Χωρίς αμφιβολία σήμερα ζούμε το τέλος της βιομηχανικής εποχής. Ο 21ος αιώνας είναι η αρχή μιας νέας εποχής η οποία κυριαρχείται από νέες μορφές παραγωγής, λειτουργίας και συνεργασίας. Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση και η δικτύωση οδηγούν σε μετάλλαξη τόσο της οικονομικής όσο και της κοινωνικής οργάνωσης. Τροφοδότης αυτής της επανάστασης είναι η γνώση.
Η γνώση είναι η παραγωγική δύναμη
Για πρώτη φορά στην ιστορία ο ανθρώπινος νους δεν αποτελεί μόνο ένα καθοριστικό στοιχείο στο σύστημα παραγωγής αλλά είναι η ίδια η παραγωγική δύναμη. «Η γνώση δεν είναι απλά πια ένας πόρος, αλλά ο πόρος, γράφει ο Peter Drucker, οικονομολόγος και θεωρητικός του μάνατζμεντ, το 1993 στο βιβλίο του Post-Capitalist Society.1 «Αλλάζει θεμελιωδώς τη δομή της κοινωνίας. Δημιουργεί νέα κοινωνική δυναμική. Δημιουργεί νέα οικονομική δυναμική. Δημιουργεί νέα πολιτική.»2
Και όχι μόνο: Η γνώση επιδρά πάνω στη ίδια την γνώση ως πηγή της παραγωγικότητας. Η επεξεργασία της πληροφορίας στοχεύει στην βελτιστοποίηση της ίδιας της τεχνολογίας της πληροφορίας. Δηλαδή, η τεχνολογική γνώση αλληλεπιδρά με τις εφαρμογές γνώσης που η ίδια παράγει. Πρόκειται για έναν «circulus virtousos», όπως λέει ο κοινωνιολόγος Manuel Castells,3 με μία εξωφρενική δυναμική και εκτόξευση της παραγωγικότητας. Η πρώτη ύλη καθώς και η κινητήριος δύναμη της 4η Βιομηχανικής Επανάστασης, λοιπόν, είναι η γνώση. Τη γνώση όμως τη διακρίνει ένα χαρακτηριστικό το οποίο λείπει από τις άλλες γνωστές πρώτες ύλες: Πρακτικά είναι ανεξάντλητη, όπως γράφει ο μεγάλος κλασσικός της κοινωνιολογίας Max Weber στο άρθρο του με τίτλο «η επιστήμη ως επάγγελμα».4
Τα προαναφερόμενα κάνουν αναγκαία και την αναθεώρηση των παραδοσιακών βεβαιοτήτων αναφορικά με τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Ανατρέπονται τα δεδομένα σχετικά με την οργάνωση, την διακυβέρνηση και την κουλτούρα μιας επιχείρησης. Αλλοιώνονται οι συσχετισμοί και μπαίνουν ερωτηματικά ως προς τον υφιστάμενο τρόπο συνεργασίας και ηγεσίας. Η ιεραρχικά κάθετη οργάνωση της βιομηχανικής εποχής χάνει την ικανότητά της να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των νέων οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών δεδομένων.
Βρισκόμαστε στο κατώφλι μετάβασης από την Βιομηχανική Εποχή στην Εποχή της Πληροφορίας και της Γνώσης. Με αυτή την έννοια ακόμη και ο όρος 4η Βιομηχανική Επανάσταση φαντάζει προβληματικός και ενδεχομένως αποπροσανατολίζει. Χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό για να εξηγήσουμε τις δομικές αλλαγές που έρχονται πιστεύουμε ότι προχωράμε στο μονοπάτι που καθόρισαν οι προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις. Ότι δηλαδή προστίθενται καινοτομίες στην τεχνολογία, στις μεθόδους παραγωγής, ανακαλύπτονται νέες πηγές ενέργειας και ως αποτέλεσμα ανεβαίνουμε επίπεδο στο πλαίσιο της βιομηχανικής εξέλιξης. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά, οι αλλαγές και οι καινοτομίες δεν είναι σταδιακές και σωρευτικές αλλά απότομες και ριζοσπαστικές.
