Alberto Toscano – Εκκαθαρίστε το ‘68, ή, το σκοτεινό υποκείμενο της Γαλλικής πολιτικής |
Κάθε ελπίδα εκκαθάρισης του αντιδραστικού εγχειρήματος του Σαρκοζύ στη Γαλλία, υποστηρίζει ο Alberto Toscano, θα πρέπει να «επαναλάβει» υποχρεωτικά κατά μίαν έννοια το ’68, όχι υποκρινόμενη νέο πολιτικό περιεχόμενο στα κιτς σύμβολα του επαναστατικού παρελθόντος, αλλά με την επανάληψη του πνεύματος της πολιτικής και οργανωτικής καινοτομίας, η οποία εμπεριέχεται στα καλύτερα προϊόντα αυτής της εμπειρίας ρήξης και αμφισβήτησης.
«Σ’ αυτές τις εκλογές,» δήλωσε ο Νικολά Σαρκοζύ μερικούς μήνες πριν, «θα μάθουμε, αν η κληρονομιά του Μάη του ΄68 θα συνεχίζει να διαιωνίζεται ή αν θα την ξεφορτωθούμε μια για πάντα.» Αν και το άκουσμα πολιτικών αρχών και των ανταγωνιστικών αποσταγμάτων τους, ενδεχομένως, να σπανίζει ολοένα και περισσότερο στον κόσμο μας, όπου η εχθρότητα πολιτογραφείται (και αποκτά φυλετική ταυτότητα) υπό τις επιταγές της «εθνικής ασφάλειας» ή μεταφέρεται σε χώρες αποτυχημένες και απειλητικές, ήταν ενθαρρυντικό ότι είδαμε τη Γαλλία, για άλλη μια φορά, να εμπλέκεται με ζήλο στο θέατρο, αν όχι στην ίδια την πραγματικότητα του πολιτικής πάλης. Αντί απλά να ακολουθήσει το τεχνοκρατικό μονοπάτι, επιστρατεύοντας τα επιτόκια ή τις συντάξεις για να υποκινήσει σε δράση τους λεγόμενους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους, ο Σαρκοζύ- αντλώντας την έμπνευση, όπως ο ίδιος είπε, από ένα «ηγεμονικό σχέδιο αλα Γκράμσι»- θεώρησε ότι έπρεπε να προκαλέσει το φάντασμα του ’68 δραματοποιώντας το διακύβευμα του δεύτερου γύρου των εκλογών όπου βρέθηκε απέναντι στη Σεγκολέν Ρουαγιάλ – έως αν η κουραστικά επισημαινόμενη στασιμότητα ή η κρίση της Γαλλικής κοινωνίας να εξαρτάται από τις δυνάμει ανεξάντλητες συνέπειες εκείνης της μοιραίας ημερομηνίας.
Ο «Σαρκό» παρουσίασε την προεδρία του ακόμα και ως ευκαιρία, σαράντα χρόνια μετά, να απολυμάνει (karcheriser) αναδρομικά τους τολμηρούς δρόμους του «Quartier Latin» και όλες τις ποικίλες δυσάρεστες συνέπειες που υποτίθεται προκλήθηκαν. Εξ’ ου και το έξυπνο σλόγκαν: «Θέλω να γυρίσω σελίδα στο Μάη του ‘68». Οι βιογράφοι του πολιτικού βίου του Σαρκοζύ μας λένε ακόμα ότι η μητέρα του ήταν αυτή που τον εμπόδισε στην ηλικία των 13 να συμμετάσχει στην πορεία των οπαδών του De Gaulle κατά της συμμαχίας των φοιτητών και των εργατών. Είναι δελεαστικό, απλά και μόνο, να θεωρήσουμε αυτή την πρωτοβουλία ως μια υποχρεωτική παρέμβαση συντηρητικών πεποιθήσεων στη Γαλλική πολιτική σκηνή, μία απόπειρα επαναφοράς του Παρισιού στο παλαιότερο κύρος του ως «πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής αντίδρασης» σύμφωνα με την ακριβή διατύπωση του Perry Anderson, μετά την εξέγερση των banlieues, τις διαμαρτυρίες για τα Συμβόλαια Πρώτης Ευκαιρίας (CPE) και των κινητοποιήσεων εναντίον του Συντάγματος. Θεωρώ, εντούτοις, ότι η επιθυμία του Σαρκοζύ να γυρίσει σελίδα στο ’68 – να επαναπροσδιορίσει τη Γαλλική πολιτική σκέψη και να σβήσει ακόμα και τη μνήμη των εν λόγω γεγονότων λίγο πριν την (αναπόφευκτα φθίνουσα) τεσσαρακοστή επέτειό τους- αποτελεί σαφή ένδειξη μιας μορφής δριμείας υποκειμενικότητας και όχι αποκλειστικά και μόνο αντιδραστικών, συντηρητικών πεποιθήσεων.
