Axel Bruns – Ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής/κατανάλωσης; |
Ο διάλογος μεταξύ του Paul Hartzog και του Trebor Scholz, ο οποίος σχετίζεται με αυτό το παρόν θέμα του Re-public, ξεκινά με μία συζήτηση για το εάν η παραδοσιακή, κριτική έμφαση που αποδίδεται στο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, σημαίνει, ακόμα, κάτι σε έναν δικτυωμένο κόσμο, όπου κυριαρχεί η δημιουργία περιεχομένου από τους χρήστες ή αυτό που θα αποκαλούσα παραγωγή/κατανάλωση (produsage). Αυτό που, περιέργως, απουσιάζει από τη συζήτηση, αν και (και από τους άλλους αρθρογράφους που περιλαμβάνονται εδώ, μόνο ο Michel Bauwens ασχολείται με αυτό λεπτομερώς) είναι κάποια σκέψη για το ποιος ελέγχει τα μέσα διανομής – μία ερώτηση, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των δομών εξουσίας στο κοινωνικό Web.
Ίσως αυτή η παράλειψη δεν αποτελεί έκπληξη – κατά τη διάρκεια της δεκαετίας ή των δύο τελευταίων δεκαετιών που πολλοί από μας χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο, έχουμε εσωτερικεύσει την άποψη, ότι για κάθε κομμάτι περιεχομένου που δημιουργείται και αναγγέλλεται στο διαδίκτυο, ο Ιστός θα φροντίσει, χωρίς οποιαδήποτε αποτυχία, να το διανείμει σε οποιονδήποτε το θέλει, και, ακόμα, οι πρόσφατες συζητήσεις (στις ΗΠΑ) σχετικά με την ουδετερότητα του δικτύου έχουν συνεισφέρει ελάχιστα στο να μας ωθήσουν να αμφισβητήσουμε αυτή την άποψη. Ο περιφραγμένος κήπος της AOL ήταν το τελευταίο ισχυρό προπύργιο που αντιστεκόταν στις ισχυρές δυνάμεις της στιγμιαίας, παγκόσμιας διανομής, αλλά, τελευταία, καταρρέουν, ακόμα, και αυτοί οι τοίχοι.
Και ναι, για ένα διάστημα έμοιαζε έτσι – τα μοντέλα πρόσβασης επί πληρωμή εξαφανίστηκαν με το χρόνο, εκούσια ή με λίγη βοήθεια από την αδελφότητα των ομοϊδεατών, και νέα πιο εκλεπτυσμένα εργαλεία που επιτρέπουν σε ολοένα και περισσότερους από εμάς να ενεργοποιήσουμε και να δημοσιεύσουμε το δικό μας περιεχόμενο στον παγκόσμιο ιστό, να βρούμε και να ανταποκριθούμε στο αντίστοιχο των άλλων, ακόμα και να συνεργαστούμε με μεγάλες κοινότητες άλλων χρηστών με ελεύθερες και ανοιχτές διαδικασίες κοινοτικής δημιουργίας περιεχομένου. Ξανά, οι προφανώς απαρακώλυτες διανεμητικές δυνάμεις του Διαδικτύου σήμαιναν ότι η ιδιοκτησία και ο έλεγχος των μέσων διανομής φαινόταν ότι δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να ανησυχούμε (εκτός εάν βρεθούμε σε χώρες όπου η διανομή συγκεκριμένου περιεχομένου δεν επιτρέπεται για πολιτικούς και άλλους λόγους).
