Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 καταγράφηκαν διεθνώς σημαντικές αλλαγές στον κόσμο της εργασίας με κύρια χαρακτηριστικά την ελαστικοποίηση των μορφών της έμμισθης απασχόλησης, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την υποχώρηση των διασφαλίσεων που είχαν θεσμοθετηθεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο στις χώρες του παγκόσμιου Βορρά. Στην Ελλάδα η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η επέκταση των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας εντάθηκαν μετά το 2010, όταν από τη μία μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων απάντησε στην οικονομική κρίση με τη λήψη μέτρων που μείωναν το κόστος εργασίας υποβαθμίζοντας τους εργασιακούς όρους και από την άλλη εφαρμόστηκε η «νέα οικονομική διακυβέρνηση» που επιβλήθηκε από την τρόικα των υπερεθνικών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), καθώς η χώρα εντάχθηκε στον «μηχανισμό οικονομικής στήριξης».
Ειδικότερα, ελαστικές μορφές απασχόλησης, όπως η μερική, η εκ περιτροπής και η προσωρινή απασχόληση, αυξήθηκαν σημαντικά κατά την τελευταία δεκαπενταετία (1.). Μέσω, δε, θεσμικών και νομοθετικών ρυθμίσεων αποδυναμώθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις, διευκολύνθηκαν οι απολύσεις, περιορίστηκε το δικαίωμα στην απεργία, δόθηκε μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό του ωραρίου εργασίας και μειώθηκε ο κατώτατος μισθός. Επίσης, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η συνεπακόλουθη αποδυνάμωση των θεσμικών διασφαλίσεων των εργαζομένων σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός πολυπληθούς «εφεδρικού στρατού» ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων, ως απότοκο της οικονομικής κρίσης, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στον συσχετισμό δύναμης με την εργοδοσία και την αποδυνάμωση των συνδικάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν και να ενταθούν φαινόμενα εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας. Περιπτώσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι καλούνται να εργάζονται πέραν του ωραρίου τους, χωρίς να πληρώνονται για την υπερωριακή απασχόληση, καθώς και περιπτώσεις μη έγκαιρης καταβολής των δεδουλευμένων ή άρνησης χορήγησης της νόμιμης άδειας, καταγράφονται σε όλο το φάσμα των απασχολήσεων. Σε αυτές τις εκδηλώσεις εργοδοτικής αυθαιρεσίας μπορούμε να προσθέσουμε την άσκηση λεκτικής –ακόμη και σωματικής– βίας, τη σεξουαλική παρενόχληση και τις απειλές, με συνηθέστερη την απειλή της ένταξης του αντιδρώντος εργαζομένου σε «μαύρη λίστα» που θα έχει ως συνέπεια τη δυσκολία εύρεσης νέας θέσης εργασίας σε άλλη επιχείρηση.
Στο παρόν κείμενο θα εστιάσω στους τρόπους με τους οποίους εργαζόμενοι και εργαζόμενες, που εντάσσονται σε ευέλικτες και επισφαλείς εργασίες, νοηματοδοτούν τον κόσμο της εργασίας και βιώνουν τη συμμετοχή τους σε αυτόν. Οι θέσεις που θα παρουσιάσω αντλούνται από τα ευρήματα ποιοτικής κοινωνικής έρευνας που διεξήγαγα για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ από το 2019 έως το 2022 (2.) και αποτυπώθηκαν στο βιβλίο μου με τίτλο «Επισφαλείς βιογραφίες. Εργασιακές διαδρομές και ταυτότητες στον μετασχηματιζόμενο κόσμο της εργασίας» (εκδόσεις Gutenberg, 2023).