Παρά την παρουσία στο άμεσο περιβάλλον του Σαρκοζύ του ανυπόφορου André Glucksmann – την επιτομής της αντιδραστικής, συντηρητικής υποκειμενικότητας σύμφωνα με το πρόσφατο βιβλίο του Alain Badiou «Logiques des mondes”- μαζί με τον Johnny Hallyday και, αλίμονο, τη Charlotte Rampling, η μορφή του αντιδραστικού ζητήματος είναι ακόμη πολύ αχνή για την χαρακτηρίσουμε κατάλληλα ως μοναδικότητα Σαρκοζύ (la singularité Sarkozy). Χαρακτηρίζοντας τον François Furet ως την εμβληματική μορφή αυτού του είδους υποκειμένου, ο Badiou παρουσιάζει την αντίδραση σαν τη σκοτεινή άρνηση της χρησιμότητας της ρήξης που πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός πολιτικού γεγονότος (π.χ. της Γαλλικής Επανάστασης ή της όντως «παγκόσμιας επανάστασης» του 1968, για να δανειστούμε την ορολογία του Wallerstein). Αλλά μια τέτοια άρνηση εμπεριέχει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ορισμένες από τις καινοτομίες που επέφερε το γεγονός, δηλαδή, η ριζοσπαστική υποκειμενικότητα και η συλλογική δράση όντας απλώς υστερικές και καταστροφικές ωθούν στην καλύτερη περίπτωση σε μεταβολές στις οποίες η σταδιακή και λογική ροή της ιστορικής αλλαγής, ούτως ή άλλως θα οδηγούσε. Το ίδιο το γεγονός και η απόλυτη πίστη στις συνέπειές του είναι εντελώς μάταια, δεν είναι τίποτα άλλο από τροχοπέδη στις ίδιες τις αρχές που επιδιώκουν να εφαρμόσουν (η Αμερικάνικη πραγματιστική εχθρότητα στον John Brown και στο κίνημα για την κατάργηση της δουλείας αποτελεί το κατάλληλο παράδειγμα της αντιδραστικής συντηρητικής υποκειμενικότητας).
Αλλά το σκοτεινό υποκείμενο είναι φτιαγμένο από διαφορετικό υλικό. Σκοπός του δεν είναι να εξουδετερώσει την καινοτομία ενσωματώνοντας ορισμένες από τις συνέπειές της και σοφά να απαγκιστρωθεί από την άχρηστη υπερβολή της. Αντιθέτως, ο πολιτικός σκοταδισμός αποσκοπεί στη ριζική ανατροπή του νέου παρόντος, το οποίο δημιουργήθηκε με το μόχθο ενός πιστού υποκειμένου. Σύμφωνα με τον Badiou, το σκοτεινό υποκείμενο «προσφεύγει συστηματικά στην επίκληση ενός ανυπέρβλητου Σώματος, πλήρους και αγνού, ανιστόρητου ή υπεράνω γεγονότων (Πολιτεία, Θεός, Φυλή…) απ’ όπου προκύπτει ότι κάθε ίχνος θα αποκηρύσσεται (εδώ, το έργο του αντιδραστικού υποκειμένου είναι χρήσιμο στο σκοτεινό υποκείμενο) και συνεπώς, το πραγματικό σώμα, το διαιρεμένο σώμα θα υποτάσσεται». Σε αυτήν την περίπτωση, το στοίχημα του Σαρκοζύ είναι ότι η ίδια η απόπειρα να απαλλαγεί από το διασπασμένο σώμα του ’68, ενδεχομένως, να συμβάλλει στην έμπνευση ενός ηθικά επανεξοπλισμένου Γαλλικού έθνους. Το τελευταίο απειλητικό του σύνθημα, «Μαζί, όλα είναι δυνατά (Ensemble, tout est possible)» (όπου οι όλοι (tous) που θα έρθουν μαζί (ensemble) θα επιτύχουν την ενότητα μέσω του αποκλεισμού των «πλεοναζόντων» μεταναστών, των εξεγερμένων του ’68 (soixante-huitards), των ‘αποβρασμάτων’ των περιχώρων του Παρισιού, κ.ο.κ.), απέχει, λοιπόν, απείρως από το σύνθημα των διαδηλώσεων του 1995 στη Γαλλία: “Όλοι μαζί” (Tous ensemble). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι ενώ ο Σαρκοζύ λειτουργεί ακόμα στη σφαίρα επιρροής της αντιδραστικής, συντηρητικής πολιτικής (καπιταλιστικός κοινοβουλευτισμός), οι προθέσεις του, ακολουθώντας τη χρήσιμη τυποποίηση του Badiou στο «Logiques des mondes», είναι σκοτεινές:
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε την απόσταση ανάμεσα στον αντιδραστικό φορμαλισμό και τον ασαφή φορμαλισμό. Όσο βίαιη και αν είναι, η αντίδραση συντηρεί τη μορφή του πιστού υποκειμένου καθώς αρθρώνεται ασυναίσθητα. Δεν προτίθεται να καταργήσει το παρόν, μόνο να καταδείξει ότι η πιστή ρήξη (είτε αποκαλείται «βία» είτε «τρομοκρατία») δεν χρησιμεύει στη δημιουργία ενός μετριοπαθούς, συντετριμμένου δηλαδή, παρόντος (ενός παρόντος που αποκαλείται «μοντέρνο»). … Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά για το σκοτεινό υποκείμενο. Και αυτό γιατί το παρόν είναι απευθείας η ασυνείδητη, θανάσιμη διατάραξή του, ενόσω εξαρθρώνει με την εμφάνισή του τα συμβατικά δεδομένα της αφοσίωσης. Το τερατώδες πλήρες Σώμα στο οποίο προσδίδει μυθιστορηματική μορφή είναι το αχρονικό συμπλήρωμα του ακυρωμένου παρόντος. [Υποδαυλίζει] παντού και σε όλες τις εποχές το μίσος κάθε ζωηρής σκέψης, κάθε ειλικρινούς γλώσσας και κάθε επισφαλούς εξέλιξης.
Ο αρνητισμός και η εχθρότητα του Σαρκοζύ, βεβαίως, δεν μας παραπέμπουν στην πολιτική καινοτομία αυτή καθ’ εαυτή – που σε κάθε περίπτωση διεκδικείται, κυρίως, από την Αριστερά και σχεδόν εξαλείφεται κατά τη διάρκεια των ετών της νεο-φιλελεύθερης Παλινόρθωσης. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι έρχεται σε αντίθεση με ένα ζωντανό πολιτικό υποκείμενο, αλλά σε μια χαρακτηριστική ένδειξη σκοταδιστικού νου, αποσκοπεί σε ένα εκλεκτικό σύνολο ολέθριων κατηγορημάτων και φαινομένων. Είναι, όντως, ένα «διαιρεμένο σώμα» με τη διαίρεση να είναι το φάντασμα που φάνηκε να στοιχειώνει όλη την πολιτική συζήτηση για τις προεδρικές εκλογές του 2007. Στους λόγους του Σαρκοζύ, λοιπόν, το 1968 αποτελεί το παροιμιώδες σημείο αναφοράς, στη γλώσσα του Lacan, για την «εξάρτηση από το κοινωνικό κράτος, απάτη, κλοπή, ισοπέδωση», «ηθικό και πνευματικό σχετικισμό». Είναι το βαθύτερο αίτιο μιας «ηθικής κρίσης στη Γαλλία που όμοιά της δεν έχει υπάρξει από την εποχή της Ιωάννας της Λωραίνης». Για να καταχωνιαστεί το σύνολο των πολιτικών αρχών και των υποκειμένων τι άλλο θα μπορούσε να είναι καλύτερο από το να παρουσιαστεί το ίδιο το 1968 σαν η απόλυτη απουσία αρχών; Σύμφωνα με τα λόγια του Σαρκοζύ: «Οι κληρονόμοι του Μάη του ’68 έχουν επιβάλλει την ιδέα ότι όλα έχουν την ίδια αξία, ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό, καμιά διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, ανάμεσα στο όμορφο και το άσχημο, καθώς και ότι το θύμα υπολογίζεται λιγότερο από ότι ο παραβάτης του νόμου». Οι αξίες, η ιεραρχία, η ηθική – όλες αργοπεθαίνουν, όλες θα ανυψωθούν ξανά σε όλο το εύρος της Δημοκρατίας μόλις επιτέλους απομακρυνθούμε από την πληγή του 1968. Για να επιτύχει την κινητοποίηση του εκλογικού σώματος υπέρ της αντεπαναστατικής επανάστασής του είναι πρόθυμος ακόμα και να περιγράψει το ’68 ως ένα είδος της ηθικής καταστροφής που κατέστησε δυνατή την «υπερβολή του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου», τις «χρυσές χειραψίες» και τα «διεφθαρμένα αφεντικά» (αλίμονο, αυτή η επίθεση στο ’68 έχει έρθει στο προσκήνιο από λιγότερο απεχθείς πηγές: από τον κατά τα άλλα περίφημο Adam Curtis για παράδειγμα, στην αβάσιμη επίθεσή του στην αντι-ψυχιατρική του Laing στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ Η Παγίδα (The Trap) ή από τον Régis Debray, ο οποίος στο τεύχος του «New Left Review» για τη δέκατη επέτειο του 1968 το χαρακτήρισε ως τον υπό εξαφάνιση μεσολαβητή κάθε είδους για τον Αμερικανικό ηδονιστικό καπιταλισμό).
Αυτό το ευλογημένο πάθος για τάξη φαίνεται, όντως, να επιβεβαιώνει ένα από τα προαισθήματα του Badiou, τη γνώση ότι ένα γεγονός και το πιστό υποκείμενο που το υποκινεί δεν προκαλούν απλώς τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης πορείας, αλλά ανασχηματίζουν όλον τον «υποκειμενικό χώρο», υποχρεώνοντας αμφότερους τους αντιδραστικούς και τους σκοταδιστές να επανασχεδιάσουν τις θέσεις τους ανάλογα.
