Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια θεμελιώδης αλλαγή, η οποία συχνά αποδίδεται στη λεγόμενη κοινωνία των δικτύων. Η κοινωνία των δικτύων δομείται από μια νέα πολιτιστική τεχνολογία, την ψηφιακή τεχνολογία. Η ψηφιοποίηση μεταβάλλει ριζικά τη γνωστική βάση της κοινωνίας και συνεπάγεται βαθύτατους μετασχηματισμούς τόσο σε σχέση με το πεδίο της καθημερινής εμπειρίας όσο και σε σχέση με την αυτο-συγκρότηση της ατομικότητας, της υποκειμενικότητας και της ταυτότητας (Baecker 2018: 23, Baecker 2010, Kaufmann 2012).
Σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο, ψηφιακό σύστημα γνώσης, μπορεί κανείς να παρατηρήσει βαθιές αλλαγές στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τον ανακλαστικό σχηματισμό άλλων τρόπων υποκειμενικότητας, όπου το αναδυόμενο υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με διαφορετικές δυνατότητες και με μια πιο εύθραυστη και αντιφατική σχέση με τον εαυτό (Byung-Chul 2013). Σε αυτό το πλαίσιο, ο κόσμος της εργασίας υφίσταται ριζικές μεταλλάξεις που έχουν σημαντικό αντίκτυπο όχι μόνο στη δομή των οργανώσεων, αλλά και στον επιχειρηματικό εαυτό και στις ικανότητες και απαιτήσεις των εργαζομένων (Reckwitz 2019: 181 κ.ε.). Τα βασικά χαρακτηριστικά του μεταβιομηχανικού κόσμου της εργασίας έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την επισφάλεια, την άυλη εργασία, την υποκειμενοποίηση της εργασίας, την ευέλικτη εξειδίκευση, την εξάλειψη των φυσικών συνόρων και την καθιέρωση της οργανωτικής μορφής του «έργου» (project) στην εργασία της γνώσης.
Στο πλαίσιο της κοινωνίας των δικτύων, παρατηρείται μια αναδιάρθρωση της οργάνωσης όπως αυτή είχε καταγραφεί στην προηγούμενη κοινωνία των οργανώσεων, της οποίας η δυναμική λειτουργία αποδυναμώνεται συνεχώς κατά το τελευταίο τρίτο του εικοστού αιώνα. Το σύστημα γνώσης της σύγχρονης κοινωνίας των οργανώσεων χαρακτηριζόταν έντονα από την κατασκευή κοινωνικών κανόνων και αντιπροσωπευτικών οργανώσεων, όπως τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, οι επιχειρηματικές οργανώσεις, οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης κ.ο.κ., που έθεταν στο (κοινωνικό) κράτος κοινά συμφέροντα και αναμόρφωναν συστηματικά τις κοινωνικές συμβάσεις, τους θεσμούς κ.λπ.
Αυτό το «σύστημα» στηριζόταν κυρίως στην ανακλαστική αυτο-παραγωγή κοινών πρακτικών και ιδεών δια της αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσω κοινωνικών οργανώσεων και ομάδων, οι οποίες σήμερα, στην ψηφιακή εποχή της κοινωνικής αλλαγής, χάνουν την ικανότητα ενσωμάτωσης που διέθεταν (Ladeur 2015: 228). Η διαφοροποίηση των κοινωνικών συμφερόντων, η διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και δομών και ο κατακερματισμός της διαδικασίας και της γνώσης της παραγωγής (Revault-d’Allonnes 2006: 124) δυσχεραίνουν τη διατύπωση ενός γενικευμένου συμφέροντος από τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις επιχειρηματιών, εργαζομένων κ.ο.κ., καθώς και την απεύθυνσή του προς το κράτος.
Η εμπειρία που αποκομίζεται στα γνωστά μονοπάτια ανάπτυξης της οικονομίας και της τεχνολογίας, καθώς και το ενιαίο φόρουμ έκφρασης του δημόσιου συμφέροντος με στόχο τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, χάνουν επίσης τον κεντρικό τους χαρακτήρα και δίνουν τη θέση τους σε έναν πειραματικό σχεδιασμό νέων χώρων επιλογής (Ladeur 2015: 229). Αντιθέτως, η κοινωνία των δικτύων, που βασίζεται στην άνοδο της (γνωστικής και προσανατολισμένης στη δράση) γνώσης και της πληροφορίας ως πόρων παραγωγής, συνιστά ένα νέο παράδειγμα που διαμορφώνει μια διαφορετική τάξη πραγμάτων. Τα δίκτυα αναπτύσσονται με έναν μάλλον ετεραρχικό τρόπο, χωρίς «σταθερό κυρίαρχο σημείο», και λαμβάνουν τη μορφή έργου (project).
Υπό αυτή την έννοια, το νέο παράδειγμα αφορά πιο σύνθετες διαδικασίες παραγωγής γνώσης και τείνει να δημιουργεί νέα «οιονεί υποκείμενα» τα οποία ακολουθούν κινητά πρότυπα συνεργασίας που έχουν τη μορφή έργου, εστιάζοντας στην «υψηλή γνώση», γεγονός που περιλαμβάνει μόνιμες «διαδικασίες αυτο-μετασχηματισμού» (Reckwitz 2019, Ladeur 2016). Η διανομή της γνώσης μέσω δικτύων λαμβάνει χώρα με διαφορετικούς τρόπους και είναι περισσότερο τυποποιημένη, επανασχεδιασμένη και επεξεργασμένη (Burke 2014). Έμφαση δίνεται κυρίως στην άνοδο των βασισμένων σε έργο υβριδικών δικτύων, που συνοδεύεται από μια τάση υπέρβασης των συνόρων μέσω ετεραρχικών συνδέσεων μεταξύ αγοράς και οργάνωσης, από το ξεπέρασμα της ιεραρχικής τάξης πραγμάτων κ.ο.κ. (Ladeur 2011: 152).
Στην κοινωνία των δικτύων, η μηχανοργάνωση συμβάλλει στη σύνδεση της γνώσης και στην καθιέρωση νέων καθεστώτων ελέγχου (White 2008), τα οποία δομούν και χρησιμοποιούν τη γνώση με εντελώς νέους τρόπους. Η επιστήμη και η τεχνολογία είναι πλέον περισσότερο προσανατολισμένες στην εφαρμογή και συνδυάζονται για την παραγωγή αγαθών. Σε αυτή τη βάση, αναπτύσσονται συνδέσεις, που έχουν τη μορφή έργου, μεταξύ παραγωγικών διαδικασιών, οι οποίες έχουν βαθύτατο αντίκτυπο στις μορφές της υποδομής της γνώσης. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της παραγωγής γνώσης στο πλαίσιο των δικτύων είναι ότι αναδύονται νέοι διαμεσολαβητές της γνώσης, όπως η Google και η Amazon, οι οποίοι διαφέρουν ριζικά από τους διαμεσολαβητές γνώσης της βιομηχανικής εποχής (εκδότες), διότι όχι μόνο διανέμουν τη γνώση, αλλά και την αλλάζουν μέσω μιας συστηματικής διαδικασίας (Ladeur 2015: 231, Groys 2012).
Μαζί με την αλλαγή της κοινής γνώσης στη μεταμοντέρνα κοινωνία των δικτύων υπολογιστών, λαμβάνει χώρα και ο μετασχηματισμός του «ατόμου της κοινωνίας» (Schroer 2001), του οποίου η πολύπλοκη υποδομή μεταβάλλεται σε συνδυασμό με την αλλαγή του αντίστοιχου συστήματος γνώσης της κοινωνίας (Simondon 1998). Στην πραγματικότητα, υπάρχει πάντα μια συλλογική διάσταση και ένα διυποκειμενικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ατομικότητας. Στην κοινωνία των ατόμων, η ατομικότητα δομείται με βάση κοινωνικά παραγόμενες και θεσμοθετημένες συμβάσεις (Descombes 2004: 442), σύνθετα πρότυπα συμπεριφοράς και ιδιωτικά και δημόσια αποθέματα γνώσης (κοινή γνώση) (Mokyr 2004), τα οποία παράγονται ασυνείδητα ως τα αναδυόμενα αποτελέσματα μιας αυθόρμητης αυτο-οργάνωσης (Blumenberg 2010).
Στην κοινωνία των οργανώσεων και των ομάδων, το άτομο ορίζεται από την ένταξή του σε μια ομάδα ή από τη λειτουργική του ιδιότητα ως εργαζομένου, δημοσίου υπαλλήλου, καταναλωτή, ενοικιαστή κ.ο.κ., όπου οι σχέσεις ιδιότητας διαμεσολαβούνται από τη σχέση εργασίας. Σε αντίθεση με τη σχετικά σταθερή μορφή της ατομικότητας στην κοινωνία των ατόμων και τις τυποποιημένες ομαδικές ταυτότητες στην κοινωνία των οργανώσεων, το άτομο της κοινωνίας των δικτύων είναι ένα ευμετάβλητο «υβριδικό έργο» σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον που χαλαρώνει τις κοινωνικές του ρίζες (White 2008). Η κοινή κοινωνική γνώση δεν έχει πλέον παραδειγματική λειτουργία. Τα αναδυόμενα οιονεί υποκείμενα, που βασίζονται σε τεχνολογίες εξαρτώμενες από δεδομένα, «σερφάρουν σε μια ρευστή πραγματικότητα» και ακολουθούν κινητά πρότυπα συνεργασίας (Bahrami & Evans 2011).
Ο ρευστός εαυτός, ωστόσο, δεν καταστέλλει τα προηγούμενα παραδείγματα του «σχήματος» της ατομικότητας, αλλά τα συμπληρώνει. Είναι δυναμικά ανακλαστικός και βρίσκει την ενότητά του στην εσωτερίκευση των εξωτερικών μοτίβων των πληροφοριακών συνδέσεων μέσω των οποίων παράγεται η κοινωνική αίσθηση εντός της κοινωνίας των δικτύων (Ong 2003). Το νέο υποκείμενο συμβαδίζει με τις διαφορετικές δυνατότητες, τις παραλλαγές, τις απρόβλεπτες καταστάσεις, τους κατακερματισμούς και τα αδύναμα στοιχεία της ασταθούς σχέσης με τον εαυτό. Η συλλογική, διυποκειμενική τάξη πραγμάτων ή η μεταμοντέρνα «κοινωνία του νου» (Minsky 1988), εγγράφεται στη συμβολική αυτο-αντίληψη του ατόμου στο δίκτυο (Lein & Hawrylycz 2014). Το κοινωνικό νόημα προκύπτει σε κάθε κοινωνία ασυνείδητα από τα «γνωστικά κοινά», ένα απόθεμα πρακτικών προτύπων, κοινωνικών κανόνων και κρυφών παραδοχών (Taylor 2004: 23).
Στη σύγχρονη, ταλαντευόμενη και ετεραρχική κοινωνία των δικτύων, αυτό που παρατηρείται επίσης, παράλληλα με τις διαδικασίες ενικοποίησης, είναι η ανάδυση μιας «λατρείας της μοναδικότητας», που σηματοδοτείται από την ενικοποίηση μιας εμφατικής αυτο-αντίληψης του ατόμου (Reckwitz 2019), η οποία αντικαθιστά το γενικό σχήμα. Ως αποτέλεσμα, το άτομο τείνει να αποσυνδεθεί από τα κοινά δημόσια ζητήματα (ή τείνει να γίνει πιο ιδιωτικό) και δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια γενική μορφή. Η ίδια η αντίληψη του μοναδικού βασίζεται στην ιδέα ότι το άτομο, σε αντίθεση με προηγούμενες πολιτισμικές εποχές, δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια καθολική τάξη πραγμάτων ως κάτι ιδιαίτερο που χαρακτηρίζεται ήδη από την καθολικότητα.
Οι αντικειμενικοί κανόνες και τα πρότυπα δεν έχουν καμία αξία για τον «μοναδικό» (Le Goff 2006), για τον οποίο η διαφορετικότητα αποτελεί μια εγγενή αξία που αμφισβητεί τους κοινωνικούς δεσμούς. Οι μοναδικοί παλεύουν ενάντια στη γενίκευση, τείνουν προς έναν «γνωστικό ατομικισμό» (Dieguez 2018), επιθυμούν να βιώσουν το πολιτικό στην αμεσότητά του. Ωστόσο, η γενική γνώση, όπως και η παραγωγή γνώσης, δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Αντίθετα, η γνώση θα ήταν παραγωγική, αν οι μοναδικότητες μπορούσαν να συμβάλουν στη «διαμόρφωση μιας ρευστοποιημένης μορφής κοινού συμφέροντος» (Ladeur 2020).
Η ενικοποίηση της κοινωνίας σηματοδοτεί μια συνολική διαρθρωτική αλλαγή, η οποία εκφράζεται με την ενικοποίηση του κόσμου της εργασίας και των διαφόρων μορφών του. Σε αντίθεση με το βιομηχανικό σύστημα εργασίας μέχρι τη δεκαετία του ’80, που βασιζόταν στην τυποποιημένη εργασία και στα επιτεύγματα του εργαζόμενου υποκειμένου, τώρα, στην εποχή της οικονομίας της γνώσης, όπου η εμπειρία έχει διαφορετική αξία (Lehmann 2022), οι κλασικές οργανώσεις δίνουν τη θέση τους σε μια εργασία που έχει τη μορφή έργου και βασίζεται στο μοντέλο της εργασίας ως απόδοσης (Muniesa 2014), με κριτήρια την ικανότητα, το δυναμικό και το προφίλ. Σε αυτό το αναλυτικό πλαίσιο, τα έργα μπορούν γενικά να οριστούν ως «ένα σύνολο ατόμων που διαθέτουν διαφορετικά μεταξύ τους προσόντα και που εργάζονται από κοινού σε ένα σύνθετο έργο για περιορισμένο χρονικό διάστημα» (Goodman & Goodman 1976). Στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας, τα έργα αποτελούν μια ιδιότυπη μορφή του κοινωνικού, που βασίζεται στην ετερογενή συνεργασία μιας πληθώρας μοναδικοτήτων, και διαφέρουν από τη δομή της παραδοσιακής οργάνωσης που είναι προσανατολισμένη στο γενικό (Reckwitz 2019: 193).
Με τη μετάβαση στην κοινωνία των δικτύων και στην οικονομία της γνώσης (όπου η εργασία βασίζεται σε έργα), συντελείται ένας θεμελιώδης μετασχηματισμός του συστήματος υποκειμενοποίησης του ατόμου. Στο βιομηχανικό σύστημα εργασίας, κεντρικό ρόλο για την πρόσληψη των εργαζομένων είχαν τα τυπικά προσόντα, τα ακαδημαϊκά βιογραφικά σημειώματα, τα πανεπιστημιακά πτυχία κ.ο.κ. Η αντικειμενική πραγμάτωση του υποκειμένου της εργασίας, σύμφωνα με την τυποποιημένη λογική, ήταν στενά συνδεδεμένη με την επαγγελματική θέση, με καθορισμένες δραστηριότητες και καθήκοντα, καθώς και με τον συμφωνημένο χρόνο εργασίας και τον μόνιμο χώρο εργασίας (Reckwitz 2019: 211).
