Εισαγωγή
Η πράσινη μετάβαση είναι ένας από τους βασικούς μετασχηματισμούς που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κοινωνικών εταίρων. Ένα σημαντικό κομμάτι της πράσινης μετάβασης περιλαμβάνει τη μετατόπιση της οικονομίας από βιομηχανικές δραστηριότητες με περισσότερους ρύπους σε εκείνες με λιγότερους, μέσω μιας ποικιλίας εργαλείων πολιτικής για το κλίμα, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και των κινήτρων. Στο Βιομηχανικό Σχέδιο για την Πράσινη Συμφωνία (GDIP) αναφέρεται ότι οι νέες θέσεις εργασίας πρέπει να είναι ποιοτικές, χωρίς όμως να διευκρινίζονται οι πτυχές αυτής της ποιότητας. Στο παρόν τεχνικό ενημερωτικό δελτίο αναδεικνύεται μια κρίσιμη πτυχή της ποιότητας των θέσεων εργασίας: η εκπροσώπηση των εργαζομένων και η φωνή των εργαζομένων (Piasna 2023). Η εκπροσώπηση των εργαζομένων αποτελεί προϋπόθεση για την ποιότητα των θέσεων εργασίας, αλλά και ακρογωνιαίο λίθο για τη δημοκρατία στην εργασία. Αποτελεί επίσης σημαντική πτυχή ενός ακόμη στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τέθηκε μέσω της Οδηγίας για τον Κατώτατο Μισθό (Müller και Schulten 2020). Σύμφωνα με την Οδηγία, στόχος είναι το 80% των εργαζομένων να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που απαιτεί την παρουσία και τη συμμετοχή ισχυρών κοινωνικών εταίρων. Χρησιμοποιούνται αντιπροσωπευτικά δεδομένα από διάφορες πηγές, προκειμένου να εξεταστούν οι διαφορές μεταξύ των θέσεων εργασίας που αναμένεται να επηρεαστούν εντονότερα από την πράσινη μετάβαση (ως πιο ρυπογόνων από τις υπόλοιπες) όσον αφορά το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα, την εκπροσώπηση των εργαζομένων και την κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων. Σύμφωνα με τα ευρήματα, θέσεις εργασίας σε τομείς που θεωρούνται περισσότερο ρυπογόνοι παρουσιάζουν σχετικά καλές εργασιακές συνθήκες όσον αφορά αυτά τα ζητήματα: για παράδειγμα παρουσιάζουν μεγαλύτερη από το μέσο όρο πιθανότητα να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μεγαλύτερο από το μέσο όρο ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα και μεγαλύτερη από το μέσο όρο πρόσβαση στην εκπροσώπηση εργαζομένων.
Αλλαγές στην απασχόληση
Η πράσινη μετάβαση συνεπάγεται τη μείωση των τομέων εκείνων που χαρακτηρίζονται από ρυπογόνες οικονομικές δραστηριότητες και ρυπογόνες θέσεις εργασίας (οι επονομαζόμενες «brown jobs») (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2019, Vandeplas et al. 2022) και την αύξηση ή τη μετάβαση σε θέσεις εργασίας που συμβάλλουν στην πράσινη και ανανεώσιμη οικονομία (Vona 2021, IMF 2022). Οι περισσότερες εκτιμήσεις, αν και κάπως θεωρητικές, ανεβάζουν το ποσοστό των πραγματικά ρυπογόνων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη σε περίπου 5% (Vona 2021, Vandeplas et al. 2022). Φυσικά, αυτές οι θέσεις εργασίας είναι ετερογενείς και οι δραστηριότητες αυτές θα παραμείνουν και κατά την πράσινη μετάβαση, αλλά είναι επίσης πιθανό να υποστούν σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού. Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι οι θέσεις εργασίας στην ρυπογόνο οικονομία είναι γενικά πιο πιθανό να καταλαμβάνονται από άνδρες – συνήθως από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, χαμηλότερων προσόντων και χαμηλής ειδίκευσης (Vandeplas et al. 2022). Αυτό είναι σημαντικό, καθώς πρόκειται για προφίλ εργαζομένων που θα δυσκολευτούν περισσότερο να βρουν νέες θέσεις εργασίας στους αναδυόμενους τομείς ή στην οικονομία στο σύνολό της.
