Philip Arestis και Malcolm Sawyer – Οι Μεσογειακές χώρες έχουν καταδικαστεί σε υψηλή και αυξανόμενη ανεργία |
Το πρόγραμμα του Ευρώ είχε σχεδιαστεί γύρω από μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα – τα κριτήρια σύγκλισης για να γίνει μια χώρα μέλος έδειχναν μια εμμονή με τη συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμάτων, και εστίασαν όλη την προσοχή της πολιτικής στον πληθωρισμό αλλά όχι στη μείωση της ανεργίας. Ήταν λογικό να απαιτείται η σύγκλιση των τιμών του πληθωρισμού ανάμεσα στα κράτη, αλλά δεν δόθηκε καμία προσοχή στη διασφάλιση της ομοιότητας των συνθηκών του πληθωρισμού ανάμεσα στα κράτη. Ήταν λογικό να απαιτηθεί η σύγκλιση των επιτοκίων, αλλά δεν δόθηκε καμία προσοχή στη σύγκλιση του επιχειρηματικού κύκλου ή στα επίπεδα ανεργίας. Και, ίσως το σημαντικότερο όλων, δεν δόθηκε προσοχή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Όταν όμως ένα κράτος χάνει το δικό του νόμισμα αποσύρεται το βασικό εργαλείο για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα τρεχουσών συναλλαγών – να αλλάξουν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ένα έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να χρηματοδοτηθεί με δανεισμό εκτός της ενδιαφερόμενης χώρας. Επιπλέον, για χώρα μέσα σε μία νομισματική ένωση σημαίνει δανεισμό σε αυτό που στην πραγματικότητα είναι ξένο συνάλλαγμα – δηλαδή σε νόμισμα που η Κυβέρνηση και/ ή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να δημιουργήσει κι όπου δεν έχει κανένα έλεγχο στο επιτόκιο αυτού του νομίσματος. Το Πρόγραμμα Σταθερότητας κι Ανάπτυξης (ΠΣΑ) της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) δεν παρέχει μηχανισμούς με τους οποίους το συναλλαγματικό έλλειμα μιας χώρας να μπορεί να διορθωθεί χωρίς πληθωρισμό, κι όμως ένα τέτοιο έλλειμα με τη συναφή ανάγκη δανεισμού από το εξωτερικό με συγκέντρωση χρεών είναι τελικά μια μη βιώσιμη κατάσταση.
Η μεγάλη ύφεση έχει επιφέρει μεγάλες (συχνά πρωτοφανείς) αυξήσεις σε ελλείματα προϋπολογισμού κι αυξανόμενο δημόσιο χρέος καθώς οι κυβερνήσεις επέτρεπαν στους αυτόματους σταθεροποιητές της δημοσιονομικής πολιτικής να λειτουργούν με την πρόσθεση μερικών, συχνά μικρών, διακριτικών ερεθισμάτων από τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες. Ευτυχώς το ΠΣΑ με τους περιορισμούς του στα ελλείματα σε κάτω από 3 τοις εκατό του ΑΕΠ (με ευρεία ισορροπία στην πορεία του επιχειρηματικού κύκλου) και με χρέος στο ΑΕΠ εξήντα τοις εκατό ή λιγότερο είχε στην πραγματικότητα ανασταλεί προσωρινά ενώ η καταιγίδα ήταν στο αποκορύφωμά της. Είναι όμως τόσο εμφανές τώρα πως οι εμμονές του ΠΣΑ με την δημοσιονομική εξυγείανση ήταν μόνο προσωρινά αδρανείς και τώρα έχουν επιστρέψει με σκοπό την εκδίκηση.
