Matthieu Méaulle – Ελλάδα: Ανάκαμψη, λιτότητα και διεθνείς ανισορροπίες |
Η παγκόσμια λιτότητα οδηγεί στην παγκόσμια κρίση. Ως εκ τούτου, η πολιτική λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μεγαλώσει την Ευρωπαϊκή κρίση. Αντίθετα, και ειδικότερα δεδομένης της αξιολόγησης ορισμένων Ευρωπαϊκών μελών κρατών για την ικανότητά τους να αποπληρώσουν το κυρίαρχο χρέος τους, μια παγκόσμια επεκτατική πολιτική θα μπορούσε να αποδυναμώσει το Ευρώ στις διεθνείς αγορές και να βάλει σε κίνδυνο την Ευρωπαϊκή συνοχή, τουλάχιστον ως προς την σφαίρα της παραγωγής κι ακόμη χειρότερα από πολιτικής πλευράς.
Όσο κι αν πιστεύεται πως οι ρίζες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης βρίσκονται σε παγκόσμιες ανισορροπίες, αυτές της Ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται στις μη-συντονισμένες οικονομικές πολιτικές. Κρίνεται τότε απαραίτητο να εκτιμηθούν οι αιτίες των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που βιώνουν κάποια μέλη κράτη, σε παγκόσμια[1] και τομεακά επίπεδα, και να αναλυθούν οι πιθανοί τρόποι εξόδου από την κρίση για κάποια από αυτά τα κράτη μέλη δεδομένων των περιφερειακών και διεθνών διασυνδέσεών τους, και στη σφαίρα της πραγματικής και στη σφαίρα της χρηματοοικονομίας. Απ’ αυτή την άποψη θα υποστηριχθεί ότι η λιτότητα σε όλη την Ευρώπη θα ήταν επιζήμια για την ανάπτυξη και συνεπώς για την χρηματοπιστωτική κρίση και τελικά για το σύστημα του Ευρώ.
Εν τούτοις, η πρόσφατη αύξηση στο παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σαν ένα επιχείρημα που υποστηρίζει πακέτα λιτότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά στην Ελλάδα. Η αξία των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών ήταν περίπου 25% υψηλότερη στους τρεις πρώτους μήνες του 2010 από την ίδια περίοδο του 2009,[2] σύμφωνα με τον Οργανισμό Παγκοσμίου Εμπορίου:[3]
Τιμές ανάπτυξης Παγκόσμιων Εμπορικών συναλλαγών, Ιαν. – Μάρτιος 2010
Εξαγωγές | Εισαγωγές | |||
---|---|---|---|---|
Ανά Έτος | Ανά Τρίμηνο | Ανά Έτος | Ανά Τρίμηνο | |
27 | -3 | Παγκοσμίως | 24 | -2 |
18 | -5 | Ευρωπϊκή Ένωση (27)[4] | 16 | -3 |
16 | -4 | εντός ΕΕ | 16 | -4 |
22 | -7 | εκτός ΕΕ | 16 | -1 |
Ακόμη κι αν οι παγκόσμιες εμπορικές συναλλαγές μειώθηκαν σε μια βάση μέτρησης από τρίμηνο σε τρίμηνο, συνεχίζουν να αυξάνονται σε ετήσια βάση. Παρόλα αυτά, οι εξαγωγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν περισσότερο από τις εξαγωγές μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι τιμές αύξησης σε εισαγωγές εντός κι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ίσες. Εν τούτοις, η αύξηση σε παγκόσμια αγαθά δεν είχε την ίδια επίδραση στις τρέχουσες συναλλαγές των χωρών μελών:
Τρέχουσες συναλλαγές (σε εκατομμύρια Ευρώ)
Πηγή: Βάση Δεδομένων Eurostat
Ωστόσο, μια αύξηση στο παγκόσμιο εμπόριο δεν θα μπορούσε να εκπροσωπεί μια ευκαιρία δεδομένου ότι το μερίδιο από τις εξαγωγές της Ελλάδας εκτός ΕΕ-27 εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης[5] διατηρήθηκαν στο 0,5% ενώ το μερίδιο εξαγωγών της Γερμανίας αυξήθηκε από 25% σε 27%. Επιπλέον, διαφορές στις αλλαγές των ελλειμάτων και πλεονασμάτων των τρεχουσών συναλλαγών που απεικονίζονται στον παραπάνω πίνακα μπορούν να εξηγηθούν από το επίπεδο του μεριδίου των εξαγωγών των διαφορετικών χωρών μέσα στο ΕΕ-27 κι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Εμπόριο εκτός ΕΕ- 27, Μερίδιο εξαγωγών ανά κράτος – μέλος
Πηγή: Βάση δεδομένων Eurostat
Επιπλέον, οι εξαγωγές της Ελλάδας εκτός ΕΕ- 27 είναι λιγότερο του 1% του Ελληνικού ΑΕΠ ενώ το Γερμανικό ανάλογο για το ίδιο μέγεθος είναι υψηλότερο από 10%.[6] Η Ελλάδα λοιπόν δεν μπορεί να υπολογίζει σε μια παγκόσμια ανάκαμψη σαν κίνητρο για την οικονομία της.
