Matteo Stocchetti – Για να ξανασκεφτούμε την πολιτική σε μια εποχή αμφιθυμίας: Τέχνη, νέα μέσα επικοινωνίας και δημοκρατική πολιτική |
Ο Matteo Stocchetti υποστηρίζει ότι ‘ο εκδημοκρατισμός της τέχνης’ και ο ‘πολιτικός εκδημοκρατισμός’ είναι πολύ διαφορετικές διαδικασίες, τις οποίες δεν πρέπει να συγχέουμε. |
Υπάρχουν λόγοι σκεπτικισμού, αλλά όχι απελπισίας, σχετικά με το ρόλο που μπορούν να παίξουν η τέχνη και τα νέα μέσα επικοινωνίας στο μέλλον της δημοκρατίας. Στα στενά πλαίσια αυτού του άρθρου θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.
Ας αρχίσω από το πρώτο ερώτημα: ‘Τα νέα μέσα επικοινωνίας οριοθετούν τον υπέρτατο εκδημοκρατισμό ή την υπέρτατη εμπορευματοποίηση της τέχνης;’
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου είναι ότι ο εκδημοκρατισμός και η εμπορευματοποίηση δεν είναι ‘αντίθετα’. Ιστορικά, οι σύγχρονες μορφές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχουν συνδεθεί με την ευρύτερη εμπορευματοποίηση αγαθών που μέχρι τότε ήταν διαθέσιμα μόνο σε μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού. Η πολιτιστική κατανάλωση, ειδικότερα, έχει σαφώς συνδεθεί με την πολιτική συμμετοχή.
Ένα περαιτέρω σημείο είναι ότι ‘ο εκδημοκρατισμός της τέχνης’ και ο ‘πολιτικός εκδημοκρατισμός’ είναι πολύ διαφορετικές διαδικασίες, τις οποίες δεν πρέπει να συγχέουμε. Μολονότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα νέα μέσα επικοινωνίας επιτρέπουν ουσιαστικά σε όλους (στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες) να ασχολούνται με καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης, δεν είναι βέβαιο ότι η πολιτική δημοκρατία, στις ίδιες χώρες, θα ωφεληθεί άμεσα από αυτό. Αυτό το ερώτημα απηχεί ένα άλλο, πιο παλιό: τι γίνεται η τέχνη σε μια εποχή ενίσχυσης της μηχανικής αναπαραγωγής; Μπορούμε να αναλογιστούμε τη συζήτηση των Walter Benjamin και Theodore Adorno γι’ αυτό το θέμα και το γενικό συμπέρασμά της: εξαρτάται από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς.
Η διευκόλυνση της τεχνικής δυνατότητας για ατομική καλλιτεχνική έκφραση είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την ενίσχυση της πολιτικής δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει λόγω του απροσδιόριστου χαρακτήρα των νέων και παλιών μέσων επικοινωνίας: μπορούν να καλλιεργήσουν τη δημοκρατία και τη δημαγωγία- την ενεργή και ενημερωμένη συμμετοχή απ’ τη μια πλευρά, και την κακή ενημέρωση και τη μαζική βλακεία από την άλλη. Μολονότι η διαφορά οφείλεται σε υπερβολικά πολλούς και πολύπλοκους παράγοντες ώστε να αναφερθούν εδώ, θεωρείται βέβαιο ότι οι νέες ευκαιρίες έκφρασης δεν συνεπάγονται αυτόματα ‘καλύτερη’ δημοκρατική συμμετοχή. Καταρχήν, όπως θα επιχειρηματολογήσω σε λίγο, η αυξημένη ελευθερία επικοινωνίας ευνοεί μια ποικιλία απόψεων που εκλαμβάνεται ως πολυπλοκότητα. Η ίδια τεχνολογία έχει, ωστόσο, μια αμφιθυμία- ακριβώς όπως η παρακολούθηση που γίνεται για την αναζήτηση διεθνών τρομοκρατών ή παιδεραστών υπηρετεί εμφανώς το στόχο του ελέγχου των διαφωνούντων και της ανάκτησης πληροφοριών για την ατομική συμπεριφορά των χρηστών του Ίντερνετ.
