Nicolas Baygert – Οι λαϊκίστικες σκιές του Σαρκοζισμού ή η πολιτική της πόζας |
Η πολιτική του Σαρκοζί ενσαρκώνει έναν νεο-λαϊκισμό, σύμφωνα με τον Nicolas Baygert. Παρακάμπτοντας την παραδοσιακή δημοκρατική δημόσια συζήτηση και επικεντρωνόμενος άμεσα στις επιθυμίες του κόσμου, ο νεο-λαϊκισμός του Σαρκοζί εμφανίζεται ως ένα ιδίωμα που ταιριάζει πολύ καλά με τη συμπεριφορά του σύγχρονου ψηφοφόρου. |
Στη Γαλλία, η στάση του Νικολά Σαρκοζί τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της TNS-Sofres, αμέσως μετά τις 100 πρώτες ημέρες στην εξουσία, το 71% του πληθυσμού υποστηρίζει τη δράση του και πιστεύει ότι θα φέρει σε πέρας τη ‘ρήξη’ που υποσχέθηκε. Πάνω από τα τρία τέταρτα των Γάλλων κρίνουν τον πρόεδρό τους ενεργητικό, τολμηρό και κοντά στους προβληματισμούς τους, ενώ 83% παρατηρούν μια αλλαγή στο προεδρικό στυλ. Ως υποψήφιος, ο Σαρκοζί δήλωνε ότι μ’ αυτόν τίποτα δεν θα γινόταν πλέον όπως πριν. Σήμερα, το στυλ του δείχνει σαφώς μια παραδειγματική μεταστροφή στην ενσάρκωση του προεδρικού αξιώματος.
Στους πρώτους μήνες του στο Μέγαρο του Ελιζέ, ο Σαρκοζί δεν έδειξε πολλή υπομονή σε ό, τι αφορά στις διπλωματικές λεπτότητες. Γρήγορος και ανεπίσημος, διηύθυνε τη χώρα ως ‘ευμετάβλητος μάνατζερ’, πασχίζοντας για συγκεκριμένα αποτελέσματα, σύμφωνα με τις εκλογικές δεσμεύσεις του, συχνά παρακάμπτοντας ή παρακινώντας τους υπουργούς του να επιδείξουν σαφή αποτελέσματα. Επιπλέον, η Γαλλία μοιάζει να διακατέχεται από το σύνδρομο του Λευκού Οίκου. Η κυβέρνηση του προέδρου απέκτησε μοναδικό σχήμα και οι υπουργοί υποκαθίστανται από τους ανθρώπους του προέδρου για ειδικές αποστολές. Ο Επιτελάρχης του Σαρκοζί, Κλοντ Γκεάν, ανέλαβε ειδικό ρόλο όταν συνόδευσε την πρώτη κυρία Σεσιλιά Σαρκοζί στο ταξίδι της στη Λιβύη, παίρνοντας έτσι αρμοδιότητες που επισήμως ανήκουν στον υπουργό Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ. Το Ελιζέ λανσάρισε επίσης την πρώτη εβδομαδιαία ενημέρωση των δημοσιογράφων καλύπτοντας την ατζέντα του προέδρου, μια μέθοδο που είχε εισαγάγει ο Ρόναλντ Ρήγκαν.
Με την ομάδα μελέτης για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ιδρύθηκε τον Ιούλιο 2007 και της οποίας ηγείται ο πρώην πρωθυπουργός Εντουάρ Μπαλαντίρ, και τις προσπάθειες κατά της πόλωσης του γαλλικού πολιτικού φάσματος μέσω μιας πρωτοφανούς μεθόδου ενσωμάτωσης πολιτικών από την αντιπολίτευση σε διάφορους θεσμούς (l’ ouverture), ο Σαρκοζί προκάλεσε την αυξανόμενη προεδροποίηση του γαλλικού εκτελεστικού σώματος. Η ouverture έγινε η πολιτική μέθοδος του Σαρκοζί, ο οποίος υπονόμευσε σοβαρά, μ’ αυτόν τον τρόπο, τις προσπάθειες των επικριτών του, κατά την προεδρική προεκλογική εκστρατεία, να τον περιγράψουν ως δεσπότη.