Από αυτή την άποψη, μπορεί να πει κανείς ότι οι καθαροί εξαγωγείς εκτός ΕΕ- 27 εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία ανάπτυξης στο παγκόσμιο εμπόριο για να βελτιώσουν τις τρέχουσες συναλλαγές τους.[7] Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αύξηση στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν επιζήμια για τους καθαρούς εισαγωγείς μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[8] Αν κοιτάξει κανείς την εξέλιξη των πλεονασμάτων κι ελλειμάτων τρεχουσών συναλλαγών σε ποσοστό ΑΕΠ, μπορεί να προσέξει την αντίθετη εξέλιξη των λογαριασμών:
Ελλείματα/πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών σε % του ΑΕΠ
Πηγή: Βάση Δεδομένων Eurostat
Μοιάζει τότε προβληματικό να υπολογίζει κανείς στη διεθνή ανάκαμψη ως παράγοντα τόνωσης της Ελληνικής οικονομίας. Ένας από τους κύριους λόγους είναι η χρέωση στο εξωτερικό των καθαρών εισαγωγέων που έρχεται σαν αποτέλεσμα, μαζί με την πολύ αργή αντίδραση των Ευρωπαίων αρχηγών, προς τις επιθέσεις κερδοσκοπίας που ασκήθηκε ενάντια σ’ αυτές τις χώρες στις χρηματοοικονομικές αγορά. Στην πραγματικότητα, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σ’ αυτές τις χώρες είναι τώρα όλα πιο ψηλά απ’ ότι στη Γερμανία.[9]
Επιπλέον, όπως απεικονίζεται στο παραπάνω γράφημα, θα ήταν πολύ άδικο για την Ελληνική οικονομία να την μεταχειρίζονται σαν δωρεάν επιβάτη που μόνο κερδίζει από την Ευρωπαϊκή ένωση χωρίς να κάνει καθόλου προσπάθειες να αυξηθεί η παραγωγικότητά της:
Πραγματικό ΑΕΠ ανά υπάλληλο, 1999=100
Πηγή: Βάση δεδομένων AMECO
Η Γερμανία είχε περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο, αλλά αυτή η επίδοση σμικρύνθηκε από αυτήν της Ελλάδας όπου η πραγματική απόδοση ανά εργαζόμενο στην οικονομία ανήλθε κοντά στο 30% σαν σύνολο. Η εικόνα – που συχνά επαναλάμβανεται στα ΜΜΕ στα πλαίσια της Ελληνικής κρίσης – της καινοτόμου Γερμανίας να προσπερνάει, οδηγώντας τις εξαγωγικές επιτυχίες της με ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι λοιπόν ξεκάθαρα μόνο μέρος της ιστορίας στην καλύτερη περίπτωση (κι απλά λανθασμένη όσον αφορά στην Ελληνογερμανική σύγκριση). Παρομοίως, το να μεταχειρίζονται τις χώρες του νότου (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) σαν «γουρούνια» (PIGS από τα αρχικά των χωρών Portugal, Italy, Greece, Spain) είναι παραπλανητικό, καθώς οι μέσοι όροι των ετήσιων ωρών εργασίας είναι οι μεγαλύτεροι στην Ευρώπη.