Σε τελευταία ανάλυση, εάν υπάρχουν αμφιβολίες για τον εκδημοκρατισμό και την εμπορευματοποίηση, δεν υπάρχουν πολλές για το γεγονός ότι τα νέα μέσα επικοινωνίας οριοθετούν την υπέρτατη ‘μιντιοποίηση’ της κοινωνίας και, συνεπώς, της πολιτικής. Στο σημείο αυτό, οι συνέπειες είναι τουλάχιστον δύο: Η πρώτη, ότι αυτά τα μέσα επικοινωνίας επιτρέπουν διασυνδέσεις μεταξύ ατόμων που βρίσκονται μακριά το ένα απ’ το άλλο και ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Απ’ αυτή την άποψη, η ‘μιντιοποίηση’ θέτει σε αμφισβήτηση αυτό που ο Edward T. Hall αποκαλεί ‘νόμους εγγύτητας’: την αρχή ότι η χωροταξική εγγύτητα είναι αναγκαία για την ανάπτυξη αξιόλογων σχέσεων. Αυτή η άποψη, όπως υποστήριξα αλλού, ενισχύει την ελευθερία της επικοινωνίας: ένα διακριτό είδος ελευθερίας που τα πολιτικά καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατικών, βιώνουν ως αυξημένη πολυπλοκότητα. Η δεύτερη συνέπεια, εξίσου φανερή αλλά συχνά αγνοημένη, είναι ότι τα νέα μέσα επικοινωνίας δεν αποτελούν ένα ‘φυσικό’ φαινόμενο ή μια ανεξάρτητη κοινωνική ‘μεταβλητή’. Εξετάζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην τέχνη και την πολιτική – και στην πολιτική της καλλιτεχνικής έκφρασης- πρέπει να λάβουμε, επίσης, σοβαρά υπόψη αυτό που ο Brian Winston αποκάλεσε ‘νόμο καταστολής της ριζοσπαστικής δυνατότητας’: εάν οι νέες τεχνολογίες απαιτούν χρήμα και άλλους πόρους, αυτοί που τα έχουν είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να μην επιτρέπουν στις τεχνολογίες να θέτουν σε αμφισβήτηση τη θέση τους στην κοινωνία.
Το δεύτερο ερώτημα- ‘έχουν τα μικρο-πολιτικά και βιο-πολιτικά έργα τέχνης εισέλθει ήδη στη διαδικασία του να ‘φανταστούμε’ ξανά τη δημοκρατία και εάν ναι, προς ποιες κατευθύνσεις;’ – καλεί σε μια προκαταρκτική σκέψη για την έννοια της δημοκρατίας και, ευρύτερα, τη φύση της ‘πολιτικής’.
Εάν το πρόβλημα είναι να ‘φανταστούμε’ ξανά τη δημοκρατία, πρέπει να προσέξουμε τη σημασία αυτής της έννοιας. Τα αυταρχικά καθεστώτα κάνουν συνήθως παρόμοιες προσπάθειες για να φέρουν τη ‘λαϊκή’ ή την ‘πραγματική’ δημοκρατία στις μάζες. Είναι άραγε θέμα φαντασίας ή σχέσεων εξουσίας; Πρέπει να ‘ξανασκεφτούμε’ τη δημοκρατία ή να την κάνουμε να λειτουργήσει ως έχει; Εδώ στη ‘Δύση’ – ό, τι κι αν σημαίνει αυτό- η πολιτική φιλολογία βρίθει από πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για τη δημοκρατία. Η αποτελεσματική εδραίωση πολιτικών καθεστώτων βασισμένων στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και τη συμμετοχή σπάνια πάσχει από έλλειψη ‘φαντασίας’. Συνήθως πρόκειται απλώς για θέμα εξουσίας. Το πρόβλημα είναι απλό: όπως λέει ο Harold Lasswell, οι λίγοι που παίρνουν όσα περισσότερα γίνεται, δεν προτίθενται να βοηθήσουν τους άλλους να τους αμφισβητήσουν. Μ’ αυτή την έννοια, μπορούν η τέχνη και το είδος ‘εκδημοκρατισμού’ που καλλιεργούν τα νέα μέσα επικοινωνίας να βοηθήσουν; Επαναλαμβάνω: η δυνατότητα υπάρχει αλλά δεν είναι δεδομένη.