Η ένταξη των εργαζομένων σε ευέλικτες απασχολήσεις, εντός μιας ολοένα απορρυθμιζόμενης αγοράς εργασίας, βιώνεται με ποικίλους τρόπους από τους ίδιους και οδηγούν σε διαφορετικές αναπαραστάσεις του κόσμου της εργασίας. Στις περιπτώσεις – και αυτός είναι ο κανόνας – που η τοποθέτηση σε ευέλικτη και επισφαλή θέση εργασίας συνοδεύεται από εμπειρίες εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανασφάλειας του εργαζόμενου, ο κόσμος της εργασίας αναπαρίσταται πρωτίστως ως ένα πεδίο ανταγωνιστικών και εξουσιαστικών σχέσεων. Σε αυτό δεσπόζουν εμπειρίες έντονης σωματικής και ψυχικής καταπόνησης, ελέγχου και επιτήρησης, αλλοτρίωσης και χαμηλών οικονομικών απολαβών. Η επισφάλεια διαχέεται και στις άλλες σφαίρες του βίου. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι αισθάνονταν πως δεν μπορούν να αρθρώσουν και να υλοποιήσουν ένα αυτόνομο σχέδιο ζωής, παραμένουν καθηλωμένοι στη γονική εστία, δυσκολεύονται να καλλιεργήσουν διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, υποθηκεύουν τις μελλοντικές τους προοπτικές, σωρεύοντας χρέη, και δεν μπορούν να κάνουν μελλοντικά σχέδια, καθώς η βιογραφική τους προοπτική περιορίζεται στη διαχείριση του κρίσιμου παρόντος.
Εντός του κόσμου της εργασίας, όταν αυτός αναπαρίσταται ως πεδίο ανταγωνιστικών και εξουσιαστικών σχέσεων, ο εργαζόμενος συγκροτείται πρωτίστως ως υπεξούσιο υποκείμενο, που υφίσταται την καταπιεστική και αυταρχική συμπεριφορά των εργοδοτών ή των προϊσταμένων του. Δεν συνιστά, ωστόσο, ένα παθητικό υποκείμενο που απλώς υπομένει. Αντιθέτως, ενεργοποιεί ποικίλες εκδοχές αντίστασης εντός του χώρου εργασίας και στρατηγικές διαχείρισης της επισφάλειας σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του. Στον χώρο της εργασίας οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην τήρηση των συμπεφωνημένων και στη διασφάλιση των συμβατικών δικαιωμάτων. Έναντι, δε, των δυσβάστακτων όρων εργασίας απαντά με τη φυγή, την παραίτηση, την αναζήτηση άλλης θέσης με καλύτερους όρους. Τις οικονομικές συνέπειες των επισφαλών απασχολήσεων επιχειρεί να τις διαχειριστεί με την πολυαπασχόληση και την υπερεργασία, τη συλλογή μικρών εισοδημάτων από πολλές και εναλλακτικές πηγές, καθώς και με τον περιορισμό των εξόδων. Πρόκειται, κυρίως, για ατομικές στρατηγικές που δεν λαμβάνουν τη μορφή της συλλογικής οργάνωσης ή κινητοποίησης. Απεναντίας, εντοπίζεται έντονη δυσπιστία από την πλευρά των επισφαλώς εργαζομένων έναντι τόσο των οργανωμένων συνδικαλιστικών θεσμών όσο και των κρατικών φορέων προστασίας και ελέγχου (π.χ. Σώμα Επιθεωρητών εργασίας).