Ωστόσο, το γράφημα που ακολουθεί απεικονίζει μια μεγαλύτερη αύξηση σε ονομαστικούς μισθούς στην Ελλάδα σε σχέση με τη Γερμανία που αντισταθμίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της παραγωγικότητας στην Ελλάδα συγκριτικά με τη Γερμανία:
Ονομαστική αποζημίωση ανά εργαζόμενο, 1999=100
Πηγή: Βάση δεδομένων AMECO υπολογισμός ETUI (Ινστιτούτο Εμπορίου Ευρωπαϊκής Ένωσης)
Το γράφημα δείχνει ξεκάθαρα αυτοσυγκράτηση του ονομαστικού μισθού στη Γερμανία. Ενώ η ανάπτυξη της παραγωγικότητας ήταν πάνω από τον μέσο όρο κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες, η ανάπτυξη του ονομαστικού μισθού στη Γερμανία ήταν κάτω από το μέσο όρο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (ως το 2008). Οι Ιβηρικές χώρες είχαν 12-14 ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερη ανάπτυξη ονομαστικού μισθού, παρά την κάτω του μέσου όρου παραγωγικότητα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν σχεδόν 40 ποσοστιαίες μονάδες περισότερη που αντιστάθμισε το χάσμα της θετικής παραγωγικότητας, που ήταν γύρω στο 10%.
Για να το θέσουμε αλλιώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν σύνολο δεν μπορεί απλά να κατηγορεί την Ελλάδα για την κακή διαχείριση των τελευταίων 5 ή 10 χρόνων. Η χειροτέρευση των τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας επέτρεψε σε κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες να επωφεληθούν, και γιατί ήταν σχετικά πιο ανταγωνιστικές κι επειδή οι εργαζόμενοι είχαν χρήματα για να αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες που έρχονταν από το εξωτερικό: «Ειδικότερα, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα (και σε μια σειρά από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας και της Ιρλανδίας) είναι το είδωλο μιας αύξησης σε σχετική ανταγωνιστικότητα άλλων χωρών, κυρίως της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Επιπλέον οι τελευταίες χώρες δεν θα μπορούσαν να είχαν αυξήσει τις καθαρές εξαγωγές τους χωρίς την επέκταση της ταχύτερης ζήτησης στην πρώτη ομάδα, που, συχνά ξεχνάμε, ήταν επίσης υπεύθυνες για αρκετή από την Ευρωπαϊκή ανάπτυξη στην οικονομία και στις θέσεις εργασίας στα πρόσφατα έτη, ενώ η ανάπτυξη της ζήτησης και της απόδοσης στις χώρες με πλεόνασμα ήταν υποτονική. Το πρόβλημα είναι συμμετρικό και τέτοια θα πρέπει να είναι και η λύση του“.[10] Οπότε, μοιάζει τώρα άτοπο να επιμένουμε να θεραπεύσει η Ελλάδα μόνη της τα προβλήματά της μόνο με το να κάνει περικοπές στις δαπάνες, χωρίς κανένα κίνητρο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθώντας τις αρχές: «εμείς βάζουμε τάξη στο δικό μας σπιτικό κι αν οι άλλοι δεν το κάνουν, τότε καλά να πάθουν».[11] Επιπλέον, καθώς ο ιδιωτικός τομέας ξεπληρώνει τα χρέη του και προσπαθεί να ξαναχτίσει τους ισολογισμούς του, η κατανάλωση και οι επενδύσεις έχουν ήδη και σίγουρα θα συνεχίσουν να καταρρέουν, παίρνοντας στον κατήφορό μαζί τους και την παραγωγή.
