Matthieu Lietaert – Συνεταιρισμός κατοικίας: Μια νέα μορφή αστικής υπηρεσίας κοινοτικών δικτύων |
Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ριζικής μεταμόρφωσης των αστικών πεδίων, η οποία επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Από τη μία πλευρά, αυτή συμβαδίζει με την αύξηση της προσωπικής ελευθερίας, αλλά από την άλλη με μια εμφανή κατάρρευση της κοινότητας. Αυτό το διπλό φαινόμενο δεν είναι μόνο πρωτοφανές στην Ιστορία, συνδέεται επίσης με ένα σημαντικό παράδοξο: τα άτομα χάνουν τους δεσμούς τους με την κοινότητα, σε μια περίοδο που μπορεί να τους χρειάζονται όλο και περισσότερο από πριν. Στην πραγματικότητα, πολλοί απολαμβάνουν τις θετικές πλευρές της ατομικής αστικής τους ελευθερίας, ενώ ταυτόχρονα αισθάνονται όλο και πιο εξουθενωμένοι καθώς αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το καθημερινά αυξανόμενο άγχος της μετακίνησης, το ανταγωνιστικό περιβάλλον εργασίας, τις αλλαγές στις οικογενειακές μονάδες (ιδιαίτερα οι ανύπαντρες γυναίκες με παιδιά), τη μειωμένη κινητικότητα και και την κοινωνική απομόνωση της σύγχρονης αστικής ζωής.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλές οικογένειες και άτομα αποφάσισαν να ξαναδημιουργήσουν μία έννοια κοινότητας, αναπτύσσοντας συνεταιρισμούς κατοικίας, αστικές γειτονιές. Αν και η ιδέα δεν είναι νέα, η προσαρμογή της στη σύγχρονη ζωή ασφαλώς είναι. Το φαινόμενο ξεκίνησε τριάντα χρόνια πριν στη Δανία και παρόμοια μοντέλα κατοίκησης εμφανίζονται τώρα σε όλη την υδρόγειο, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση.[1] Η επιτυχία του φαινομένου είναι τόσο προφανής σήμερα που, για πρώτη φορά, ένα συγκεκριμένο μοντέλο ευέλικτης κοινότητας εξαπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση τείνει να καταστρέφει την πολιτισμική ποικιλία, η ευελιξία του συνεταιρισμού κατοικίας της επιτρέπει να αντιστέκεται και να προσαρμόζεται στις ανάγκες των ανθρώπων σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια.
Αυτό το άρθρο είναι δομημένο σε δύο μέρη: πρώτα, αναλύει ορισμένες από τις τρέχουσες αλλαγές που συμβαίνουν στις πόλεις. Δεύτερο, αναλύει πώς ο συνεταιρισμός κατοικίας θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια χρήσιμη εναλλακτικη λύση για πολλούς κατοίκους των πόλεων στην αυγή του 21ου αιώνα.
Σύγχρονες πόλεις και η κρίση της κοινότητας
Οι πόλεις πάντα θεωρούνταν ως ενα από τα κύρια επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού και δεν είναι περίεργο που πολλοί στοχαστές αφιέρωσαν μέρους του έργου για να τις αναλύσουν. Ο Αριστοτέλης τις θεώρησε ως τον κατ’εξοχήν πολιτικό τόπο. Για τον Ρουσσώ, ήταν το μέρος όπου οι πολίτες θα συγκεντρωνόταν για να προστατευθούν από την εξουσία του κράτους.[2] Ακόμα και ο Μαξ Βέμπερ, ένας από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους των αρχών του 20ου αιώνα, έγραψε ότι οι πόλεις είναι ένας τόπος ελευθερίας και δράσης του πολίτη από το τέλος του σκοτεινού Μεσαίωνα. Ένα κοινό σημείο στα γραπτά τους είναι ότι η πόλη περιγράφεται ως ένα μέρος ζωηρών και πλούσιων διαπροσωπικών σχέσεων, ένα μέρος όπου είναι δυνατό να κατακτήσεις νέους στόχους, όπου οι άνθρωποι νιώθουν προστατευμένοι και όπου οι πολιτισμικές διαφορές μπορούν να συνυπάρξουν.
