Χαρά Κούκη – Νέα δικαιώματα πέρα από λάθη και σωστά |
Ο πολιτισμός των δικαιωμάτων διαμορφώνεται συνεχώς με βάση ένα συνδυασμό περασμένων γεγονότων και φόβων, σημερινών συνθηκών, μελλοντικών προοπτικών και ελπίδων, σημειώνει η Χαρά Κούκη. Όταν τα βλέπουμε ως προκατασκευασμένες δομές που μας κληροδοτήθηκαν για να ταξινομούμε γεγονότα και ανθρώπους, τότε τα δικαιώματα γίνονται μια συντηρητική και περιοριστική άποψη. |
Ο πολιτισμός των νέων δικαιωμάτων μοιάζει πράγματι ακαταμάχητος: η απόρριψη των παραδοσιακών δυϊσμών της Δύσης και της Ανατολής- αρσενικό και θηλυκό, τυραννία και επανάσταση, εντός και εκτός- προωθεί μια απροσδιόριστη προοπτική για τη δημοκρατία. Η δυνατότητα για τον καθένα να συμμετέχει, να σκέφτεται, να μιλά, να ζητά, να ενεργεί, να συνεργάζεται με άλλους για να επιφέρει περαιτέρω αλλαγές, μπορεί να αγκαλιάσει ακόμη περισσότερους ανθρώπους και περισσότερα δικαιώματα σε ένα διάχυτο και αποκεντρωμένο πεδίο. Ψηφιακά, λεσβιακά, περιβαλλοντολογικά, πληροφορικά δικαιώματα, δικαιώματα των ζώων, των καταναλωτών, δικαιώματα που είναι τοπικά, ειδικά, μετα-εθνικά, μερικά, οικουμενικά, αντι-ιεραρχικά, μεταβαλλόμενα, δικαιώματα που περιλαμβάνουν και περιλαμβάνονται σε περισσότερες δυνατές διατάξεις, δικαιώματα που αναδιαμορφώνουν τη δομή του κόσμου γύρω μας και, συνεπώς, την ικανότητά μας να τον μεταμορφώσουμε. Εκστρατεία για νέα δικαιώματα σημαίνει δημιουργία νέων δικαιωμάτων και με αυτή την έννοια αυτό το εκκολαπτόμενο λεξιλόγιο δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατικό.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα επεκτείνονται πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά
Όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα ανθρώπινα δικαιώματα άρχισαν να αποτελούν μέρος των καθημερινών συζητήσεων, κάτι εξίσου βασικό συνέβη στον τρόπο με τον οποίον είχαμε μάθει να βλέπουμε την πραγματικότητα γύρω μας: η δυνατότητα να σκεφτόμαστε και να μιλάμε με όρους πέρα από την αριστερά και τη δεξιά έδειχνε έναν ριζικό τρόπο διαφυγής από την ψυχροπολεμική πολιτική και νοοτροπία. Η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη κι αν σε ένα βαθμό πολιτικοποιήθηκε, επέτρεψε στους πολίτες, τους ακτιβιστές και τις ομάδες ανά τον κόσμο να επικοινωνούν για θέματα όπως η κρατική καταστολή, η ατομική ελευθερία και ο σεβασμός για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πέρα από τα όρια των κρατικών και πολιτικών ιδεολογιών. Αυτό που έμοιαζε επίσης, σε αυτή την περίπτωση, να αλλάζει ήταν το πλαίσιο έναντι του οποίου οι άνθρωποι μάθαιναν να τοποθετούν τη ζωή τους και, κατά συνέπεια, να τη βιώνουν και να την αλλάζουν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το θέμα των ‘ καταχρήσεων της ψυχιατρικής για πολιτικούς σκοπούς στην ΕΣΣΔ’ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η ιστορία είναι πασίγνωστη και τεκμηριωμένη: ενώ το 1971 οι κατηγορίες για πολλές περιπτώσεις ψυχιατρικής κατάχρησης σε διακεκριμένους Σοβιετικούς αντιφρονούντες δεν απασχόλησαν το συνέδριο της World Psychiatric Association ( Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Οργάνωσης), σε διάστημα λίγων ετών η στάση των επιστημονικών οργανώσεων, των