Πρόσφατα, οι Ευρωπαίοι αρχηγοί συμφώνησαν να κατασκευάσουν ένα όχημα ειδικού σκοπού για να διαχειριστούν την χρηματοπιστωτική κρίση στην Ευρώπη. Εν τούτοις, πρώτα από όλα, μοιάζει προβληματικό να θεωρείται ότι μια τέτοια οικονομική κατασκευή μπορεί να αναπληρώσει το ρόλο μιας οικονομικής κυβέρνησης. Επιπλέον, κάνοντας αυτό, οι Ευρωπαίοι αρχηγοί δεν δρουν με γνώμονα μόνο το συμφέρον της Ελλάδας αλλά μάλλον για να προλάβουν τις δικές τους πιθανές μελλοντικές οικονομικές απώλειες αν δεν πάρουν αυτά τα μέτρα. Στην περίπτωση χρεωκοπίας, απώλειες θα είχαν όλοι εκείνοι που έχουν οικονομίες κι επενδύσεις σε Ελληνικά ομόλογα, οι μισοί σχεδόν εκ των οποίων είναι Γάλλοι, Γερμανοί και Ιταλοί. Από αυτή την άποψη, από τη μια οι Ευρωπαίοι ηγέτες δρουν για να αποφευχθεί μια μελλοντική κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, αποφεύγοντας έτσι και την κατάρρευση του συστήματος του Ευρώ, αλλά από την άλλη πλευρά, δεν γίνεται τίποτα για να δοθεί μια νέα ώθηση στην Ελληνική οικονομία: «Κυριολεκτικά εγγυάται πως η Ελλάδα, η Ισπανία, και άλλες χώρες με μεγάλα ιδιωτικά και δημόσια χρέη θα καταδικαστούν σε χρόνια οικονομική ύφεση και υψηλά επίπεδα ανεργίας».[12]
Επιπροσθέτως, μοιάζει δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι μια μείωση στις δημόσιες δαπάνες είναι ευνοϊκή για κέρδη στην παραγωγικότητα. Στην πραγματικότητα, μια μείωση στους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, ενώ μπορεί να ελαττώσει το χρέος, δεν μπορεί να επιφέρει βελτίωση στην ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας. Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι δεν παράγουν αγαθά και υπηρεσίες για εξαγωγές. Οπότε μια μείωση των μισθών τους θα ευνοήσει την ύφεση. Η αύξηση των μισθών στην Ελλάδα θα έπρεπε να ήταν πιο αργή και να συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι χώρες με πλεόνασμα θα έπρεπε επίσης να μπουν στο παιχνίδι και να προφτάσουν την καθυστέρηση στην αύξηση των πραγματικών μισθών. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η Γερμανική μισθοδοτική πολιτική για τους μισθούς, που έχει χαρακτηριστεί ως μερκαντιλιστική, να είναι πηγή ανάκαμψης. Επομένως, αν τα εθνικά χρέη είναι προβληματικά, σίγουρα, η πτώση των δημοσίων δαπανών, απέχοντας πολύ από το να λύσει το πρόβλημα, θα το επιδεινώσει μέσω μιας μείωσης της ανάπτυξης, δηλαδή την δημιουργία ύφεσης.
Τέλος, με την ευκαιρία της αναδιάρθρωσης των χρεών να έχει χαθεί,[13] το κόστος μιας αθέτησης οποιασδήποτε χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι υψηλότερο από όσο θα μπορούσε να είναι. Σίγουρα θα είχε στοιχίσει λιγότερο στους καθαρούς εξαγωγείς. Εξάλλου, ο βαθμός αναβολής κι ο χρόνος που χρειάστηκε για να προταθούν λύσεις για τη χρηματοπιστωτική κρίση σίγουρα έδωσε ένα κίνητρο στους κερδοσκόπους να επιτεθούν στο Ευρώ. Από αυτή την άποψη η μερική νομισματοποίηση του Ελληνικού χρέους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι βέβαια μια καλή αρχή. Τέτοια μέτρα θα έπρεπε να επεκταθούν στο πλαίσιο του άρθρου 122 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, ώστε να αποφευχθεί η αθέτηση οποιουδήποτε κράτους – μέλους. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η Γερμανία, η Αυστρία και άλλες χώρες με πλεόνασμα θα έπρεπε να δεσμευτούν να διατηρήσουν δημοσιονομικά κίνητρα και να μπουν σε μια φάση αυξήσεων των μισθών με ταχύτερο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Από την άλλη πλευρά, οι χρεωμένες χώρες θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να σταθεροποιήσουν τα δημόσια οικονομικά τους τείνοντας προς δημοσιονομικά πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα. Σε κάθε περίπτωση, οι στρατηγικές εξόδου πρέπει να αποσυγχρονιστούν και να διαφοροποιηθούν μεταξύ των χωρών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να αναθεωρήσει τους διάφορους μηχανισμούς συντονισμού πολιτικής με σκοπό να τους ενδυναμώσει και να στρέψει την προσοχή εκ νέου προς την κατεύθυνση που αποκαλύφθηκε αναγκαία από την κρίση, συγκεκριμένα: μια συμμετρική εστίαση στις χώρες με πλεόνασμα και έλλειμα, την παρακολούθηση των ιδιωτικών δυναμικών χρεών-αποταμιεύσεων, αντί να παρακολουθείται μόνο ο δημόσιος τομέας, κι έτσι να γίνει εστίαση στις θέσεις τρεχουσών συναλλαγών. Θα πρέπει, επίσης, να ενσωματώσουν τις ρυθμίσεις μισθών και τιμών και επομένως να ενδυναμώσει το ρόλο των κοινωνικών εταίρων. Τέλος, αυτά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα έπρεπε να εφαρμοστούν με ένα καθαρό όραμα για το μέλλον των προτύπων παραγωγής της ΕΕ. Βεβαίως, η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη στη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας.