Τι να σκεφτεί κανείς όμως για την πόλη στην αυγή του 21ου αιώνα; Παραμένει η πόλη ένα τέτοιο προστατευτικό φρούριο που πολλοί ονειρεύονται; Ή είναι σαν ένας ακαταμάχητος μαγνήτης που έχει την τάση να καταπίνει την ενέργεια των ανθρώπων; Από πολλές απόψεις οι πόλεις είναι σίγουρα συναρπαστικά μέρη για να βρίσκεται κανείς. Όμως, τα τριάντα τελευταία χρόνια και με την ταχύτητα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, οι πόλεις θεωρούνται όλο και λιγότερο σαν φρούρια όπου κανείς αισθάνεται προστατευμένος. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι πρέπει να προσαρμοστούν όλο και ταχύτερα στο μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον (εργασία, οικογένεια, γεωγραφία, κουλτούρες, γλώσσα, κλπ). Όπως και οι εταιρείες, τα κράτη αλλά και οι διάφοροι θεσμοί (από το σχολείο μέχρι την εκκλησία), οι πόλεις δέχονται την πίεση της πανίσχυρης παγκόσμιας δυναμικής.[3] Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει τη ζωή των πολιτών σε καθημερινή βάση. Η πόλη θα μπορούσε έτσι να συγκριθεί με έναν κένταυρο: από τη μια, γοητεύει με την «ομορφιά» της, λόγω της ποικιλίας των δραστηριοτήτων που μπορεί να κάνει κανείς και των ανθρώπων που μπορεί να συναντήσει. Από την άλλη, οι πόλεις είνα εξαντλητικά μέρη όπου οι άνθρωποι συνεχώς βιάζονται για να τα βγάλουν πέρα, όλο και πιο πολύ μόνοι τους.[4]
Αυτό που λείπει όλο και περισσότερο σε αυτό το πλαίσιο των μεταβαλλόμενων πόλεων είναι η κοινωνική συνοχή. Από τη δεκαετία του εξήντα, οι αστικές αλλαγές είχαν ασκήσει μεγάλες πιέσεις στην κοινότητα, που εισήλθε σε μία περίοδο βαθιάς κρίσης.[5] Καθώς η πόλη γινόταν όλο και μεγαλύτερη, τα άτομα επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις πολιτισμικές τους ρίζες και να αναπτύξουν κοινωνικά δίκτυα στη γειτονιά τους. Οι μεταβολές στην απόσταση της εργασίας, οι συνθήκες εργασίας, αλλά πάνω απ’όλα η αύξηση των ατομικιστικών φιλοδοξιών είναι τρεις σημαντικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’όψη. Ακόμα και η δομή της οικογένειας, που θα μπορούσε κάποιος να ορίσει ως την εγγύτερη κοινότητα για ένα άτομο, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την εικόνα του σταθερού θεσμού που αντιπροσώπευε άλλοτε. Κατ’επέκταση, δεν είναι σύμπτωση που ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών βρίσκεται σε μεγάλη άνοδο στις πόλεις.[6]
Κατά συνέπεια, το δίχτυ ασφαλείας της κοινότητας αποδεικνύεται ανεπαρκές στο να προστατεύσει τα άτομα από τις εξωτερικές απειλές όπως πριν. Οι πόλεις αποκαλύπτουν επομένως άλλο ένα παράδοξο: ενώ ο αριθμός των κατοίκων των πόλεων είναι τόσο μεγάλος, οι περισσότεροι από αυτούς δε γνωρίζουν πια τους γείτονές τους. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το 2007 ζούσαν σε πόλεις τρία δισεκκατομύρια άνθρωποι, πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η μοναξιά έχει γίνει όμως ένα βασικό χαρακτηριστικό της αστικής ζωής, και η επικοινωνία εξ αποστάσεως, σε αντίθεση με την επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο, είναι σε συνεχή άνοδο.[7]
Συνεταιρισμός κατοικίας: Μια ενεργητική κοινότητα πολιτών της γειτονιάς
Ο πρώτος συνεταιρισμός κατοικίας χτίστηκε για 27 οικογένειες το 1972 κοντά στην Κοπεγχάγη, από έναν Δανό αρχιτέκτονα και έναν ψυχολόγο. Το έναυσμα ήταν ένα άρθρο από την Bodil Graae, που ισχυριζόταν ότι τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν εκατό γονείς.[8] Η πρωτότυπη Δανέζικη λέξη για τον συνεταιρισμό κατοικίας, bofaelleskaber, σημαίνει κυριολεκτικά «ζωντανή κοινότητα».[9] Ο πρώτος συνεταιρισμός κατοικίας σχεδιάστηκε για δύο βασκοπύς σκοπούς: να βελτιώσει την ποιότητα της κοινωνικής ζωής των κατοίκων και να μειώσει το φορτίο της καθημερινότητας, αλλά ταυτόχρονα να αυξήσει τον ελευθερο χρόνο στο σπίτι.