Αλλά ποια ήταν η απάντηση της Ρουαγιάλ, του στρατοπέδου της και των υποτιθέμενων υπευθύνων αυτού του ηθικού κακού που επικρατεί δεκαετίες τώρα, των εξεγερμένων του ’68 (soixante-huitards); Από τη μια πλευρά, η Ρουαγιάλ απάντησε εγείροντας αξιώσεις για την εν λόγω κληρονομιά, έχοντας νωρίτερα φλερτάρει ακόμα και με τη σκέψη του Jacques Rancière. Ξέφυγε από τη δύσκολη θέση της καταγγελίας των απόψεων του Σαρκοζύ με μία επίδειξη πίστης, διακηρύττοντας ότι «ο Μάης του ’68 είναι τα 11 εκατομμύρια εργατών που εξασφάλισαν τις συμφωνίες της Grenelle, το δικαίωμα των γυναικών να έχουν πρόσβαση στην αντισύλληψη, ένας άνεμος ελευθερίας κατά μιας εντελώς κλειστής κοινωνίας». Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι στις διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες της Grenelle συμμετείχε, μεταξύ άλλων, και ο Σιράκ και ότι έτυχαν περιφρόνησης από την πλειονότητα των απλών πολιτών και ολόκληρης της Μαοϊκής και Τροτσκικής αριστεράς, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας άλλη μια δήλωση της Ρουαγιάλ: στην πραγματικότητα κατηγόρησε τον Σαρκοζύ ότι επιχείρησε να προκαλέσει ένα «άλλο 1968». Με αυτήν τη δεύτερη έννοια, σύμφωνα με την συντηρητικών πεποιθήσεων ορολογία του Badiou, το 1968 συμβολίζει την αναταραχή, την κοινωνική κρίση και μια σύγκρουση που πρέπει πάση θυσία να αποτραπεί από τις δυνάμεις του ρεφορμισμού. Δεν αποτελεί πλέον το σύμβολο για μια στιγμή πολιτικής επινόησης, για την πιθανότητα μιας ριζικής αναδόμησης της κοινωνίας. Η κατεύθυνση των απαντήσεων της «Αριστεράς» είναι, επίσης, χαρακτηριστική. Ο εκνευριστικός Cohn-Bendit, όπως αναμενόταν, παρουσιάζει με νέα μορφή τον μακρόχρονο αντικομουνισμό του για να χαρακτηρίσει την απορριπτική τάση του Σαρκοζύ ως «μπολσεβίκικη» και σε άψογα Ευρω-φιλελεύθερα πρότυπα, επαινεί το ’68 για την «απελευθέρωση της αυτονομίας των ατόμων». Πολλοί άλλοι τονίζουν με έμφαση στις «αξίες» της ελευθερίας και της αυτονομίας, αλλά με το πρόσχημα μιας ευεργετικής ένεσης χαράς, ευχαρίστησης και κινητικότητας στα πολιτικά πράγματα και όχι με όρους μιας ριζικής αλλαγής της υπάρχουσας κατάστασης.
Ελπίζω ότι τόσο ο αδιάφορος και συμβιβασμένος ελευθεριακός φιλελευθερισμός – , όσο και κάθε φετιχιστικός εορτασμός της «κληρονομιάς» των γεγονότων (événements) του Μάη του 1968 και της πολιτικής εποχής του δεν θα παραταθεί πέρα από το μη-γεγονός που αποτελεί η τεσσαρακοστή επέτειός του. Αλλά κάθε ελπίδα εκκαθάρισης του αντιδραστικού εγχειρήματος του Σαρκοζύ στη Γαλλία θα πρέπει να «επαναλάβει» υποχρεωτικά κατά μίαν έννοια το ’68, όχι υποκρινόμενη νέο πολιτικό περιεχόμενο στα κιτς σύμβολα του επαναστατικού παρελθόντος, αλλά με την επανάληψη του πνεύματος της πολιτικής και οργανωτικής καινοτομίας, η οποία εμπεριέχεται, αν και σε κατάσταση ύπνωσης, στα καλύτερα προϊόντα αυτής της εμπειρίας ρήξης και αμφισβήτησης.
Αφιέρωμα: σαρκοζισμός
Ετικέτες: alain badiou , alberto toscano , ασφάλεια , Γαλλία , επισφάλεια , μάης του 68