“Εξελέγην για να δράσω σε όλα“, λέει ο Σαρκοζί. Κανένας Γάλλος πρόεδρος από την εποχή του Ντε Γκολ δεν συγκέντρωσε στα χέρια του τόση εξουσία. Ως εκ τούτου, με λιγότερη επισημότητα από τους προκάτοχους του, ο Σαρκοζί επιχειρεί να εκπροσωπήσει έναν πολιτικό ηγέτη νέου τύπου, έναν ‘υπερ-πρόεδρο’, που είναι παντού παρών, παντογνώστης και παντοδύναμος. Στη διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας, ο Σαρκοζί ισχυρίστηκε πως δεν θα ήταν ποτέ ένας στατικός πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, κινείται διαρκώς. Όχι μόνο μέσω της γλώσσας του σώματος, αλλά και συμβολικά- ενσωματώνει κυριολεκτικά την κίνηση.
Ωστόσο, μια ευρεία γκάμα συμπτωμάτων δείχνουν μια λαϊκίστικη αντίδραση. Η δράση του Σαρκοζί μοιάζει όλο και περισσότερο με προσπάθεια να δείξει ότι είναι θεόσταλτος, ότι ενσαρκώνει την κοινή προσδοκία για έναν μοναδικό συνδυασμό συμβατικότητας και μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με τον Alexandre Dorna, επικεφαλής της γαλλικής ένωσης πολιτικής ψυχολογίας, ‘ο λαϊκισμός εμφανίζεται σε μια κοινωνία που βρίσκεται στα πρόθυρα του κατακερματισμού, όταν η κατάσταση του κοινωνικού άγχους διατυπώνει ένα εκτεταμένο και αντιφατικό αίτημα για τάξη και αλλαγή, μαζί’ (‘Le néopopulisme et le charisme’, στο La tentation populiste au cœur de l’Europe, σ. 90) . Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός ανέρχεται όταν το κοινωνικό σύστημα είναι σε αδιέξοδο- όταν η πολιτική χρειάζεται επαναπροσδιορισμό.
Ο λαϊκισμός δεν πρέπει κατά συνέπεια να εκλαμβάνεται ως μορφή παρακμής αλλά πιθανά ως ένα εγκάρσιο χαρακτηριστικό που πλήττει το σύνολο δεξιάς-αριστεράς. Αυτό έγινε ιδιαίτερα ορατό στην άκαμπτη πρακτική της ouverture από τον Σαρκοζί. Αφού κατέστησε εφικτή την κατάρρευση του κεντρώου κόμματος UDF μεταξύ των δυο γύρων της προεδρικής εκλογής προκειμένου να αποσταθεροποιήσει τον αντίπαλό του Φρανσουά Μπεϊρού, η ouverture αντιπροσώπευσε μια πραγματικά εχθρική πλειοδοσία για τους σοσιαλιστές πολιτικούς ηγέτες πρώτης γραμμής. Επιπλέον, η εξαφάνιση δομικών διαχωρισμών οδήγησε σε μια αυξανόμενη μη διαφοροποίηση των πολιτικών εναλλακτικών λύσεων, απενεργοποιώντας εν μέρει την κεντρικότητα του κοινοβουλίου. Ο ορισμός που έχει δώσει ο Peter Wiles εμφανίζεται per se εξαιρετικά κατάλληλος:
‘[Ο λαϊκισμός] είναι βαθιά απολιτικός, και δεν αποτελεί βάση για ένα βιώσιμο πολιτικό κόμμα διακριτό από έναν σωρό κοινωνικών κινημάτων. Το πρόγραμμά του είναι πρόγραμμα αποκατάστασης (συχνά μια σκληρή εκδίκηση έναντι του ξένου και/ή επιτηδευμένου) της αλήθειας του τόπου. Υπερβαίνει τη δημοκρατία με στόχο τη συναίνεση και θυσιάζει την ελευθερία που διακηρύσσει για το συμφέρον μιας ηθικής ομοιομορφίας. Καλεί το κράτος να εγκαινιάσει την αποκατάσταση, αλλά δεν εμπιστεύεται το κράτος και τη γραφειοκρατία του και προτίθεται να τα ελαχιστοποιήσει προς όφελος των δικαιωμάτων και αρετών των τοπικών κοινοτήτων και του κάθε λαϊκιστή’ (‘A Syndrome, Not a Doctrine: Some Elementary Theses on Populism’, στο Populism: Its Meanings and National Characteristics, σ. 162) .