Η εγγύς δεκαετία από τότε που εγκαινιάστηκε το Ευρώ σαν «πραγματικό» νόμισμα (ύστερα από τρία χρόνια που ήταν εικονικό νόμισμα) έχει δει τους στόχους που έχει θέσει το ΠΣΑ να αποτυγχάνουν:
(i) Ακόμη και στα σχετικά καλά έτη από το 2002 ως το 2007 το μέσο έλλειμα του προϋπολογισμού ήταν 2.2 τοις εκατό του ΑΕΠ (το οποίο ανέρχεται στο 2.7 τοις εκατό αν συμπεριλαμβάνονταν το 2008 και το 2009) (βάσει υπολογισμών του Ο.Ο.Σ.Α.). Τέσσερις χώρες είχαν κατά μέσο όρο πλεονάζοντα προϋπολογισμό (η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Ισπανία), αλλά όταν η περίοδος εκτείνεται στο 2009 οι τελευταίες δυο χώρες έχουν ελλειματικό μέσο όρο.
(ii) Οι στόχοι των ποσοστών δημόσιου χρέους γενικά είχαν αποτύχει, κι ακόμη και πριν από την ύφεση μόνο οι τέσσερις χώρες που προαναφέρθηκαν μαζί με την Ολλανδία είχαν ποσοστό χρέους κάτω από το 60 τοις εκατό του ΑΕΠ.
(iii) Η τιμή του πληθωρισμού ήταν εκτός της εμβέλειας του 0 μέχρι 2 τοις εκατό που κρίνεται ότι συνιστά σταθερότητα στις τιμές, μολονότι το περιθώριο ήταν ελάχιστο με το ποσοστό πληθωρισμού να βρίσκεται μεταξύ 2 τοις εκατό και 2,5 τοις εκατό σε κάθε έτος της καινούριας δεκαετίας, μέχρι που έφτασε το 3,3 τοις εκατό το 2008.
Αυτά τα αποτελέσματα υποστήριξαν ελάχιστα την αξιοπιστία της ΟΝΕ και ήταν η υποστήριξη στην αξιοπιστία του Ευρώ το κύριο σκεπτικό πίσω από την σύναψη του ΠΣΑ. Ωστόσο, η πολιτική συνέχισε να εστιάζει την προσοχή της στο έλλειμα του προϋπολογισμού, κι όταν ήρθε η μεγάλη ύφεση με πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην ελλειματική κατάσταση των Μεσογειακών χωρών αυτή η προσοχή εντάθηκε. Αυτό όμως είναι το λάθος έλλειμα για να εστιάσει κανείς – η προσοχή θα έπρεπε να δοθεί στο έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η παραμέληση του ελλείματος των τρεχουσών συναλλαγών είναι ένα (αν όχι το) σπουδαιότερο ελάττωμα του ΠΣΑ και του σχεδιασμού της ΟΝΕ. Είναι αξιοσημείωτο πως τα ελλείματα τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθούν να υπάρχουν για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για όλη την διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Αυτό έχει συχνά συνοδευτεί από μια σταδιακή απώλεια της ανταγωνιστικότητας που ξεκινάει από τις διαφορές στον πληθωρισμό. Αυτές οι διαφορές δεν ήταν πολύ μεγάλες σε κανένα έτος, αλλά συσσωρευτικά το αποτέλεσμα ήταν ότι, βάσει του δείκτη τιμών λιανικής, οι τιμές στην Ελλάδα ανέβηκαν 28 τοις εκατό από το 2001 ως το 2009, στην Ισπανία 25 τοις εκατό ενώ οι αριθμοί για την Φινλανδιά και τη Γερμανία ήταν 13.3 τοις εκατό και 14 τοις εκατό αντίστοιχα. Τα κόστη εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (αριθμοί από τη βάση δεδομένων του Ο.Ο.Σ.Α.) στις χώρες που αναφέρθηκαν ανήλθαν σχεδόν 10 τοις εκατό σχετικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης (για την Πορτογαλία δεν διατίθενται οι αριθμοί) στην περίοδο 2002-2009, ενώ (με εξαίρεση το Λουξεμβούργο) τα κόστη ανά μονάδα προϊόντος είτε έπεσαν (ιδιαίτερα στη Γερμανία όπου υπήρξε μια πτώση 10 τοις εκατό) ή διαμορφώθηκαν με βάση το μέσο όρο.
