Η πρόσφατη υγειονομική κρίση επιτάχυνε τις διαδικασίες ψηφιοποίησης της απασχόλησης, καθιστώντας πλέον εμφανείς τις δυσκολίες και τις ανεπάρκειες των αγορών εργασίας απέναντι στο ενδεχόμενο της ψηφιακής μετάβασης. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι αδυναμίες οφείλονται, κυρίως, στην αυξανόμενη βαρύτητα των κοινωνικών ανισοτήτων στο πεδίο της ανάπτυξης των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων, αλλά και στις ευρύτερες συστημικές αδυναμίες του κυρίαρχου παραγωγικού προτύπου.
Σε ό,τι αφορά την ετοιμότητα των εργαζομένων να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της ψηφιοποιημένης εργασίας, το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων αφήνει να σχηματιστεί μια αρκετά αντιφατική εικόνα. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat, στην Ελλάδα ένας στους δύο εργαζομένους (52%) διαθέτει, τουλάχιστον, τις «βασικές ψηφιακές δεξιότητες». Η Ελλάδα, έχοντας ξεκινήσει από τις τελευταίες θέσεις του σχετικού πίνακα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, εμφανίζεται να σημειώνει τη μεγαλύτερη πρόοδο, κερδίζοντας 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019 (42%). Τα συγκεκριμένα ποσοστά υποδεικνύουν μια τάση ανάκτησης του χαμένου εδάφους, η οποία επιβεβαιώνεται και από την παράλληλη αύξηση της συμμετοχής των Ελλήνων εργαζομένων σε προγράμματα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (12%, 4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ποσοστό του 2019). Ωστόσο, αυτή η ‒έστω δειλή‒ αντιστροφή της γενικότερης τάσης δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη μιας γενικότερης κινητοποίησης στον τομέα της ψηφιακής μετάβασης. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του ευρωπαϊκού δείκτη «Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας» (DESI), η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 25η θέση αξιολόγησης σε σύνολο 27 χωρών, ενώ μόνο το 12% των ελληνικών επιχειρήσεων εμφανίζεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων, σημειώνοντας την τρίτη χειρότερη ευρωπαϊκή επίδοση, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και ενώ το αντίστοιχο ποσοστό της προπορευόμενης Φινλανδίας ανέρχεται σε 38% (26 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά). Με άλλα λόγια, και σύμφωνα πάντα με τα διαθέσιμα δεδομένα, δεν θα ήταν άστοχο αν ισχυριζόμασταν ότι η όποια ορατή πρόοδος στο πεδίο της απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων οφείλεται περισσότερο στην ατομική κινητοποίηση και συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, παρά στη συγκροτημένη λειτουργία ενός εθνικού συστήματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης ή στην εφαρμογή συνεκτικών αναπτυξιακών στρατηγικών από τις επιχειρήσεις.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι επωμίζονται οι ίδιοι το βάρος ‒σε πολλές περιπτώσεις αναλαμβάνουν ατομικά και το κόστος‒ της ψηφιακής μετάβασης ανάγοντάς τη σε προσωπική τους υπόθεση. Πέρα από τα όποια ζητήματα μεταβίβασης κόστους, η μετακύλιση της ευθύνης της κατάρτισης στους ίδιους τους εργαζομένους έχει ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και στο πεδίο της ανάπτυξης των ψηφιακών δεξιοτήτων. Και εδώ τα δεδομένα είναι αρκετά ευκρινή: Σύμφωνα με την έρευνα ICT της Eurostat, η συμμετοχή των Ελλήνων εργαζομένων σε προγράμματα κατάρτισης τη διετία 2019-2020 καταδεικνύει μια έντονη κοινωνική διαφοροποίησης σε ουσιώδεις μεταβλητές, όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το εισόδημα, ο δείκτης αστικότητας και η κατάσταση απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επεξεργασία των δεδομένων από το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, παρατηρείται μια τάση έντονης πόλωσης ανάμεσα σε πληθυσμούς νεότερων εργαζομένων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και σε πληθυσμούς μεγαλύτερης ηλικίας, που διαθέτουν λιγότερα εκπαιδευτικά προσόντα και βρίσκονται σε καθεστώς ανεργίας ή είναι οικονομικά μη ενεργοί. Αντίστοιχες πολώσεις εντοπίζονται και με βάση μεταβλητές όπως το οικογενειακό εισόδημα ή ο δείκτης αστικότητας του νοικοκυριού. Αγροτικοί και ημιαστικοί πληθυσμοί με χαμηλά εισοδήματα υστερούν σε σημαντικότερο βαθμό ως προς τις ψηφιακές τους δεξιότητες, ενώ το χάσμα μεγαλώνει αν συγκρίνουμε τους εργαζομένους σε χειρωνακτικά με τους εργαζομένους σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο το 31% των απασχολουμένων σε χειρωνακτικά επαγγέλματα διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους απασχολουμένους σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα φτάνει το 82%.