Ο συνεταιρισμός κατοικίας είναι μία γειτονιά οργανωμένη με τρόπο ώστε οι ιδιωτικές και οι κοινόχρηστες υπηρεσίες να συνδυάζονται, και υπό αυτή την έννοια δίνει απαντήσεις στις κοινωνικές και πρακτικές ανάγκες των σύγχρονων κατοίκων της πόλης. Σχεδιάστηκε προσεκτικά και βελτιώθηκε με το πέρασμα του χρόνου για να κάνει τη ζωή πιο εύκολη, πιο οικολογική, πιο κοινωνική και πιο ευχάριστη, διατηρώντας παράλληλα την ιδιωτικότητα των ατόμων, τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών. Όπως εξηγεί η Randi, από το συνεταιρισμό κατοικίας Trudeslund στην Κοπεγχάγη: «Όταν παντρευτήκαμε, σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ ωραία να μετακομίζαμε από το χωριό μας στην Κοπεγχάγη. Ήταν σα να ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή! Αλλά μετά από λίγο καιρό και όταν αποκτήσαμε παιδιά, αισθανθήκαμε ότι μας έλειπαν τα θετικά των μικρότερων κοινοτήτων. Μας έλειπε το κοινωνικό δίκτυο όπου ήταν εύκολο να μιλάς με άλλους ανθρώπους όταν γύριζες σπίτι από τη δουλειά, και όπου ήταν εύκολο για τα παιδιά να τριγυρίζουν και να παίζουν με άλλα παιδιά.»[10]
Το πλεονέκτημα είναι ότι τίποτα δεν είναι δύσκαμπτο σε ένα τέτοιο μέρος: όλα εξαρτώνται από το τι μπορεί να διαθέσει η κοινότητα και τι θέλει να δημιουργήσει η ομάδα των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι θεμελιώδες είναι ότι τα ίδια τα μέλη των συλλογικών κοινοτήτων έχουν τον έλεγχο. Το αποτέλεσμα, στη μορφή των (ημι-)αστικών κοινοτήτων, δεν ήταν βέβαια μια καινούρια ιδέα. Η ζωή οργανωνόταν σε μικρές κοινότητες από τις αρχαίες φυλές μέχρι τις προβιομηχανικές κοινωνίες. Ήδη από την Αναγέννηση, θεμελιώδη κείμενα, όπως η Ουτοπία του Τόμας Μουρ το 1516 ή Η Πόλη του Ήλιου του Tommaso Campanella το 1623, τόνιζαν τις δυσκολίες – αλλά και την ανάγκη- για τη διατήρηση των κοινοτήτων στις πόλεις. Πολύ αργότερα, και καθώς η τάση έγινε σαφέστερη το 19ο αιώνα, τα γραπτά των πρώτων ουτοπικών σοσιαλιστών επίσης τόνισαν το ζήτημα των κοινοτήτων. Αυτό που είναι καινούριο σήμερα, είναι ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να εφαρμόσουν αυτή την παλιά ιδέα της κοινότητας που μεταβάλλεται ταχύτατα και χαρακτηρίζεται από ευελιξία. Στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, οι συνεταιρισμοί κατοικίας επιτρέπουν στους ανθρώπους να ξαναδημιουργήσουν ενεργές και υποστηρικτικές κοινότητες μέσα σε απρόσωπες πόλεις.[11] Οπως το θέτει η Birgit, από το συνεταιρισμό κατοικίας Rio στο κέντρο της Στοκχόλμης: “Το σημαντικό και η ιδέα πίσω από αυτό το κτίριο ήταν να δημιουργηθεί μία κοινότητα που να θυμίζει χωριό όπου γνωρίζεις τους γείτονές σου, όπου έχεις την ασφάλεια των σχέσεων, και όπου δίνεις και παίρνεις υποστήριξη. Ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου, αν θέλεις, μέσα σε αστικό περιβάλλον.»[12]