Η «μεγάλη ύφεση» έχει σχετικά μικρή επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – για τον απλό λόγο ότι η ύφεση έχει ευρεία εξάπλωση και η ζήτηση για εισαγωγές κι εξαγωγές έχει πέσει, με σχετικά μικρές διαφοροποιήσεις στο καθαρό ισοζύγιο. Η μεγάλη ύφεση έχει σοβαρές επιπτώσεις στο έλλειμα του προϋπολογισμού. Ο δημόσιος δανεισμός αντικαθιστά τον ιδιωτικό δανεισμό, που σημαίνει ότι σε μια χώρα με έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών, ο ιδιωτικός δανεισμός από το εξωτερικό γίνεται δημόσιος δανεισμός από το εξωτερικό.
Καθώς η ευρωζώνη έχει την τάση να κρατάει σε ισορροπία το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και μερικές χώρες, κυρίως η Γερμανία, έχουν ουσιαστικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τότε σαν επακόλουθο άλλες χώρες θα έχουν ελλείματα. Τα τρία καίρια ζητήματα είναι μακροχρόνια. Πρώτον, ένα συνεχόμενο έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα καταστήσει μια χώρα ευάλωτη σε προβλήματα χρηματοδότησης του ελλείματος και προσέλκυσης της αντιστοιχης εισροής κεφαλαίων. Δεύτερον, το έλλειμα συνεχίζει να ανεβαίνει καθώς ο τόκος και οι σχετικές πληρωμές του συσσωρευόμενου χρέους αυξάνονται (εκτός αν οι εισαγωγές πέσουν σε σχέση με τις εξαγωγές). Τρίτον, ειδικά σε ένα καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι ελλειματικές χώρες θα βρίσκονται υπό την πίεση να «ισορροπήσουν τα βιβλία τους» εκτός κι αν οι χώρες με πλεόνασμα έχουν τη διάθεση να επεκταθούν.
Αυτή τη στιγμή, η προσοχή εστιάζεται στην ικανότητα μιας σειράς κυβερνήσεων να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση για τα ελλείματα στον προϋπολογισμό τους και να «διαπραγματευτούν» τα χρέη. Σε μια κλειστή εθνική οικονομία όπου η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να προμηθεύσει («τυπώσει») χρήματα στον ιδιωτικό τομέα, δεν θα υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα για τη διασφάλιση της οικονομίας. Στην ΟΝΕ, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζές τους έχουν απωλέσει την ικανότητά τους να παρέχουν χρήματα, και φυσικά, οι οικονομίες δεν μπορούν να θεωρηθούν κλειστές, και στην πραγματικότητα η κάθε χώρα έχει γίνει μια περιοχή της ευρωζώνης. Αυτό οδηγεί πολλούς από εμάς να επιχειρηματολογήσομε υπέρ ενός στιβαρού προϋπολογισμού της ΕΕ (της τάξης του 5 τοις εκατό του ΠΣΑ) και της ικανότητας της ΕΕ να λειτουργήσει τη δημοσιονομική πολιτική (δηλαδή να αποσύρει την απαίτησή της για ισορροπημένο προϋπολογισμό). Αν το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν ότι υπήρχε ανάγκη για χρηματοδότηση των ελλειμάτων που είχαν ανέβει σαν αυτόματοι σταθεροποιητές στη διάρκεια της ύφεσης και θα μπορούσαν να υποχωρήσουν καθώς να ανέκαμπταν οι οικονομίες, τότε η λύση θα ήταν άμεση – αν και μέσα στο πλαίσιο του ΠΣΑ, της Συνθήκης της Λισσαβώνας και τις πολιτικές πραγματικότητες της ΕΕ τις σχεδόν απίθανον να επιτευχθούν. Η ΕΕ θα δανειζόταν από το λογαριασμό της και ύστερα θα τα δάνειζε στις σχετικές κυβερνήσεις – μέλη. Η ΕΕ μπορεί να δανειστεί στο δικό της νόμισμα (το ευρώ) και μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει το νόμισμα που θα διασφάλιζε ότι δεν κινδυνεύει με αθέτηση.