εκπροσώπων των μέσων επικοινωνίας και της κοινής γνώμης γενικά, άλλαξε εντελώς. Οι διεθνείς διαμαρτυρίες ξεκίνησαν λόγω του αυξανόμενου αριθμού καλά τεκμηριωμένων περιπτώσεων που έφτασαν στη Δύση και αφηγούνταν τα ακόλουθα: ψυχικά υγιείς άνθρωποι περιορίζονταν από τα όργανα ασφαλείας της KGB σε σοβιετικά ψυχιατρικά άσυλα όπως το Ινστιτούτο Serbsky, λόγω των πολιτικών ιδεών και πράξεών τους κατά του σοβιετικού καθεστώτος, στη βάση ψευδών διαγνώσεων για ‘ βραδεία σχιζοφρένεια’ που διατυπώνονταν κυρίως από τον Δρα Andre Snezhnevsky. Αντιτιθέμενες σε αυτή την κρατική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι εθνικές ψυχιατρικές οργανώσεις ενεργοποιήθηκαν και δημιουργήθηκαν επιτροπές ενάντια στις πολιτικές καταχρήσεις της ψυχιατρικής, ενώ ομάδες ακτιβιστών και άτομα επιλήφθηκαν του θέματος με ιδιωτικές και επίσημες επαφές με την ΕΣΣΔ, άρθρα σε ακαδημαϊκά έντυπα και τον ημερήσιο Τύπο, γραπτές επιστολές διαμαρτυρίας και εργαστήρια. Η προβολή αυτής της δημόσιας συζήτησης τροφοδοτήθηκε περαιτέρω από το αντι-ψυχιατρικό κίνημα που εξελισσόταν παράλληλα, καθώς και από τη συγκινησιακή ανταπόκριση που αυτή η κακομεταχείριση προκαλούσε στους ανθρώπους, ιδιαίτερα στη διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1970. Ο εγκλεισμός των πολιτικών αντιφρονούντων σε ειδικές ψυχιατρικές κλινικές οδήγησε, το 1983, στην αναγκαστική αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης από την WPA, όπου δεν ξαναέγινε δεκτή μέχρι το 1989, όταν οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ έδωσαν ένα τέλος στη συστηματική κακομεταχείριση των ψυχικά υγιών ανθρώπων από τους ψυχιάτρους στην ΕΣΣΔ.
Από το 1971 έως το 1983, λοιπόν, οι ακτιβιστές και οι ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα φόρουμ γι’ αυτό το λεπτό θέμα, βασισμένοι σε νομικά και ιατρικά επιχειρήματα και αποφεύγοντας τις πολιτικές εικασίες. Δημοσιοποίησαν ορισμένες ιστορίες βίαιης κρατικής κατάχρησης από μια ευαίσθητη περιοχή του ψυχροπολεμικού κόσμου χωρίς να χρησιμοποιήσουν πολωτικές κατηγορίες σκέψης. Προώθησαν μια εναλλακτική μορφή διεθνικής υπηκοότητας, επικοινωνίας και συμμαχίας, παρακάμπτοντας παράλληλα τους κρατικούς περιορισμούς. Κινητοποίησαν όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μια προσπάθεια να ενεργοποιήσουν τους διεθνείς παράγοντες χωρίς να καταφύγουν σε συμβατικές τακτικές. Προώθησαν, συνεπώς, την προοπτική μιας περιεκτικής και δυναμικής δημοκρατίας ενάντια στο μονοχρωματικό και στατικό πολιτικό ρεπερτόριο της εποχής.
Αυτή είναι η ιστορία όπως την ξέρουμε. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στις δημόσιες συζητήσεις που λάμβαναν χώρα εκείνη την περίοδο στους ακτιβιστές και τις ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δείχνει ότι πρόκειται απλώς για μια εκδοχή αυτού που θα μπορούσε να λεχθεί ότι συνέβαινε. Κανείς δεν αμφισβητούσε ότι οι περισσότεροι αντιφρονούντες κατέληγαν ύστερα από μια εμφανώς λανθασμένη διάγνωση σε ειδικά νοσοκομεία λόγω των μη αποδεκτών πολιτικών ιδεών τους και κόντρα στις νομικές πρόνοιες. Αυτό που ήταν ωστόσο πολύ αμφιλεγόμενο ήταν το κατά πόσο αυτή η πραγματικότητα ήταν συστηματική και κατευθυνόμενη από το κράτος.