Ακολουθώντας τη βιβλιογραφία, στο παρόν ενημερωτικό δελτίο οι ρυπογόνες θέσεις εργασίας ταξινομούνται ως θέσεις εργασίας στους κλάδους έντασης ρύπανσης (Vandeplas et al. 2022).1 Αναγκαστικά, πρόκειται για μια περιορισμένη προσέγγιση, καθώς ομαδοποιεί μεγάλα σύνολα κλάδων με πολύ διαφορετικές συνθήκες. Θα πρέπει να ερμηνεύεται ως η ομάδα των θέσεων εργασίας που βρίσκονται, κατά μέσο όρο, στους πιο ρυπογόνους τομείς και που κινδυνεύουν περισσότερο να επηρεαστούν από τη μετάβαση. Πράγματι, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς στην ΕΕ των 27 μειώθηκε από 1,8 εκατομμύρια σε 1,4 εκατομμύρια μεταξύ 2008 και 2022, που αντιστοιχεί σε μείωση από περίπου 9,4% του εργατικού δυναμικού σε 7,1% (Eurostat 2023). Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο παντού, καθώς υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των τομέων.
Μέτρηση της εκπροσώπησης των εργαζομένων
Το παρόν ενημερωτικό δελτίο επικεντρώνεται ειδικά στην εκπροσώπηση των εργαζομένων μέσω των συνδικάτων και των συλλογικών συμβάσεων, που και τα δύο αποτελούν σημαντικές πτυχές της ποιότητας των θέσεων εργασίας (Piasna 2023). Οι συλλογικές συμβάσεις συνδέονται με υψηλότερους μισθούς και χαμηλότερη μισθολογική ανισότητα συνολικά (Zwysen 2023, Zwysen and Drahokoupil 2023). Σημαντική είναι και η νέα Οδηγία της ΕΕ για τον Κατώτατο Μισθό, η οποία θέτει ως στόχο το 80% των εργαζομένων να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, επίπεδο που τα περισσότερα κράτη μέλη δεν επιτυγχάνουν προς το παρόν. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τη διαφορά μεταξύ των θέσεων εργασίας που βρίσκονται σε ρυπογόνες περιοχές, και οι οποίες πρόκειται να μειωθούν και να μετασχηματιστούν με την πάροδο του χρόνου, και του μέσου όρου.
Κατά τη σύγκριση της εκπροσώπησης των εργαζομένων μεταξύ των διαφορετικών τομέων, η ανάλυση περιορίζεται στον ιδιωτικό τομέα της αγοράς εργασίας, δηλαδή αποκλείεται ο δημόσιος τομέας, η εκπαίδευση, η υγεία, οι δημιουργικοί κλάδοι και οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Το βασικό ερώτημα είναι πώς οι θέσεις εργασίας στους πιο ρυπογόνους κλάδους συγκρίνονται με άλλες θέσεις εργασίας όσον αφορά την εκπροσώπηση των εργαζομένων. Αντί να συγκρίνονται μόνο με τις επονομαζόμενες «πράσινες θέσεις εργασίας», συγκρίνονται με όλες τις υπόλοιπες θέσεις εργασίας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των τελευταίων μπορεί να μην συμβάλλει η ίδια στη μετάβαση αλλά πρόκειται για θέσεις στις οποίες θα υπάρξει παρ’ όλα αυτά μετασχηματισμός.
