Ανδρέας Πανταζόπουλος – Η επιστροφή του πραγματικού |
Η επικέντρωση του Σαρκοζύ σε μία πρακτική πολιτική του συγκεκριμένου δεν στερείται οποιασδήποτε ιδεολογικής πλαισίωσης, υποστηρίζει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος. Πρόκειται, αντιθέτως, για την δημιουργία μιας νέας ‘κινητιστικής’ δεξιάς που τροφοδοτεί την εθνική ιδεολογία με συγκεκριμένο περίγραμμα και περιεχόμενο.
Το γεγονός ότι η εκλογή του Νικολά Σαρκοζύ στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας την περασμένη Άνοιξη συνεχίζει να προκαλεί τόσες πολλές συζητήσεις δεν είναι τυχαίο. Πολλοί είναι αυτοί που επικεντρώνουν το αναλυτικό τους ενδιαφέρον στο προσωπικό ταμπεραμέντο του Γάλλου προέδρου, αποδίδοντας σε αυτό την εκλογική του επιτυχία. Άνθρωπος της δράσης, σύμφωνα και με δική του ομολογία, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους και που δεν δεσμεύεται από την άτυπη συνθήκη του πολιτικά ορθού, και επιπλέον πολιτικός ο οποίος αγγίζει όλα τα καυτά θέματα της επικαιρότητας, από τους παράνομους μετανάστες και την κατάσταση που επικρατεί στα γαλλικά προάστια, περνώντας από την κριτική του θέση έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μέχρι την επιχείρηση αναίρεσης των «υπερβολικών» δικαιωμάτων ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, δεν διστάζει να αναμειγνύει, και να υπερβαίνει, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές λύσεις για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και να ανακυκλώνει στο εσωτερικό της προεδρικής πλειοψηφίας κορυφαία πολιτικά στελέχη της αριστεράς, της δεξιάς και του αντιρατσιστικού κινήματος.
Έχω τη γνώμη ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε πάρα πολλά πράγματα από αυτή την υπερβατική φύση του σαρκοζισμού, όπως είθισται πλέον να αποκαλείται η επιχείρηση ηγεμονικής ανασυγκρότησης της γαλλικής δεξιάς, αν δεν επισημάνουμε τα πυρηνικά στοιχεία της πολιτικο-ηθικής κρίσης της γαλλικής αριστεράς. Πρόκειται, ταυτόχρονα, για κρίση που αφορά τα κοινωνιολογικά θεμέλια, αλλά και την ιδεολογία της αριστεράς. Σε κοινωνικό επίπεδο, η σοσιαλιστική αριστερά έχει πάψει πλέον να εκπροσωπεί με αξιοπιστία την πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων. Ιδεολογικά, αυτή η αριστερά έχει αποδεχθεί την υποτιθέμενη αναντίστρεπτη φορά της παγκοσμιοποίησης, παραιτούμενη από τις πολιτικές αρχές που διέπουν την γαλλική εθνική συλλογικότητα, ως κοινότητας πολιτών. Το μείζον εθνικο-κοινωνικό έλλειμμα που παράγεται έχει τροφοδοτήσει τα τελευταία χρόνια στη γαλλική πολιτική σκηνή όλα τα «μέτωπα της άρνησης», όλους τους λαϊκισμούς, με πρώτον αυτόν του εθνικο-λαϊκιστικού Εθνικού Μετώπου. Με άλλα λόγια, η αριστερά φάνηκε να έχει αποχωρήσει από το έδαφος του πραγματικού: παράτησε τις λαϊκές τάξεις στην τύχη τους, προκρίνοντας μια νέα κοινωνική συμμαχία με τα υποτιθέμενα δυναμικά και δημιουργικά μεσαία στρώματα και, την ίδια στιγμή, προσδιόρισε τη συγκολλητική ύλη αυτής της συμμαχίας της στις πολιτισμικές και υφολογικές καινοτομίας που αυτά μεταφέρουν. Μεταμορφώθηκε έτσι ευχαρίστως σε ακραιφνώς πολιτισμική αριστερά, επενδύοντας στην πίστη ότι η πορεία της παγκοσμιοποίησης προδιαγράφει αντικειμενικά μια νέα χαρμόσυνη εποχή προόδου της ανθρωπότητας, με πρόσημα την επινοητικότητα, την αναζήτηση του νέου και του διαφορετικού, την υπόκλιση στη νέα ήπειρο της ηθικής αλληλεγγύης και της ανεκτικότητας. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η σοσιαλιστική αριστερά εμφανίσθηκε και είναι ο κατεξοχήν φορέας που ενσάρκωσε τον αντιπολιτικό μύθο της παγκοσμιοποίησης. Ότι η πολιτική δεν μπορεί πλέον να κάνει τα πάντα, ότι το κράτος-έθνος πρέπει να απαλλαγεί από την ιδιαιτερότητα του ρεπουμπλικανικού συγκεντρωτισμού του, ότι η ηθική της ατομικής ευθύνης επιβάλλει στο εξής την υιοθέτηση της εργασιακής ευελιξίας, ότι η κοινωνική πολυπλοκότητα επιτάσσει μια «πολιτική αναγνώρισης» των ταυτοτήτων, ότι, τελικά, η κυβέρνηση πρέπει να παραχωρήσει τη θέση της σε μια χαλαρή «διακυβέρνηση».