Σε ό, τι αφορά στη φύση της ‘πολιτικής’, εξέχοντα θέματα συνήθως αγνοούνται. Ποια είναι η αφετηρία της συνάφειας των θεμάτων στην καλλιτεχνική έκφραση; Υπάρχουν θέματα και πρακτικές που είναι, από πολιτική άποψη, περισσότερο (ή λιγότερο) συναφή από άλλα; Υπάρχουν θέματα και/ή πρακτικές που είναι, από πολιτική άποψη, ουσιαστικά άσχετα από πολιτική άποψη; Το πρόβλημα εδώ δεν έχει τόσο να κάνει με την έννοια του τι είναι τέχνη αλλά με την πολιτική. Εάν όλα είναι πολιτικά, τίποτα δεν κάνει τη διαφορά. Εάν αναγνωρίζουμε ότι ορισμένες πράξεις ή συμπεριφορές είναι, από πολιτική άποψη, πιο συναφείς από άλλες, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε για το ποιες από τις μορφές δημοκρατίας που ‘φανταστήκαμε’ είναι οι πιο ισχυρές.
Από αυτή την άποψη και στο βαθμό που τα μικρο- και βιο- έργα τέχνης έχουν να κάνουν με το να φανταστούμε ξανά την πραγματικότητα, συμβάλλουν επίσης στο να φανταστούμε ξανά τη δημοκρατία και, μαζί με αυτήν την πολιτική, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε μορφή έκφρασης. Όσο για την ευδιάκριτη επιρροή τους, η άποψή μου είναι ότι θα υπάρξει διαφορά εάν και όταν υπάρξει σωστή αλχημεία ανάμεσα στις ιδέες και τις συμπεριφορές, εάν και όταν το μικρο-επίπεδο επιδράσει στο μακρο-επίπεδο, εάν και όταν η βιο-τέχνη θέσει σε αμφισβήτηση ηγεμονικές ιδέες και πρακτικές στη βιο-πολιτική. Η δυνατότητα ασφαλώς υπάρχει αλλά το αποτέλεσμα δεν μοιάζει καθόλου εξασφαλισμένο.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο τελευταίο ερώτημα: ‘ Εξελίσσεται η τέχνη σε χώρο πολιτικής per se, όπου νέες δημοκρατικές μορφές διευθετούνται και διαδίδονται μέσω των νέων τεχνολογιών;’
Θέλω να πιστεύω ότι η ουσιαστική αξία της τέχνης ως κοινωνικής πρακτικής, τουλάχιστον στην εξιδανικευμένη μορφή της, έγκειται στη σαφώς απεριόριστη ικανότητα έκφρασης. Μ’ αυτή την έννοια, η τέχνη υπήρξε πάντα μέρος της ‘πολιτικής’. Εάν και στο βαθμό που οι ιδέες έχουν σημασία στην πολιτική, η τέχνη στην καλύτερη μορφή της είναι ο χώρος για την καλλιέργεια των ευαισθησιών, για τον πειραματισμό εναλλακτικού λόγου, για να βρουν ανείπωτες και καταπιεσμένες ιδέες σατιρική, επιθεωρησιακή, μεταφορική ή συμβολική έκφραση. Όταν το πολιτικό στοιχείο καταπιέζεται από ηγεμονικές δυνάμεις, σπίθες μη προσθετικών εναλλακτικών μπορούν να επιβιώσουν σε καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης- που, με την ευκαιρία, με κάνουν να αναρωτιέμαι μήπως η μη κυρίαρχη τέχνη έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε κοινωνίες με καταπιεστικά πολιτικά καθεστώτα.