Συνοψίζοντας, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η όποια ανιχνεύσιμη πρόοδος στο πεδίο της ανάπτυξης δεξιοτήτων οφείλεται περισσότερο στην κινητοποίηση ιδίων πόρων εκ μέρους των εργαζομένων και πολύ λιγότερο στις δημόσιες πολιτικές κατάρτισης ή στις επιχειρηματικές αναπτυξιακές στρατηγικές. Η γενικευμένη τάση των χαμηλών επενδύσεων στην ποιότητα της επαγγελματικής κατάρτισης, εκτός του ότι μεταβιβάζει το κόστος στους ίδιους τους εργαζομένους, έχει και ως παράπλευρη συνέπεια την αναγωγή των ανισοτήτων σε καθοριστικό παράγοντα όσον αφορά τις αντικειμενικές δυνατότητες απόκρισης του συνόλου των εργαζομένων στις απαιτήσεις της ψηφιακής μετάβασης. Η συγκρότηση του εργατικού δυναμικού αρχίζει να εμφανίζει σαφείς ενδείξεις δυϊκής οργάνωσης με τους εργαζομένους να διαιρούνται σε αυτούς που διαθέτουν το αναγκαίο εκπαιδευτικό, οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο ώστε να αναλάβουν οι ίδιοι το κόστος της «προσωπικής» ψηφιακής τους μετάβασης και σε αυτούς που βρίσκονται ήδη σε κατάσταση αντικειμενικής υστέρησης πόρων και, κατά συνέπεια, κινδυνεύουν να βρεθούν σταδιακά εκτός των αγορών εργασίας στο άμεσο μέλλον. Και στις δύο άκρες αυτού του δίπολου η απουσία ποιοτικών δημόσιων πολιτικών κατάρτισης και ιδιωτικών επενδύσεων είναι καθοριστική.
Αυτό το ήδη δυσοίωνο σκηνικό συνδέεται άμεσα με τις σημαντικές ενδημικές ανεπάρκειες του εθνικού παραγωγικού προτύπου. Θυμίζουμε ότι η Ελλάδα κατά την περίοδο 2009-2019 απώλεσε 20 ποσοστιαίες μονάδες μέτρησης του σύνθετου δείκτη ποιότητας της εργασίας: οι άτυπες μορφές απασχόλησης ενισχύθηκαν, ο χρόνος εργασίας απορρυθμίστηκε, η ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων επιβραδύνθηκε, οι δομές συλλογικής εκπροσώπησης αποδυναμώθηκαν. Στην παρούσα συγκυρία η επίδοση της Ελλάδας εντοπίζεται ακριβώς στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η συγκεκριμένη τάση επιβεβαιώνεται και από τον αντίστοιχο δείκτη ποιότητας της εργασίας των ευρωπαϊκών συνδικάτων (ETUC), όπου η Ελλάδα σημειώνει τη χειρότερη ευρωπαϊκή επίδοση καταγράφοντας δραματική πτώση την τελευταία δεκαετία (-11,9%). Παράλληλα, τα 2/3 των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται ως «έντασης εργασίας» ‒ προσφέρουν δηλαδή θέσεις εργασίας χαμηλών αμοιβών και υψηλών κινδύνων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, μόνο το 23% των ελληνικών επιχειρήσεων μπορούν να οριστούν ως, τουλάχιστον κάποιας μορφής, «έντασης γνώσης». Με άλλα λόγια, η κατάσταση την οποία περιγράψαμε προηγουμένως για τις ψηφιακές δεξιότητες προκύπτει σχεδόν ως φυσικό επακόλουθο μιας γενικευμένης και παρωχημένης αντίληψης για την οργάνωση της παραγωγής.
Η διαπιστωμένη υστέρηση του ελληνικού παραγωγικού προτύπου απέναντι στο ενδεχόμενο της ψηφιακής μετάβασης ίσως εξηγεί σε κάποιον βαθμό και με τρόπο παράδοξο τον σχετικά μικρό κίνδυνο υποκατάστασης των εργαζομένων λόγω ψηφιακής μετάβασης. Οι πρώτες σχετικές μελέτες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καταγράφουν χαμηλά ποσοστά κινδύνου υποκατάστασης εργαζομένων λόγω ψηφιακής μετάβασης, τα οποία κυμαίνονται ανά κλάδο από 1,4% έως 14,4%. Αν τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα ποσοστά που καταγράφονται στη διεθνή βιβλιογραφία και τα οποία προσεγγίζουν το 50%, συμπεραίνουμε ότι η υποκατάσταση δεν αποτελεί προς το παρόν σημαντικό κίνδυνο για τους Έλληνες εργαζομένους. Ωστόσο, το μεγάλο εύρος τιμών που παρατηρείται (η ψαλίδα ανάμεσα στο 1,4% και στο 14,4% ανάλογα με τον οικονομικό κλάδο) συνηγορεί για την ύπαρξη και εδώ έντονων κοινωνικών ανισοτήτων και δυϊκών τάσεων στο εργατικό δυναμικό. Προς το παρόν, γεγονός που συνιστά αναμφισβήτητα ελληνικό παράδοξο, αυτό που εμφανίζεται να «προστατεύει» τους λιγότερο καταρτισμένους εργαζόμενους από τον κίνδυνο της υποκατάστασής τους είναι η ‒σχεδόν «πολιτισμική»‒ εμμονή των ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύουν σε επιχειρηματικά πεδία και να υιοθετούν πρότυπα λειτουργίας που συνεχίζουν να βασίζονται στην ένταση εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα του ψηφιακού μετασχηματισμού και της συνεπούς ποιοτικής αναβάθμισης των προσφερόμενων θέσεων εργασίας συνεχίζει να παραπέμπεται σε ένα άδηλο μέλλον, ενώ το χάσμα των ψηφιακών δεξιοτήτων μετατρέπεται όλο και πιο έκδηλα σε γενικευμένη τάση εμβάθυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, υπονομεύοντας καίρια τις όποιες προσπάθειες παραγωγικής ανασυγκρότησης.
PhD, Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.