Η ιδέα σύντομα εξαπλώθηκε και έφτασε στην Ολλάνδία, όπου ο πρώτος συνεταιρισμός κατοικίας ολοκληρώθηκε το 1977. Η Σουηδία, που είχε ήδη μια ισχυρή ιστορία κοινοτήτων από το 1930, ακολούθησε επίσης και το μοντέλο του συνεταιρισμού κατοικίας θεσμοποιήθηκε και αναγνωρίστηκε από τις δημόσιες αρχές το 1980. Τα τελευταία 15 χρόνια, η ιδέα του συνεταιρισμού κατοικίας έχει κατακτήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και την Ιαπωνία, ενώ ακόμα πιο πρόσφατα έχει αρχίσει να συζητιέται στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως στην Ιταλία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Συνολικά, υπολογίζεται ότι υπάρχουν ήδη πάνω από χίλιοι συνεταιρισμοί κατοικίας σε λειτουργία, ενώ περίπου 1% του πληθυσμού της Δανίας ζει σε κατοικίες που ακολουθούν αυτό το μοντέλο. Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων πρότζεκτ έχει ξεκινήσει την τελευταία δεκαετία και θα είναι σύντομα έτοιμος να υποδεχτεί νέους κατοίκους.[13] Μια ενδιαφέρουσα ένδειξη της αλματώδους αύξησης εντοπίζεται όχι μόνο στην αυξανόμενη διεθνή διάδοση, αλλά επίσης στο φαινόμενο των διαδικτυακών κοινοτήτων, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το διαδίκτυο είναι μια κρίσιμη πηγή πληροφόρησης που οι χρήστες του συνεταιρισμού κατοικίας χρησιμοποιούν για να διαδώσουν το μοντέλο αυτό, να μοιραστούν εμπειρίες και να μάθουν μέσα από δοκιμές και λάθη.
Οι συνεταιρισμοί κατοικίας συνήθως συγκεντρώνουν μεταξύ 15 και 35 οικογένειες, δηλαδή περίπου 50 με 100 ανθρώπους, που οργανώνουν τη διαχείριση των κοινών δωματίων και δραστηριοτήτων. Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που δικαιολογούν το γεγονός ότι αυτός ο αριθμός οικογενειών είναι αρκετά συνηθισμένος σε συνεταιρισμούς κατοικίας. Από τη μία πλευρά, ένας μικρός αριθμός οικογενειακών μονάδων καθιστά δύσκολη τη διατήρηση της ιδιωτικότητας και το ισότιμο μοίρασμα των εργασιών της καθημερινής διαχείρισης.[14] Επιπλέον, μια μικρή κοινότητα διαταράσσεται πολύ περισσότερο όταν μια οικογένεια προστίθεται στο συνεταιρισμό κατοικίας ή όταν την εγκαταλείπει.[15] Από την άλλη πλευρά, σε ένα συνεταιρισμό κατοικίας με περισσότερες από 35 οικογενειακές μονάδες, γίνεται δύσκολο να γνωρίζεις όλους τους κατοίκους, και ο βαθμός της κοινωνικής συνοχής μειώνεται. Αυτό δε σημαίνει πάντως ότι μια κοινωνική κατοικία περιορίζεται ως προς το μέγεθος. Στην περίπτωση του συνεταιρισμού κατοικίας Munkesoegaard στη Δανία, υπάρχουν 100 οικογενειακές μονάδες αλλά αυτές διαιρούνται σε 5 υποσύνολα των 20 οικογενειών το καθένα, για να διευκολύνεται η διαχείριση και η κοινωνική συνοχή.