Οι εργαζόμενοι ενεργοποιούν συχνά εντός του χώρου εργασίας πρακτικές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Μέσω τέτοιων πρακτικών από τη μια υποστηρίζονται για να ανταπεξέλθουν στις εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες εργασίας, ενώ από την άλλη διεκδικούν για λογαριασμό τους μια άλλου τύπου ηθική στάση, η οποία αντιπαραβάλλεται στην εξουσιαστική λογική της εργοδοσίας. Δείχνουν με τον τρόπο αυτόν πως αρνούνται να υιοθετήσουν το κλίμα του ακραίου ανταγωνισμού που επιχειρείται εντέχνως να καλλιεργηθεί εντός του εργασιακού χώρου. Πλαίσια αλληλεγγύης και φροντίδας, που λειτουργούν αντισταθμιστικά προς τα καταπιεστικά και αλλοτριωτικά στοιχεία της βιοποριστικής εργασίας, αναζητούν τα άτομα και σε εναλλακτικές μορφές κοινωνικότητας που αναπτύσσουν εντός ομάδων και συλλογικοτήτων. Δραστηριότητες εκτός του χώρου της εργασίας, όπως η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα (σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), σε αυτορρυθμιζόμενα πλαίσια προσωπικής ανάπτυξης, σε οργανωμένες συλλογικές εκδηλώσεις αποκτούν ιδιαίτερο βάρος τόσο ως νοηματοφόροι άξονες του βίου, όσο και ως σημεία αναφοράς για τον προσωπικό και κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό. Παρέχουν, επίσης, συνεκτικότητα και συνοχή σε μια βιογραφία που ως προς την εργασιακή διαδρομή χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και αστάθεια.
Αναδείχθηκε, ωστόσο, και μια δεύτερη μορφή αναπαράστασης του κόσμου της ευέλικτης εργασίας σε εργαζόμενους που απασχολούνται κυρίως σε επιχειρήσεις της «δημιουργικής οικονομίας». Σε αυτές τις περιπτώσεις η ευέλικτη και μη τυποποιημένη εργασία λογίζεται ως ευνοϊκό πλαίσιο για να λειτουργεί ο εργαζόμενος ως επιχειρηματίας του εαυτού του και να αναπτύσσει τα προσωπικά του κεφάλαια. Ετερόκλητες εμπειρίες, νέα καθήκοντα και απαιτήσεις, ακόμη και δοκιμασίες στο πεδίο της εργασίας, αντιμετωπίζονται ως μαθησιακές προκλήσεις, οι οποίες εξελίσσουν τον εργαζόμενο και συμβάλλουν στη σταδιακή διαμόρφωση ενός μοναδικού επαγγελματικού προφίλ που διασφαλίζει απασχολησιμότητα. Ο κόσμος της εργασίας νοείται, συνεπώς, ως πεδίο επί του οποίου ο εαυτός δοκιμάζεται και αξιολογείται. Tο υποκείμενο αντλεί ικανοποίηση όταν διέρχεται επιτυχώς αυτές τις δοκιμασίες και φαίνεται να εξελίσσεται.
Οι εργαζόμενοι που λειτουργούν ως επιχειρηματίες του εαυτού τους έχουν αποδεχθεί ως δεδομένη συνθήκη το κλίμα ενός γενικευμένου ανταγωνισμού. Δεν επιζητούν τη σταθερότητα μέσω της κατάληψης μιας μόνιμης θέσης εργασίας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την τελμάτωση εντός ενός πεδίου που διαρκώς αλλάζει. Επιδιώκουν να επιτύχουν μια αίσθηση ασφάλειας μέσω της διαρκούς κίνησης και ενεργοποίησης∙ μέσω της ικανότητας να παραμένουν διαρκώς επιλέξιμοι, διατηρώντας το επαγγελματικό τους προφίλ ελκυστικό και ανταλλάξιμο στην αγορά εργασίας. Ένα τέτοιο «μοναδικό» προφίλ δεν οικοδομείται, όμως, μόνο στον χώρο της εργασίας. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται στοιχεία από το σύνολο της υποκειμενικότητας αλλά και από την ιδιωτική σφαίρα (συναισθήματα, προσωπικό στυλ, τρόπος ζωής, σεξουαλικότητα). Ο εργαζόμενος-επιχειρηματίας της εργατικής του δύναμης δεν δεσμεύεται σε σχέσεις, συλλογικότητες, τόπους ή επαγγελματικούς ρόλους. Συνδέεται με τους άλλους δικτυακά με σκοπό την επίτευξη κάποιου πρότζεκτ. Μόλις το πρότζεκτ ολοκληρωθεί, αποσυνδέεται και συνάπτει νέες δικτυακές συνδέσεις στο πλαίσιο του επομένου.