Σημειώσεις
[1] -Θα χειριστούμε μόνο τις μακροοικονομικές ρίζες της κρίσης σ’ αυτό το κείμενο. Η διαφοροποίηση τους σε τομεακό επίπεδο αναμένεται να γίνει.
[2] – Σε σημερινά δολάρια ΗΠΑ
[3] – Δελτία τύπου Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στατιστική παγκόσμιου εμπορίου, 2 Ιουνίου 2010, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://www.wto.org/english/news_e/pres10_e/pr604_e.htm#_ftn1
[4] – “Intra EU” («Εντός ΕΕ») είναι το εμπόριο μέσα στην ΕΕ. “Extra EU” («εκτός ΕΕ») σ’ αυτόν τον πίνακα είναι εμπόριο μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ και άλλων εκτός της ΕΕ.
[5] – Τα 27 κράτη μέλη.
[6] – Βλ. Βάσεις δεδομένων των Eurostat και AMECO
[7] – Στα τελευταία δέκα χρόνια οι θετικές τρέχουσες συναλλαγές για το εμπόριο εκτός ΕΕ 27 της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 258% ενώ το αντίστοιχο αρνητικό της Ελλάδας επιδεινώθηκε κατά 94% (Βάση Δεδομένων Eurostat).
[8] – Στα τελευταία δέκα χρόνια οι θετικές τρέχουες συναλλαγές για το εμπόριο μέσα στην ΕΕ 27 της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 177% ενώ οι αρνητικές της Ελλάδας επιδεινώθηκαν κατά 41%. Στην ουσία το μερίδιο εξαγωγών της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ 27 ήταν κάτω από 1,5% στα τελευταία δέκα χρόνια ενώ το ίδιο μερίδιο για τη Γερμανία ήταν πάνω από 19% στα τελευταία δέκα χρόνια (Βάση Δεδομένων Eurostat).
[9] – Βλ. Πίνακες της ΕΚΤ, διαθέσιμους στην ιστοσελίδα http://www.ecb.int/stats/money/long/html/index.en.html.
[10] – P. Arestis & G. A. Horn (2010), “Open letter to Europen policymakers: The Greek crisis is a European crisis and needs European solutions beyond emergency packages”, («Ανοιχτή επιστολή στους πολιτικούς: Η Ελληνική κρίση είναι μια Ευρωπαϊκή κρίση και χρειάζεται λύσεις πέρα από τα επείγοντα πακέτα») διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.boeckler.de/pdf/memorandum_arestis_horn.pdf.
[11] – Στο T. Padoa-Schioppa (2010), “The debt crisis in the Euro Area : Interest and Passion”, (Η χρηματοπιστωτική κρίση στην περιοχή του Ευρώ) Policy Brief, Notre Europe.
[12] – SD. Rodrik (2010), « Who lost Europe ? », (Ποιος έχασε την Ευρώπη;) Social Europe Journal, τεύχος Ιουνίου.
[13] – Βλ. M. Aglietta (2010), “La longue crise de l’Europe”, (Η μακρά κρίση της Ευρώπης) Le Monde, 17 Μαίου.
Αφιέρωμα: κρίση δημόσιου χρέους
Ετικέτες: Matthieu Méaulle , ΕΕ , ελλάδα , οικονομική κρίση , χρέος