Steven Shaviro – Μία συνεσταλμένη πρόταση: Μερικές σκέψεις για την κρίση |
Ο Steven Shaviro υποστηρίζει ότι μέρος της δυσκολίας μας ως προς το να βγάλουμε ένα συναφές νόημα από την κρίση, αντικατοπτρίζει τον τρόπο που τη βιώνουμε ως άτομα, την οικονομία της αγοράς σαν κάτι ξένο προς εμάς, πάνω στο οποίο δεν έχουμε εξουσία. Οι κύκλοι ανάπτυξης και πτώσης που είναι εγγενείς στον καπιταλισμό είναι καθοριστικοί στο να ενσταλάζουν την αίσθηση του μοιραίου στον κόσμο. Μια πιθανή πρόκληση σ’ αυτή τη μοιρολατρία είναι η επαναπολιτικοποίηση μιας από τις πιο πανταχού παρούσες διαστάσεις της οικονομίας: το χρήμα. Σχεδόν ολόκληρη η καπιταλιστική θεωρία υποθέτει «την ουδετερότητα του χρήματος», ενώ μάλλον πρέπει να το δούμε σαν ένα μέσο που εξαφανίζεται και χρειάζεται να το κατανοήσουμε, καθώς αυτή η κρίση έδειξε, ότι το χρήμα δεν είναι μια πιστή «απεικόνιση» υπάρχοντα πλούτου, αλλά περισσότερο κάτι που έχει τη δική του ενύπαρκτη πυκνότητα και βάρος.
Η κρίση ήταν απρόβλεπτη, αλλά επίσης δεν μας εξέπληξε. Έπεσε πάνω μας ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση. Κανείς δεν είχε ιδέα γι’ αυτήν νωρίτερα – και κανείς δεν θα μπορούσε να ήξερε. Δεν υπήρχε τρόπος να προσχεδιαστεί· ή τρόπος να προβλεφθεί· τρόπος να ληφθεί υπόψη, οικονομικά ή αλλιώς. Μόνο αναδρομικά μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα αρχικά σημάδια της κρίσης, να ακολουθήσουμε την αργή πρόοδο της έλευσης της. Γιατί η κρίση δημιουργεί μια ρήξη με όλα όσα υπήρχαν πριν. Ξεριζώνει όλες μας τις βεβαιότητες. Όλα έχουν αλλάξει ανεπανόρθωτα. Οι συντηρητικοί δεν μπορούν πια να προσποιούνται ότι η «αγορά» φροντίζει για τα πάντα. Και οι προοδευτικοί δεν μπορούν πλέον γυρίζουν την κουβέντα προς τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας, λες και ζητήματα κυριαρχίας και ιεραρχίας, βιοπολιτικής, φυλής και γένους, ήταν κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητα από τις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου.
Κι όμως, ταυτόχρονα, η κρίση ήταν κάτι το αναμενόμενο. Μόνο από σκόπιμη τυφλότητα θα μπορούσε κάποιος να νιώσει έκπληξη που ολόκληρος ο πύργος από τραπουλόχαρτα θα μπορούσε να καταρρεύσει κάποια στιγμή. Φυσικά, οι τραπεζίτες, οι επιχειρηματίες, και οι οικονομολόγοι πράγματι εξεπλάγησαν. Δεν θα έπρεπε όμως. Αν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν είχε κλονιστεί στο χείλος της αβύσσου το Σεπτέμβριο του 2008, θα το είχε κάνει κάποια άλλη στιγμή. Δεν υπήρχε τρόπος να είχε αποφευχθεί η κατάρρευσή του τελικά.