Για παράδειγμα, ο Walter Reich, ύστερα από σχετική έρευνα και αποστολές στην ΕΣΣΔ, συμπέρανε το 1985 ότι ‘σε πολλές και ίσως στις περισσότερες περιπτώσεις τέτοιας ( βραδείας σχιζοφρένειας) διάγνωσης, δεν ήταν μόνο η KGB και άλλοι υπεύθυνοι αξιωματούχοι που πίστευαν πραγματικά ότι οι αντιφρονούντες ήταν άρρωστοι, αλλά και οι ίδιοι οι ψυχίατροι’. Η διαφωνία ως συμπεριφορά ‘έμοιαζε πραγματικά παράξενη εκεί’, λόγω της φύσης της πολιτικής ζωής στη Σοβιετική Ένωση και τις κοινωνικές αντιλήψεις που είχε διαμορφώσει- και είχαν οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτών των ψυχιατρικών θεωριών από τις δεκαετίες του 1940-50.
Με δυο λόγια, οι σοβιετικές ιατρικές και κοινωνικές βεβαιότητες ήταν τέτοιες που κατέληγαν σε διαγνώσεις οι οποίες έμοιαζαν αληθοφανείς στους γιατρούς και τους ανθρώπους, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν καταχρηστικές. Για παράδειγμα, ο ψυχίατρος Δρ.Tonge, σε μια έκθεση που έστειλε σε μια οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων το 1973, ήταν εξίσου σκεπτικός. Αναφερόμενος στη χρήση των ψυχιατρείων στην ΕΣΣΔ για τον έλεγχο της πολιτικής διαφωνίας, σημείωνε ότι : ‘….με τον ίδιο τρόπο που ένας Άγγλος ψυχίατρος έχει, σε μια συζυγική υπόθεση, να αντιμετωπίσει το θέμα ότι η σεξουαλική διαστροφή δεν είναι συνώνυμη με ψυχική διαταραχή, έτσι κι ο Σοβιετικός ψυχίατρος έχει καθήκον να δείξει ότι οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές ιδέες δεν συνεπάγονται παρανοϊκές ψευδαισθήσεις. Και στις δυο περιπτώσεις, ο ψυχίατρος παλεύει ενάντια σε ένα πολιτιστικό ρεύμα που υποθέτει ότι μια απαγορευμένη δραστηριότητα πηγάζει από ψυχική διαταραχή…τα καθήκοντα της κατασταλτικής ψυχιατρικής είναι συνεπώς τα ίδια και στις δυο χώρες.. ’ (1) Ο Reich ή ο Tonge δεν ήταν οι μόνοι που διαφοροποιήθηκαν από άλλους κριτικούς σ’ αυτή τη βάση. Γιατροί-εκπρόσωποι δυτικών χωρών στην ΕΣΣΔ, καθώς και πολλοί ακτιβιστές από μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνταν με την υπόθεση, διατύπωσαν λίγο πολύ παρόμοιες απόψεις. Σύμφωνα με αυτές, οι Σοβιετικοί ψυχίατροι δεν ακολουθούσαν απλώς τις εντολές των αξιωματούχων ασφαλείας, αλλά ήταν εγκλωβισμένοι σε μια πολύ διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας και υπήρχε σοβαρή έλλειψη πληροφόρησης ώστε να σχηματίσει κανείς μια διεξοδική εικόνα. Η αυθεντικότητα των μαρτυριών για τις καταχρήσεις δεν αμφισβητείτο, αντίθετα θεωρείτο η πηγή της αξίας τους, όπως επίσης των περιορισμών τους, και αυτό που θα μπορούσε βάσιμα να ονομαστεί βασανισμός είχε αναμφίβολα προκύψει σε πολυάριθμες περιπτώσεις, συνολικά όμως όχι με τόσο τακτικό και ηθελημένο τρόπο. Οι παραβιάσεις δικαιωμάτων ανθρώπων που είχαν καταταχτεί στους ψυχικά ασθενείς ελλείψει νομικών διασφαλίσεων συνέβαιναν επίσης σε άλλα μέρη του κόσμου στην ίδια έκταση, χωρίς ωστόσο να αποσπούν ανάλογη δημόσια προσοχή.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζονται μεταξύ λάθους και σωστού