Φυσικά η «διανομή» σε ένα δικτυωμένο κόσμο δεν σήμαινε πια ό,τι παλαιότερα, την εποχή της βιομηχανοποίησης, όταν είχαμε να κάνουμε, κυρίως, με αγαθά σε φυσική μορφή. Πείτε το πρόσβαση, πείτε το συναλλαγή, πείτε το αλληλεπίδραση: καθώς το σταθερό μοντέλο παραγωγού > διανομέα > καταναλωτή αντικαταστάθηκε, ιδίως στο πλαίσιο της κοινωνικής και συνεργατικής εμπλοκής με την πληροφορία, από ένα μοντέλο παραγωγής/κατανάλωσης στο οποίο είμαστε όλοι συνεχώς σε θέση να ενεργούμε και σαν χρήστες και σαν παραγωγοί περιεχομένου (δηλαδή, σαν παραγωγοί/καταναλωτές), ιδιοκτησίας αυτών των μέσων αλληλεπίδρασης – τα οποία δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να ανακαλύψουν άλλους χρήστες και το περιεχόμενο που δημιουργούν, να έχουν πρόσβαση και να ανακτούν το εν λόγω περιεχόμενο και να ανταποκρίνονται σε αυτό πραγματοποιώντας τις δικές τους συνεισφορές και τροποποιήσεις – εξελίσσεται στο κεντρικό σημείο ελέγχου.
Στο δικό του άρθρο, ο Michel Bauwens το περιγράφει σαν ένα ζήτημα των πλατφόρμων, οι οποίες υποστηρίζουν το κοινωνικό Web και σχηματίζουν μια χρήσιμη διαφοροποίηση μεταξύ των πλατφόρμων που δημιουργούνται από ένα συμμετοχικό μοντέλο (όπου οι εμπορικοί ιδιοκτήτες προσφέρουν χώρο σε χρήστες για να συνεργαστούν) και των πλατφόρμων που βασίζονται σε ένα μοντέλο στήριξης των κοινών αγαθών (όπου διαχειρίζονται την πλατφόρμα κοινωνικού προσανατολισμού μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και τα εμπορικά συμφέροντα παίζουν μόνο ένα συμπληρωματικό ρόλο). Έχει δίκιο, φυσικά – αν έχουμε στο μυαλό μας ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο μοντέλα κλειδιά μπορούν να υπάρχουν και άλλες υβριδικές διαφοροποιήσεις – και παρ’ όλα αυτά αυτός ο μάλλον παθητικός όρος «πλατφόρμα», ίσως να υποβαθμίζει τη σημασία του καθοριστικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν σήμερα αυτά τα εργαλεία στο αλληλοεπιδρούν, συνεργατικό κοινωνικό Web.
Έτσι, χωρίς να διαφωνήσουμε με τον Michel, ας αναλογιστούμε το ρόλο αυτών των εργαλείων ως μέσα αλληλεπίδρασης. Για να το κάνουμε αυτό δεν σημαίνει ότι ζητήματα που σχετίζονται με τα μέσα παραγωγής ή τα μέσα χρήσης δεν είναι πλέον σχετικά: είναι, ιδίως για κοινότητες που μειονεκτούν γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά, αλλά η παραγωγή και η χρήση δεν είναι τίποτα, χωρίς την αλληλεπίδραση ως σημείο σύνδεσης μεταξύ των δύο αυτών πρακτικών. Εκεί είναι, λοιπόν, που παίζεται το παιχνίδι τώρα. Και η αυξανόμενη εκλέπτυνση των πρόσφατων μέσων αλληλεπίδρασης του Δικτύου – παραγωγής, κοινωνικής δικτύωσης, άλλων μορφών συνεργασίας και κοινωνικής εμπλοκής στο διαδίκτυο- και η, κατά τα άλλα, απλή φύση της βασικής υποδομής της αλληλεπίδρασης στο Web2.0 είναι, επίσης, ο λόγος για τον οποίο πρέπει πια να αναλογιστούμε εκ νέου ποιος ελέγχει αυτά τα μέσα αλληλεπίδρασης.
Ας μην περιορίσουμε τον ορισμό αυτών των μέσων μόνο στις πιο πρόσφατες εισόδους, αν και –ήταν η Google, όχι, όμως, η πρώτη, αλλά αυτή που σίγουρα είχε τον πρώτο θεμελιώδη μετασχηματιστικό αντίκτυπο εδώ: η κυρίαρχη μοντέρνα μηχανή αναζήτησης, κατέστησε δυνατό ένα τελείως νέο επίπεδο ανακάλυψης και πρόσβασης, χωρίς το οποίο η αλληλεπίδρασή μας με το περιεχόμενο των άλλων δεν θα ήταν δυνατόν να είναι τόσο αποτελεσματική και εκλεκτική, όπως τελικά κατέληξε να είναι. Η Google (η μηχανή αναζήτησης, όχι το πλήθος των επιπρόσθετων εργαλείων που έχουν κάνει τελευταία την εμφάνισή τους) κάνει λίγα περισσότερα από το να γεφυρώνει το κενό μεταξύ των παραγωγών και των χρηστών της πληροφορίας – διευκολύνει την αλληλεπίδραση, χωρίς να καθορίζει τη μορφή που θα πάρει η αλληλεπίδραση- και, εν τούτοις, είναι ουσιαστικά απολύτως απαραίτητη σε αυτή τη διαδικασία αλληλεπίδρασης. Οι περιστασιακές συζητήσεις μας για το ποιες μορφές πληροφορίας (και συνεπώς, η αλληλεπίδραση με την πληροφορία) πριμοδοτεί το σύστημα PageRank, πώς μπορούμε να παίξουμε με αυτά τα μέσα αλληλεπίδρασης μέσω του googlebombing και του linkfarming, και πώς η επιβολή ή η λογοκρισία των αποτελεσμάτων αναζήτησης της Google σε ορισμένες περιοχές επηρεάζει αυτούς που διαμένουν εκεί, κάθε ένα από αυτά δείχνει ότι το ποιος ελέγχει τη Google ως μέσο αλληλεπίδρασης έχει καταστεί σημαντικό ζήτημα της δικτυωμένης εποχής μας.
Και, παρ’ όλα αυτά, η Google ως μηχανή αναζήτησης κάνει λίγα περισσότερα από το να δουλεύει εντός των υπαρχόντων περιορισμών της τεχνολογίας του Web2.0, με την μη υποκείμενη σε αλλαγή, την εμφανώς ασταθή μορφή σύνδεσης, η οποία είναι πάντα μόνο ένα URL μακριά από το να καταρρεύσει. Η Google φροντίζει για το ένα μέρος της διασύνδεσής με άλλους στο Web2.0 – ανακαλύπτοντας τι και ποιος υπάρχει εκεί έξω (ή τι υπήρχε εκεί έξω την τελευταία φορά που πέρασε το Googlebot). Δεν παρακολουθεί το πού πήγε κάτι ή πού πήγαν κάποιοι και τι μπορεί από τότε να έχουν πει για εμένα, τους φίλους μου ή τους ανθρώπους και τα θέματα που μ’ ενδιαφέρουν. Έχουμε εισάγει ανοικτά και ιδιόκτητα εργαλεία και συστήματα να το κάνουν αυτό ως επιπρόσθετα μέσα αλληλεπίδρασης – από το υλικό του RSS, το permalinks και το καταργημένο πρωτόκολλο Trackback για χάρη των del.icio.us, Digg και του Google Analytics. Ή πράγματι, έχουμε αλλάξει σε εμπλουτισμένα δίκτυα εντός του Web2.0, από το Friendster και το LinkedIn στους απογόνους τους δεύτερης και τρίτης γενιάς: ιστοσελίδες που ακόμα μεταφέρουν το περιεχόμενό τους στο χρήστη σε HTML, αλλά που η εσωτερική ανακάλυψη πληροφοριών, αλληλεπίδρασης και οι διαδικασίες ανταπόκρισης λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τη λογική της ιδιόκτητης βάσης δεδομένων.
Από αυτή την οπτική, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η εποικοδομητική ή (εξαρτάται από την άποψή σας) ύπουλη συνεισφορά των ιστότοπων του κοινωνικού Web από το Digg μέχρι το Facebook είναι να υπερ-ενισχύουν τη διαδικασία αλληλεπίδρασης του Web2.0 – και όσο περισσότερο το κάνουν, πολλές από αυτές τις πλατφόρμες εγκλωβίζουν τους χρήστες τους στο δικό τους ιδιοκτησιακό πλαίσιο δυνατοτήτων αλληλεπίδρασης και υπονομεύουν περαιτέρω την καθολικότητα βασικών πρωτοκόλλων του Web2.0. Γι’ αυτόν, αλλά και για άλλους λόγους, όπως έχω επισημαίνει ήδη και αλλού, δεν είμαι οπαδός του Facebook και άλλων τέτοιου είδους κλειστών ιστοτόπων: πιστεύω, σε τελευταία ανάλυση, ότι δημιουργούν αναίτια και άδικα έναν νέο περιφραγμένο κήπο, ξεχωριστό από το ευρύτερο Web2.0 – μία περίφραξη, η οποία για να αλληλεπιδράσει στους χρήστες ανταλλάσσει τη δυνατότητα διανομής των εμπειριών τους, ελεύθερα και εύκολα, με ένα ευρύτερο κοινό εκτός των πυλών του. Το Facebook, ενδεχομένως είναι ένας ιστότοπος κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αλλά από μία άλλη ευρύτερη οπτική, πέρα από τα τείχη του, δεν συνεισφέρει στο κοινωνικό, αλλά στο αντικοινωνικό Web2.0.
Οι αφοσιωμένοι οπαδοί του Facebook μπορεί να μην βλέπουν το πρόβλημα, αλλά για όσους από εμάς ακόμα αντιστεκόμαστε στο συνεχές poking και prodding, η ανακοίνωση για ακόμα περισσότερες κλειστές κοινότητες και οι ειδοποιήσεις που μας υπόσχονται περιεχόμενο, το οποίο είναι διαθέσιμο μόνο εντός της ιδιόκτητης περίφραξης, αυτές οι καθημερινές υπενθυμίσεις δείχνουν μόνο ότι ολοένα και περισσότερη πληροφόρηση είναι πια διαθέσιμη μόνο με τη χρήση μέσων αλληλεπίδρασης που δεν έχουμε τη δύναμη να ελέγξουμε. Η πρόσβαση και η διαλειτουργικότητα για όλους θυσιάζονται με την υπόσχεση για πιο αποτελεσματική και πλούσια σε χαρακτηριστικά αλληλεπίδραση για ορισμένους, αλλά ταυτόχρονα, ο έλεγχος για τη μορφή και την έκταση αυτών των αλληλεπιδράσεων απομακρύνεται από το χρήστη προς όφελος του ιδιοκτήτη των μέσων αλληλεπίδρασης. (Με μια πολεμική διάθεση, αυτό που μου θυμίζει είναι η άνοδος του ειδεχθούς HTML email, το οποίο μέχρι τώρα έχει κάνει σχεδόν αδύνατον να διεξαχθούν εκτεταμένες δημιουργικές συζητήσεις μέσω email. Και εδώ η καθολική διαλειτουργικότητα δόθηκε ως αντάλλαγμα για κάποια ασήμαντη μορφή ιδιοκτησίας. Αλλά, ίσως, μόνον εγώ το βλέπω κατ’ αυτόν τον τρόπο.)
Φυσικά δεν χρειαζόταν να είναι έτσι τα πράγματα – είτε κερδοσκοπική είτε όχι, η κοινωνική δικτύωση με ανοιχτή πρόσβαση και τα εγχειρήματα παραγωγής/κατανάλωσης από το Blogger μέχρι τη Wikipedia και το Google Maps δύνανται να λειτουργούν μια χαρά, χωρίς να θέτουν αθέμιτους όρους στην αλληλεπίδραση των χρηστών, αν και οι συγκεκριμένοι ιστότοποι έχουν προσθέσει αρκετές νέες υπηρεσίες σε σχέση με τα καθιερωμένα μέσα αλληλεπίδρασης του διαδικτύου. Γι’ αυτό το λόγο, υποστηρίζω με θέρμη την πρόσκληση του Michel Bauwens να κατασκευάσουμε με μανία τα κοινά αγαθά: κοινά αγαθά, όχι μόνο για πληροφόρηση, γνώση, δημιουργική εργασία, τα οποία όλοι μας παράγουμε/ καταναλώνουμε, αλλά, επίσης, διανομής και αλληλεπίδρασης∙ Κοινά αγαθά, στα οποία η πρόσβαση στο περιεχόμενο και η εμπλοκή με αυτό δεν θα περιορίζεται από δαιδαλώδη τείχη –καθορισμένα από ασύμβατα σχήματα δεδομένων και πρωτόκολλα πρόσβασης που είναι αδύνατο να λειτουργήσουν σε άλλο περιβάλλον- τα οποία περικλείουν απομονωμένες κοινότητες χρηστών.
Εγχειρήματα που στοχεύουν στην ανάπτυξη μεταφερόμενων προφίλ χρηστών κινούνται προς την κατεύθυνση των κοινών αγαθών, αλλά ας βάλουμε σκοπό να προχωρήσουμε και ένα βήμα παραπάνω – ας γκρεμίσουμε τα εμπόδια στην αλληλεπίδραση πριν αυτά προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στο κοινωνικό Web, όπως το ξέρουμε. Το να το κάνουμε αυτό, δεν καθιστά αδύνατο για το MySpace, το Facebook και άλλους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης να κρατήσουν τη δική τους μοναδική αίσθηση- αλλά εισάγει, επίσης, τη δυνατότητα στους χρήστες να δημιουργήσουν τους δικούς τους συνδυασμούς από τα χαρακτηριστικά και των δύο ιστοτόπων: ένα Spacebook ή ένα MyFace. (Ευχαριστώ την Ann για τον τελευταίο όρο.)
Αυτό, ίσως, είναι σημαντικό ειδικά όσο περαιτέρω εξελισσόμαστε σε μια ευρέως διαδεδομένη ανάπτυξη μοντέλων παραγωγής/κατανάλωσης για τη δημιουργία και τον επιμερισμό των πληροφοριών, της γνώσης και της δημιουργικής εργασίας. Η παραγωγή/κατανάλωση – η καθοδηγούμενη από το χρήστη συνεργατική, επαναλαμβανόμενη και συνεχής δημιουργία και ανάπτυξη περιεχομένου, οι οποίες μας είναι γνωστές π.χ. δημοσιογραφία των πολιτών ανοιχτού κώδικα ή η Wikipedia – δύναται να υπάρχει σε πλατφόρμες για αλληλεπίδραση, τις οποίες λειτουργούν μόνες τους κοινότητες παραγωγών/ καταναλωτών, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, ακόμα και εμπορικοί ιδιοκτήτες (επιπρόσθετα, και σε ένα μοντέλο, το οποίο στηρίζεται, όπως η μπλογκόσφαιρα, σε ένα κατανεμημένο δίκτυο ξεχωριστών ιστότοπων). Αν και αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει εντός περιφραγμένων κήπων, αν οι περιφράξεις είναι αρκετά μεγάλες ώστε να διατηρήσουν μία ζωντανή και εσωτερικά διαφοροποιημένη κοινότητα συμμετεχόντων – ευδοκιμεί μόνο σε ανοιχτό περιβάλλον που δεν θέτει περιορισμούς στη συμμετοχή. Μόνο σε αυτό είναι δυνατόν η διαδικασία παραγωγής/ κατανάλωσης να τιθασεύσει το όλο το πλήθος των πιθανών συνδρομητών. Μόνον εδώ είναι δυνατόν οι πιο περιστασιακοί συνδρομητές να πραγματοποιήσουν αυτές τις τυχαίες πράξεις συνεργασίας (για να παραφράσω την πασίγνωστη φράση του JD Lasica «τυχαίες πράξεις δημοσιογραφίας», οι οποίες έκαναν τη Wikipedia αυτό που είναι σήμερα.