Για την άνοδο που προηγήθηκε, και οδήγησε σ’ αυτό, η πρόσφατη πτώχευση ήταν, φυσικά, δομικά αστήρικτη. Είχε συσσωρευτεί τόσο χρέος, που θα ήταν αδύνατον να εξοφληθεί ποτέ. Οι οικονομικοί θεσμοί κέρδιζαν τεράστιες αμοιβές σαν υποτιθέμενη αποζημίωση για τα ρίσκα που αναλάμβαναν. Οι υπολογισμοί τους όμως συμπέραναν, ταυτόχρονα, ότι το πραγματικό, ενεργό ρίσκο τους ήταν κοντά στο μηδέν, ότι οι συνεχόμενες αμοιβές και τα κέρδη τους ήταν σίγουρα. Πήραν σα δεδομένο πως εκείνες οι υποθήκες δανειοληπτών με κακό πιστωτικό ιστορικό δεν θα αθετούσαν ποτέ σε μεγάλους αριθμούς, όλες μαζί. Πήραν σαν δεδομένο ότι η ασφάλεια που τους παρείχε εγγύηση δεν θα χρειαζόταν να εξοφληθεί ποτέ. Κι έτσι συνεχιζόταν η κατάσταση, σε μια θηλιά που αυτοενισχυόταν συνεχώς με θετικές ανταποκρίσεις. Οι τεράστιοι υπολογισμοί για εξαγορές των οικονομικών θεσμών βρήκαν το αντίστοιχό τους στις μαζικές συσσωρεύσεις μη αφαλούς χρέους ιδιοκτητών σπιτιών και άλλων καταναλωτών.
Ακόμη και τώρα, που η κρίση έχει πέσει πάνω μας ολοκληρωτικά, είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε, ή να βγάλουμε νόημα με συνάφεια απ’ αυτήν. Γιατί η κατάρρευση πραγματοποιείται αόρατα, και σε αργό ρυθμό. Στην πραγματικότητα δεν μπορείς να τη δεις ενώ συμβαίνει. Την επόμενη μέρα αφότου είχαν στερέψει όλες οι πιστώσεις, ο κόσμος έμοιαζε ο ίδιος με και την προηγούμενη. Σταδιακά, παρατηρείς ότι είχαν υπάρξει μικρές, αυξανόμενες αλλαγές. Κάποιες επιχειρήσεις έκλεισαν· υπάρχουν λιγότερα αυτοκίνητα έξω στο δρόμο· υπήρξαν λίγες περισσότερες διαρρήξεις στη γειτονιά μου. Αλλά η φύση αυτών των αναστατώσεων είναι τόσο σταδιακή που δεν μπορείς να δεις καν τις αλλαγές ευθέως.
Η κρίση αποτελεί καταστροφή, με την έννοια που περιέγραψε ο Maurice Blanchot: «η καταστροφή γκρεμίζει τα πάντα, αφήνοντας ταυτόχρονα τα πάντα ανέπαφα». Το σπίτι μου δεν άλλαξε από το διάστημα που χτύπησε η κρίση. Είναι εξωτερικά ακριβώς το ίδιο με πριν, και είναι το ίδιο άνετο για να ζει κανείς σ’ αυτό. Έχει ωστόσο μεταμορφωθεί με έναν απροσδιόριστο τρόπο. Έχει γίνει από πηγή ιδεατού πλούτου ένα επαχθές χρέος. Μόνο λίγα χρόνια νωρίτερα, το δικαίωμα εξαγοράς που είχα γι’ αυτό ήταν μεγαλύτερο από τον ετήσιο μισθό μου. Τώρα όμως, η αξία του στην αγορά είναι σημαντικά μικρότερη από την αρχική που ακόμη χρωστάω στην τράπεζα, σύμφωνα με τους όρους της υποθήκης μου.
Φυσικά, είμαι ένας από τους τυχερούς. Έχω ακόμη μια καλοπληρωμένη δουλειά· και είναι μια δουλειά, που ως μόνιμος πανεπιστημιακός, είναι απίθανο να χάσω. Θα μπορούσα να συνεχίσω να πληρώνω το δάνειό μου χωρίς να αθετήσω – ακόμη κι αν, για την ακρίβεια, πληρώνω ένα σημαντικό ποσό κάθε μήνα εις αντάλλαγμα μιας αξίας ιδιοκτησίας που δεν υπάρχει πια. Η τράπεζα θα συνεχίσει να έχει κέρδη από εμένα – ακόμη κι ενώ οι αποταμιεύσεις μου είναι στο αρνητικό, και κατεβαίνουν. Εξ αιτίας της επαγγελματικής μου κατάστασης, δεν θα αντιμετωπίσω τις συνέπειες αυτού του ελλείμματος ώσπου να αναγκαστώ να αποσυρθώ – κάτι που ελπίζω να καταφέρω να αναβάλω όσο περισσότερο γίνεται.