Ένα τελευταίο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι συνεταιρισμοί κατοικίας έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα (π.χ. στη Δανία είναι ιδιωτικοί και οριζόντιας κατασκευής στα προάστια, στη Σουηδία είναι δημόσιοι και χτισμένοι καθ’ύψος στα κέντρα των πόλεων, ενώ στην Ολλανδία έχουν την τάση να είναι δημόσιοι και χωρισμένοι σε μικρότερα υποσύνολα, κλπ.) . Υπάρχει μια παράλληλη αυξητική τάση στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες για συνεταιρισμούς κατοικίας για ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Όπως λέει η Hanne από το Dreierbanken της Δανίας: «Την τελευταία δεκαετία υπάρχει αυτή η τάση για τέτοιες κοινότητες ιδιαίτερα για μεγαλύτερους ανθρώπους. Και νομίζω ότι υπάρχει όλο και περισσότερο για πυρηνικές οικογένειες.»[16] Και η Ingrid από τη Στοκχόλμη επιβεβαιώνει ότι «στη Σουηδία είναι όλο και πιο κοινό να μην έχεις καθόλου ανθρώπους γύρω σου καθώς γερνάς. Γι’αυτό αποφάσισα να μετακομίσω σε έναν τέτοιο συνεταιρισμό κατοικίας.»[17] Οι συνεταιρισμοί κατοικίας έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να συμβάλλουν στην ενσωμάτωση των ηλικιωμένων ή των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες στην ευρύτερη κοινωνία, αντί να τους απομονώνουν.[18]
Συμπέρασμα
Καθώς αυτό το σύντομο δοκίμιο πλησιάζει στο τέλος, πρέπει να επισημανθούν ορισμένα συμπερασματικά σχόλια. Όπως έδειξα, το μοντέλο συνεταιρισμού κατοικίας προσφέρει απαντήσεις σε κάποια από τα κύρια προβλήματα του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος: την κατάρρευση της κοινότητας και την εξατομίκευση της ζωής. Λόγω χώρου δεν μπόρεσα να ανπτύξω την ιδέα με λεπτομέρεια, αλλά είναι σημαντικό να τονιστούν ορισμένα χειροπιαστά παραδείγματα του πώς οι κοινότητες που είναι «σαν χωριά» βοηθάνε τους ανθρώπους να απολαύσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε υλικό και κοινωνικό επίπεδο. Η επιτυχία του συνεταιρισμού κατοικίας συνίσταται στο ότι δίνει πρακτικές λύσεις σε προβλήματα που πολλοί πολίτες αντιμετωπίζουν σήμερα. Για να δώσω ένα μικρό παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι μαγειρεύουν μόνο τρεις ή τέσσερις φορές το μήνα, εξοικονομώντας περίπου μία ώρα την ημέρα, για να ασχοληθούν με κάποιο χόμπυ, να ξεκουραστούν ή περάσουν χρόνο με τα παιδιά τους, τους συντρόφους, ή τους φίλους τους. Πολλοί γείτονες βοηθάνε ο ένας τον άλλο πηγαίνοντας τα παιδιά στο σχολείο ή παίρνοντάς τα από αυτό, έτσι ώστε ο χρόνος πριν ή μετά από τη δουλειά να χρησιμοποιείται πιο αποτελεσματικά. Η χρήση από κοινού των αυτοκινήτων, των εργαλείων, οι τράπεζες εθελοντικού χρόνου (time banking), οι ομάδες αγορών, κλπ., συμβάλλουν στην εξοικονόμηση χρόνου, χώρου και χρήματος, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνουν τις κοινωνικές σχέσεις. Τελικά πρέπει να τονιστεί ότι κάθε κάτοικος της συνεταιριστικής κατοικίας έχει πάντα την ευκαιρία να κρατήσει αποστάσεις από την κοινότητα και να απολαύσει τον χρόνο του στον ιδιωτικό του χώρο.
Το να ξαναχτίσεις την κοινότητα δεν είναι όμως καθόλου εύκολο. Γιατί δε μένουμε όλοι σε γειτονιές συνεταιρισμού κατοικίας; Αυτή η ερώτηση μας οδηγεί να υπογραμμίσουμε το κύριο νομίζω πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ακόμα οι συνεταιρισμοί κατοικίας: Σε μια υπερ-ατομιστική κοινωνία, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι να μάθουμε, ή ίσως να ξαναμάθουμε, τη διαδικασία ομαδικής λήψης αποφάσεων μαζί με τα άλλα μέλη μιας κοινότητας. Ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση των παιδιών, την επίβλεψη των συνηθισμένων εργασιών του νοικοκυριού, τη διαχείριση του προϋπολογισμού της κοινότητας, και άλλα συναφή, είναι στην πραγματικότητα σημαντικά ζητήματα που δεν είμαστε πια συνηθισμένοι να συζητάμε με τους γείτονές μας. Αν σκεφτούμε ότι ζούμε όλο και περισσότερο σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση. Οι πολλές κοινότητες συνεταιριστικών κατοικιών που ήδη λειτουργούν αντιπροσωπεύουν πάντως μια σημαντική πηγή γνώσης από την οποία μπορούμε να μάθουμε.
Αναφορές
[1] – McCament, K. & Durrett, C. (1993), Cohousing: A Contemporary Approach to Housing Ourselves, Ten Speed Press; Meltzer, G. (2005), Sustainable Community: Learning from the cohousing model, Trafford Press.
[2] – Todorov, T. (2001), Frail happiness: An essay on Rousseau, Pennsylvania University Press.
[3] – Strange, S. (1996), The Retreat of the State: Diffusion of power in the world economy, Cambridge University Press.
[4] – For a similar argument, see Merrifield, A & Swyngedouw, E. (επιμ) (1995), The Urbanization of Injustice, Λονδίνο: Lawrence & Wishart; Brenner, N & Keil, R. (επιμ) (2006), The Global Cities Reader, Λονδίνο: Routledge; Smith, M P (επιμ) (1992), After modernism : Global restructuring and the changing boundaries of city life, New Brunswick: Transaction.
[5] -Delanty, G. (2003), Community, Λονδίνο: Routledge.
[6] – Kroger, T & Sipila, J. (επιμ) (2005), Overstretched: Families up against the demands of work and care, Oxford: Blackwell; Kaufmann, F (επιμ) (2002), Family life and family policies in Europe, Oxford University Press.
[7] – Bugeja, M. (2005), Interpersonal divide: The search for community in a technological age, Oxford University Press; Stivers, R. (2004), Shades of loneliness: Pathologies of a technological society, Lanham: Rowman & Littlefield.
[8] – Bergamasco, F & Canossa, G. (2003), Sostenibilità e Integrazione, thesis in architecture, University of Venezia, Ιταλία.
[9] – McCament, K. & Durrett, C. (1993) ο.π.
[10] – Συνέντευξη με την Randi, Trudeslund cohousing, Κοπενχάγη, Δανία, Ιούλιος 2007
[11] – McCament, K. & Durrett, C. (1993) ο.π.
[12] – Συνέντευξη με την Birgit, Rio Cohousing, Στοκχόλμη, Σουηδία, Ιούλιος 2007.
[13] – Meltzer, G. (2005), ο.π.
[14] – Συνέντευξη με την Randi, Trudelsund Cohousing, Κοπενχάγη, Δανία, Ιούλιος 2007.
[15] – Meltzer, G. (2005), ο.π.
[16] – Συνέντευξη με την Hanne, Dreierbanken cohousing, Odense, Δανία, Ιούλιος 2007.
[17] – Συνέντευξη με την Ingrid, Sodrastation cohousing, Στοκχόλμη, Σουηδία, Ιούλιος 2007.
[18] – Durrett, C. (2006), Senior Cohousing, Ten Speed Press; Brenton, M. (1998), We’re in Charge: Cohousing Communities of Older People in the Netherlands: Lessons for Britain.
Αφιέρωμα: read also, σχεδιασμός υπηρεσιών
Ετικέτες: Matthieu Lietaert , αρχιτεκτονική , Δανία , κατοικία , ντιζάιν
July 16th, 2009 at 11:35
ΜΕ ΕΝΙΠΟΣΙΑΣΕ.ΑΡΙΣΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ.
July 17th, 2009 at 17:49
[…] Matthieu Lietaert – Συνεταιρισμός κατοικίας: Μια νέα μορφή αστι… […]
July 18th, 2009 at 13:52
με προβληματιζει πολυ η ιδεα των συνεταιρισμων κατοικιας.Θα λειτουργουν ως μικρες αυτόνομες μονάδες ,ισως αποκομμένες απο τη ζωή και τα προβλήματα της πόλης,αφου θα καλύπτουν ή θα υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι καλύπτουν βασικες ανάγκες των κατοίκων τους.Η ζωή έξω απο αυτές θα συνεχίζεται διαφορετικά.Διαβάζοντας το άρθρο η σκέψη μου πήγε σε ένα πολυ ωραίο βιβλίο του Ουίλιαμ Γκίμπσον “ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΦΩΣ”.Ισως θα ήταν καλύτερα να σκεφτούμε πως θα βελτιώσουμε και θα ενεργοποιήσουμε κοινούς χώρους (σχολεία πλατείες, καπη και οτι άλλο υπάρχει κοινό για τους πολίτες.)