Ο λιγνίτης χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και έκτοτε αποτελεί σημαντικό μοχλό κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Ειδικά μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 [1], και λόγω της άφθονης εγχώριας διαθεσιμότητας, του χαμηλού κόστους εξόρυξης, και της σταθερότητας των τιμών του πόρου, η Ελλάδα αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς λιγνίτη στην ΕΕ [2]. Επιπλέον, λόγω της κλίμακάς της, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας σε αρκετές αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, συμβάλλοντας σημαντικά στην εθνική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Το 2009, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη κάλυψε το 58% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα της ηπειρωτικής χώρας. Μια δεκαετία αργότερα, ο λιγνίτης κάλυψε ένα μέτριο ποσοστό ύψους 20%. Και στο τέλος του 2020, λίγο πάνω από το 10% (με τον κορωνοϊό να αποτελεί επιταχυντή της απολιγνιτοποίησης). Πράγματι, η σταδιακή απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και προχώρησε με ταχύτερους ρυθμούς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας: το 2020, λόγω της πανδημίας και της αντίστοιχης μείωσης της ζήτησης, η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε περίπου κατά 45% σε σύγκριση με το 2019 [3].
Αυτή η έντονη μείωση μπορεί να αποδοθεί σε δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, στη γήρανση των μονάδων λιγνίτη, όπως αποτυπώνεται στη χαμηλή θερμογόνο αξία (1.000-1.300 kcal/kg) των κοιτασμάτων Μεγαλόπολης και Πτολεμαΐδας και στο υψηλό ποσοστό εξάντλησης (το οποίο αυξήθηκε από 2,68 m3/τόνο το 1991 σε 4,59-6,36 m3/τόνο την περίοδο 2016-17) των υπόλοιπων κοιτασμάτων λιγνίτη [4]. Δεύτερον, στη σταδιακή αύξηση της τιμής των Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA) για την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου από τα τέλη του 2017, η οποία ανερχόταν κατά μέσο όρο στα 5,84 €/τόνο το 2017 και σχεδόν στα 43 €/τόνο, στις 18 Μαρτίου 2021.
Παράλληλα, με τη μείωση του μεριδίου του λιγνίτη στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, η οποία το 2020 έφτασε σχεδόν το 50% σε σύγκριση με το 2015, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) αυξήθηκε σχεδόν κατά 30% την ίδια περίοδο [3].
Επιπλέον, η Ελλάδα υπέβαλε το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) [5], το σ.σ. τελικό ΕΣΕΚ, τον Δεκέμβριο του 2019. Το έγγραφο έθετε υψηλότερους στόχους διείσδυσης για τις ΑΠΕ, σε σύγκριση με την αρχική έκδοση που είχε υποβληθεί ένα έτος νωρίτερα, σ.σ. προσχέδιο ΕΣΕΚ, προβλέποντας επίσης υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και, το σημαντικότερο, μηδενική χρήση λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2028. Με βάση τα ανωτέρω και παρά τις κοινωνικές προκλήσεις για περαιτέρω διάδοση των ΑΠΕ στη χώρα [6], η ελληνική κυβέρνηση φιλοδοξεί να επιταχύνει την απεξάρτησή της από τον λιγνίτη, διακόπτοντας τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής έως το 2023 – με εξαίρεση τη μονάδα Πτολεμαΐδα V, η οποία προβλέπεται να διακόψει τη λειτουργία της έως το 2028. Το φυσικό αέριο, το οποίο εμφανίζει χαμηλότερη ένταση εκπομπών συγκριτικά με τον λιγνίτη, προβλέπεται να «γεφυρώσει το χάσμα» κατά τη ενδιάμεση περίοδο, ώστε να ανταποκριθεί σε χρονικούς και οικονομικούς περιορισμούς, προτού η χώρα μεταβεί εξ ολοκλήρου σε ένα σύστημα ενέργειας με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα [5, 7].
Επισημαίνεται ότι το τελικό ΕΣΕΚ δεν είναι οριστικό, καθώς αναμένεται να απαιτηθεί επικαιροποίηση, προκειμένου να συνεκτιμηθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας καθώς και οι πιο φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ για το 2030, οι οποίοι αναβάθμισαν τον στόχο μείωσης των εκπομπών σε -55% σε σχέση με το 1990, από τον αρχικό στόχο της μείωσης κατά 40%.
