ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Mark Wagstaff – Ιστορική εφεύρεση και πολιτική σκοπιμότητα


Ο τρόπος που γράφεται η ιστορία είναι μια αντίληψη σχετική, συνδεδεμένη με την πολιτική σκοπιμότητα, που οι μεταβολές και οι αντιφάσεις της τη μια μέρα θα μας πυροβολήσουν και την επόμενη θα μας συγχωρήσουν, σημειώνει ο Mark Wagstaff.



Η ιστορία, λένε, σε προλαβαίνει. Δεν μπορείς να την φτάσεις. Η ιστορία μοιάζει να υπάρχει ανεξάρτητα από την πολιτική ή τη φαντασία, είναι κάτι παλιό, που εξακολουθεί ακόμη, μια αντικειμενική αφήγηση στην οποία έχουν πρόσβαση οι μελλοντικές γενιές με ίσους όρους. Η ιστορία σε προλαβαίνει γιατί η αφήγηση των συμβάντων εξακολουθεί. Από αυτή τη σκοπιά, η ιστορία είναι συμβάν. Αλλά δεν είναι έτσι. Όταν συζητάμε για την ιστορία, εννοούμε τον τρόπο που γράφεται η ιστορία, την εφεύρεση της ιστορίας. Ο Egon Friedell αποκαλούσε τον τρόπο που γράφεται η ιστορία ‘φιλοσοφία αυτού που συνέβη’, και η αίσθηση ενός διερευνητικού και ευφάνταστου επιστημονικού κλάδου ενισχύει την ανάλυση του Friedell για το πώς γράφεται η ιστορία και γιατί. Οι ιστορικοί δεν ασχολούνται τόσο με γεγονότα, όσο με συσχετίσεις.


Ας πάρουμε την ατομική ζωή. Όταν κάποιος πεθαίνει, αναφέρει ο Friedel, φεύγει από τη σφαίρα των γεγονότων και γίνεται θρύλος, ακόμη και γι’ αυτούς που τον γνώριζαν. Αυτό που εννοεί είναι ότι υπάρχει μια ατελής ανάκληση της ολότητας του προσώπου: ορισμένες εντυπώσεις και συσχετίσεις ξεχωρίζουν, συχνά για αυθαίρετους λόγους, περισσότερο από άλλες. Το παρελθόν, όπου όλα τα άτομα ανήκουν στο θρύλο, γίνεται ασαφές και ταυτόχρονα απαιτεί εξήγηση, καθώς κάθε εποχή εφευρίσκει το δικό της θρύλο της ιστορίας, μυθοποιημένο μέσα από τους φόβους και τις προσδοκίες του παρόντος. Η σημασία των ατόμων και των συμβάντων αυξάνεται και καταρρέει, καθώς οι επιταγές μιας εποχής διαδέχονται εκείνες μιας άλλης.


Το γράψιμο της ιστορίας δεν ανήκει αποκλειστικά στους ιστορικούς. Ατομικά και συλλογικά οι άνθρωποι γράφουν ιστορία μέσα από τις μνήμες που διεκδικούν, μνήμες κρίσιμες για την ταυτότητα. Οι ισχυρές συλλογικές μνήμες-όπως κι αν προκύπτουν-είναι συνεκτικές. Ο Baumeister και ο Hastings αναφέρουν, εύλογα, ότι η συλλογική μνήμη διαμορφώνεται επειδή οι ομάδες, όπως τα άτομα, ζητούν μια θετική συσχέτιση μεταξύ των συμβάντων και της εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους. Η θεώρηση των συμβάντων μέσα από το πρίσμα της εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους είναι πολιτικά εποικοδομητική, με αποτέλεσμα η ιστορική εφεύρεση μέσω της συλλογικής διαστρέβλωσης να γίνεται πιο εμφανής με την απόκρυψη εκείνων των πτυχών του παρελθόντος που δεν εξυπηρετούν σημερινές πολιτικές σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, πολλοί θυμούνται ότι ο Τόμας Τζέφερσον πρόβαλε την ισότητα στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Λιγότεροι, ωστόσο, αναφέρονται στον ενθουσιασμό του για την επέκταση της δουλείας, από την οποία ωφελήθηκε. Μια άλλη εμφανής πηγή διαστρέβλωσης είναι η απλή κατασκευή: η εφεύρεση μιας ιστορίας, μετά το συμβάν, για να εξηγηθούν συγκεκριμένες συνθήκες με συγκεκριμένο τρόπο. Παραδοσιακά, οι δικτατορίες διακρίνονται σ’ αυτό, αλλά και οι δημοκρατίες μπορούν να καταφύγουν σε αναδρομικές δικαιολογίες, σε σχέση με τους λόγους που οδηγήθηκαν σε πόλεμο, για παράδειγμα.