Αψηφούμε το γεγονός ότι η προστιθέμενη αξία όλο και λιγότερο θα παράγεται μέσω της βιομηχανικής παραγωγής και ότι δε θα βασίζεται στις υλικές πηγές αλλά στην πληροφορία και στη γνώση. Η Κοινωνία της Γνώσης καθορίζεται από «μία οικονομική τάξη στην οποία η γνώση και όχι η εργασία ή η πρώτη ύλη ή το κεφάλαιο είναι ο βασικός πόρος»5 . Με άλλα λόγια, εγκαταλείπουμε το αδιέξοδο της βιομηχανικής παραγωγής, οι παράγοντες κεφάλαιο και εργασία χάνουν τη σπουδαιότητά τους. Στο τρίπτυχο των παραδοσιακών συντελεστών παραγωγής «γη», «εργασία», «κεφάλαιο» ήρθε να προστεθεί η «γνώση». Και όχι μόνο: Ήρθε να αναλάβει και καθοριστικό ρόλο, όπως δείχνουν οι όροι «Κοινωνία της Γνώσης» και «Οικονομία της Γνώσης».
Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των διαρθρωτικών αλλαγών που συντελούνται κατά τη μετάβαση από τη Βιομηχανική Κοινωνία προς την Κοινωνίας της Γνώσης είναι το γεγονός ότι η αξία της βιομηχανικής παραγωγής οικονομικά μειώνεται σε σχέση με τον τομέα της παροχής υπηρεσιών που τις συνοδεύουν: υπηρεσίες (Services), σχεδιασμός (Design), έρευνα και ανάπτυξη (Research and Development), μάρκετινγκ (Marketing), καινοτομία (Innovation), εφοδιαστική αλυσίδα (Logistics).
Ήδη σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αποτελείται από δραστηριότητες όπως να συμβουλεύουμε, να πληροφορούμε, να ερευνούμε, να οργανώνουμε, να δικτυωνόμαστε, να παρουσιάζουμε. Αυτές οι δραστηριότητες βασίζονται στη γνώση και στην πληροφορία και αυτό που μετράει είναι ο αριθμός και η ποιότητα των ιδεών που παράγονται και εμπλουτίζουν αγαθά, υπηρεσίες και διαδικασίες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η παραγωγή αγαθών δεν είναι πια σημαντική ή ότι θα χαθεί – όπως δε χάθηκε και η γεωργία – απλά συγκριτικά μειώνεται η αξία της γιατί αυτό το μέρος της οικονομικής δράσης το αναλαμβάνουν μηχανές ή μεταφέρεται σε χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας. Η πραγματική, ή «φυσική» παραγωγή είναι σημαντική και εξακολουθεί φυσικά να αποτελεί την ουσία της οικονομικής δράσης. Αλλά στο πλαίσιο της αλυσίδας αξιών αποτελεί πλέον απλά μια αναπαραγωγική δράση. Η προστιθέμενη αξία της παραγωγής μειώνεται όπως επίσης και ο αριθμός των εργαζομένων σ’ αυτήν. Ο ανταγωνισμός στην Οικονομία της Γνώσης δεν είναι πρωτίστως ανταγωνισμός κόστους αλλά ανταγωνισμός καινοτομίας. Αυτό ισχύει όσον αφορά στα προϊόντα όσο και στις διαδικασίες και στις λειτουργείες. Εδώ κρύβεται το σημαντικότερο μέρος της προστιθέμενης αξίας στο μέλλον.
Τα μέσα παραγωγής ανήκουν στους εργαζόμενους
Οι συντελεστές παραγωγής «εργασία» και «γνώση» συνδέονται και γίνονται ανθρώπινο κεφάλαιο (Human Capital). Αυτό που διαφοροποιεί το ανθρώπινο κεφάλαιο από το φυσικό κεφάλαιο είναι ότι δεν μπορείς να αποκτήσεις ιδιοκτησία επάνω του. Το παραγωγικό μέσο «γνώση» ανήκει εφ’ όρου ζωής στον εργαζόμενο! Αυτός αποφασίζει σε ποιο βαθμό θα το διαθέσει και με ποιον θα το μοιραστεί. Είναι μια ανατρεπτική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν της βιομηχανικής εποχής όπου ο επιχειρηματίας αποκτούσε ιδιοκτησία πάνω στην εργατική δύναμη, μπορούσε να την μετρήσει και να την εμπορευτεί.