Οι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποφάσισαν να μη δημοσιεύσουν την έκθεση του Δρα Tonge με την αιτιολογία ότι ‘….τα μέλη μας και το κοινό γενικά περιμένουν μια έκθεση γι’ αυτό το θέμα που θα τεκμηριώσει τη δραματική εικόνα που παρουσιάζεται (μέχρι σήμερα)….Σε αντίθεση με τη δημόσια ανησυχία, αυτό που έχουμε είναι μια εξαιρετικά προσεκτική αποτίμηση….’ (2) Το χρονικό της ψυχιατρικής τρομοκρατίας στην ΕΣΣΔ έχει γίνει μέρος της δημόσιας γνώσης και των βιβλίων ιστορίας με μια μορφή που διαμορφώθηκε κυρίως μέσα από τη σκοπιά των Peter Reddaway και Sidney Boch: βασισμένοι σε αναφορές πρώην ασθενών, διαίρεσαν τη σοβιετική ψυχιατρική σε ένα ευρύ σώμα παθητικού ιατρικού προσωπικού, σε αθώους –διαφωνούντες ψυχιάτρους και λίγους ‘κακούς’ γιατρούς. Οι τελευταίοι ακολουθούσαν συνειδητά τις ντιρεκτίβες της KGB όταν κακομεταχειρίζονταν όλους τους αντιφρονούντες- θύματα της ποινικής ψυχιατρικής, ορισμένοι εκ των οποίων κατάφεραν ηρωϊκά να μεταδώσουν τις εμπειρίες τους στη Δύση.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις ανθρώπων που αντιστάθηκαν γενναία: οι ιστορίες τους πρέπει να ειπωθούν και να χαραχτούν στη μνήμη και η πραγματικότητα της κακομεταχείρισης που υπέστησαν δεν πρέπει να ξεχαστεί. Από την άλλη πλευρά, δεν διαθέτουμε τα αρχειακά στοιχεία και την επιστημονική γνώση ώστε να επιβεβαιώσουμε ή να αντικρούσουμε το καθένα από τα παραπάνω επιχειρήματα. Επίσης, η προσέγγιση αυτή δεν αντιστοιχεί στο σκοπό αυτού του άρθρου, που δεν είναι να πάρουμε θέση για τις πράξεις των αντιφρονούντων και των αντιπάλων τους και να τις αντιπαραθέσουμε στο δικό μας ηθικό μέτρο σύγκρισης. Σκοπός είναι να δείξουμε πώς αναπτύξαμε τα αναγκαία κριτήρια ώστε να χωρίσουμε αυτούς τους ανθρώπους σε αχρείους και ήρωες μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία. Να δείξουμε ότι η ορολογία των ανθρώπινων δικαιωμάτων που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο δεν είναι στατική, μονοδιάστατη και αμετάβλητη αλλά ευμετάβλητη και υποκείμενη στην ιστορική ανάλυση. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσαμε να λάβουμε υπόψη (δηλαδή να δεχτούμε ή να απορρίψουμε) τις παρακάτω δηλώσεις που έκανε το 2002 ο ψυχίατρος Alan Stone:
‘….Πολλά από τα εμπειρικά στοιχεία ήταν υπερβολικά…σήμερα η δυτική ψυχιατρική έχει δεχτεί πολλές από τις ψυχιατρικές αρχές για τις οποίες οι Σοβιετικοί καταδικάστηκαν….χωρίς να πιστεύουμε ότι έχουμε πάντοτε δίκιο, με περισσότερη αντικειμενικότητα….είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις υποτιθέμενες τεκμηριωμένες αναφορές για τις πολιτικές καταχρήσεις της ψυχιατρικής στη Σοβιετική Ένωση…’
Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι η ιστορία που θεωρούμε δεδομένη είναι στην πραγματικότητα μια από τις διάφορες εκδοχές που θα μπορούσαμε να ακούσουμε και ας υποθέσουμε ότι μια άλλη αναφορά είχε υπερτερήσει, αυτή που παρουσίασε ο David Cohen το 1989. Ο συγγραφέας πιστεύει πως κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει πώς προκύπτει η πολιτική κατάχρηση ‘αν δεν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο η σοβιετική ψυχιατρική αντιμετωπίζει τους άλλους ασθενείς’, που δεν έχουν να κάνουν με πολιτική διαφωνία (Soviet Psychiatry, Λονδίνο, 1989). Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίον το ψυχιατρικό κατεστημένο είναι οργανωμένο στην ΕΣΣΔ, φτάνει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν σεβαστά επιτεύγματα και ότι υπάρχουν επίσης προβλήματα πολύ πιο δύσκολα και περίπλοκα από εκείνα που απομονώθηκαν από τα δυτικά μέσα επικοινωνίας, τα οποία επιδρούν σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από τους ‘πολιτικούς τροφίμους.’
Τι θα είχε συμβεί, λοιπόν, εάν οι επιστημονικές οργανώσεις, τα μέσα επικοινωνίας, οι ομάδες και οι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στη δεκαετία του 1970, είχαν υιοθετήσει αυτή την άποψη; Πρώτα απ’ όλα, το δυτικό κοινό θα είχε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι υπήρχαν ευρύτερα αίτια από την απλουστευτική εκδοχή των ‘πολιτικών που διέταζαν τους γιατρούς να διαπράττουν κάποιες κακομεταχειρίσεις’, ότι οι ρίζες μιας τέτοιας κατάχρησης ήταν βαθύτερες και αποκάλυπταν περισσότερα δεινά, όχι μόνο για το σοβιετικό λαό. Θα είχε να αντιμετωπίσει ότι η περίπτωση της ΕΣΣΔ ήταν μια συγκεκριμένη μορφή ψυχικών βασανισμών, που αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα διεθνές πρόβλημα, το οποίο υπάρχει σε λιγότερο ή περισσότερο λανθάνουσα μορφή σε όλες τις κοινωνίες. Κι ότι ο χειρισμός των παραβιάσεων των δικαιωμάτων σε εκείνο το μέρος του κόσμου συνεπάγεται το χειρισμό οικουμενικών ζητημάτων όπως τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών, οι προκαταλήψεις ενάντια στην ψυχική ασθένεια, οι διασυνδέσεις του κοινωνικού ελέγχου με την ψυχιατρική στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Με λίγα λόγια, η τοποθέτηση του προβλήματος στο πλαίσιό του θα υπογράμμιζε τις ομοιότητες μεταξύ της σοβιετικής και της δυτικής ψυχιατρικής. Και, σε κάθε περίπτωση, ήταν πιο βολική η εστίαση στη μοναδικότητα του κακού του σοβιετικού καθεστώτος, όπως εκπροσωπείτο στο ηθικό σχήμα ‘ ο καλός αντιφρονών έναντι της κακής εξουσίας’- ήταν, επίσης, ένας ευκολότερος τρόπος κατηγοριοποίησης και κατανόησης του κόσμου.
Με λίγα λόγια, στα χρόνια του ψυχρού πολέμου τα ανθρώπινα δικαιώματα πρότειναν μια εναλλακτική ερμηνεία της πραγματικότητας, πέρα από αριστερές και δεξιές αναλύσεις. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, ακούστηκαν πολλές φωνές που αναζητούσαν το ρόλο τους στη σύγχρονη δημοκρατία. Ωστόσο, η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αντί να ενσωματώνει, έκανε μερικές φορές τους ανθρώπους να υιοθετούν έναν ακόμη πιο μονοχρωματικό τρόπο για να βλέπουν μακριά και μέσα τους.
Η ιστορία που αφηγηθήκαμε πιο πάνω για το θέμα της ψυχιατρικής κατάχρησης στην ΕΣΣΔ μπορεί να είναι σωστή: κάποιοι θα τη θεωρήσουν αδιάφορη ή επιλεκτική, κάποιοι άλλοι υπερβολική ή εντελώς λανθασμένη. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Ο πολιτισμός των δικαιωμάτων διαμορφώνεται συνεχώς με βάση ένα συνδυασμό περασμένων γεγονότων και φόβων, σημερινών συνθηκών, μελλοντικών προοπτικών και ελπίδων, λόγω ατομικών πρωτοβουλιών και δυναμικής των ομάδων, τυχαίων συμπτώσεων και μακροπρόθεσμων στρατηγικών, μέσω δημόσιων συζητήσεων, συγκρούσεων και συνασπισμών. Όταν τα βλέπουμε ως προκατασκευασμένες δομές που μας κληροδοτήθηκαν για να ταξινομούμε γεγονότα και ανθρώπους, τότε τα δικαιώματα γίνονται μια συντηρητική και περιοριστική άποψη. Αντίθετα, όμως, τα δικαιώματα έχουν μια απροσδιόριστη και επαναστατική δυναμική, επειδή εμείς έχουμε την ικανότητα να επιδράσουμε σ’ αυτά για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο μας σε ένα πιο δημοκρατικό και πολύχρωμο μέρος πέρα από μαύρες και άσπρες σκιές.
——————————————————————————–
(1) Διεθνής Αμνηστία, International Secretariat Archives, ανέκδοτη εργασία του Dr W. Lawton Tonge, 30 Αυγούστου 1973.
(2)Διεθνής Αμνηστία, International Secretariat Archives, ανέκδοτη αναφορά για την εργασία του Dr Tonge’s paper to the International Executive Committee, 14 Οκτωβρίου 1973.
Αφιέρωμα: νέα δικαιώματα, πρόσφατα άρθρα
Ετικέτες: ανθρώπινα δικαιώματα , Σοβιετική Ένωση , ψυχιατρική