Ωστόσο, η χρηματοδότηση των ελλειμάτων των προϋπολογισμών στην παρούσα κλίμακα δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα. Πρώτον, αυτά τα ελλείματα θα μειώνονταν εφόσον τα φορολογικά έσοδα αποκαθίστανται καθώς οι οικονομίες βγαίνουν από την ύφεση. Δεύτερον, είναι αρκετά πιθανό για πολλές χώρες οι απαιτήσεις του ΠΣΑ να είναι ασύμβατες με υψηλά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας. Η επίτευξη υψηλών επιπέδων εργασίας συχνά απαιτεί το ερέθισμα που προέρχεται από τις δημόσιες δαπάνες (καθ’ υπέρβαση της φορολογίας). Τρίτον, πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής και Νομισματικής Ένωσης έχουν μεγάλα ελλείματα τρεχουσών συναλλαγών που δεν προήλθαν από τη μεγάλη ύφεση και που εμφανίζονται μάλλον σαν μακροχρόνια χαρακτηριστικά. Αυτά τα ελλείματα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, και η ικανότητα των χωρών να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν αυτά τα ελλείματα πρέπει να αμφισβητείται σοβαρά.
Οι Μεσογειακές χώρες θα αντιμετωπίσουν μια ζοφερή πορεία σε σχέση με τον πληθωρισμό αν παραμείνουν στο ευρώ. Οι απόπειρες να επιβληθεί δημοσιονομική εξυγείανση για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του ΠΣΑ αναγκαστικά θα είναι αντιπληθωριστικές, και θα οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα ανεργίας. Η μοναδική «λύση» για να πληρούν τις απαιτήσεις του ελλείματος του προϋπολογισμού και να συγκρατήσουν το έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν η υποτίμηση. Υπάρχει ένας ξεκάθαρος κίνδυνος από τις προσπάθειες να μειώσουν τα ελλείματα του προϋπολογισμού με περικοπές των δημόσιων δαπανών και οι αυξήσεις στους φόρους θα είχαν περιορισμένη επιτυχία – περικοπές στις δημόσιες δαπάνες μειώνουν τα έσοδα των δημοσίων υπαλλήλων, των οποίων η αγοραστική δύναμη ελαττώνεται με αλυσσιδωτές αντιδράσεις στον ιδιωτικό τομέα, μείωση των φορολογικών εισφορών, αφήνοντας έτσι το έλλειμα του προϋπολογισμού με ελάχιστες αλλαγές. Αν το περιβάλλον υποτίμησης μείωνε τις πληθωριστικές πιέσεις θα μπορούσε να έχει αυτό κάποια επίδραση στην αποκατάσταση του ανταγωνισμού κι έτσι να τροποποιήσει το έλλειμα των τρεχουσών συναλλαγών.
Η ΕΝΕ στρείται μηχανισμών με τους οποίους οι χώρες θα μπορούσαν να επιλύσουν τα προβλήματα των ελλειμάτων τους. Η επιλογή που αντικρύζουν πολλές χώρες της ΕΝΕ είναι είτε η άκαπμτη παραμονή στο ευρώ και η ταλαιπωρία ενός αβέβαιου μέλλοντος υποτίμησης και υψηλών επιπέδων ανεργίας ή τελικά να αφήσουν το ευρώ. Τα οικονομικά προβλήματα μέσα στην ευρωζώνη είχαν αρχίσει να αρχίσει να διαφαίνονται από την έναρξή της κι οξύνθηκαν με την «μεγάλη ύφεση». Τα σφάλματα κρύβονται στο νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό του προγράμματος του ευρώ, που τώρα έχουν ενσωματωθεί και στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, κι όπου υπάρχει ελάχιστη προοπτική για σοβαρή αλλαγή εξαιτίας των απαιτήσεων για αλλαγή με πλήρη σύμπνοια. Χωρίς όμως βασική και θεμελιώδη αλλαγή, πολλές (ίσως και όλες) οι χώρες της ευρωζώνης αντικρύζουν ένα δυσοίωνο οικονομικό μέλλον.
Αφιέρωμα: κρίση δημόσιου χρέους
Ετικέτες: Malcolm Sawyer , Philip Arestis , ΕΕ , οικονομική κρίση , χρέος