Erin J. Black – Η σκηνούπολη του Έντμοντον και ο αγώνας για τον δημόσιο χώρο |
Η εμφάνιση μιας Σκηνούπολης στο κέντρο του Έντμοντον το καλοκαίρι του 2007 ήταν χαρακτηριστική της συνεχιζόμενης διαπραγμάτευσης για τη χρήση του αστικού δημόσιου χώρου. Πολλοί χρήστες διεκδικούν την πόλη και ο αστικός δημόσιος χώρος είναι προϊόν συγκρούσεων για το ποιος έχει δικαιώματα σε αυτόν (Mitchell 1995). Ο δημόσιος χώρος παίζει σημαντικό ιδεολογικό ρόλο στις δημοκρατικές κοινωνίες. Καίρια για την αντίληψή μας για τα πολιτικά δικαιώματα και τη δημοκρατία είναι η διάκριση ανάμεσα στη ʺδημόσιαʺ και την ʺ ιδιωτικήʺ σφαίρα, με τη δημόσια σφαίρα να θεωρείται ο χώρος των ʺκοινώνʺ (commons) και την ιδιωτική να γίνεται αντιληπτή ως χώρος ελευθερίας από την κρατική ή κοινωνική εισβολή. Μολονότι η δημόσια σφαίρα δεν είναι άμεσα συνώνυμη με το δημόσιο χώρο, υπάρχει μεταξύ τους μια ισχυρή σχέση: η δημόσια σφαίρα είναι η φυσική τοποθεσία όπου οι πολίτες μπορούν να συγκεντρωθούν και να προκύψει πολιτική. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στο δημόσιο χώρο είναι καίρια, προκειμένου να διασφαλιστεί η πολιτική ολοκλήρωση στη δημόσια σφαίρα. Επειδή οι άστεγοι δεν έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικές κατοικίες, οι ζωές τους είναι άθελά τους δημόσιες ( Kawash 1998). Η επακόλουθη χρήση από αυτούς του δημόσιου χώρου για ιδιωτικές ανάγκες δείχνει μια ρωγμή στον πυρήνα των αρχών της φιλελεύθερης κοινωνίας. Οι διεκδικήσεις των άστεγων χρηστών στην πόλη αντιμετωπίζονται διαφορετικά από εκείνες των άλλων χρηστών. Οι κυβερνήσεις τείνουν να τους αποκλείουν από τους δημόσιους χώρους, για να επανεγκαθιδρύουν τις φιλελεύθερες αρχές ως νόμιμες. Η Σκηνούπολη ήταν μια διεκδίκηση του άστεγου πληθυσμού του Έντμοντον που κατέλαβε τον αστικό δημόσιο χώρο και τον χρησιμοποίησε ως τόπο διαμονής, σε μια παραβίαση των κοινωνικών κανόνων (Cresswell 1996). Αυτή η ιδιαίτερη μάχη για κοινωνικο-φυσικό χώρο μας επιτρέπει να δούμε τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για την έννοια του χώρου στη διαμόρφωση της ιδιότητας του πολίτη.
Η πρώτη εγκατάσταση σε κοινότητα του άστεγου πληθυσμού του Έντμοντον πήρε σάρκα και οστά όταν μια μικρή ομάδα άστεγων άρχισαν να κατασκηκώνουν σε ένα εσώτερο πάρκο της πόλης τον Μάιο του 2007. Επειδή απαγορεύεται η δημόσια χρήση των πάρκων τη νύχτα, η αστυνομία κάλεσε την ομάδα να μετακομίσει αλλού. Εγκαταστάθηκαν σε ένα χώρο πίσω από το αστυνομικό τμήμα και ύστερα στο χώρο στάθμευσης μιας υπηρεσίας για αστέγους, αλλά απομακρύνθηκαν από τις αρχές και από τους δυο αυτούς χώρους. Ως αποτέλεσμα, οι κατασκηνωτές μετακόμισαν σε ένα ακατοίκητο κομμάτι γης στο κέντρο του Έντμοντον, και πάλι κοντά σε μια υπηρεσία της πόλης. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, ο καταυλισμός είχε πάνω από 200 ενοίκους. Κι έγινε ευρέως γνωστό ως η Σκηνούπολη του Έντμοντον.
Η ίδρυση ενός καταυλισμού αστέγων στο κέντρο του Έντμοντον οδήγησε σε νέες αντιλήψεις περί του αστικού χώρου. Η έρευνά μου, που έγινε στο πλαίσιο ενός μεταπτυχιακού διπλώματος στις Πολιτικές Επιστήμες, εστίασε στα ακόλουθα ερωτήματα: 1) Γιατί η Σκηνούπολη εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 2007; 2) Πώς έγινε αντιληπτή και βιώθηκε από τους κατοίκους της, τους παρόχους κοινωνικών υπηρεσιών και τους κρατικούς αξιωματούχους; 3) Με ποιο τρόπο τα γεγονότα της Σκηνούπολης μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το πώς οι δημόσιοι χώροι του Έντμοντον στεγάζουν τους αστέγους; 4) Με ποιον τρόπο η ύπαρξη της Σκηνούπολης διαμορφώνει την κυβερνητική πολιτική για τη στέγη και τους αστέγους; Πήρα 22 συνεντεύξεις από τους κατοίκους του καταυλισμού, τους κρατικούς αξιωματούχους που βοήθησαν στη διοίκηση της Σκηνούπολης ή ενεπλάκησαν στην διαμόρφωση πολιτικής για τους άστεγους, τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, και από τους παρόχους κοινωνικών υπηρεσιών που έχουν να κάνουν με τον άστεγο πληθυσμό. Μολονότι οι πάροχοι υπηρεσιών είχαν κριτική άποψη και σχόλια, η ιστορία της Σκηνούπολης ξεδιπλώθηκε πρώτα από όλα ως αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους άστεγους κατασκηνωτές και τους κρατικούς αξιωματούχους. Όπως προέκυψε από τις συνεντεύξεις, τρία ήταν τα μεγάλα θέματα για τους κατοίκους: ο καταυλισμός αντιπροσώπευε έναν τόπο διαμονής που είχε χαρακτήρα σπιτιού ( Wright 1997). Νέες συλλογικές ταυτότητες αναδύθηκαν από την κοινή εμπειρία του επαναπροσδιορισμού τους σε σχέση με το φυσικό χώρο. Και από τη στιγμή που η κυβέρνηση εγκαθίδρυσε ξανά θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου, η κοινότητά τους διαλύθηκε και το μέρος έκλεισε. Για τους κρατικούς αξιωματούχους, ο καταυλισμός αντιπροσώπευε έναν αναρχικό χώρο που δεν αποτελούσε την κατάλληλη λύση για το πρόβλημα των αστέγων. Δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν Σκηνουπόλεις όταν υπήρχαν πιο ασφαλείς εναλλακτικές λύσεις για το θέμα της στέγης. Οι κρατικοί αξιωματούχοι εστίασαν τις συζητήσεις τους στις διδάγματα που προέκυψαν από τη διοίκηση του καταυλισμού, όπως κι από την ενδυνάμωση των εργασιακών σχέσεων μεταξύ αρχών και άστεγων κατασκηνωτών. Ένιωθαν ότι αυτές οι σχέσεις συνετέλεσαν στην εγκαθίδρυση πιο αποτελεσματικών και συνεργατικών προσεγγίσεων πολιτικής σε σχέση με την αντιμετώπιση του ζητήματος των αστέγων μετά τη Σκηνούπολη.
Τα κεντρικά φερώνυμα του σπιτιού χαρακτηρίζονται ως: καταφύγιο, αξιοπρεπή κριτήρια ζωής και υλικών συνθηκών, ιδιωτικότητα και έλεγχος, κοινωνικές σχέσεις που εμπεριέχουν αγάπη και φροντίδα και συναισθηματική/ φυσική ευημερία ( Watson & Austerberry 1986: 97). Μολονότι οι ένοικοι της Σκηνούπολης συσχέτισαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά με τον καταυλισμό, δημιούργησαν διακρίσεις ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο για να υπάρξει περισσότερη ιδιωτικότητα στην κατασκήνωση και συμφώνησαν σε κανόνες συμπεριφοράς για τη διατήρηση της ειρήνης και της τάξης. Τα ‘συλλογικά μάτια’ της κοινότητας συνέβαλαν στη διασφάλιση της προσωπικής ασφάλειας των άλλων και οι ερωτώμενοι αναφέρονταν συχνά στους εαυτούς τους και τους άλλους κατασκηνωτές σαν σε μια μεγάλη οικογένεια. Ήταν σαφές ότι οι ένοικοι έζησαν δραματικές βελτιώσεις στη συνολική ποιότητα ζωής τους. Η Σκηνούπολη άρχισε να καταρρίπτει τους αυστηρούς διαχωρισμούς μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού και οι κάτοικοι απήλαυσαν ορισμένα οφέλη που πήγαζαν από το γεγονός ότι ζούσαν σε ένα ιδιωτικό μέρος, όπως και τα οφέλη της κοινοτικής ζωής. Ενώ οι ένοικοι της Σκηνούπολης ήταν συνηθισμένοι να θεωρούνται ʺ εκτός τόπου ʺ (Wright 1997) στην ευρύτερη κοινότητα, η ενεργή κατάληψη κοινωνικο-φυσικού χώρου τούς επέτρεψε να αναπτύξουν μια συλλογική ταυτότητα. Έγιναν το ʺ δημόσιο ʺ σε εκείνη την συγκεκριμένη κοινωνικο-φυσική σφαίρα, που ιδρύθηκε στη βάση ενός εναλλακτικού οράματος της κοινωνικής τάξης.
Ως τα μέσα Ιουλίου 2007, ο καταυλισμός στέγαζε πάνω από 200 ένοικους, ενώ διάφορες συμμορίες και έμποροι ναρκωτικών είχαν αποκτήσει μια αυξανόμενη παρουσία. Επειδή οι κρατικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν τον καταυλισμό αναρχικό χώρο, λήφθησαν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας για να δημιουργηθεί ένας χώρος με κάποια δομή και κανόνες. Στις αρχές Αυγούστου 2007, οι διοικητικές αρχές ανακοίνωσαν ότι η Σκηνούπολη θα έκλεινε και ένα βήμα προς το κλείσιμο υπήρξε η κατασκευή ενός αλυσόπλεκτου φράκτη γύρω από τον καταυλισμό. Οι αρχές προχώρησαν στην καταγραφή και την ταυτοποίηση των ενοίκων και προσέλαβαν ιδιωτικούς φρουρούς ασφαλείας για τη διατήρηση της τάξης. Άρχισαν επίσης να ψάχνουν για εναλλακτικές στεγαστικές διευθετήσεις για τους ένοικους της Σκηνούπολης. Ο καταυλισμός διαλύθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 2007, ενώ βρέθηκε εναλλακτική στέγη για τους 58 από τους περίπου 200 ένοικους.
Μολονότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι η διοίκηση του καταυλσμού υπήρξε πολύ επιτυχής κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι ένοικοι της Σκηνούπολης είχαν διαφορετική άποψη. Η Σκηνούπολη υπήρξε μια ʺ ελεύθερηʺ ζώνη ανοιχτή σε όλους, αλλά από τη στιγμή της ταυτοποίησης και της έλευσης φρουρών ασφάλείας, η κινητικότητα των κατασκηνωτών περιορίστηκε και η παρουσία τους στο μέρος υπόκειτο στην κρίση των φρουρών ασφαλείας. Ιδιωτικοί φρουροί ασφαλείας επέβαλλαν κανονισμούς, που βρίσκονταν σε αντίθεση με τους κανόνες που είχαν θεσπίσει οι ένοικοι. Σε μια προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου στον καταυλισμό, χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικές αποκλεισμού, που ασκούνται συχνά σε δημόσιους χώρους οι οποίοι θεωρούνται εκτός ορίων για τους αστέγους. Στις σκηνές των ενοίκων γίνονταν απροειδοποίητα έλεγχοι, ο μικρός ιδιωτικός χώρος που είχαν διεκδικήσει οι ένοικοι παραχωρούσε τη θέση του σε έναν κοινωνικο-φυσικό χώρο υπό την κυριαρχία του κράτους. Τη νέα συλλογική ταυτότητα αντικαθιστούσαν οι προηγούμενες ταυτότητες που είχαν οι ένοικοι ως ʺ άστεγοι ʺ.
Ο αλυσόπλεκτος φράκτης που παρέμεινε και μετά το κλείσιμο του καταυλισμού δεν επισφράγισε μόνο το τέλος της πρόσβασης των ενοίκων της Σκηνούπολης σε ζωντανό χώρο, αλλά και την έλλειψη πρόσβασης της κοινότητας σε χώρο αναψυχής (προηγουμένως ήταν ένας χώρος ανοιχτός σε όλους). Η Σκηνούπολη έκλεισε, οι ένοικοι απομακρύνθηκαν και η χρήση του χώρου στο μέλλον – από οποιονδήποτε- απαγορεύτηκε. Οι τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις προτίμησαν να μείνει ο χώρος άδειος και ασφαλής, παρά να διακινδυνεύσουν τη μελλοντική χρήση του ως τόπου κατοικίας από αστέγους ή κοινότητες. Οι απόπειρες διεκδίκησης του ελέγχου στον αστικό δημόσιο χώρο δεν σταμάτησαν εκεί. Η αστυνομία αύξησε τον αριθμό των επιχειρήσεων-σκούπα για τους αστέγους σε όλη την πόλη, προκειμένου να αποτρέψει την παράνομη κατάληψη αστικών χώρων. Οι συνεντεύξεις αποκάλυψαν ότι η κατάσχεση των σκηνών των αστέγων έγινε συνηθισμένη πρακτική, αντανακλώντας μια περαιτέρω διάβρωση των δικαιωμάτων των άστεγων στην ιδιωτικότητα και την κατοχή προσωπικών αντικειμένων. Το μήνυμα ήταν σαφές: η κατάληψη αστικού δημόσιου χώρου από αστέγους δεν θα ήταν πλέον ανεκτή και ειδικότερα η συλλογική κατάληψη αστικού δημόσιου χώρου από αστέγους απαγορευόταν. Προληπτικά έγιναν αυξημένοι έλεγχοι στους δημόσιους χώρους. Μολονότι η Σκηνούπολη έδωσε την ευκαιρία στους αστέγους να εκπροσωπούνται στο ʺ δημόσιο ʺ για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αυτό οδήγησε τελικά σε μεγαλύτερο αποκλεισμό τους από τους δημόσιους χώρους, συρρικνώνοντας έτσι τα πολιτικά δικαιώματα των αστέγων στο Έντμοντον.