Καθώς υπάρχουν ποικίλες πτυχές στην εκπροσώπηση των εργαζομένων, χρησιμοποιούνται διάφορες πρόσφατες πηγές δεδομένων για να προσδιοριστούν αυτές οι θέσεις εργασίας και να φωτιστεί αυτή η σημαντική πτυχή της ποιότητας των θέσεων εργασίας και της πράσινης μετάβασης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι δεν πρέπει να θεωρούνται όλες οι θέσεις εργασίας στους ρυπογόνους τομείς ως ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα παραμένει σταθερό στις ρυπογόνες θέσεις εργασίας αλλά μειώνεται αλλού
Κατ’ αρχάς, χρησιμοποιώντας την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα είναι δυνατόν να μελετηθούν οι τάσεις του ποσοστού συμμετοχής σε συνδικάτα στις ρυπογόνες θέσεις εργασίας και σε όλες τις υπόλοιπες στον ιδιωτικό τομέα σε ολόκληρη την ΕΕ των 27. Δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι στις ρυπογόνες θέσεις εργασίας διαφέρουν επίσης από τους άλλους εργαζόμενους όσον αφορά τα χαρακτηριστικά τους –ηλικία, φύλο, είδος εργασίας και εκπαίδευση– τα οποία, με τη σειρά τους, επηρεάζουν τη συνδικαλιστική οργάνωση, αυτά λαμβάνονται υπόψη μέσω ενός μοντέλου παλινδρόμησης που ελέγχει το φύλο με βάση την ηλικία και το τετράγωνο της ηλικίας, τα υψηλότερα αποκτηθέντα προσόντα και το επάγγελμα. Όλες οι αναλύσεις είναι σταθμισμένες και αντιπροσωπευτικές των εργαζομένων ηλικίας 16-64 ετών στον ιδιωτικό τομέα της αγοράς εργασίας.
Στο Γράφημα 1 φαίνεται το ποσοστό των εργαζομένων που είναι μέλη συνδικάτου ανάλογα με το αν εργάζονται σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση εργασίας. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το 2010, μέλη συνδικάτων ήταν το 15,8% των εργαζομένων σε μη ρυπογόνους τομείς και το 20,5% των εργαζομένων που απασχολούνταν σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας. Μέχρι το 2020, το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα μεταξύ των εργαζομένων σε μη ρυπογόνες θέσεις εργασίας μειώθηκε κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες, ενώ μεταξύ των εργαζομένων σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας παρέμεινε σταθερό στο 21%, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, αν και υπήρξε μια μικρή πτώση το 2018.
Αυτό το μοτίβο δείχνει ότι (1) οι ρυπογόνες θέσεις εργασίας έχουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό συνδικαλισμού, πέντε ποσοστιαίες μονάδες το 2010 και επτά το 2020, σε σύγκριση με τις άλλες θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα και (2) ότι το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα δεν φαίνεται να μειώνεται σε αυτές τις θέσεις εργασίας.
Κάλυψη συλλογικών συμβάσεων ανά είδος εργασίας
Δεύτερον, ο ρόλος του κοινωνικού διαλόγου μπορεί να αποτυπωθεί από την κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων ανά χώρα και τομέα. Αυτό διαφέρει από το ποσοστό συμμετοχής σε συνδικάτα, καθώς απεικονίζει τον βαθμό στον οποίο οι εργαζόμενοι καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις που καθορίζουν την αμοιβή τους.
Η ταξινόμηση των κλάδων στην Έρευνα Διάρθρωσης Αποδοχών (ΕΔΑ) γίνεται σε κάπως υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένοι κλάδοι συνδυάζονται. Σύμφωνα με το παρακάτω Γράφημα 2, διατηρώντας σταθερά τα χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση, το μέγεθος της επιχείρησης και το επάγγελμα, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ το ποσοστό κάλυψης από τις συλλογικές συμβάσεις είναι σημαντικά υψηλότερο μεταξύ των εργαζομένων σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας από ό,τι μεταξύ των υπολοίπων.
Κατά μέσο όρο, οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες πιθανότητες να καλύπτονται από συλλογική σύμβαση εργασίας. Ωστόσο, αυτό αφορά ένα εξαιρετικά ετερογενές περιβάλλον, με διαφορές άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κύπρο, την Εσθονία, την Ουγγαρία και τη Μάλτα. Κατ’ εξαίρεση, οι συλλογικές συμβάσεις είναι κάπως λιγότερο συχνές στις ρυπογόνες θέσεις εργασίας από ό,τι στις μη ρυπογόνες θέσεις εργασίας στη Φινλανδία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο Βέλγιο και τη Γαλλία.
Η μείωση αυτών των ρυπογόνων θέσεων εργασίας, χωρίς αύξηση της κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων αλλού, θα οδηγούσε επομένως, κατά μέσο όρο, σε μείωση των συλλογικών συμβάσεων συνολικά. Προβληματίζει το γεγονός ότι αυτό θα συνέβαινε ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που έχουν γενικά χαμηλότερη κάλυψη όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις (Zwysen και Drahokoupil 2023).
Η πράσινη μετάβαση με βάση τα επαγγέλματα και τα συνδικάτα στους χώρους εργασίας
Τρίτον, η εκπροσώπηση των εργαζομένων μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη ευρύτερα. Αυτό διερευνάται με τη χρήση της Ευρωπαϊκής Έρευνας Συνθηκών Εργασίας (EWCTS), η οποία διενεργήθηκε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις το 2021. Σε αυτό το πλαίσιο, η εν λόγω έρευνα κατατάσσει τους εργαζόμενους σε τέσσερις ομάδες με βάση τα επαγγελματικά τους καθήκοντα: α) σε εκείνους στους οποίους δεν αναμένεται καμία επίπτωση από την πράσινη μετάβαση, β) σε εκείνους στους οποίους η πράσινη μετάβαση θα οδηγήσει σε αυξημένη ζήτηση για τις αντίστοιχες υπηρεσίες ή αγαθά, γ) σε εκείνους στους οποίους οι θέσεις εργασίας θα συνεχιστούν αλλά θα απαιτούν νέες δεξιότητες και κατάρτιση και, τέλος, δ) σε εκείνα τα επαγγέλματα στα οποία αναμένεται να εμφανιστούν νέες θέσεις εργασίας. Πρόκειται επομένως για ένα διαφορετικό μέτρο του ποσοστού των εργαζομένων που ενδέχεται να επηρεαστούν από την πράσινη μετάβαση, με βάση το επάγγελμα. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται για να γίνουν δύο συγκρίσεις: μία σύγκριση βάσει τομέα των εργαζομένων σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας με εκείνους σε μη ρυπογόνες θέσεις εργασίας και μία σύγκριση βάσει επαγγέλματος των θέσεων εργασίας που αναμένουν κάποια επίπτωση από τη μετάβαση με εκείνες στις οποίες δεν αναμένεται καμία επίπτωση.
Στο Γράφημα 3 φαίνεται, στο αριστερό πλαίσιο, πώς η εκτιμώμενη πιθανότητα ύπαρξης ενός συνδικάτου, ενός άλλου συστήματος εκπροσώπησης των εργαζομένων ή ενός συμβουλίου εργαζομένων στον χώρο εργασίας διαφέρει μεταξύ των εργαζομένων σε ρυπογόνους τομείς και σε άλλους, ενώ στο δεξιό πλαίσιο συγκρίνονται τα διάφορα επαγγέλματα στα οποία αναμένεται κάποια αλλαγή ως αποτέλεσμα της πράσινης μετάβασης με όλους τους εργαζόμενους σε επαγγέλματα που δεν αναμένουν καμία επίπτωση από αυτήν, δηλαδή σε εκείνα τα επαγγέλματα που δεν αναμένουν μεγαλύτερη ζήτηση, νέες δεξιότητες ή εντελώς νέες θέσεις εργασίας.
Στο αριστερό πλαίσιο χρησιμοποιείται η ίδια σύγκριση που χρησιμοποιείται και στο υπόλοιπο παρόν ενημερωτικό δελτίο – ρυπογόνοι τομείς και όχι όλοι οι άλλοι του ιδιωτικού τομέα. Και εδώ, οι εργαζόμενοι σε ρυπογόνες θέσεις εργασίας έχουν, κατά μέσο όρο, 13 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες πιθανότητες από τους υπόλοιπους (64% έναντι 51%) να έχουν πρόσβαση σε εκπροσώπηση εργαζομένων.
Στο δεξιό πλαίσιο επισημαίνεται ότι οι θέσεις εργασίας στις οποίες θα απαιτηθούν συγκεκριμένα νέες δεξιότητες δεν διαφέρουν στην πραγματικότητα από τα επαγγέλματα που δεν αναμένεται να επηρεαστούν, με τις διαφορές να είναι στατιστικά ασήμαντες. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα όπου αναμένονται νέοι τύποι θέσεων εργασίας έχουν σχεδόν πέντε ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες πιθανότητες να έχουν κάποια εκπροσώπηση στον χώρο εργασίας από ό,τι οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα όπου δεν αναμένονται αλλαγές. Ενώ για τους εργαζόμενους σε επαγγέλματα όπου αναμένεται μεγαλύτερη ζήτηση εργασίας, η διαφορά αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη και φτάνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό υποδηλώνει ότι τα επαγγέλματα που ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο από την πράσινη μετάβαση είναι επίσης εκείνα στα οποία οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται, κατά μέσο όρο, σχετικά καλά.
Συμπέρασμα
Κατά την εξέταση του ζητήματος της ποιότητας των θέσεων εργασίας και της πράσινης ατζέντας, είναι σημαντικό να μην παραβλέπουμε ότι οι θέσεις εργασίας στους πιο ρυπογόνους κλάδους τείνουν επίσης να έχουν υψηλή εκπροσώπηση εργαζομένων, καθώς και μεγαλύτερη συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο, όπως μετράται με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι τομείς μειώνονται ήδη με την πάροδο του χρόνου όσον αφορά το μερίδιο της απασχόλησης και η μετάβαση είναι πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω αλλαγές στη δομή της απασχόλησης. Ενώ οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες για την πράσινη μετάβαση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό εγκυμονεί, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερους κινδύνους για τις θέσεις εργασίας στις οποίες οι εργαζόμενοι είναι καλά καλυμμένοι και γενικά καλά προστατευμένοι, και ότι πρέπει να αποτραπούν οι κίνδυνοι επέκτασης της επισφάλειας και της ανασφάλειας.
Το βιομηχανικό σχέδιο της ΕΕ για την Πράσινη Συμφωνία καθιστά σαφές ότι οι νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι ποιοτικές. Ωστόσο, είναι επίσης σημαντικό να μην ξεχνάμε αυτή τη συγκεκριμένη διάσταση της ποιότητας των θέσεων εργασίας: την εκπροσώπηση των εργαζομένων. Κατά την εξέταση της πράσινης μετάβασης, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη διασφάλιση ότι οι νέες θέσεις εργασίας –και η οικονομία στο σύνολό της– προσφέρουν αρκετές ευκαιρίες στους εργαζομένους για καλή και αποδοτική εργασία. Επιπλέον, αυτό είναι επίσης πιθανό να αυξήσει τη στήριξη της κοινής γνώμης στην πράσινη μετάβαση, καθώς δεν πρέπει να θεωρείται ότι οδηγεί σε απώλειες για τους εργαζόμενους. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας να εκπροσωπούνται επαρκώς οι εργαζόμενοι στους νέους και αναδυόμενους κλάδους, ενώ πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα ώστε οι νέες θέσεις εργασίας να παρέχουν παρόμοιες συλλογικές συμβάσεις και προστασία. Διαφορετικά, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος της κάλυψης του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, όπως προβλέπεται στην Οδηγία για τον Κατώτατο Μισθό.
___________________________________________________________________
1. Αυτοί είναι: A03 αλιεία και υδατοκαλλιέργειες, A01 φυτική και ζωική παραγωγή, B ορυχεία και λατομεία, C20 κατασκευή χημικών και χημικών προϊόντων, C24 κατασκευή βασικών μετάλλων, E37-E39 λύματα, συλλογή και επεξεργασία αποβλήτων και δραστηριότητες αποκατάστασης, C23 κατασκευή άλλων μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων, H51 αερομεταφορές, H50 θαλάσσιες μεταφορές, D παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού και C19 παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου.
Σύνδεσμος της πρωτόπυπης δημοσίευσης από όπου μπορέιτε να την βρείτε σε μορφή pdf και να βρείτε και τις αναφορές): https://www.etui.org/publications/green-transition-and-job-quality-risks-worker-representation
Ο Wouter Zwysen έχει Πτυχία στις Πολιτικές Επιστήμες και την Ανάλυση Κοινωνικής Πολιτικής από το Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας και το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Leuven. Απέκτησε Διδακτορικό Δίπλωμα στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Essex, στην εφαρμοσμένη κοινωνική και οικονομική έρευνα. Εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής σε Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Πρόγραμμα με τίτλο «Ανάπτυξη, ίσες ευκαιρίες, μετανάστευση και αγορές». Στη συνέχεια εργάστηκε στον ΟΟΣΑ στη Διεύθυνση Απασχόλησης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, διεξάγοντας έρευνα σχετικά με τη μισθολογική ανισότητα και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Είναι ανώτερος ερευνητής στο ETUI (Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο).
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.