Γιώργος Αργείτης, Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ και Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 είναι σύνθετες και επεκτείνονται σε βασικά πεδία της οικονομίας και της κοινωνίας. Ωστόσο, σημαντικές ανατροπές λαμβάνουν χώρα στην αγορά εργασίας όπου πολλαπλασιάζονται οι εστίες αβεβαιότητας και επισφάλειας για τους εργαζομένους. Η αναστολή της δραστηριότητας κλάδων της οικονομίας έχει οδηγήσει σε δραματική απώλεια ωρών εργασίας. Οι απώλειες αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο και το δ’ τρίμηνο του 2020, και πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι το ίδιο θα συμβεί και το α’ τρίμηνο του 2021.
Η αύξηση της ανεργίας, και κυρίως της μη συμμετοχής των εργαζομένων στην οικονομική δραστηριότητα, είναι ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της τρέχουσας κρίσης στην απασχόληση και απαιτεί την προσοχή της πολιτικής. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με τις απώλειες εισοδήματος δημιουργούν ισχυρές πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και μέσω αυτού στη λειτουργία της οικονομίας. Το β’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 10% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019 και το 72,9% των απασχολουμένων είχε αποδοχές λιγότερες των 1.000 ευρώ.
Στην εικόνα αυτή που έχει διαμορφωθεί κυρίως ως συνέπεια της πανδημίας πρέπει να προσθέσουμε τις νέες δυνάμεις που μεταμορφώνουν το μέλλον της εργασίας. Τεχνητή νοημοσύνη, αυτοματισμός, ρομποτική, τηλεργασία, κλιματική αλλαγή και δημογραφικές εξελίξεις συνθέτουν ένα νέο περιβάλλον υψηλής ρευστότητας, αβεβαιότητας και επισφάλειας. Οι δυνάμεις αυτές θα αποτελέσουν τα επόμενα χρόνια ένα όχημα δημιουργίας και καταστροφής θέσεων εργασίας, ενώ θα επιταχύνουν την ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης της εργασίας και δημιουργίας θεσμών προσαρμογής του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στις νέες συνθήκες. Οι προαναφερόμενες εξελίξεις και προκλήσεις επιτάσσουν την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής προσέγγισης, που θα καθιστά τον οικονομικό ρόλο της εργασίας και την αξία της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων θεμελιακά στοιχεία της μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς στη διανομή του παραγόμενου πλούτου.
Για να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε νέες αντιλήψεις και θεσμικές αλλαγές που θα ισχυροποιήσουν τον ρόλο της εργασίας. Πρώτον, η ανάλυση και ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων δεν θα πρέπει να περιορίζονται μόνο στο συνηθισμένο μέγεθος του ποσοστού της ανεργίας. Η αξιολόγηση της συμβολής της εργασίας στη δημιουργία των προϋποθέσεων μετασχηματισμού του αναπτυξιακού υποδείγματος θα πρέπει να είναι ευρύτερη και να εστιάζει στον όγκο, στην κλαδική διάρθρωση και στην ποιότητα της απασχόλησης, καθώς επίσης και στους θεσμούς προστασίας της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων που προσδιορίζουν τη δυναμική της αγοράς εργασίας. Η Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ και ειδικότερα ο στόχος 8 θέτουν ακριβώς αυτή την ανάγκη αξιολόγησης της κατάστασης της αγοράς εργασίας μέσα από ένα σύνολο δεικτών που εκτιμούν:
Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το παγκόσμιο σύμφωνο απασχόλησης της ΔΟΕ δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις παραμέτρους μιας βιώσιμης αγοράς εργασίας. Αυτές θα πρέπει να συνδυάζονται και με μια νέα μακροοικονομική διαχείριση της οικονομίας, προσανατολισμένη στη δημιουργία του μέγιστου δυνατού όγκου απασχόλησης, και με παρεμβάσεις ισχυροποίησης ενός θεσμοθετημένου κατώτατου ορίου κοινωνικής προστασίας και προστασίας της διανεμητικής επίδρασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Δεύτερον, είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Η συμβατική διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής γίνεται μέσα από εργαλεία μικρορύθμισης που στοχεύουν στη διάχυση των ωφελειών της δημοσιονομικής πολιτικής «από πάνω προς τα κάτω», με τους μηχανισμούς μετάδοσης να λειτουργούν πρωτίστως μέσω της βελτίωσης των κερδών του επιχειρηματικού τομέα. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι η πολιτική αυτή αποτυγχάνει να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων και πολύ περισσότερο να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης, ενώ συμβάλλει στη διόγκωση της αβεβαιότητας στην αγορά εργασίας και στην αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας. Οι πολιτικές αυτές αποτυγχάνουν επειδή λειτουργούν με τρόπο που βελτιώνει πρώτα τις προοπτικές απασχόλησης εκείνων που ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί «πιο απασχολήσιμους» και τελευταία τις προοπτικές απασχόλησης εκείνων που θεωρούνται «λιγότερο απασχολήσιμοι» ή «καθόλου απασχολήσιμοι».