Ένα ανερχόμενο φαινόμενο προσωποποίησης αποτελεί ακόμη μια ένδειξη των εμφανών λαϊκίστικων περιγραμμάτων του πολιτικού στυλ του Σαρκοζί. Θεωρεί αναπόφευκτο να βάλει την προσωπική του ζωή στο προσκήνιο: ‘ο κόσμος θέλει να ξέρει ποιοι είμαστε και με ποιον ζούμε’. Επιπλέον, το δείπνο του στο Le Fouquet’s το βράδυ της εκλογής του και η ροπή του στα βαριά ρολόγια και τα κότερα δεν αποτελούν δείγματα του προεδρικού τρόπου ζωής που δικαιολογεί το αξίωμά του. Τα γούστα του αντιστοιχούν μάλλον σε αυτό που οι παρατηρητές περιγράφουν ως πολιτισμό ‘bling bling’, έναν όρο που αναφέρεται στον προβεβλημένο τρόπο ζωής που αναμένει κανείς από τους σταρ του Hip Hop ή τους Ρώσους μεγιστάνες. Συνεπώς, οι λαϊκιστές πρέπει εξ’ ορισμού να απευθύνονται στον ‘χαμηλότερο κοινό παρονομαστή’. Οι λαϊκιστές οφείλουν να προσχωρούν στα γούστα των πολλών προκειμένου να μεταβληθούν σε καθρέφτη με ωραιοποιημένη αντανάκλαση.
Ωστόσο, η πιθανή επανεμφάνιση του λαϊκισμού στην προσέγγιση του Σαρκοζί μπορεί να βρεθεί υπό το φως ενός νέου δεσμού μεταξύ ενός ‘ πολιτικού τελικού προϊόντος’ και ενός νέου τύπου καταναλωτικού Weltanschauung, που δεν επιδρά μόνο στα μέσα επικοινωνίας αλλά στην ολότητα των κοινωνικών πεδίων- μιας νέας σχέσης μεταξύ ενός ‘προέδρου που είναι παντού παρών’, που ενσωματώνει ένα ολόκληρο πολιτικό φάσμα, και ενός εκλογικού σώματος που αντιλαμβάνεται την πολιτική από μια καταναλωτική άποψη. Ο ‘σαρκοζισμός’ μπορεί, επομένως, να αντιπροσωπεύει μια αποκλειστική εστίαση των αντιδράσεων των καταναλωτών- ψηφοφόρων στις προβαλλόμενες πολιτικές. Το αποτέλεσμα είναι πως μολονότι οι καταναλωτές – ψηφοφόροι τείνουν να αναπτύξουν την ίδια συμπεριφορά στην πρακτική της ψηφοφορίας όπως σε άλλα πρότυπα επιλεκτικής κατανάλωσης, η εκ νέου ιδιοποίηση ενός λαϊκίστικου λόγου βασισμένου στην άμεση ικανοποίηση των προσδοκιών των καταναλωτών-ψηφοφόρων μπορεί να εξηγήσει την ξαφνική γοητεία της πολιτικής, όπως διακρίνεται στο etat de grace του Σαρκοζί, τη σημερινή υπερψήφισή του.
Ως modus operandi που παρακάμπτει την παραδοσιακή δημοκρατική δημόσια συζήτηση και επικεντρώνεται άμεσα στις επιθυμίες του κόσμου, ο νεο-λαϊκισμός του Σαρκοζί εμφανίζεται συνεπώς ως ένα ιδίωμα που ταιριάζει πολύ καλά με τη συμπεριφορά του σύγχρονου ψηφοφόρου. Από την ώρα που ερμηνεύεται εκ νέου μέσα από ένα καταναλωτικό πρίσμα, η πολιτική λαμβάνεται πιο θετικά υπόψη από το εκλογικό σώμα. Κατά συνέπεια, το κυρίαρχο σλόγκαν της προεκλογικής εκστρατείας του Σαρκοζί ‘ να δουλέψουμε περισσότερο για να κερδίσουμε περισσότερα’ (Travailler plus pour gagner plus) αντανακλά μια αντίστοιχη προσδοκία: ‘να κερδίσουμε περισσότερα για να καταναλώσουμε περισσότερα’. Είναι εντυπωσιακό ότι στην πρώτη της ομιλία ενώπιον του κοινοβουλίου, η νέα υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Απασχόλησης του Σαρκοζί Κριστίν Λαγκάρντ απηύθυνε μια ζωηρή έκκληση υπέρ της εργασίας. Η υπουργός σημείωσε με ενθουσιασμό ότι υπάρχει μια νέα καταναλωτική τάση και υποστήριξε ότι ‘ το θέμα δεν είναι μόνο να έχεις χρήματα, πρέπει επίσης να τα ξοδέψεις’.