Η Σκηνούπολη επέτρεψε στους κρατικούς αξιωματούχους να αναπτύξουν αυξημένη επίγνωση των φραγμάτων που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι και πολλοί έμαθαν πώς να δουλεύουν πιο αποτελεσματικά μαζί τους. Η αυξημένη γνώση αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο για τους αξιωματούχους, προκειμένου να διαμορφώσουν καλύτερα προγράμματα που μπορούσαν να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια στις ανάγκες του άστεγου πληθυσμού. Για παράδειγμα, μετά τη διάλυση της Σκηνούπολης, η αστυνομία έδωσε στους κατασκηνωτές στην πόλη την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με εργαζόμενους απέξω για να έχουν πρόσβαση σε υποστήριξη και υπηρεσίες όταν τους ζήτησαν να εγκαταλείψουν το δημόσιο χώρο. Μολονότι οι κατασκηνωτές δεν ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν αυτή την υποστήριξη, έπρεπε παρόλα αυτά να μετακομίσουν. Επιπλέον, μετά τη διάλυση της Σκηνούπολης, η κυβέρνηση, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, υιοθέτησε νέες προσεγγίσεις για τους αστέγους. Η φιλοσοφία αυτή, γνωστή ως ʺ Η στέγη πρώταʺ, εστιάζεται στη μετακίνηση των ανθρώπων από τους δρόμους ή τα καταφύγια για αστέγους σε δικά τους διαμερίσματα, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι πρωταρχική ανάγκη των άστεγων είναι μια σταθερή κατοικία. Αυτή ήταν μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα των έκτακτων καταφυγίων ή της προσωρινής στέγης.
Η Σκηνούπολη υπήρξε μια κρίσιμη χρονική στιγμή, καθώς οι άστεγοι διεκδίκησαν το δικαίωμα να καταλάβουν αστικό δημόσιο χώρο και, μπροστά στην έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, μεταμόρφωσαν τον κοινωνικο-φυσικό χώρο σε τόπο κατοικίας. Αυτό οδήγησε στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων αντιλήψεων για την κατάλληλη συμπεριφορά και τις φιλελεύθερες διακρίσεις μεταξύ ʺ δημοσίου ʺ και ʺ ιδιωτικού ʺ. Η Σκηνούπολη αποτέλεσε μια πράξη παραβίασης της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης και διεκδίκηση , της κοινωνικής νομιμοποίησης από πλευράς των αστέγων. Από τη μια πλευρά, το αποτέλεσμα ήταν ο αυξημένος έλεγχος των δημόσιων χώρων από τις αρχές, από την άλλη πλευρά οδήγησε σε επίσημες δεσμεύσεις ότι οι άστεγοι θα αποκτούσαν πρόσβαση σε ιδιωτικούς χώρους. Μολονότι η πρόσβαση σε ιδιωτικές κατοικίες θα είναι αναμφίβολα θετική ( εάν οι δεσμεύσεις υλοποιηθούν), αυτό δεν εξουδετερώνει τον αυξημένο αποκλεισμό των αστέγων από τους δημόσιους χώρους. Εδώ είναι που συναθροίζονται τα “κοινά”. Χωρίς πρόσβαση στον δημόσιο χώρο, οι άστεγοι στο Έντμοντον εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένοι από την ιδιότητα του πολίτη.
Σημείωση
Λόγω έλλειψης χώρου, οι απόψεις των παρόχων υπηρεσιών δεν παρατίθενται εκτενώς σ’ αυτό το κείμενο.
Βιβλιογραφία
- Cresswell, Tim. In Place/Out of Place: Geography, Ideology, and Transgression. Minneapolis, Minnesota: University of Minnesota Press, 1996.
- Kawash, Samira. “The Homeless Body.” Public Culture 10, νο. 2 (1998): 319-339.
- Mitchell, Don. “The End of Public Space? People’s Park, Definitions of the Public, and Democracy.” Annals of the Association of American Geographers 85, νο. 1 (1995): 108-133.
- Watson, Sophie και Helen Austerberry. Housing and Homelessness: A Feminist Perspective. Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul, 1986.
- Wright, Talmadge. Out of Place: Homeless Mobilizations, Subcities, and Contested Landscapes. Albany: State University of New York Press, 1997.
Αφιέρωμα: πόλεις σε αναταραχή
Ετικέτες: Erin Black , δημόσιοι χώροι , Καναδάς , κατοικία , πόλεις , υπηκοότητα