Η ανατροπή αυτή μπορεί να μην αντιστρέφει πλήρως τη σχέση κεφαλαίου και εργασίας. Παραφράζοντας τον κοινωνιολόγο και φιλόσοφο Theodor W. Adorno θα μπορούσε να πει κανείς ότι με βάση τα όσα γνωρίζουμε για την τεχνολογική εξέλιξη οι κοινωνίες σήμερα είναι κοινωνίες της γνώσης. Με βάση την οικονομική και πολιτική διάρθρωση όμως παραμένουν καπιταλιστικές6 . Χωρίς καμία αμφιβολία επέρχεται μια ισορροπία στη σχέση «κεφαλαίου» και «εργασίας». Η διαπίστωση αυτή είναι πολύ σημαντική γιατί καθορίζει ως ένα μεγάλο βαθμό την αναγκαιότητα αλλαγής διακυβέρνησης, ηγεσίας και κουλτούρας σε μια επιχείρηση. Χωρίς την ενεργή συμμετοχή και συνεργασία των εργαζομένων η διάχυση της γνώσης τους δεν είναι εφικτή. Μια καθαρά ιεραρχική κουλτούρα που βασίζεται στο παραδοσιακό σύστημα εντολής και ελέγχου όπως συνηθίζεται στην συντριπτική πλειοψηφία των εταιριών δεν θα μπορεί να είναι ανταγωνιστική στο μέλλον γιατί δεν είναι σε θέση να αντλήσει τους αναγκαίους πόρους. Κατά συνέπεια χάνεται σιγά σιγά το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Οι εταιρείες πρέπει να αλλάξουν ρότα. Με μια εταιρική κουλτούρα που γεννήθηκε την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης δε μπορείς να επιβιώσεις στην Οικονομία της Πληροφορίας και της Γνώσης.
Και κάτι άλλο σημαντικό συμβαίνει στην Οικονομία της Γνώσης: η αποξένωση του εργαζόμενου από την εργασία του και από την διαδικασία της εργασίας όπως την διέγνωσε o Karl Marx7 το 1844 αναλύοντας τον τότε νέο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής παύει να υφίσταται. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της γνώσης ανήκουν πάλι στον εργαζόμενο!
Η αποξένωση αυτή βρήκε την κορύφωσή της με την εισαγωγή των αρχών του επιστημονικού μάνατζμεντ του Frederic Winslow Taylor8 και την ανάπτυξη του φορντιστικού μοντέλου παραγωγής. Από τότε οι νέοι τρόποι παραγωγής καθώς και οι μέθοδοι διοίκησης που τους συνόδευαν, οι οποίες βασίζονται στην κάθετη ιεραρχία και τον καταμερισμό της εργασίας, εισέβαλαν καθοριστικά στην οικονομία και στην κοινωνία. Ιδιαίτερα ο διαχωρισμός της πνευματικής εργασίας, δηλαδή του σχεδιασμού και προγραμματισμού της εργασίας από την εφαρμογή της, συντέλεσε στην αποξένωση και στον ετεροκαθορισμό του εργάτη ως εργαλείου, ως μια προέκταση των μηχανών. Αυτό επίσης αλλάζει. Σχεδιασμός και εφαρμογή δεν μπορούν πια να διαχωριστούν με τόσο ξεκάθαρο τρόπο. Η αλλοίωση αυτής της διαχωριστικής γραμμής, η επιβεβλημένη από τις εξελίξεις κατάρρευση των ιεραρχικών δομών καθώς και η άυλη μορφή της πρώτης ύλης της Οικονομίας της Γνώσης κάνουν την καθιέρωση συμμετοχικής κουλτούρας στις μοντέρνες επιχειρήσεις conditio sine qua non.