Ο σαρκοζισμός έρχεται με τον τρόπο του να επιφέρει μια σοβαρή τομή σε αυτή την φιλελεύθερης έμπνευσης, με πολυκοινοτιστική δεσπόζουσα, φαντασιακή κατασκευή. Πάνω από όλα, αποκαλύπτοντας την μεγάλη απόσταση που αυτή η κατασκευή διατηρεί από την ίδια την πραγματικότητα. Σαλπίζοντας μια επιστροφή στο «συγκεκριμένο», ο σαρκοζισμός επαναφέρει την πρακτική πολιτική, την μόνη δηλαδή πολιτική που μπορεί να υπάρξει, εκεί που η αριστερά εξακολουθούσε να μιλά με τους όρους μιας νεο-προοδευτικής ιδεολογικής αποστασιοποίησης. Μιλώντας για τα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές τάξεις, ο σαρκοζισμός αναγνώρισε μέσα από την επίκληση αυτών των προβλημάτων και την δημόσια ύπαρξη αυτών των τάξεων. Τις κατέστησε και πάλι ορατές, έναν από τους άξονες της πολιτικής του, πέρα από κάθε αξιολογική κρίση που μπορεί να κάνει κανείς για το περιεχόμενό της. Ακόμα και όταν καλούσε αυτές τις τάξεις, μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό, να «εργαστούν περισσότερο, για να κερδίζουν περισσότερα», το μήνυμά του αυτό αντανακλούσε μύχιες επιθυμίες, ακόμα και «ορμές», της πραγματικής κοινωνίας.
Άραγε, αυτή η επικέντρωση του Σαρκοζύ στο συγκεκριμένο στερείται οποιασδήποτε ιδεολογικής πλαισίωσης, όπως πρόσφατα επισήμανε σε ένα σχετικό, πολύ ενδιαφέρον, άρθρο του ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Zygmunt Bauman) ; Ας μας επιτραπεί να αμφιβάλλουμε. Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει με προσοχή τις πρώτες δηλώσεις του Ν. Σαρκοζύ προς τον γαλλικό λαό, τη βραδιά της εκλογής του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, θα δει ότι ο ιδεολογικός παράγοντας συνιστά το βάθρο μιας ηγεμονικής πολιτικής: «Ο γαλλικός λαός εκφράσθηκε. Επέλεξε να επιφέρει τη ρήξη. Να έλθει σε ρήξη με τις ιδέες, τις συνήθειες και τις συμπεριφορές του παρελθόντος. Θα αποκαταστήσω επομένως την εργασία, την αυθεντία (autorité), την ηθική, το σεβασμό. Θα υπερασπίσω εκ νέου το έθνος και την εθνική ταυτότητα, θα αποδώσω στους Γάλλους την υπερηφάνεια της Γαλλίας, θα θέσω τέρμα στη μεταμέλεια, που είναι μία μορφή μίσους του εαυτού, και στους μνημονικούς ανταγωνισμούς που τροφοδοτούν το μίσος για τους άλλους.» Αν η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας συνιστά την έδρα μιας νέας ηγεμονίας, είναι γιατί το ιδεολογικό της περιεχόμενο δεν αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Εδώ, η παρουσία της ιδεολογίας είναι η αντανάκλαση του «συγκεκριμένου», όπως αυτό συλλαμβάνεται και μορφοποιείται μέσα στον σαρκοζικό λόγο (discours). Ο Σαρκοζύ, άνθρωπος της «δράσης», μεταμορφώνεται σε αξιόπιστο, πρακτικό πολιτικό της «ρήξης» με την επίκληση/μεσολάβηση της ιδεολογίας («εθνική ταυτότητα»). Και είναι ακριβώς μέσα από αυτήν την ιδεολογική αναπλαισίωση της πραγματικότητας, το περιεχόμενο της οποίας η πολιτισμική αριστερά έχει με συνοπτικές διαδικασίες απορρίψει, που ο σαρκοζικός λόγος μπορεί να εμφανίζεται ότι είναι σε θέση να αποκαταστήσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών προς την πολιτική ελίτ.