Υπάρχει, όμως, δυνατότητα η τέχνη, όπως προωθείται από τα νέα μέσα επικοινωνίας, να γίνει χώρος πολιτικής;
Από τη μια πλευρά, η τέχνη έχει να κάνει με ιδέες και επικοινωνία και, επομένως, η τέχνη σχετίζεται με την πολιτική. Η απάντηση, λοιπόν, ενδέχεται να είναι ‘ναι’: σήμερα όπως και στο παρελθόν ο καλλιτεχνικός λόγος αποτελεί πολιτική. Από την άλλη πλευρά, εάν εννοούμε ότι η τέχνη γίνεται τώρα ο κύριος ή μοναδικός ‘χώρος’ όπου συγκροτείται η πολιτική, τότε δεν μπορούμε να καλωσορίσουμε αυτή την εξέλιξη, εάν ο στόχος μας είναι να διατηρήσουμε την πολιτική δημοκρατία.
Εάν η τέχνη έχει ουσιαστικά να κάνει με την απεριόριστη έκφραση, η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφραση, αλλά επίσης, και κυρίως, με τη νομιμότητα και τις διαδικασίες. Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για δημοκρατία, συγχέουν συνήθως την ατομική στάση με το πολιτικό καθεστώς. Μια δημοκρατική στάση μπορεί να εμφανίζεται ως συνδυασμός της έφεσης στο διάλογο, του ανοίγματος στις νέες ιδέες, της προδιάθεσης να ακούς τους άλλους και να συμμετέχεις ενεργά σε διαδικασίες για την επίτευξη στόχων αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Στα πολιτικά καθεστώτα, η δημοκρατία έχει κυρίως να κάνει με τους κανόνες. Ο ‘κανόνας’ της πλειοψηφίας είναι τόσο σημαντικός όσο και ο κανόνας που ορίζει τον σεβασμό των μειονοτήτων. Η ποιότητα της λήψης αποφάσεων δεν διασφαλίζεται από μια ανώτερη αποτελεσματικότητα αλλά από νομικές διαδικασίες που καθορίζουν εάν και πότε μια απόφαση είναι νόμιμη και από έναν άλλον κανόνα που καθιστά το κοινοβούλιο, ως αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της κοινότητας, υπεύθυνο γι’ αυτήν.
Απλώς δεν πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί ή πρέπει να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη.
Αντί η τέχνη να γίνει ο υπέρτατος χώρος φύλαξης της πολιτικής – πράγμα που εμπεριέχει το ρίσκο να καταστεί η καλλιτεχνική έκφραση μια επικουρική μορφή εξουσίας- θα προτιμούσα να τη δω ως μια μορφή έκφρασης που δεν περιορίζεται από κανόνες – ούτε καν τους αισθητικούς περί ‘ανυπέρβλητου’, ό, τι κι αν σημαίνει αυτό. Θα προτιμούσα η τέχνη να είναι μια μορφή έκφρασης που τροφοδοτεί το χάος, παρά οποιοδήποτε είδος ‘τάξης’, το Γιν του ‘κοινωνικού’, το συλλογικό υποσυνείδητο ή το χώμα όπου φυτρώνουν δυνατότητες ασυνεχούς αλλαγής. Κανένα εμπόδιο δεν πρέπει να δυσχεραίνει τη δυνατότητα των καλλιτεχνών ή άλλων πολιτών να κάνουν πολιτική. Αλλά η επαγγελματική ενασχόληση με την δημοκρατική πολιτική- όπως μας θύμισε παλαιότερα ο Max Weber-απαιτεί διακριτές ευθύνες. Αντίθετα, πρέπει να διασφαλίζεται στους καλλιτέχνες εκείνη η ειδική ασυλία που αναγνωρίζεται στους έχοντες παρρησία, όπως τους περιγράφει ο Michel Foucault: τα άτομα στα οποία αναγνωρίζεται η ηθική εξουσία να λένε τη μη συμβατική ή ακόμη και την επικίνδυνη αλήθεια.
Αφιέρωμα: πρόσφατα άρθρα, τέχνη και δημοκρατία
Ετικέτες: matteo stocchetti , δημιουργικότητα , νέα μέσα , συμμετοχική κουλτούρα