Οι σύγχρονες λαϊκίστικες επανακάμψεις μπορούν, λοιπόν, να βρουν μια νέα κινητήρια δύναμη στην καταναλωτική κοινωνία όπου η τηλεόραση κι ακόμη περισσότερο η επανάσταση του Web 2.0 έδωσαν ώθηση στην πολιτική παραγωγή θεαμάτων. Το τεχνικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε διαμορφώνει τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Σήμερα, να κυβερνάς σημαίνει να σε βλέπουν και να έχεις δημοσιότητα. Οι υπάρχοντες οπτικοακουστικοί τρόποι της καταναλωτικής κοινωνίας έχουν σημαντικά τροποποιήσει το προφίλ του πολιτικού, που μετατρέπεται προοδευτικά σε ‘καθοδικό άνθρωπο’. Το γεγονός ότι ο Σαρκοζί είναι παντού παρών μοιάζει λοιπόν να συνάδει με τη σύγχρονη σφαίρα των μέσων επικοινωνίας- ο ‘υπερπρόεδρος εμφανίζεται ως υπερκείμενο ον, ευμετάβλητο και απείρως κλιτό.
Για να απεικονίσει αυτή την απεδαφοποιημένη προεδρία, ο Σαρκοζί αποφάσισε στις αρχές Σεπτεμβρίου να συγκαλέσει το υπουργικό συμβούλιο στο Στρασβούργο. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο υπουργός Οικισμού και Πόλεων εκτοπίστηκε στη Λυών για δέκα μέρες, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ο Σαρκοζί επιδιώκει έτσι να δημιουργεί την εντύπωση ενός συνεχούς ακτιβισμού, αυξάνοντας την περίμετρο ορατότητας του όπως θα έλεγε ένας δημοσιολόγος.
Η σύγχρονη πολιτική έχει να αντιμετωπίσει αυτό που ο Norbert Bolz αποκαλεί ‘ειδησο-ψυχαγωγία’ (infotainmnet) – την ατέλειωτη ροή πληροφοριών που αμέσως και συνεχώς μας κατακλύζουν. Ο Σαρκοζί κατάλαβε λοιπόν ότι έπρεπε να επιλέξει μια διαρκή επιθετική στάση για να είναι μονίμως στο προσκήνιο, έτσι ώστε ο λόγος του να υπερέχει. Μ’ αυτή τη μέθοδο, τα γεγονότα δεν δικαιούνται να προχωρούν πιο γρήγορα απ’ την πολιτική και το κρίσιμο θέμα του σήμερα μπορεί εύκολα να αντισταθμιστεί από εκείνο του αύριο.
Ως νέο είδος λαϊκισμού, ο σαρκοζισμός αποκαλύπτει τα συμπτώματα μιας κίνησης προς μια ‘μεταδημοκρατική εποχή’, στην οποία οι εκλεγμένοι ηγέτες τείνουν να παραμερίζουν το επιβραδυμένο καταστατικό στοιχείο της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων ή της συμμετοχικής δημοκρατίας. Η πολιτική δημόσια συζήτηση έχει περιέλθει σε αχρηστία. ‘Γιατί η πολιτική δεν ακούγεται πια; Επειδή οι λέξεις κι οι ιδέες που χρησιμοποιούνται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική ζωή’, παρατηρεί ο Σαρκοζί. Οι πολιτικές επικοινωνίες πρέπει να είναι άμεσες, αδιάκοπες και σύμφωνες με το μειωμένο χρονικό πλαίσιο των μέσων επικοινωνίας. Κάθε δράση πρέπει να είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε να είναι συμβατή με την επερχόμενη μετάδοσή της. Ο Γάλλος πρόεδρος γνωρίζει ότι η αξιοπιστία του συνδέεται άμεσα με τη συχνότητα των εμφανίσεών του στα μέσα.
Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ο ‘σαρκοζισμός’ καταλήγει να στηρίζεται στην κοινή γνώμη για τον προσδιορισμό ή την αναδιαμόρφωση μιας πολιτικής προσφοράς- μέθοδος που προσεγγίζει το καθοδηγούμενο από τη ζήτηση μάρκετινγκ και που έγκειται στην αποκάλυψη ενός συνόλου επιφανειακών αποτελεσμάτων. Στην πραγματικότητα, οι καταναλωτές-ψηφοφόροι είναι όλο και πιο αντιδραστικοί και έτοιμοι να ανακαλέσουν την πολιτική δράση. Ο Νικολά Σαρκοζί ενσαρκώνει μια νέα γενιά πολιτικών ηγετών, ικανών να δαμάσουν τα μέσα επικοινωνίας και ευθυγραμμισμένων με την καταναλωτική κοινωνία. Υπό τον Σαρκοζί, η Γαλλία εισήλθε σε ένα νέο πολιτικό παράδειγμα- την εποχή της δημοψηφισματικής πολιτικής.
Αφιέρωμα: σαρκοζισμός
Ετικέτες: nicolas baygert , Γαλλία , λαϊκισμός , νέα μέσα