Αν μία λογική παραγωγής/κατανάλωσης στη συνεργατική παραγωγή περιεχομένου, η οποία ήδη τοποθετεί τους χρήστες και ως πιθανούς παραγωγούς περιεχομένου – εν συντομία, ως παραγωγούς/καταναλωτές – πρόκειται να εξελιχθεί σε κατευθυντήρια γραμμή της δικτυωμένης εποχής, όπως και η λογική της παραγωγής, η οποία διαχώρισε παραγωγούς, διανομείς και καταναλωτές σε ξεχωριστούς ρόλους κυριάρχησε τη βιομηχανική εποχή, τότε πρέπει να λάβουν χώρα δύο σημαντικοί μετασχηματισμοί. Αρχικά, εμφανώς, τα αντικείμενα παραγωγής/κατανάλωσης πρέπει να θεωρηθούν ακριβώς τόσο χρήσιμα και αξιόπιστα όσο τα προϊόντα της βιομηχανικής διαδικασίας παραγωγής περιεχομένου. Αυτό γίνεται ολοένα και περισσότερο το ζήτημα των μάλλον τριών κύριων πεδίων της παραγωγής/κατανάλωσης – του λογισμικού ανοιχτού κώδικα, της δημοσιογραφίας των πολιτών και της Wikipedia, ως πηγής γνώσης.
Ο δεύτερος σημαντικός μετασχηματισμός είναι ότι αυτοί που (στο όνομα των πρώτων επιτυχιών του μοντέλου παραγωγής/κατανάλωσης) αναπτύσσουν εμπορικά μοντέλα για τη ρύθμιση των διαδικασιών παραγωγής/κατανάλωσης και την προστασία των κοινοτήτων παραγωγής/κατανάλωσης, αντιστέκονται στην έννοια της ιδιοκτησίας με το να περιορίζουν τεχνητά τα αντικείμενα και τους συμμετέχοντες στην παραγωγή/ κατανάλωση: ακολουθούν, δηλαδή, το μοντέλο του del.icio.us ή του Flickr και όχι του Facebook και επιδιώκουν (νόμιμη) εμπορική επιτυχία, χωρίς να εκμεταλλεύονται την κοινότητα κατά τη διαδικασία. Η Google το κάνει αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος- και οι εμφανιζόμενοι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής/κατανάλωσης πρέπει να ενθαρρύνονται να ακολουθήσουν το σύνθημα της Google «ου βλάψεις» πολύ πιο πιστά από ό,τι η ίδια η Google καταλήγει να κάνει.
Ενόσω ζούμε την αργή αλλαγή παραδείγματος από τη βιομηχανική στη δικτυωμένη εποχή, ακόμα και αν ο πρώτος μετασχηματισμός έχει συντελεστεί μόνο σε ένα μικρό (παρ’ όλα αυτά σημαντικό) αριθμό τομέων και συναντά ενεργή αντίσταση αλλού από εγκατεστημένα συμφέροντα, πρέπει να προετοιμάζουμε ήδη το έδαφος για μια κριτική εξέταση αναφορικά με τον τόπο και το χρόνο του δεύτερου μετασχηματισμού. Αυτό απαιτεί να μην εφιστούμε, πια, την προσοχή μας, κυρίως, στο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, αλλά να θέτουμε ένα νέο ερώτημα: ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής/κατανάλωσης;
Αφιέρωμα: read also, web 2.0
Ετικέτες: axel bruns , facebook , myspace , produsage , web2.0 , κοινά αγαθά
January 30th, 2008 at 08:52
Συμφωνώ
October 26th, 2008 at 03:59
Είμαι φοιτητής στο πανεπιστήμιο London School of Economics και κάνω μια παρουσίαση την άλλη εβδομάδα με θέμα ‘Who Controls the Internet?’.
Όσον αφορά το θέμα Google σας παραπέμπω στο εξής link: http://masterplanthemovie.com/ για σενάρια καταστροφολογίας και λοιπά.
Υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα βιβλία πάνω στο θέμα όπως ‘Beyond Our Control?’ του Stuart Biegel και ‘Who Controls the Internet?’ των Jack Goldsmith και Tim Wu.
Το όλο σκηνικό μπορώ να πω πως είναι αρκετά πολύπλοκο και δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε επίσης ποιοι πραγματικά ελέγχουν οργανισμούς όπως ICANN, ISOC, IAB, IETF και W3C, το ρόλο των κυβερνήσεων (κυρίως της Αμερικής) και αν μπορεί όλη αυτή η σωρεία πληροφοριών στο Internet να ελεγχθεί και να χρησιμοποιηθεί…