Η συμμετοχή είναι κλειδί της ανταγωνιστικότητας
Εφόσον ο ανταγωνισμός στο μέλλον θα βασίζεται όλο και περισσότερο στην καινοτομία και στη γνώση, τότε οι συνηθισμένες οργανωτικές δομές της Βιομηχανικής Εποχής θα αποδειχθούν βαρίδια. Νέες ιδέες πάντα θέτουν υπό αμφισβήτηση την παλιά γνώση και κατ’ επέκταση την ισορροπία ισχύος. Η δημιουργικότητα είναι κατά βάση ξένη στη φύση κάθε οργάνωσης. Ιεραρχικές, γραφειοκρατικές οργανώσεις είναι κατά κανόνα άκαμπτες και ανίκανες να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν στο βαθμό που απαιτείται σε μια εποχή συνεχών αλλαγών και αλμάτων σε όλα τα πεδία του επιχειρείν. Είναι απασχολημένες με συνεχείς συσκέψεις, διασκέψεις, σύνταξη προϋπολογισμών, οργανωτικές διαδικασίες, μετρήσεις αποδοτικότητας εργαζομένων, ρουτίνες λογιστικού ελέγχου, σύνταξη εκθέσεων, κλπ. Οι οργανώσεις προσπαθούν μ αυτόν τον τρόπο να μειώσουν ρίσκα και να εξασφαλίσουν τους συσχετισμούς ισχύος. Κανονισμοί, ρυθμίσεις, εποπτεία και έλεγχος αποτελούν βασικά συστατικά του τεϊλοριστικο-γραφειοκρατικού οργανωτικού μοντέλου.
Είναι αναμενόμενο ότι οι παραδοσιακές ιεραρχικές οργανωτικές δομές της Βιομηχανικής Εποχής αναγκαστικά θα υποχωρήσουν. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον σχεδιασμό και την παραγωγή δε θα είναι παγιωμένη όπως και η διαφοροποίηση ανάμεσα σ αυτόν που παίρνει αποφάσεις και αυτόν που εκτελεί. Τα συστήματα των εντολών, της υπακοής και του ελέγχου θα πρέπει να αντικατασταθούν από νέες μορφές συνεργασίας και εργαλεία συμμετοχής. Αναγκαία συνθήκη είναι μια οργανωτική δομή και μια εταιρική κουλτούρα μέσα από τις οποίες μπορεί να ανθίσει η καινοτομία, και μια ηγεσία η οποία θα παρακινεί τους εργαζόμενους να θέσουν τη γνώση τους, το ανθρώπινο κεφάλαιο, στην υπηρεσία της επιχείρησης. Ένας σημαντικός στόχος μεταξύ άλλων είναι να ενισχυθούν τα αντανακλαστικά και η προσαρμοστικότητα της επιχείρησης. Μπορεί κανείς να αμφισβητεί από ιδεολογική σκοπιά την αναγκαιότητα συμμετοχής των εργαζομένων, αλλά οικονομικά και επιχειρησιακά είναι επιβεβλημένη. Δεν αποτελεί πολιτική, ηθική ή ιδεολογική επιλογή αλλά μια οικονομικά τεκμηριωμένη αναγκαιότητα. Το θέμα δεν είναι αν θα πρέπει να υπάρχει συμμετοχή, αλλά με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό.
1 «Knowledge has become the resource, rather than a resource», Peter Drucker 1993: Post-Capitalist Society (Μετακαπιταλιστική κοινωνία)
2 «It changes, and fundamentally, the structure of society. It creates new social dynamics. It creates new economic dynamics. It creates new politics», Peter Drucker 1993: Post-Capitalist Society
3 Manuel Castells 1996: The rise of the network society (Η άνοδος της δικτυακής κοινωνίας)
4 Max Weber 1919: Wissenschaft als Beruf (Η επιστήμη ως επάγγελμα)
5 «…economic order in which knowledge, not labor or raw material or capital, is the key resource» Peter Drucker 1994: The Age of Social Transformation (Η εποχή του κοινωνικού μετασχηματι-σμού)
6 Theodor W. Adorno 1968: Spätkapitalismus oder Industriegesellschaft (Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία)
7 Karl Marx 1844, Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Ökonomisch-philosophische Manu-skripte (Pariser Manuskripte)
8 Frederick Winslow Taylor 1911, The principles of scientific management
Ο Γιώργος Αρβανιτίδης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων για θέματα Οργανωτικού Μετα-σχηματισμού, Ηγεσίας και Changemanagement (Elephant-Consulting GmbH) με έδρα το Potsdam. Διετέλεσε μεταξύ άλλων Διευθυντής Επικοινωνίας και Εκπρόσωπος Τύπου του Προεδρείου του Γερμανικού Συνδικάτου Μετάλλου (IG Metall), Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού ΟΤΕ/Cosmote καθώς και Γενικός Διευθυντής Ανθρώ-πινου Δυναμικού του Ομίλου Mannesmann.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.