μόνο στα προβλήματα των κοινωνικών μέσων – διακινδυνεύουμε να παράγουμε μια αφήγηση ενάντια στο Web 2.0, τόσο προβληματική όσο και η υπερβολή του Web 2.0, την οποία επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε.
Τα συλλογικά μπλογκ Τήλαφος και Τήλαφος-αναδασωτέα είναι από λίγα παραδείγματα στο ελληνικό διαδίκτυο όπου γίνεται εμφανές ότι η συλλογική νοημοσύνη των χρηστών μπορεί να διορθώσει σε πολύ λίγο χρόνο μερικές από τις μακροχρόνιες παραλήψεις του κεντρικού κράτους. Ο εμπνευστής τους, Δημήτρης Ζαχαριάδης εξηγεί ότι το εγχείρημα έχει ως στόχο να διαχυθεί στο ελληνικό διαδίκτυο αξιόπιστη δημόσια πληροφορία σχετικά με τις δασικές εκτάσεις που χάνονται, ώστε να γίνει κατανοητό, με αποδείξεις, ότι η συρρίκνωση της δασικής γης του τόπου μας είναι μια υπόθεση που συμβαίνει δίπλα μας κάθε μέρα.
Το οικονομικό πρότυπο γι’ αυτό που ονομάζεται ‘Web 2.0’ βασίζεται στην προώθηση της επιθυμίας για μοίρασμα και ανταλλαγή πραγμάτων, μια απόπειρα αποκόμισης κέρδους από την εθελοντική συνεργασία των χρηστών του και της δυναμικής του για συγκέντρωση δεδομένων και διάθεσή τους στο κοινό. Οι νέες εταιρίες που επιχειρούν στο Ίντερνετ βασίζουν το ρόλο τους στην προώθηση των συνεργατικών κοινοτήτων και τη διαχείριση πρόσβασης στα δεδομένα και τα αρχεία, στα οποία έχουν συνεισφέρει. Αυτό το επιχειρηματικό πρότυπο τείνει όλο και περισσότερο να μην πουλάει απολύτως κανένα προϊόν στον καταναλωτή, αλλά να πουλάει μάλλον τον καταναλωτή στο προϊόν, ενσωματώνοντας τον χρήστη και τα αρχεία με τα οποία εκείνος ή εκείνη συνεισφέρει στη συγκεκριμένη υπηρεσία που παρέχεται.
Ο όρος δυστοπία εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μία ομιλία των Greg Webber και John Stuart Mill ενώπιον της Βρετανικής Βουλής το 1868. Οι γνώσεις Ελληνικών του Mill μας υποδηλώνουν ότι αναφερόταν σε ένα κακό μέρος και όχι απλά στο αντίθετο της Ουτοπίας, ή σε ένα μέρος που δεν υπάρχει, κάνει, λοιπόν, ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη ευτοπία: μία περιοχή ευτυχίας, ή καλύτερα στη συγκεκριμένη μελέτη, μία περιοχή χειραφέτησης. Μέσα από την εξερεύνηση τριών διαδικτυακών εγχειρημάτων, ο Luke Heemsbergen εξετάζει αν το κοινωνικό web έχει τις δυνατότητες να μεταφέρει τα ουτοπικά όνειρα ψηφιακής δημοκρατίας, σε ένα ευτοπικό μέρος χειραφέτησης.
Τρεις άνθρωποι με διαφορετικού τύπου σπουδές και εργασιακές εμπειρίες, οι οποίοι, θεωρητικά, μπορούν να καταλάβουν τι θέλει να πει ο καθένας τους, αποφασίζουν να συνομιλήσουν, γράφοντας. Aνταλλάσσουν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μην υπολογίζοντας ότι η ανταλλαγή αυτή κάποτε θα δημοσιευθεί. Ακολουθήστε την περιγραφή της συζήτησης, η οποία διαρκεί δυο περίπου μήνες και χωρίζεται σε πράξεις και σκηνές ανάλογα την εξέλιξή της: