Nathan Young – Επιστροφή στα commons; Γιατί το περιβάλλον έχει (ακόμη) σημασία για τη δημοκρατική θεωρία |
Η επανεμφάνιση του ιδανικού των περιβαλλοντολογικών commons μετά από χρόνια ιδιωτικοποίησης και συγκεντρωτισμού αποτελεί εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, λέει ο Nathan Young. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναγνωρίσει κανείς πως, αυτό το κίνημα συμβαδίζει πολλές φορές παράλληλα με την εδραίωση του αποκλεισμού σε άλλα ζητήματα. |
.
Όπως μαρτυρά το περιεχόμενο αυτού του τεύχους, υπάρχει ανανεωμένο ενδιαφέρον για την έννοια των commons. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του ενδιαφέροντος οφείλεται στην επιθυμία κατανόησης του κοινωνικού και πολιτικού ρόλου των νέων τεχνολογιών, όπως το Ίντερνετ, που επεκτείνουν δραματικά τις δυνατότητες για συλλογική και ατομική δράση. Κατά συνέπεια, αυτή η βιβλιογραφία ερευνά θέματα αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, καθώς και ζητήματα ιδιωτικοποίησης και κρατικού ελέγχου σε αυτούς τους τομείς. Υπάρχει μια ισχυρή αίσθηση σ’ αυτά τα γραπτά ότι η ηλεκτρονική κοινή περιουσία βρίσκεται στο προσκήνιο μιας αναδιάρθρωσης μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα- ότι βρισκόμαστε στο μέσο ενός ‘μεγάλου ξεκαθαρίσματος’ σε ό, τι αφορά στα δικαιώματα, και ειδικότερα τη δυναμική μεταξύ των μηχανισμών ελέγχου (δικαιώματα ιδιοκτησίας, ρύθμιση, εποπτεία) και των δικαιωμάτων που έχουν να κάνουν με την κοινή περιουσία, την ελεύθερη πρόσβαση και την αυτο-διακυβέρνηση.
Τα commons και η περιβαλλοντολογική σκέψη
Ωστόσο, αυτά τα ζητήματα εξακολουθούν να θεωρούνται ξεπερασμένα σε σχέση με εκείνη τα ‘παλαιότερα’ commons, δηλαδή το περιβάλλον. Οι παραλληλισμοί αυτοί δεν είναι απλώς ακαδημαϊκοί. Τα ίδια θέματα εξουσίας, ταυτότητας, αυτονομίας και δημοκρατίας διαπερνούν τόσο τα περιβαλλοντολογικα όσο και τα ηλεκτρονικα commons. Σ’ αυτό το δοκίμιο, υποστηρίζω πως η μελέτη των περιβαλλοντολογικών και των ηλεκτρονικών commons είναι προς αμοιβαίο όφελος και των δύο, καθώς οι τρέχουσες (και μέχρι στιγμής ανεξάρτητες) δημόσιες συζητήσεις σε αυτούς τους τομείς αντανακλούν παρόμοιους, ζωτικούς προβληματισμούς για την αυτονομία και τη διακυβέρνηση στις ελεύθερες κοινωνίες.
Το θέμα των commons είναι παλιό στην περιβαλλοντολογική σκέψη. Ο Ostrom αναγάγει τη σύγχρονη δημόσια συζήτηση τόσο για την υπόσχεση όσο και για την ‘τραγωδία’ των commons στους Malthus και Hobbes, που διατύπωσαν τους εγγενείς κινδύνους της στη σύγκρουση ελευθερίας και ανεπάρκειας. Αυτά τα θέματα παρουσιάστηκαν ξανά, όπως είναι γνωστό, στο άρθρο του Hardin ‘Η Τραγωδία των commons’, όπου υποστηρίζει ότι η κοινή περιουσία δεν είναι βιώσιμη σε συνθήκες ελευθερίας και ανοιχτής πρόσβασης, καθώς είναι προς το συμφέρον των ατομικών χρηστών να εξερευνούν τα commons μέχρι την ολική καταστροφή του κοινού οφέλους.
Ο διττός χαρακτήρας των κρατικών πολιτικών
Η βασική διαφορά ανάμεσα στις έννοιες των περιβαλλοντολογικών και των ηλεκτρονικών commons είναι ότι η πρώτη υποθέτει ότι η ανεπάρκεια είναι ο κανόνας, ενώ η δεύτερη υποθέτει ότι τα commons ενισχύονται με την ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή και την ανοιχτή πρόσβαση. Με ποιους τρόπους, λοιπόν, σχετίζονται μεταξύ τους; Η απάντησή μου έχει δύο σκέλη. Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι κρατικές και εταιρικές αντιδράσεις στο ‘παλαιότερο’ ζήτημα των περιβαλλοντολογικών commons έθεσαν το πλαίσιο για τις σημερινές αντιδράσεις στα ‘νεότερα’ ηλεκτρονικά commons. Για παράδειγμα, οι ιδέες για την ‘τραγωδία των περιβαλλοντολογικών commons ώθησαν για πολύ καιρό τις κυβερνήσεις προς δυο κατευθύνσεις εξαιρετικά σημαντικές για τη δημοκρατική θεωρία και πράξη. Πρώτον, χρησιμοποιήθηκαν ως δικαιολογία για το παγκόσμιο κίνημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης του περιβάλλοντος και των πόρων. Η έννοια της ‘ιδιωτικής επιστασίας’ του περιβάλλοντος βασίζεται σε σύγχρονες έννοιες δημοκρατίας- καθώς μεγάλες εκτάσεις ιδιοκτησίας και πλούτου τέθηκαν ‘εκτός ορίων’ από την (επίσημη) δημόσια αμφισβήτηση. Η δεύτερη κατεύθυνση έχει να κάνει με την καθιέρωση αυταρχικών, εκπορευόμενων από την κορυφή προς τη βάση, ιεραρχικών νομικών ελέγχων για την πρόσβαση και τη χρήση των commons, πολλές φορές παρά την πρωτύτερη ύπαρξη τοπικών συστημάτων για τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων. Όπως απεικονίζει η ανθούσα φιλολογία για τα ηλεκτρονικά commons, αυτές είναι οι δυο μεγάλες κατευθύνσεις σε ό, τι αφορά στις ‘επίσημες’ αντιδράσεις στα παλιά και τα νέα ommons.
Ο δεύτερος λόγος που τα περιβαλλοντολογικά και τα ηλεκτρονικά commons σχετίζονται μεταξύ τους είναι επειδή και οι δυο βρίσκονται σήμερα σε ροή. Με αυτή την έννοια, οι μελετητές της ηλεκτρονικής κοινής περιουσίας πρέπει να λάβουν υπόψη ότι το πρότυπο της ιδιωτικοποίησης- συγκεντρωτισμού που στήριξε για πολλούς αιώνες τη δυτική περιβαλλοντολογική διακυβέρνηση μοιάζει να αλλάζει. Ειδικότερα, υπάρχει σήμερα σε εξέλιξη ένα σημαντικό κίνημα για την αποκατάσταση, με πολύ επιλεκτικούς και περιορισμένους τρόπους, της έννοιας των περιβαλλοντολογικών commons που ρυθμίζεται σε τοπικό επίπεδο. Αυτό το κίνημα είναι εμφανές στις αυξανόμενες κοινές προσπάθειες σε πολλές χώρες για την καθιέρωση ‘συνεταιριστικής’ διοίκησης στις τοπικές ιχθυοκαλλιέργειες, στην έννοια της ‘κοινοτικής δασοκομίας’ που είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Βόρεια Αμερική και την Ασία , και στις προσπάθειες να ξανανοίξουν εκτάσεις για ‘βοσκότοπους κοινοτικής χρήσης’ στην Αυστραλία και τη Νότια Αμερική. Υποστηρίζω, ωστόσο, ότι ενώ αυτές οι εξελίξεις καθοδηγούνται αναμφισβήτητα από τη δέσμευση στις αρχές των commons (όπως η αυτονομία και η αυτοδιοίκηση), εκφράζονται επίσης στα ευρύτερα κινήματα της παγκοσμιοποίησης και του νέο-φιλελευθερισμού. Ισχυρίζομαι ότι αυτές οι δυνάμεις, με τις συνακόλουθες πιέσεις για ‘αποτελεσματικότητα’ στην οικονομία και τη διακυβέρνηση, αναδιαμορφώνουν τα commons – επεκτείνοντας την αρχή αποκλεισμού σε ορισμένα ζητήματα, ενώ παράλληλα δημιουργούν νέες ‘νησίδες’ τοπικής αυτονομίας σε άλλα.
Η περίπτωση της Βρετανικής Κολομβίας
Επεξηγηματικά, θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από την πατρίδα μου, τον Καναδά, και ειδικά την επαρχία της Βρετανικής Κολομβίας (BK). Η οικονομία της ΒΚ βασίστηκε παραδοσιακά στους πόρους της, με μεγάλη έμφαση στη δασοκομία, τις ιχθυοκαλλιέργειες και τα ορυχεία. Επιπλέον, η περίπτωση της ΒΚ είναι σχετική καθώς η επαρχία αυτή εξακολουθεί να κρατά ‘από κοινού’ τα δικαιώματα στους πόρους (94% της γης στη ΒΚ ορίζεται ως ‘γη του στέμματος’, που σημαίνει ότι η ιδιοκτησία παραμένει στην επαρχία). Αυτή η διευθέτηση σημαίνει πως, κατά παράδοση, η ‘γη του στέμματος’ στην ΒΚ ελέγχεται στενά από τις κεντρικές αρχές, που εκμισθώνουν δικαιώματα πρόσβασης σε ιδιωτικές εταιρίες. Πράγματι, επεκτείνοντας τον συγκεντρωτικό έλεγχο σε αυτές τις κοινές περιουσίες, η διοίκηση της επαρχίας περιόρισε αυστηρά τα δικαιώματα πρόσβασης των ιθαγενών και άλλων παραδοσιακών χρηστών.
Μικρά αλλά σημαντικά μέτρα ελήφθησαν τελευταία ενάντια σ’ αυτό το καθεστώς. Με το πρόσχημα της ενίσχυσης της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, η διοίκηση της επαρχίας παραιτήθηκε από μεγάλο μέρος της εξουσίας της σε ό, τι αφορά στα δικαιώματα πρόσβασης. Η μεταβίβαση εξουσιών έγινε προς δυο κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά, τα δικαιώματα των εταιρικών ενοικιαστών ενισχύθηκαν, στο βαθμό που επιτρέπεται στις εταιρίες να εμπορεύονται τα δικαιώματα πρόσβασης, να ρυθμίζουν οι ίδιες περιβαλλοντολογικά ζητήματα και να εγκαταλείπουν εδαφικές δεσμεύσεις ( π.χ. να επεξεργάζονται πόρους στις περιοχές θερισμού). Από την άλλη πλευρά, οι παλαιότερες κυβερνήσεις προσπάθησαν να μετριάσουν την επίδραση αυτών των αλλαγών στις κοινότητες που εξαρτώνται από τους πόρους, δημιουργώντας νέες κοινές περιουσίες. Ειδικότερα, η διοίκηση της επαρχίας επιδιώκει να αναδιανείμει 20% από τη ‘γη του στέμματος’ σε κοινοτικές ομάδες και διοικήσεις ιθαγενών. Αυτές οι περιοχές βρίσκονται υπό άμεσο τοπικό έλεγχο, με τις τοπικές ομάδες (που αποκαλυπτικά αποκαλούνται ‘κοινοτικοί συνεταιρισμοί’) να ρυθμίζουν την πρόσβαση στη μίσθωση καθώς και τις πωλήσεις υλικών σε τοπικούς και μη τοπικούς επεξεργαστές. Το σύστημα επιτρέπει σημαντική ευελιξία στις τοπικές εταιρίες και μερικές απ’ αυτές επιλέγουν να ακολουθήσουν το πρότυπο μεγαλύτερων εταιριών ενώ άλλες επιλέγουν μια πιο συνεταιριστική οδό.
Τα νέα commons;
Το κίνημα για ‘νέα’ commons υφίσταται σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναγνωρίσει κανείς πως, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της ΒΚ, πολλές φορές ενεργούν εδραιώνοντας παράλληλα την αρχή του αποκλεισμού σε άλλα ζητήματα. Άλλα σημαντικά παραδείγματα αυτής της τάσης περιλαμβάνουν τη σημαντική, επί κυβερνήσεως Μπους, επέκταση των κοινοτικών δασικών προγραμμάτων στη δημόσια γη σε συνδυασμό με ριζικές περικοπές των περιβαλλοντολογικών ρυθμίσεων της βιομηχανίας ως σύνολο, καθώς και κρατικές προσπάθειες στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία για την ενθάρρυνση της περαιτέρω κεφαλαιοποίησης στις εμπορικές ιχθυοκαλλιέργειες, την ίδια στιγμή που οι κυβερνήσεις συνεχίζουν τη ‘συνεταιριστική διοίκηση’.
Αυτή η τάση είναι σημαντική για τις νέες συζητήσεις πάνω στα ‘ηλεκτρονικά commons’ και γενικότερα για τη δημοκρατική θεωρία. Πρώτον, σημαίνει ότι ακόμη και τα πιο άκαμπτα ρυθμιστικά πλαίσια αλλάζουν και εξελίσσονται μαζί με το πολιτικό-οικονομικό πλαίσιο. Η επανεμφάνιση του ιδανικού των περιβαλλοντολογικών commons μετά από χρόνια ιδιωτικοποίησης και συγκεντρωτισμού αποτελεί εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη. Δεύτερον, είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη στρατηγική πτυχή αυτής της ‘επιστροφής στα commons’, καθώς είναι όλο και πιο σύνηθες οι κυβερνήσεις να μεταβιβάζουν εξουσίες σε κοινοτικούς και εταιρικούς παίκτες- να καθιερώνουν περιορισμένους χώρους για την αυτονομία των commons στο πλαίσιο ενισχυμένων εταιρικών δικαιωμάτων για να περιφράσσουν άλλους (ευρύτερους) χώρους. Αυτό θα είναι, κατά την άποψή μου, το νέο μεγάλο μέτωπο στη μάχη για τα ηλεκτρονικά ommons – να διασφαλιστεί ότι οι ανοιχτοί χώροι θα είναι μεγάλοι και όχι ιδιοποιημένοι, κεντρικοί και όχι περιφερειακοί.
Διαβάστε ακόμα
Επιτροπή υπογραφής συνθήκης για τα δικαιώματα των ιθαγενών της Βρετανικής Κολομβίας (στα αγγλικά)
Αφιέρωμα: κοινά αγαθά, πρόσφατα άρθρα
Ετικέτες: nathan young , Καναδάς , κοινά αγαθά , οικολογία