Δεν έχουν όλοι την δική μου καλή τύχη. Πολλοί άνθρωποι έχουν προβλήματα αυτή τη στιγμή – και όχι σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον. Εγώ ζω στο Ντητρόιτ, όπου η συνολική τιμή της ανεργίας, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, είναι 23%. Έχω ένα φίλο που δουλεύει (όπως κάνουν τόσοι άνθρωποι εδώ, ή τουλάχιστον έκαναν) στη General Motors. Δεν έχει απολυθεί ακόμη· αλλά θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Δεν έχει ιδέα τι θα συμβεί με τη General Motors τους επόμενους μήνες, καθώς η εταιρεία ξαναοργανώνεται μετά την παραλίγο χρεοκοπία της. Στη GM, ποτέ δεν ξέρεις προκαταβολικά αν, ή πότε, θα χάσεις τη δουλειά σου. Δεν ξέρεις ούτε αν έχουν απολυθεί άλλα άτομα. Αυτά τα πράγματα ποτέ δεν ανακοινώνονται. Συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις δει κάποιον για ένα διάστημα· διασχίζεις το διάδρομο για το γραφείο του κι ανακαλύπτεις ότι είναι άδειο εδώ κι εβδομάδες.
Η πραγματική ερώτηση εδώ είναι για τη σχέση μας, ως ατόμων, με την οικονομία γενικά – ή με την αποκαλούμενη «ελεύθερη αγορά». Μας λένε ότι η αγορά έχει φτιαχτεί από άτομα σαν κι εμάς. Μας λένε ότι συνίσταται από τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από την άθροιση δισεκατομμυρίων αποφάσεων της οποίες έλαβαν δισεκατομμύρια αυτόνομα άτομα, με τον καθένα μας να κάνει τις επιλογές για τον εαυτό μας. Κι όμως, στην πραγματικότητα βιώνουμε την αγορά σαν μια απέραντη, αναπόφευκτη δύναμη. Τη νιώθουμε σαν κάτι τελείως ξένο προς εμάς, πάνω στο οποίο δεν έχουμε καμία ισχύ, και το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Γι’ αυτό και η οικονομική καταστροφή είναι κάτι αόρατο, άπιαστο: επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής μας, κι όμως είμαστε ανίκανοι να το «δούμε», να το διακρίνουμε σαν μια πραγματική δύναμη, πίσω από τις καταφανείς επιδράσεις της.
Τα βάζουμε συνέχεια με την κυβέρνηση, γιατί μπορούμε να δούμε πάνω κάτω πως δουλεύει, και γιατί μας δίνει συγκεκριμένα άτομα να κατηγορήσουμε όταν κάτι πάει στραβά. Γι’ αυτό τόσο πολλοί Αμερικάνοι συμφώνησαν με τον Ronald Reagan όταν είπε ότι η κυβέρνηση ήταν το πρόβλημα – παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Reagan ήταν η κυβέρνηση. Η αγορά, αντίθετα, μοιάζει να είναι κάτι που απλά είναι εκεί – σαν τον καιρό, ίσως, ή σαν ένα σεισμό. Παραπονιόμαστε για τον καιρό όλη την ώρα, φυσικά – αλλά μόνο με τον τρόπο που παραπονιόμαστε για μια βροχερή μέρα. Ο,τιδήποτε περισσότερο θα ήταν σα να σπαταλάμε το σάλιο μας – εφόσον ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Οι Αμερικάνοι θυμώνουν γιατί πρέπει να πληρώνουν φόρους· αλλά ακόμη κι αν γκρινιάζουν, βασικά αποδέχονται μοιρολατρικά τα εξοργιστικά υψηλά επιτόκια των πιστωτικών τους καρτών. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν ταραχές, και διαμαρτυρίες στους δρόμους, στις ΗΠΑ σήμερα..