Η μελέτη περιπτώσεων που εκλαμβάνουν τον κόσμο της εργασίας ως πλαίσιο ανάπτυξης ενός επιχειρηματικού εαυτού ανέδειξε όψεις της εκμετάλλευσης και της επισφάλειας που διαφέρουν από εκείνες της πρώτης τυποποίησης που ανέφερα παραπάνω. Μια συνήθης εκδοχή είναι η αυτοεκμετάλλευση∙ η υπαγωγή, δηλαδή, του εαυτού σε κατάσταση εξάρτησης και η αποδοχή εκμεταλλευτικών όρων προκειμένου ο εργαζόμενος να εμπλουτίσει το βιογραφικό του ή να λάβει μια υπόσχεση μελλοντικής απασχόλησης σε επιθυμητό ρόλο. Οι εργαζόμενοι στη δημιουργική οικονομία έχουν, επίσης, να διαχειριστούν τον φόβο της αποτυχίας που μπορεί να πλήξει την καλή τους φήμη και να αμαυρώσει το επαγγελματικό τους προφίλ, καθώς και την ανασφάλεια που προκαλεί η τάση διαρκούς ανανέωσης του προσωπικού σε κλάδους όπως η διαφήμιση και η επικοινωνία. Διαπιστώσαμε, τέλος, πως πολύ συχνά η εργασία σε ομάδα δεν λειτουργεί ως πλαίσιο πρωτοβουλιών και αυτενέργειας αλλά ως μηχανισμός ελέγχου και πειθάρχησης.
Εν κατακλείδι, μπορεί να υποστηριχθεί πως οι σύγχρονες μεταμορφώσεις της εργασίας και η ένταξη σε ευέλικτες απασχολήσεις βιώνονται διαφοροποιημένα. Ο διαφοροποιημένος και πληθυντικός τρόπος βίωσης της επισφάλειας, σε συνδυασμό με τη διάλυση των κοινών χωρο-χρονικών πλαισίων της δραστηριότητας σε πολλές ευέλικτες απασχολήσεις, αποδυναμώνει την προοπτική μιας κοινής βιωματικής συνθήκης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για τη διαμόρφωση μιας συλλογικής ταυτότητας. Μια κριτική διεισδυτική ανάλυση, από την άλλη, μπορεί να αναδείξει πως κοινός πυρήνας των επισφαλών απασχολήσεων είναι η καταπίεση, η εκμετάλλευση, η βία που επιβάλλει τον ετεροκαθορισμό της δράσης και οδηγεί στον περιορισμό της δυνατότητας να ζήσουν τα άτομα μια αξιοβίωτη ζωή. Καθίσταται, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό το να ακουστεί η φωνή των ίδιων των επισφαλώς εργαζομένων, να αναδειχθεί στον δημόσιο λόγο, καθώς και να τους δοθεί η δυνατότητα να αφηγηθούν μεταξύ τους τις εμπειρίες τους και να τις επεξεργαστούν ως κοινές εμπειρίες καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Αναλύοντας τις δικές τους εμπειρίες εκμετάλλευσης – με τις παρεμβάσεις ενδεχομένως μιας κριτικής συμβουλευτικής – οι επισφαλώς εργαζόμενοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως η επιδείνωση των όρων εργασίας και η υποχώρηση των θεσμικών κατακτήσεων δεν είναι απότοκο κάποιας αδήριτης «φυσικής» εξέλιξης των πραγμάτων. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής βούλησης, που στοχεύει στη μείωση του κόστους εργασίας και στην αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Η ανάδειξη των δομικών και πολιτικών όρων της επισφάλειας μπορεί, επίσης, να συμβάλει στην αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου που μεταθέτει στους επισφαλώς εργαζομένους (ή τους ανέργους) ατομικά την ευθύνη για την επαγγελματική τους κατάσταση. Θα μπορούσε, τέλος, να αποτελέσει τη βάση για την εκφορά ενός εναλλακτικού λόγου που θα ωθούσε σε συλλογική πολιτική ενεργοποίηση.
Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.