Παρότι ο μακροπρόθεσμος μακροοικονομικός αντίκτυπος της απανθρακοποίησης έχει μελετηθεί και κριθεί επωφελής για χώρες που, όπως η Ελλάδα, βασίζουν την παραγωγή ενέργειάς τους στην καύση άνθρακα [8], καθίσταται κρίσιμη η ενδελεχής εξέταση των παράπλευρων απωλειών σε πτυχές που σχετίζονται με την κοινωνία, την οικονομία, και την ενεργειακή ασφάλεια σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ιδίως όταν αυτή η μετάβαση πραγματοποιείται δραστικά.
Αυτό το υπόβαθρο αποτέλεσε το κίνητρό μας για να βασίσουμε την ανάλυσή μας σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση μοντελοποίησης [9], μέσω της σύνδεσης των ενεργειακών μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν και κατά την κατάρτιση των ΕΣΕΚ [5] με ένα μακροοικονομικό μοντέλο ανοικτού κώδικα, το GTAP [10], καθώς και της χρήσης ενός μοντέλου βασισμένο σε πράκτορες [11] για την αξιολόγηση των μακροοικονομικών επιπτώσεων στην Ελλάδα.
Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι η απολιγνιτοποίηση, ανεξάρτητα από την ταχύτητα με την οποία επιχειρείται, είναι επωφελής για την ευρύτερη οικονομία μακροπρόθεσμα, δηλαδή περί τα μέσα του αιώνα. Ωστόσο, και ανάλογα με την ταχύτητα της απεξάρτησης από τον λιγνίτη, μπορεί να παρατηρηθούν επιπτώσεις βραχυπρόθεσμα (2030) και μεσοπρόθεσμα (2040), οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής και εν τέλει μίας δίκαιης μετάβασης.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 2050 η ελληνική οικονομία μπορεί να σημειώσει ανάπτυξη κατά 1,8% στο σενάριο αύξησης των ΑΠΕ (τελικό ΕΣΕΚ) σε σχέση με το σενάριο διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης, ακόμη και σε ένα σενάριο λιγότερο δραστικών κλιματικών στόχων στη χώρα. Και αυτό, παρά την προσωρινή μείωση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας της εργασίας, το μέγεθος και η διάρκεια της οποίας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος των επενδύσεων που απαιτούνται για έργα ΑΠΕ. Προφανώς, η ευρείας κλίμακας ανάπτυξη των ΑΠΕ σε συνδυασμό με ένα ευέλικτο πλαίσιο προώθησης της ιδιοκατανάλωσης θα συνεπαγόταν χαμηλότερες απαιτήσεις για την κατανάλωση λιγνίτη και αυξημένη ζήτηση για επενδυτικά αγαθά. Επειδή δεν θα ήταν εφικτό να στραφούν αμέσως όλοι οι ανθρακωρύχοι που θα έχαναν τη δουλειά τους στον τομέα των κατασκευών ή της βιομηχανίας και επειδή η καμπύλη προσφοράς των αγαθών που απαιτούνται για επενδύσεις είναι σχετικά ανελαστική βραχυπρόθεσμα, οι επενδύσεις ΑΠΕ θα οδηγούσαν σε αύξηση της τιμής των επενδυτικών αγαθών και, κατά συνέπεια, σε επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου σε άλλους οικονομικούς τομείς, με αποτέλεσμα την προσωρινή μείωση της παραγωγικότητας εργασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις, σε ένα σενάριο ταχείας απανθρακοποίησης, όπως αυτό αποτυπώνεται στο τελικό ΕΣΕΚ, η σταδιακή κατάργηση του λιγνίτη αναμένεται να τονώσει την ελληνική οικονομία και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών την επόμενη δεκαετία, με το ΑΕΠ και το εισόδημα των νοικοκυριών να είναι υψηλότερα κατά 1% και 7%, αντίστοιχα, το 2030 σε σύγκριση με ένα σενάριο ηπιότερης απεξάρτησης από τον λιγνίτη, όπως προβλεπόταν στο προσχέδιο ΕΣΕΚ.
Οι εργασιακές ευκαιρίες αποτελούν επίσης βασική παράμετρο στον σχεδιασμό οικονομικής ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Εξετάζοντας την παγκόσμια εικόνα, οι ΑΠΕ αφορούσαν σε περίπου 11,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως το 2019, αυξημένες κατά μισό εκατομμύριο σε σχέση με το 2018, με τα ηλιακά φωτοβολταϊκά να έχουν τη μερίδα του λέοντος με περίπου 3,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ή το ένα τρίτο της συνολικής απασχόλησης στις ΑΠΕ. Εκτιμάται επίσης ότι έως το 2050 θα δημιουργηθούν 42 εκατ. θέσεις εργασίας στον τομέα των ΑΠΕ, βάσει της πιο πρόσφατης πρόβλεψης του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) [12]. Αυτή η αυξητική τάση καταδεικνύει με σαφήνεια γιατί πολλές κυβερνήσεις έχουν δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη ΑΠΕ, πρωτίστως για τη μείωση των εκπομπών και την επίτευξη των διεθνών κλιματικών στόχων, αλλά και για την επιδίωξη ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών οφελών.
Οι θέσεις εργασίας στον τομέα της καθαρής ενέργειας φέρουν επίσης λιγότερους κοινωνικούς αποκλεισμούς, με μία πιο ισορροπημένη εκπροσώπηση των φύλων σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα: σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA), οι γυναίκες κατέχουν το 32% των συνολικών θέσεων εργασίας στον τομέα των ΑΠΕ, σε αντίθεση με το 21% στους τομείς των ορυκτών καυσίμων. Αναμενόμενα, είναι επίσης ευνοϊκότερες σε όρους υγείας και ασφάλειας σε σχέση με την εξόρυξη και επεξεργασία συμβατικών καυσίμων.
Ειδικά για την Ελλάδα, εκτιμάται ότι θα χαθούν περίπου 25.000 θέσεις εργασίας έως το 2023. Ωστόσο, ο συνολικός μεσοπρόθεσμος αντίκτυπος της μετάβασης στην απασχόληση προβλέπεται να είναι θετικός έως το 2030: περίπου 60.000 θέσεις εργασίας αναμένεται να δημιουργηθούν συνολικά, 37.000 εκ των οποίων αφορούν σε έργα ΑΠΕ και 23.000 σε έργα εξοικονόμησης ενέργειας. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί η ανάγκη οικοδόμησης της βάσης επαγγελματικών δεξιοτήτων για την ομαλή μετάβαση από τον λιγνίτη στην καθαρή ενέργεια: απαιτούνται περισσότερη επαγγελματική κατάρτιση, ισχυρότερα προγράμματα σπουδών, καλύτερη κατάρτιση εκπαιδευτών, και εκτεταμένη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι αριθμοί.
Από την άλλη, οι επιπτώσεις που παρατηρούνται μεσοπρόθεσμα περιλαμβάνουν αυξημένο πληθωρισμό (ΔΤΚ: +4,4% το 2030), μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές (+3,7% στις εισαγωγές το 2030), και μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (-10% στις εξαγωγές το 2030).
Βασική υπόθεση της ανάλυσης είναι ότι η Ελλάδα θα αυξήσει τις πράσινες επενδύσεις που διοχετεύονται στην οικονομία της κατά περίπου 2% του ΑΕΠ ετησίως κατά την περίοδο 2020-2030. Και αυτά τα χρήματα πρέπει να διατεθούν ειδικά σε περιοχές όπου η τοπική οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα (μέσω εξορυκτικών δραστηριοτήτων και ηλεκτροπαραγωγής), για την υποστήριξη μιας δίκαιης μεταβατικής πορείας σε τοπικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο αποτελεί σημαντική προϋπόθεση. Εάν δεν εκπληρωθεί, οι κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι σημαντικές και η ταχύτητα μετάβασης θα πρέπει να επιβραδυνθεί. Αυτό άλλωστε υπογραμμίζει και η δρ. Angela Wilkinson, Γενική Γραμματέας και Διευθύνουσα Σύμβουλος του World Energy Council, στο πρόσφατο μήνυμά της σχετικά με την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ανθρωπίνως δυνατού ρυθμού στον αγώνα δρόμου για τον μηδενισμό των αερίων του θερμοκηπίου [13].
Παρόμοιες χρηματοδοτικές ανάγκες διαπιστώνονται και για άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Κύπρος (+2,2%), η Γαλλία (+2,4%), η Λετονία (+2,6%) και η Ισπανία (+1,8%). Οι προσομοιωμένες μακροοικονομικές επιπτώσεις (2050) για τις εν λόγω χώρες συνάδουν με τα αποτελέσματά μας όσον αφορά το ΑΕΠ, καθώς κυμαίνονται από ελαφρώς θετικά (+0,25% για την περίπτωση της Κύπρου) έως πιο αισθητά οφέλη (+2,1% για την περίπτωση της Ισπανίας).