Χρειαζόμαστε μια νέα προσέγγιση όπου η δημοσιονομική πολιτική να επικεντρώνεται στη θεσμοθέτηση ενός αυτόματου σταθεροποιητή που θα έχει ως στόχο να μειώσει όχι το κενό ζήτησης και το παραγωγικό κενό, αλλά το κενό ζήτησης εργασίας, και μάλιστα με τρόπο που να καταλήγει σε μετρήσιμα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα. Αποτελεσματική αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική πρέπει να θεωρείται όχι αυτή που ενισχύει τη συνολική δαπάνη όταν καταρρέει η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα, αλλά αυτή που στοχεύει στη βελτίωση του εισοδήματος και της απασχόλησης των ατόμων που βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος ή είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική πολιτική δεν θα πρέπει να ενισχύει τον επιχειρηματικό τομέα υποθέτοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά να δημιουργεί θέσεις εργασίας για όλους όσοι επιθυμούν και είναι ικανοί να εργαστούν.
Η στόχευση της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζήτηση εργασίας μπορεί να γίνει βάσει του σχεδιασμού ενός αντικυκλικού προγράμματος που θα αυξάνει άμεσα την απασχόληση όταν η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα μειώνεται κυρίως για τους εργαζομένους που βιώνουν τις πιο επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης, μεγαλύτερες περιόδους ανεργίας και μεγαλύτερη δυσκολία επανένταξης στην αγορά εργασίας. Μια δημοσιονομική πολιτική από τα «κάτω προς τα πάνω» είναι μια πολιτική άμεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας η οποία διασφαλίζει την ανάκαμψη της οικονομίας με αύξηση της απασχόλησης των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και των δομικά, κυκλικά ή εποχιακά ανέργων. Σχετικά με τη μορφή που μπορεί να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα δημοσιονομικής παρέμβασης υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές προτάσεις. Ανάμεσα σε αυτές υπογραμμίζουμε τη σημασία της πρότασης του «εργοδότη ύστατης καταφυγής». Οι κοινωνικές και αναπτυξιακές διαστάσεις του θεσμού αυτού είναι πολλές:
Τρίτον, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο κατώτατος μισθός ως μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης για να γίνει ένα οργανικό συστατικό ενός βιώσιμου και δίκαιου υποδείγματος ανάπτυξης. Ο κατώτατος μισθός είναι ένα εργαλείο πολιτικής που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης σε συνδυασμό με την ενίσχυση άλλων θεσμών, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ως θεσμός προστασίας των χαμηλά αμειβομένων δημιουργεί ένα κατώτατο όριο στο διαθέσιμο εισόδημά τους και στηρίζει την εγχώρια ζήτηση. Ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε να διασφαλίζει στον εργαζόμενο την κάλυψη βασικών του αναγκών και τη δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική και την πολιτισμική ζωή, που συνιστούν θεμελιακά κοινωνικά δικαιώματα. Η παραπάνω ανάλυση μας οδηγεί σε μια πολύ πρακτική πρόταση οικονομικής πολιτικής. Θέτοντας ως κύριο στόχο τη θεσμοθέτηση ενός μισθού διαβίωσης, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε το κατώτατο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης να γίνει το όριο της σχετικής φτώχειας. Αυτό θα μπορούσε να γίνει βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα συμφωνηθεί ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ και Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.