Το συμπέρασμα είναι ότι η νίκη του σαρκοζισμού κρίθηκε πάνω από όλα στο πεδίο της μάχης των ιδεών, πρώτα από όλα σε αυτό της εθνικής ιδεολογίας. Μέσα από την επίκληση και υπόδειξη συγκεκριμένων προβλημάτων και θεματικών (ζητήματα ασφάλειας, μετανάστευσης, επιστροφής της αυθεντίας, κλπ.) η εθνική ταυτότητα απόκτησε συγκεκριμένο περίγραμμα και περιεχόμενο. Ετσι, η (εθνική) ιδεολογία, αντί να συσκοτίσει το πραγματικό, το σχηματοποίησε, το ανέδειξε και το κατέστησε ορατό, υπερβαίνοντας ταυτόχρονα παραδεδομένες πολιτικές διαιρέσεις. Αυτό που τελικά ο σαρκοζισμός πέτυχε ήταν να μην αυτονομηθούν οι δύο πόλοι του ιδεολογικού του προτάγματος, η δράση (επί του συγκεκριμένου) και η πίστη (στην εθνική ταυτότητα). Η μεταξύ τους διαλεκτική ένταση ελέγχθηκε, προσφέροντας έτσι μια φαινομενικά ρεαλιστική προοπτική εξόδου από την «κρίση» και την «παρακμή» της γαλλικής κοινωνίας («κρίση» και «παρακμή»: δύο όροι που επανέρχονται διαρκώς στη δημόσια συζήτηση στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια).
Αλλά, αν ο σαρκοζισμός, μέσα από την επίκληση μιας υπερβατικής των πολιτικών διαιρέσεων ιδεολογίας, κατόρθωσε να προσελκύσει προς το μέρος του την πλειοψηφία των πολιτών, σε πείσμα ενός παρελθοντικού και αντιλειτουργικού «αντιφασιστικού/αντισαρκοζικού» μετώπου ενός μεγάλου τμήματος της αριστεράς, αυτό δεν σημαίνει ότι η προγραμματική πολιτική του είναι ουδέτερη. Το αντίθετο. Είναι αυτός ο τύπος της υπέρβασης που νομιμοποίησε και επέτρεψε πρωτόφαντες πολιτικές και προγραμματικές συνθέσεις, οι οποίες ωστόσο δεν αρνούνται τις νεο-φιλελεύθερες κατά βάση αφετηρίες της πολιτικής του. Ο φιλόσοφος, ιστορικός των ιδεών και πολιτολόγος Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ (Pierre-André Taguieff) θα προβεί στην κατά τη γνώμη μας ουσιαστικότερη επ’ αυτού παρατήρηση: «Αντί για μια εύκολα προσδιορίσιμη ‘νέα συντηρητική δεξιά’, πρόκειται για μια νέα ‘κινητιστική’ [‘bougiste’] δεξιά, αυτήν ενσαρκώνει το σαρκοζικό κύμα του 2005-2006. Ούτε συντηρητική ούτε αντιδραστική: ‘μεταρρυθμιστική’, με μία νεο-φιλελεύθερη έννοια—αποδέσμευση του κράτους από το οικονομικό πεδίο, προκειμένου αυτό το τελευταίο να επανενδυναμωθεί. Εικονίζει ένα πρωτόφαντο κράμα οικονομικού φιλελευθερισμού, πλουραλισμού και αποδεκτού αυταρχισμού, που παραμένει μέσα στα όρια της γαλλικής ρεπουμπλικανικής παράδοσης. Και αυτό το σύνολο ασκεί μια δύναμη γοητείας.»
Άραγε, αυτό το πλέγμα «γοητείας», από θέσεις πλέον εξουσίας, θα κατορθώσει να αντισταθεί στις πραγματικές και επομένως απομυθευτικές ανάγκες της κοινωνίας; Ο φετινός Οκτώβριος, ο «μαύρος Οκτώβρης», όπως τον τιτλοφόρησε η εβδομαδιαία επιθεώρηση Le Nouvel Observateur, φαίνεται να συσσωρεύει πολλά σύννεφα. Πέρα από τα οικογενειακά προβλήματα του ζεύγους Σαρκοζύ και τον κοινωνικό τους αντίκτυπο, προαναγγέλλονται σειρά δυναμικών κοινωνικών κινητοποιήσεων, με πρώτη την επιτυχημένη απεργία των σιδηροδρομικών. Ίσως, ακόμα μια φορά, η γαλλική κοινωνία να μας εκπλήξει με τις αναπάντεχες αναδύσεις του πραγματικού της εαυτού.
Αφιέρωμα: σαρκοζισμός
Ετικέτες: ανδρέας πανταζόπουλος , Γαλλία , εθνικισμός , μετανάστες , σοσιαλισμός , φιλελευθερισμός
December 5th, 2007 at 10:50
Το τι προσφέρει τελικά ο σαρκοζισμός στη Γαλλία, πολύ δε περισσότερο στους πολίτες της είναι κάτι διόλου σαφές. Ο Σαρκοζύ μπορεί να διαφαίνεται ως ένας ηγέτης σχεδόν χαρισματικός για τους οπαδούς του σαρκοζισμού, ο οποίος μπορεί να δώσει τέλος σε οποιεσδήποτε κρίσεις υπάρχουν στο εσωτερικό της χώρας και να δημιουργήσει πατριωτική ανάταση, ωστόσο όμως, δεν καταφέρνει να εγγυηθεί μια δημοκρατική Γαλλία, χωρίς αναταραχές στους δρόμους και το κυριότερο με πολιτικές κατά των διακρίσεων που δεν θα δημιουργούν Γάλλους δύο ταχυτήτων. Είναι στενάχωρο να ανάγεται σε μεγάλη φυσιογνωμία κάθε μη μετριοπαθής πολιτικός.