Πράγματι, ο ίδιος ο σκοπός της «ελεύθερης αγοράς» είναι να ενσταλάξει αυτό το είδος της μοιρολατρίας στους ανθρώπους. Η αγορά είναι κατά πολύ ένα εργαλείο πειθαρχίας κι ελέγχου. Ο Friedrich Hayek, νονός του νεοφιλελευθερισμού του εικοστού αιώνα εγκωμιάζει την «ελεύθερη αγορά» ακριβώς γιατί υποβάλλει τον «άνθρωπο» [sic] στην «πικρή αναγκαιότητα να υποβάλει τον εαυτό του σε κανόνες που δεν του αρέσουν με σκοπό να διατηρήσει τον εαυτό του ενάντια σε ανταγωνιστικές ομάδες.» Η αντικειμενική αξία της αγοράς είναι ότι «μας υποχρεώνει να είμαστε ελεύθεροι», μας υποχρεώνει να συμπεριφερόμαστε «λογικά» και «αποτελεσματικά», μας υποχρεώνει να ενεργούμε σύμφωνα με τα δικά μας ατομικά συμφέροντα — οποιεσδήποτε ευρύτερες σκέψεις είναι καταδικασμένες. Ηθική, αισθητική, συμπάθεια, αλληλεγγύη, και έγνοια για τους άλλους απλά αποκλείονται, με εξαίρεση το σημείο που μπορούν να πακεταριστούν σαν προϊόντα και να τεθούν προς πώληση. Το «σύστημα τιμολόγησης» εγκλείει, περιορίζει και δρομολογεί τη συμπεριφορά μας πολύ πιο αυστηρά, και αποτελεσματικά, από όσο θα μπορούσε οποιαδήποτε παρόρμηση βασισμένη στην απλή ωμή επιβολή. Κανένας κρατικός μηχανισμός, καμία «κυβερνητικότητα», κανένα μέτρο επιτήρησης και καμία μορφή εκπαίδευσης ή προπαγάνδα δεν κατάφερε να περιορίσει την ανθρώπινη ελευθερία τόσο κατανοητά – ή τόσο αόρατα – όπως το κατόρθωσε η «πειθαρχία της αγοράς».
Το να βλέπουμε την αγορά με αυτόν τον τρόπο είναι σα να κατανοούμε ότι οι κύκλοι απότομων ανόδων και πτωχεύσεων είναι εγγενείς στην ίδια της τη λειτουργία. Οι καπιταλιστικές οικονομίες είναι έμφυτα βουλιμικές, λειτουργώντας σύμφωνα με μια λογική καταβροχθίσματος και εμετού. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν είναι ένα μικρόβιο, αλλά ένα χαρακτηριστικό. Η άνοδος των ακινήτων του πρώτου μισού αυτής της δεκαετίας εξυπηρέτησε το σκοπό να συσσωρευτεί μαζικά κεφάλαιο, και να μεταφερθεί πλούτος από σπιτικά μεσαίας και χαμηλότερης τάξης στον οικονομικό τομέα. Αλλά το τωρινό όργιο καταστροφής κεφαλαίου επίσης εξυπηρετεί για εδραιώσει αυτή τη συσσώρευση, ανακουφίζοντας τις πιέσεις της υπερ-συσσώρευσης και υπερπαραγωγής χωρίς να ανατρέπει μεροληψίες στη διανομή του πλούτου. Η άνοδος και η πτώχευση είναι ομοίως «αντικειμενικές» συνθήκες που αντιπαρέρχονται οποιαδήποτε επίκληση σε ηθικές ανησυχίες, και οποιαδήποτε άσκηση πολιτικής βούλησης. Μπορούμε να διαφωνούμε για το πως θα χειριστούμε αυτές τις συνθήκες, αλλά δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το «δεδομένο» αυτών των ίδιων συνθηκών. Γι’ αυτό η απάντηση στις πολιτικές μας διαμάχες πάντα καταλήγει να είναι η ίδια. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι να εξυπηρετούμε τα συμφέροντα του οικονομικού τομέα: σε καιρούς άνθισης, ενθαρρύνοντας τους «νεωτερισμούς» του, και σε καιρούς πτώχευσης να τον απαλλάσσουμε.