Στην οικονομία των μοναδικοτήτων, αυτό που έχει σημασία για το εργαζόμενο υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας δεν είναι το τυπικό μορφωτικό επίπεδο, αλλά οι πραγματικές (πιστοποιημένες ή αυτο-αναφερόμενες) δεξιότητες, η συναισθηματική επάρκεια, το πειραματικό πνεύμα, η πρωτοτυπία, η ανοιχτή σκέψη, ο κοσμοπολιτισμός κ.ο.κ. Όλα αυτά ανταποκρίνονται στη ζήτηση για «υψηλά προσόντα». Ο γραφειοκρατικός υπάλληλος της (σύγχρονης) κοινωνίας του επιτεύγματος εκτοπίζεται από τον (προσανατολισμένο στο εκάστοτε έργο) συνεργάτη ή τον freelancer ως ιδιαίτερη και δημιουργική προσωπικότητα για την οποία τα τυπικά προσόντα είναι απλώς μια αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση.
Αναμφίβολα, για την πρόσληψη του μεταμοντέρνου εργαζόμενου υποκειμένου (ακόμη και με τη χρήση εργαλείων που βασίζονται σε δεδομένα) και για την εργασία-έργο είναι πλέον πιο σημαντικές οι άτυπες ικανότητες του μοναδικού ατόμου, όπως η ικανότητα συνεργασίας, ο ενθουσιασμός για νέους ρόλους, η επιχειρηματική ικανότητα και η ευελιξία ως η πιο κεντρική απαίτηση (Reckwitz 2019: 204), πέρα από την ενασχόληση με κοινωνικά ζητήματα, τα χόμπι, τη γνώση μιας ασυνήθιστης ξένης γλώσσας κ.λπ. Ένα σημαντικό στοιχείο στο προφίλ του μεταμοντέρνου υποκειμένου της εργασίας είναι ότι σε αυτό περιλαμβάνονται ορισμένες ικανότητες και εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί τόσο εντός όσο και εκτός της εργασίας και όχι μέσω της επίσημης επαγγελματικής κατάρτισης. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθηγήτρια Maren Lehmann (2022) επισημαίνει τα εξής σε σχέση με το υποκείμενο εργασίας της ύστερης νεωτερικότητας: «ο άνθρωπος δεν ξέρει τι είναι επιχείρηση, το μαθαίνει, ο άνθρωπος δεν ξέρει τι είναι μορφή, το μαθαίνει».
Η μετατροπή του κόσμου της εργασίας σε μια οικονομία μοναδικοτήτων βρίσκει τη ζωντανή της έκφραση στον προσανατολισμό των δραστηριοτήτων του υποκειμένου της εργασίας. Ενώ στη βιομηχανική εποχή η υλοποίηση των ικανοτήτων σε μια πρακτική συνδεόταν με το αντικειμενικό επίτευγμα του υποκειμένου της εργασίας σε έναν σταθερό τόπο, τώρα, στην κουλτούρα εργασίας της ύστερης νεωτερικότητας, η πρακτική του εργαζόμενου υποκειμένου εκφράζεται στην ιδιότυπη λογική της οικονομίας της απόδοσης. Οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς ή οι αρχιτέκτονες, ως εργαζόμενα υποκείμενα, είναι εργαζόμενοι της απόδοσης (performance workers), με την έννοια ότι προβάλλουν κάτι ενώπιον του κοινού και επιδεικνύουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους στην προσπάθεια να προσελκύσουν και να κερδίσουν τον άλλον.
Υπό μία άλλη έννοια, αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα εντός της οργάνωσης, όπου συνάδελφοι και συμπαίκτες αποτελούν το κοινό (Funken et al. 2015). Η εργασία στην οικονομία της απόδοσης αξιολογείται ανάλογα με την επιτυχία της, που σημαίνει ότι μια απόδοση θα αποτιμηθεί ως μοναδική από το κοινό (Reckwitz 2019: 211). Σε αντίθεση με τη σημασία του σταθερού χρόνου εργασίας για την επίδοση του εργαζόμενου υποκειμένου της βιομηχανικής κοινωνίας, τώρα, στην κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας, για μια επιτυχημένη απόδοση είναι σχεδόν αδιάφορο το πότε, το πού και για πόσο χρόνο εκτελείται η εργασία. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι εάν η επιτυχημένη μοναδική απόδοση αναγνωρίζεται από την αγορά.
Παραπομπές
Baecker, D. (2010). Der Mensch wird neu formatiert, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 31.05.2010
Baecker, D. (2018). Gesellschaft 4.0 oder die Lücke die der Rechner lässt. Λειψία: Merve Verlag.
Bahrami, H., & Evans, S. (2011). Super-Flexibility for Real Time Adaptation: Perspectives from Silicon Valley, Cal. Man. Rev. (53), 21.
Blumenberg, H. (2010). Theorie der Lebenswelt. Βερολίνο: Suhrkamp.
Burke, P. (2014). Um 1808: Neuordnung der Wissensarten, Deutscher Kunstverlag: Μόναχο/Βερολίνο.
Byung-Chul, H. (2015). Im Schwarm: Ansichten des Digitalen. Βερολίνο: Matthes & Seitz Berlin Verlag.
Descombes, V. (2004). Le complément du sujet. Παρίσι: Gallimard.
Dieguez, S. (2018). Total Bullshit. Au Coeur de la post- vérité. Παρίσι: Presses Universitaires de France.
Funken, C., Rogge, J.C., & Hörlin, S. (2015). Vertrakte Karrieren. Zum Wandel der Arbeitswelten in Wirtschaft und Wissenschaft. Φρανκφούρτη: Campus Verlag.
Goodman, A.R., & Goodman, L.P. (1976). Some Management Issues in Temporary Systems. Administrative Science Quarterly 21 (1976), σελ. 494-501.
Groys, B. (2012). Google: Worte jenseits der Grammatik, 100 Gedanken, Nr. 46. dOCUMENTA (13), 2012.
Kaufmann, J. Κ. (2012). Quand le Je est un autre. Παρίσι: Fayard/Pluriel.
Ladeur, K. Η. (2011). Die Netzwerke des Rechts. Στο Netzwerke in der funktional differenzierten Gesellschaft (σελ. 143-171). VS Verlag für Sozialwissenschaften.
Ladeur, K. H. (2015). Die Gesellschaft der Netzwerke und ihre Wissensordnung. Big Data, Datenschutz und die relationale Persönlichkeit. Süssenguth, Florian (επιμ.): Die Gesellschaft der Daten. Μπίλεφελντ: απομαγνητοφώνηση, 225-251.
Ladeur, K. H. (2016). Wissenserzeugung im Sozialrecht und der Aufstieg von “Big Data”. Wissensgenerierung und-verarbeitung im Gesundheits-und Sozialrecht, Τύμπινγκεν, 89-105.
Ladeur, K. H. (2020). Für ein neues Recht der digitalen Netzwerke. Στο Digitalisierung, Privatheit und öffentlicher Raum, εκδ. Akademie der Wissenschaften zu Göttingen, Γκέτινγκεν: Universitätsverlag.
Le Goff, J-P (2006). La malaise dans la démocratie. Παρίσι: Stock.
Lehmann, M. (2022). Wie kann die nächste Gesellschaft beginnen? Διαδικτυακή διάλεξη, 26.01.2022, https://www.youtube.com/watch?v=L4JbwttVqLY
Lein, E., & Hawrylycz, M. (2014). The genetic geography of the brain. Scientific American, 310(4), 70-77.
Muniesa, F. (2014). The Provoked Economy. Λονδίνο: Routledge.
Reckwitz, A. (2019). Die Gesellschaft der Singularitäten. Βερολίνο: Suhrkamp.
Revault-d’Allonnes, M. (2006). Le pouvoir des commencements. Essai sur l’autorité. Παρίσι: Editions du Seuil.
Schroer, M. (2001). Das Individuum der Gesellschaft. Βερολίνο: Suhrkamp.
Simondon, G. (1998). L’individu et sa genèse physico-biologique. Γκρενόμπλ: Presses Universitaires de France.
Taylor, C. (2004). Modern Social Imaginaries. Ντάραμ: Duke University Press.
White, H. C. (2008). Identity and control: How social formations emerge. Πρίνστον: Princeton University Press.
Κύριος Ερευνητής ΕΚΚΕ & Αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής
Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.