Στο πλαίσιο της πολιτικής σκοπιμότητας, μια αποτελεσματική τεχνική διαστρέβλωσης είναι αυτό που οι Baumeister και Hastings αποκαλούν ‘χειρισμό συσχετισμών’, μια τεχνική που ταιριάζει με την ανάλυση του Friedel σχετικά με τον τρόπο που γράφεται η ιστορία ως μεταβαλλόμενος ιστορικός μύθος. Με τον χειρισμό αυτό δίνεται έμφαση στη μορφή των συσχετισμών που χρησιμοποιήθηκαν για να συνδέσουν ή να διαχωρίσουν γεγονότα. Για παράδειγμα, η αμερικανική ιστορία μπορεί να γράφεται με τρόπο που θεωρεί τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι ως το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που προωθήθηκε από την απρόκλητη επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Η ιαπωνική ιστορία όμως μπορεί να γράφεται με τρόπο που θεωρεί τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ ως στρατιωτική επιχείρηση σε σκηνικό πολέμου, όπου η επίθεση στη Χιροσίμα και η επακόλουθη επίθεση στο Ναγκασάκι, τη στιγμή που οι συνέπειες του βομβαρδισμού της Χιροσίμα ήταν γνωστές, ήταν γενοκτονίες πολιτών. Και οι δυο αντιλήψεις βασίζονται σε κατασκευές σύμφωνα με τις οποίες εμείς είμαστε τα θύματα και οι άλλοι οι απάνθρωποι, και οι δυο καθιστούν δυνατή μια πολιτική στάση, μια που αυτές οι αντικρουόμενες αντιλήψεις γίνονται συστατικά εθνικής ταυτότητας. Οι άνθρωποι θυμούνται μαζί και αυτό που θυμούνται δημιουργεί και ταιριάζει με την εικόνα που κάθε έθνος έχει για τον εαυτό του.


Η παραγωγή της σημερινής εκδοχής της ιστορίας βασίζεται τόσο στη λησμονιά όσο και στη θύμηση. Μια κοινωνία έχει μια γενικευμένη έννοια της μορφής του παρελθόντος της, ένα στερεότυπο των συμβάσεων που την κάνουν αυτή που είναι. Η αναθεώρηση και η λησμονιά εξυπηρετούν αυτή την τάξη πραγμάτων. Σύμφωνα με την υποδειγματική μελέτη για την περίπτωση του Ισπανικού Εμφύλιου Πόλεμου των Igartua και Paez, που αποτελεί, κατά την άποψή τους, ένα πρότυπο ευρέως εφαρμόσιμο, η πρώτη μεταπολεμική περίοδος παράγει πολιτιστικά τεχνουργήματα εστιασμένα στη συμβατική αντίληψη για νικητές και ηττημένους. Ακολουθεί μια περίοδος αμνησίας, που στην περίπτωση αυτή είναι η δεκαετία του 1950, όπου η διαμάχη εξαφανίζεται από τον λαϊκό λόγο, ενώ η κριτική μνήμη κάνει την εμφάνισή της τρεις ολόκληρες δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου. Στη δεκαετία του 1980, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν τόσο απομακρυσμένος όπως- για να παραφράσουμε τον Friedel σχετικά με τις ερμηνείες του γερμανικού μπαρόκ για την αρχαιότητα- ένα αφηρημένο ιδανικό. Ένας μύθος αιώνιων αξιών (η μάχη αδελφού ενάντια στον αδελφό) παρά μια συλλογή σημερινών συμβάντων. Το πρόσφατο παρελθόν είναι λιγότερο αξιόλογο από τους παλαιότερους καιρούς που, λόγω απόστασης, αποκτούν μια ψευδαίσθηση αυθεντίας. Αυτή η διαδικασία μυθοποίησης είναι ουσιαστικά εξυγιαντική, καθώς ρουφά το αίμα του πολέμου για να παρουσιάσει τον μύθο του ως πρότυπο τεχνικής και παράδειγμα, για να απεικονίσει κάποιες υποτιθέμενες σταθερές αλήθειες. Αυτό επιτρέπει στο καταστροφικό συμβάν να προσαρμοστεί στην εικόνα που έχει το έθνος για τον εαυτό του, καθώς η μομφή εξανεμίζεται μέσα από την τελική ανακατασκευή του συμβάντος ως βήμα μιας φυσικής διαδικασίας.