Είναι πάντα μόνο αινιγματικό να λέμε (όπως οι ορθόδοξοι, νεοκλασικοί οικονομολόγοι συνηθίζουν να κάνουν) ότι η οικονομία της αγοράς βασικά τείνει προς την εξισορρόπηση, ταιριάζοντας ζήτηση και προσφορά και εναρμονίζοντας τους πόρους σε συμφωνία με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Οι καλύτεροι καπιταλιστές οικονομολόγοι ξέρουν καλύτερα. Ο Joseph Schumpeter, για παράδειγμα, χλευάζει ανοιχτά τη θεωρία της ισορροπίας. Βλέπει την ουσία του καπιταλισμού σαν μια συνεχή διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής»: μαζικά διασπαστικός, συνεχώς σε αναταραχή, και ενεργοποιημένος από μια δεσποτική μονοπώληση περισσότερο παρά από τον «τέλειο ανταγωνισμό» (που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει). Ο Hayek, από την πλευρά του, βασίζει το επιχείρημα υπέρ της αγοράς ακριβώς στο γεγονός ότι η «τέλεια γνώση», ότι η νεοκλασική θεωρία αποδίδει σε οικονομικούς παράγοντες είναι στην πραγματικότητα αστήρικτη. Ο Hayek επίσης μακαρίως αδιαφορεί, όπως παραδέχεται ελεύθερα, για το ότι «οι απρόσωπες αποφάσεις της αγοράς» είναι απολύτως «ασυμβίβαστες με μια πλήρη ικανοποίηση με τις θέσεις μας για την επιμεριστική δικαιοσύνη».
Οι Schumpeter και Hayek επιδεικνύουν τουλάχιστον κάποια επίγνωση του ανθρώπινου κόστους των μηχανισμών της αγοράς που επιδοκιμάζουν τόσο ένθερμα. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους νεοφιλελεύθερους οπαδούς και τους διαδόχους τους των τελευταίων τριάντα ετών. Το όραμα του Schumpeter για την δυναμική, επιχειρηματική καινοτομία, και η αίσθηση του Hayek για την οικονομία ως ένα αναδυόμενο, αυτο- οργανωμένο σύστημα (που ακριβώς ευδοκιμεί σε συνθήκες άσχετες με την ισορροπία) έχουν γίνει αξιωματικά σε αυτό το σημείο – στην Αριστερά καθώς και στη Δεξιά. Κανείς σχεδόν δεν έχει τη διάθεση να αμφισβητήσει της πεποιθήσεις του Schumpeter ή του Hayek, παρά το γεγονός ότι αυτές οι πεποιθήσεις φέρουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης που μας οδήγησαν στη – ή τουλάχιστον που νομιμοποίησαν – την καταστροφική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.
Τείνω να πω ότι το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι το χρήμα. Σχεδόν όλη η καπιταλιστική οικονομική θεωρία – βάζοντας στην άκρη αυτή του Keynes – παραδέχεται αυτό που ο Hayek αποκαλεί «η ουδετερότητα του χρήματος». Δηλαδή, το χρήμα θεωρείται ένα τελείως διαφανές μέσο, «ένας ουδέτερος σύνδεσμος μεταξύ συναλλαγών σε πραγματικά πράγματα και περιουσιακά στοιχεία» (Doug Henwood, επικαλούμενος τον Keynes) χωρίς το ίδιο να έχει εγγενείς επιδράσεις. Η «νομισματικότητα» του Milton Friedman και των οπαδών του διατείνεται πως «διαστρεβλώσεις» ενός κατά τ’ άλλα από τη φύση του τέλειου συστήματος αγοράς συμβαίνουν μόνο όταν η κυβέρνηση παρεμβαίνει στο «φυσικό» επίπεδο του αποθέματος χρημάτων.
