Thorben Albrecht και Μαρίλη Μέξη
Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να προσφέρει αμέτρητες ευκαιρίες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της ποιότητάς της. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δημιουργεί και νέες προκλήσεις. Εάν το πλαίσιο δεν ρυθμιστεί επαρκώς, η ψηφιοποίηση μπορεί να οδηγήσει στην υπερβολική αύξηση του χρόνου εργασίας, στον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων και στη μείωση της κοινωνικής προστασίας.
Η εμπειρία της Γερμανίας
Για να διερευνήσει τις δυνατότητες της ψηφιοποίησης στην εργασία και τις αναγκαίες προσαρμογές στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, το Υπουργείο Εργασίας της Γερμανίας, το 2014, εισήγαγε μια καινοτόμο διαδικασία δημόσιου διαλόγου με τίτλο «Εργασία 4.0». Στον διάλογο συμμετείχαν εμπειρογνώμονες, εργοδοτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς αλλά και πολίτες και τέθηκαν ζητήματα χάραξης πολιτικής τα οποία, στο τέλος του 2016, διαμόρφωσαν τη Λευκή Βίβλο για το μέλλον της εργασίας. Η διαδικασία διαβούλευσης ξεκίνησε με μια δημόσια διάσκεψη ενώ ακολούθησαν συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων, διαβουλεύσεις εμπλεκόμενων φορέων, και ένας δημόσιος διαδικτυακός διάλογος. Επίσης, σε 25 γερμανικές πόλεις πραγματοποιήθηκε κινηματογραφικό φεστιβάλ ταινιών που θίγουν ανάλογα ζητήματα, μετά τη προβολή των οποίων ακολούθησαν πάνελ συζητήσεων. Σκοπός ήταν να αποτυπωθούν στις τελικές προτάσεις πολιτικής πώς οι ίδιοι οι πολίτες επιθυμούν να ζουν και να εργάζονται στην ψηφιακή εποχή, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τεχνολογικές αλλαγές θα συνδράμουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τα αποτελέσματα του διαλόγου, με τις κυριότερες προκλήσεις και τις ενδεχόμενες ευκαιρίες για τον κόσμο της εργασίας, ενσωματώθηκαν στην Πράσινη Βίβλο, την οποία ακολούθησε μια ποιοτική έρευνα συνεντεύξεων βάθους σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1200 εργαζόμενων, που προσέφερε πολύτιμη γνώση σχετικά με το πως αντιμετωπίζουν οι γερμανοί πολίτες την εργασία στην ψηφιακή εποχή, τις ανησυχίες και τις προτεραιότητές τους. Σημαντικό εύρημα ήταν οι εμφανείς διαφοροποιήσεις στις προτιμήσεις των ατόμων αναφορικά με την επαγγελματική τους ζωή: Ενώ ορισμένοι προτιμούν ένα σαφές όριο μεταξύ του επαγγελματικού και του ιδιωτικού πλαισίου, άλλοι φαίνεται να επιδιώκουν μεγαλύτερη ευελιξία και στα δυο πεδία, ώστε να οργανώνουν την εργασία τους στη βάση των οικογενειακών τους υποχρεώσεων. Διαφορές εντοπίστηκαν και στην ιεράρχηση της ασφάλειας, καθώς ορισμένοι δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην κοινωνική προστασία και τη μισθολογική σταθερότητα ενώ άλλοι -κυρίως οι πιο ανεξάρτητοι εργαζόμενοι – προτιμούν μια υψηλού βαθμού ευελιξία και αυτονομία.
Μετά το 2016 και την ολοκλήρωση της Λευκής Βίβλου «Εργασία 4.0», πολλές από τις πολιτικές της συστάσεις έχουν ήδη εφαρμοστεί στη Γερμανία. Οι πολιτικές για την αγορά εργασίας, για παράδειγμα, μετατράπηκαν από πολιτικές αντιμετώπισης σε πολιτικές πρόληψης, οι οποίες -αντί να προσανατολίζονται στην ενίσχυση των ήδη ανέργων- έχουν στόχο να εμποδίσουν την ανάπτυξη της ανεργίας, εφαρμόζοντας προγράμματα επανα-κατάρτισης και καλλιέργειας δεξιοτήτων όσων η εργασία -στην τρέχουσά της μορφή- κινδυνεύει λόγω της αυτοματοποίησης.
Επίσης έχουν τεθεί σε εφαρμογή οι λεγόμενοι «χώροι καινοτομίας», οι οποίοι ενθαρρύνουν τις εταιρείες να πειραματιστούν με νέα μέτρα και σε συνεργασία με τους εργαζόμενους να διεξάγουν πιλοτικά προγράμματα που θα διευκολύνουν την προσαρμογή στον νέο ψηφιακό κόσμο της εργασίας. Οι δράσεις που μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί πιλοτικά αφορούν την εξοικείωση των εργαζόμενων με νέες μορφές οργάνωσης του χρόνου εργασίας και την αποτελεσματική διαχείρισή τους, τη μεταφορά γνώσεων και δεξιοτήτων αιχμής σε νέα περιβάλλοντα οργάνωσης της εργασίας με στόχο τη διαμόρφωση υγειών ψηφιακών χώρων εργασίας, και την αξιοποίηση του κοινωνικού διαλόγου στον επερχόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό των χώρων εργασίας. Την ολοκλήρωση των πειραματικών δράσεων ακολούθησε ο διάλογος μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των νέων μοντέλων, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι νέες πολιτικές θα είναι προς όφελος όλων.
Η προοπτική της Ελλάδας
H γερμανική εμπειρία μας οδηγεί σε τρεις διαπιστώσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περαιτέρω και να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο, καθώς η Ελλάδα καλείται να διαμορφώσει τη δική της πορεία προς το ψηφιακό μέλλον της εργασίας:
Ανάδειξη της κοινωνικής πολιτικής ως βασικού μοχλού διαμόρφωσης μια δίκαιης και ισότιμης ψηφιακής μετάβασης. Μετά την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας για τον περιορισμό της πανδημίας, η Ελλάδα καλείται άμεσα να εισάγει τις ψηφιακές δυνατότητες στον κόσμο της εργασίας. Συνδέοντας τη διαβούλευση για τη μετάβαση στην ψηφιακή «Εργασία 4.0» με την επιτυχή μετάβαση της χώρας στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση «Industry 4.0», η γερμανική περίπτωση στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα: Στη ψηφιακή μετάβαση, η κοινωνική πολιτική δεν πρέπει να θεωρείται συμπληρωματική της οικονομικής πολιτικής. Το ζητούμενο επομένως για όλες τις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεν είναι μόνο ο σχεδιασμός των κατάλληλων μέτρων οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής. Απαιτείται ταυτόχρονη επένδυση στην κοινωνική πολιτική ώστε να διασφαλιστεί ότι η εργασία σε περιβάλλον ψηφιακής οικονομίας θα συνεχίσει να αποτελεί υπόθεση όλων: των νέων, τους οποίους πρέπει να ενισχύσουμε ώστε να προετοιμαστούν για τα επαγγέλματα του μέλλοντος, και των μεγαλύτερων ηλικιακά εργαζόμενων που κινδυνεύουν να βρεθούν στο περιθώριο, καθώς χωρίς σημαντική υποστήριξη δεν θα μπορέσουν να επιδείξουν την απαιτούμενη προσαρμοστικότητα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο και τεχνολογικά εξελισσόμενο εργασιακό περιβάλλον.
Στροφή σε μια «νέα γενιά» πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας προϋποθέτει μια «νέα γενιά» πολιτικών η οποία θα συνδυάζει -όπως καταδεικνύει η γερμανική εμπειρία- τον τολμηρό πειραματισμό στην εκπόνηση κοινωνικών προγραμμάτων (social policy experimentation) με τη λειτουργία πολυσυμμετοχικών πλατφόρμων διαλόγου και συνεργασίας στις οποίες θα συμμετέχουν εργοδοτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς αλλά και φορείς της κοινωνίας πολιτών, με απώτερο στόχο την προετοιμασία της ευρύτερης κοινωνίας για τις προκλήσεις του μέλλοντος. Η γερμανική εμπειρία αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για έναν πολιτικό προγραμματισμό θεμελιωμένο στην ερευνητική γνώση και τα επιστημονικά δεδομένα. Η Γνώση (δεδομένα) και το Όραμα (σχέδιο) είναι τα «κλειδιά» για την εποχή που έρχεται. Σε ένα ρευστό περιβάλλον όπου τεχνολογικές εξελίξεις, νέες μορφές απασχόλησης, και επιχειρηματικά μοντέλα (ψηφιακές πλατφόρμες, ψηφιακό επιχειρείν, κλπ) μεταβάλλονται διαρκώς, ο ελληνικός σχεδιασμός δεν πρέπει να γίνει με όρους παρελθόντος: πρέπει να συνδυαστεί με ένα μοντέλο διορατικής και τεκμηριωμένης κοινωνικής πολιτικής και να αντιμετωπίσει με συναίνεση και συνεργασία τρία μείζονα ζητήματα που θα τεθούν με ένταση τα επόμενα χρόνια: μεταβαλλόμενες επαγγελματικές κατηγορίες, αύξηση της εργασιακής ευελιξίας, και νέα δεδομένα στον χρόνο και το χώρο εργασίας (σε συνθήκες εξ’ αποστάσεως εργασίας).
Η αναγκαία βαθιά δημοκρατική τομή στο ψηφιακό μέλλον. Το κυριότερο, ίσως, μήνυμα του γερμανικού εγχειρήματος είναι ότι η μετάβαση στο μέλλον της εργασίας πρέπει να αποτελέσει μια βαθιά δημοκρατική διαδικασία διαβούλευσης και συμμετοχής. Όσο προετοιμάζουμε τον «ψηφιακό εργαζομένο» για τις αγορές του μέλλοντος τόσο ενδυναμώσουμε τον «ψηφιακό πολίτη» της αυριανής κοινωνίας. Κατά τη διαχείριση της πανδημίας, η Ελλάδα αποτέλεσε παράδειγμα συλλογικής αποφασιστικότητας, επιδεικνύοντας μια άνευ προηγουμένου συμπόρευση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Αυτή η πρακτική μπορεί να αποτελέσει σημαντική κληρονομιά για την χώρα στη διαμόρφωση της ψηφιακής μετα-πανδημίας εποχής. Η ευκαιρία να οικοδομηθεί ένα εργασιακό μέλλον, παραγωγικό αλλά και δίκαιο, προσκαλώντας στο τραπέζι του διαλόγου όλες τις φωνές -πολιτικά κόμματα, κοινωνικούς εταίρους και κοινωνία των πολιτών -δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να χαθεί.
Εν κατακλείδι, η ψηφιακή μετάβαση του κόσμου της εργασίας απαιτεί τολμηρή και άμεση δραστηριοποίηση των κυβερνήσεων και των νομοθετικών οργάνων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, ο από κοινού καθορισμός των αποφάσεων και η δημοκρατική συμμετοχή στη διαμόρφωση των νέων συνθηκών εργασίας αποτελούν βασικά στοιχεία για την προώθηση της αξιοπρεπούς εργασίας στην ψηφιακή οικονομία, τα οποία θα διασφαλίσουν ότι μακροπρόθεσμα κανείς δεν θα μείνει πίσω, ιδιαίτερα την ώρα που η Ευρώπη προετοιμάζεται να κάνει το δικό της άλμα προς τα εμπρός.
Ο Thorben Albrecht διετέλεσε Υφυπουργός στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Γερμανίας από το 2014 έως το 2018 και υπήρξε μέλος της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Μέλλον της Εργασίας που ιδρύθηκε από τoν Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO). Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του στο Υπουργείο ήταν ο διάλογος «Work 4.0» – ένας δημόσιος διάλογος για το μέλλον της εργασίας στην ψηφιακή εποχή, και η εισαγωγή ενός νόμιμου κατώτατου μισθού στη Γερμανία.
Η Μαρίλη Μέξη είναι σύμβουλος στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) σε θέματα ψηφιακής εργασίας, διευθύντρια ερευνών στο Graduate Institute-Geneva και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, και Ειδική Σύμβουλος της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πηγή: Το Βήμα
Ο Thorben Albrecht είναι διευθυντής πολιτικής στην IG Metall. Ήταν μέλος της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Μέλλον της Εργασίας που δημιουργήθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και διετέλεσε υφυπουργός στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Γερμανίας από το 2014 έως το 2018.
Σύμβουλος στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) σε θέματα ψηφιακής εργασίας, Διευθύντρια Ερευνών στο Graduate Institute-Geneva και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, και Ειδική Σύμβουλος της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.