Επισημαίνεται, επίσης, ότι η μελέτη που εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή [14], σχετικά με τις μακροοικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών που είναι συμβατές με τη συμφωνία του Παρισιού σε επίπεδο ΕΕ συνήγαγε παρόμοια συμπεράσματα, υποδηλώνοντας αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 1,1% έως το 2030, σε σύγκριση με το σενάριο αναφοράς.
Παραπομπές:
1. HAEE. Greek Energy Market, Report 2019. https://www.haee.gr/media/4858/haees-greek-energy-market-report-2019-uploadversion.pdf, 2019.
2. ΔΕΗ. Ορυχεία. https://www.dei.gr/en/i-dei/i-etairia/tomeis-drastiriotitas/oruxeia, 2020. Προσπελάστηκε: 23-11-2020.
3. Lalas, D.; Gakis, N.; Mirasgedis, S.; Georgopoulou, E.; Sarafidis, Y.; Doukas, H. Energy and GHG Emissions Aspects of the COVID Impact in Greece. Energies 2021, 14, 1955. https://doi.org/10.3390/en14071955
4. Marinakis, V.; Flamos, A.; Stamtsis, G.; Georgizas, I.; Maniatis, Y.; Doukas, H. The Efforts towards and Challenges of Greece’s Post-Lignite Era: The Case of Megalopolis. Sustainability 2020, 12. doi:10.3390/su122410575.
5. HMEE. National Energy and Climate Plan; Hellenic Ministry of Environment and Energy. https://ec.europa.eu/energy/sites/ener/files/el_final_necp_main_en.pdf, 2019. Προσπελάστηκε: 30-08-2020.
6. Doukas, H.; Nikas, A.; Stamtsis, G.; Tsipouridis, I. The Green Versus Green Trap and a Way Forward. Energies 2020, 13, 5473. https://doi.org/10.3390/en13205473
7. Nikas, A.; Neofytou, H.; Karamaneas, A.; Koasidis, K.; Psarras, J. Sustainable and socially just transition to a post-lignite era in Greece: a multi-level perspective. Energy Sources, Part B: Economics, Planning and Policy 2020, 15, 513–544. doi:10.1080/15567249.2020.1769773.
8. Antosiewicz, M.; Nikas, A.; Szpor, A.; Witajewski-Baltvilks, J.; Doukas, H. Pathways for the transition of the Polish power sector and associated risks. Environmental Innovation and Societal Transitions 2020, 35, 271–291. doi:10.1016/j.eist.2019.01.008.
9. Doukas, H.; Nikas, A.; González-Eguino, M.; Arto, I.; Anger-Kraavi, A. From integrated to integrative: Delivering on the paris agreement. Sustainability (Switzerland) 2018, 10, doi:10.3390/su10072299.
10. Koutsandreas, K.; Spiliotis, E.; Doukas, H.; Psarras, J. What is the macroeconomic impact of higher decarbonization speeds? The case of Greece. Energies2021, 14(8), 2235; https://doi.org/10.3390/en14082235.
11. Nikas, A.; Stavrakas, V.; Arsenopoulos, A.; Doukas, H.; Antosiewicz, M.; Witajewski-Baltvilks, J.; Flamos, A. Barriers to and consequences of a solar-based energy transition in Greece. Environmental Innovation and Societal Transitions 2020, 35, 383-399. doi:10.1016/j.eist.2018.12.004.
12. IRENA (2020), Renewable Energy and Jobs – Annual Review 2020, International Renewable Energy Agency, Abu Dhabi.
13. European Commission. Employment and Social Developments in Europe 2019. https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/747fefa1-d085-11e9-b4bf-01aa75ed71a1/language-en, 2019.
14. Wilkinson, A. The human race and the race to zero. Transition Economist,6 January 2021. https://www.worldenergy.org/news-views/entry/the-human-race-and-the-race-to-zero, Προσπελάστηκε: 2021-03-25.
Αν. Καθηγητής ΕΜΠ - Εργαστήριο Συστημάτων Υποστήριξης Αποφάσεων, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών
Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Η/Υ, ΕΜΠ - Εργαστήριο Συστημάτων Υποστήριξης Αποφάσεων, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.