Αλλά θα οφείλαμε να γνωρίζουμε – ύστερα από τον McLuhan όπως κι από τον Marx –ότι ένα «μέσο» ποτέ δεν είναι ουδέτερο. Μας φαίνεται απλά «διάφανο» γιατί είναι τόσο πανταχού παρόν· το παίρνουμε τόσο πολύ σαν δεδομένο που δεν καταφέρνουμε να προσέξουμε τους μηχανισμούς του. Αγνοούμε τις επιδράσεις του χρήματος για τον ίδιο λόγο που (όπως το έθεσε ο McLuhan) τα ψάρια αγνοούν το νερό. Το μόνο πράγμα που οι οικονομολόγοι δεν υπολογίζουν είναι η υλικότητα, και η ιδιαιτερότητα ως μέσου του ίδιου του χρήματος. Οι θεωρητικοί των μέσων θα έπρεπε να μελετούν περισσότερο το χρήμα ως μέσο, με τον ίδιο τρόπο που μελετούν την τηλεόραση, το βίντεο και το Web 2.0 ως μέσα – αλλά δυστυχώς, ως επί το πλείστον δεν το κάνουν. Και οι πολιτικοί οικονομολόγοι θα έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους στην υλικότητα των χρημάτων, αντί να τα θεωρούν απλά «μεσάζοντες που εξαφανίζονται».
Με το «υλικότητα του χρήματος» δεν εννοώ απλά τη φυσική υπόσταση των χρυσών ή των μεταλλικών νομισμάτων και των δολαρίων και των χάρτινων χρηματογράφων. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται να υπολογίσουμε την υλικότητα, και την ιδιαιτερότητα του χρήματος ως μέσου, σαν την πιο εικονική και εφήμερη: το χρήμα που έχει φτιαχτεί από μονάδες και μηδενικά που κυκλοφορούν στο δίκτυο, και που παίρνει τη μορφή παράγωγων και μυστηριακών οικονομικών εργαλείων. Σε καμία από αυτές τις μορφές δεν είναι το χρήμα απλά ουδέτερο και διαφανές. Το ντελίριο της οικονομικής κερδοσκοπίας που μας οδήγησε στην τρέχουσα πανωλεθρία οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα χρήματα δεν είναι απλά μια πιστή «αναπαράσταση» πλούτου που υπάρχει, συγκεκριμένα και απτά, σε άλλες μορφές· μάλλον, είναι κάτι που έχει τη δική του εγγενή πυκνότητα και βάρος.
Πολλοί άνθρωποι, και στη Δεξιά και στην Αριστερά, κατηγορούν για την κρίση τον πολλαπλασιασμό του «πλασματικού κεφαλαίου»: των χρημάτων που δεν στηρίζονταν σε συγκεκριμένο, φυσικό πλούτο. Θα έπρεπε να απορρίψουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης, και να πούμε, αντίθετα, ότι πράγματα όπως ανταλλαγές πιστωτικών αθετήσεων είναι, τα ίδια, το ίδιο «πραγματικά» και «υλικά» όσο και τα σπίτια των οποίων οι υποθήκες είναι υποτίθεται, σε πολλούς βαθμούς απομάκρυνσης, βασισμένες. Σε τελική ανάλυση, αυτά τα σπίτια, δε θα είχαν χτιστεί ποτέ, εξ αρχής, αν δεν υπήρχαν τα οικονομικά εργαλεία στα οποία θα μπορούσαν να δώσουν σάρκα και οστά τα δάνεια που τους είχαν χορηγηθεί. Η μη ουδετερότητα του χρήματος, η προκατάληψη και μεροληψία του, πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης για κάθε αντιμετώπιση κάθε διακρατικού κεφαλαίου, και για ότι πρέπει να κάνουμε ώστε να ξεφύγουμε από την ολέθρια κυριαρχία του.
Αφιέρωμα: read also, αναπαραστάσεις της κρίσης
Ετικέτες: Steven Shaviro , καπιταλισμός , νεοφιλελευθερισμός , οικονομική κρίση , χρέος