Οι κανόνες της λησμονιάς αποσαφηνίζονται μέσα απ’ τον γερμανικό συντηρητικό αναθεωρητισμό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν αναγκαίο για τους Γερμανούς συντηρητικούς να δουν το ναζιστικό καθεστώς σαν συνωμοσία ή παρεκτροπή και, κατά συνέπεια, σαν κάτι ξένο και μη γερμανικό. Η χυδαιότητα των Ναζί θεωρήθηκε αποσυνδεδεμένη από τη φυλή του Μπετόβεν και του Γκέτε, επιτρέποντας τη διάδοση του μύθου ότι κανείς δεν είχε πραγματικά υποστηρίξει το καθεστώς. Αυτό που κρύβεται από πίσω είναι το τραύμα της συλλογικής ενοχής: οι Γερμανοί ήξεραν ότι μια πλειοψηφία είχε ψηφίσει τον Χίτλερ και ότι ήταν ευρέως δημοφιλής. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980, ακολουθώντας το κυκλικό πρότυπο της συλλογικής μνήμης, οι νεο-συντηρητικοί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία απέρριπταν την έννοια της αιώνιας εξιλέωσης τονίζοντας την οικουμενικότητα του κακού που ο Χίτλερ εξαπέλυσε.


Στη δυτική μνήμη, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος αποδείχτηκε ανθεκτικό πεδίο ιστορικής επανεφεύρεσης. Τότε, η βρετανική κυβέρνηση θεωρούσε πολιτικά σκόπιμο να τουφεκίζει τους λιποτάκτες. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η βρετανική κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να συγχωρήσει αυτούς που τουφεκίστηκαν, τόσο αυτούς που δεν άντεξαν όσο κι εκείνους που πρόδωσαν τους συντρόφους τους. Αυτή η ενέργεια δεν είχε καμιά σχέση με το παρελθόν, αλλά μεγάλη σχέση με το παρόν. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται τώρα τόσο μακριά που οι αιτίες του έχουν γίνει μυθικές, καθώς οι ιδεολογικές επιταγές του δεν υπάρχουν πια. Αυτό επιτρέπει στη διαμάχη να εντάσσεται στη σημερινή δημόσια συζήτηση. Η απόσταση κάνει την ιστορία πρώτον, μύθο και δεύτερον, βεβαιότητα, από την οποία μπορούν να αντληθούν διδάγματα. Όπως παρατηρεί ο Friedel, για τον ηλεκτρισμό μπορούμε να πούμε ‘εάν, πού και σε ποιο βαθμό είναι αποτελεσματικός’ γιατί ξέρουμε, εννοιολογικά, πώς να τον αντιληφθούμε. Αλλά η ιστορία, όπως σημειώνει ο Friedel, ‘διαδραματίζεται υπόγεια…’ δεν ξέρουμε τι συμβαίνει, αλλά αυτό που βλέπουμε συμβαίνει. Κι αυτό που θυμόμαστε ότι έχει συμβεί περνά μέσα από το φίλτρο των σημερινών συνθηκών. Ο τρόπος που γράφεται η ιστορία είναι μια αντίληψη σχετική, συνδεδεμένη με την πολιτική σκοπιμότητα, που οι μεταβολές και οι αντιφάσεις της τη μια μέρα θα μας πυροβολήσουν και την επόμενη θα μας συγχωρήσουν.


Διαβάστε ακόμα


Μισέλ Φουκώ: Νίτσε, Γενεαλογία, Ιστορία


Φρήντριχ Νίτσε: Για την χρήση και την κατάχρηση της ιστορίας



Αφιέρωμα: πρόσφατα άρθρα, χρόνος/πολιτική
Ετικέτες: , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε