Gabriella Coleman – Προς μια θετική κριτική του κοινωνικού web |
Σε μια αναλυτική κριτική του κοινωνικού web, υποστηρίζει η Gabriella Coleman, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τεκμήρια και παραδείγματα, όπου η τεχνολογία του κοινωνικού web εκπληρώνει σημαντικές πολιτικές εργασίες και μετασχηματισμούς. Αν περιοριστούμε μόνο σε μια αρνητική κριτική – που εστιάζει μόνο στα προβλήματα των κοινωνικών μέσων – διακινδυνεύουμε να παράγουμε μια αφήγηση ενάντια στο Web 2.0, τόσο προβληματική όσο και η υπερβολή του Web 2.0, την οποία επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε.
Η ρητορική γύρω από τη σημασία του Web 2.0 διεξάγεται, όπως τόσες άλλες ενσαρκώσεις της τεχνολογίας των υπολογιστών, με τους δικούς της υπερβολικούς όρους. Έχει επεκταθεί τόσο πολύ η συζήτηση, ώστε η πολιτική σημασία και οι πραγματικές λειτουργίες της τεχνολογίας του Web 2.0, συχνά, μένουν στο σκοτάδι. Η συζήτηση γύρω από το Web 2.0, όσον αφορά στη γνωστή τεχνολογία των κοινωνικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των ιστολογίων, των wikis και των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, συνοδεύεται, συχνά, από μία λανθασμένη μείξη ελπίδας και απόψεων που έχουν τις ρίζες τους σε έναν ελαφριάς μορφής τεχνολογικό ντετερμινισμό, ο οποίος βεβαιώνει ότι η χρήση των εν λόγω τεχνολογιών μπορεί, ενδεχομένως, να δημιουργήσει ένα σύνολο δημοκρατικών δυνάμεων και κινήτρων – συνεργατικότητα, διαφάνεια, συμμετοχική δημοκρατία και αποκέντρωση.
Παρ’ ότι το Web 2.0 έχει αναδειχθεί ως ο σύγχρονος βασιλιάς της θετικής κοινωνικής αλλαγής στο Διαδίκτυο, έχει ήδη ξεκινήσει μία άλλη συζήτηση που επιχειρεί να το εκθρονίσει. Σε αυτό το σύντομο άρθρο, προβάλλω μία θέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους και το κάνω για να αποτιμήσω εκ νέου πώς συγκεκριμένες τεχνολογίες του Web 2.0 είναι, πράγματι, σημαντικές για το έργο και το ρόλο των ακτιβιστικών ομάδων, όπως αυτών που ασχολούνται με το κίνημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και ενώ συμφωνώ με πολλές από τις κριτικές που έχουν γίνει – και θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες- εδώ θα επιχειρήσω να κατευθύνω τη συζήτηση προς μια λίγο διαφορετική κατεύθυνση, η οποία, ίσως, θα μας αποκαλύψει λιγότερα για τη βασική πολιτική φύση των τεχνολογιών των κοινωνικών μέσων, με την ευρεία έννοια, και περισσότερα για το μικρότερο ρόλο τους στη διασφάλιση και τη δημιουργία πολιτικής αφοσίωσης, καθώς και τη διευκόλυνση της οργάνωσης μεταξύ των ομάδων ακτιβιστών. Για να το επιτύχω, θα ασχοληθώ με δύο αξιόλογες κριτικές για την τεχνολογία των κοινωνικών μέσων- η μία είναι του καθηγητή νομικής Cass Sunstein και η άλλη ενός κριτικού θεωρητικού των μέσων, του Geert Lovink. Στη συνέχεια, παραθέτω δύο παραδείγματα ομάδων ακτιβιστών, οι οποίες χρησιμοποιούν την τεχνολογία των κοινωνικών μέσων στην καθημερινή τους οργάνωση.
Το κεντρικό σημείο της κριτικής του Sunstein μπορεί με λίγα λόγια να συνοψιστεί ως εξής: ενώ νέες τεχνολογίες διαδραστικών λογισμικών προγραμμάτων θεωρείται ότι προσφέρουν ένα πεδίο για κριτικό (και φιλελεύθερο) δημοκρατικό διάλογο – έναν εικονικό τόπο συνάντησης για την επανεξέταση και τον αναστοχασμό των πολιτικών πιστεύω και της αφοσίωσης του ατόμου – στην πραγματικότητα ενισχύουν τις προϋπάρχουσες πολιτικές θέσεις και απόψεις του ατόμου, ένα φαινόμενο βαλκανοποίησης που ο Sunstein αποκαλεί ‘οι καθημερινοί εμείς’ (the Daily We). Ο Geert Lovink ασκεί μια παρόμοια, αλλά πιο καυστική κριτική, διερευνώντας αυτό που περιγράφει ως μηδενιστική, κυνική κουλτούρα αυτοπροβολής, η οποία δημιουργείται από τους bloggers και τα ιστολογία.
Όσο σημαντικά και έξυπνα και αν είναι αυτά τα επιχειρήματα, παραβλέπουν σημαντικά σημεία. Όσον αφορά στον Sunstein, ο τρόπος που προσδιορίζει την πολιτική είναι ανάλογος με ένα κόσμο διαχωρισμένο με αυστηρούς και δυαδικούς όρους – δεξιοί εναντίον αριστερών, φιλελεύθεροι εναντίον συντηρητικών. Ενώ αυτού του είδους οι απλοποιήσεις είναι, συχνά, απαραίτητες για το σχηματισμό ενός επιχειρήματος και είναι βαθιά εδραιωμένες στην Αμερικανική πολιτική φαντασία, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι η πολιτική αρένα, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πολύ πιο διαφοροποιημένη από ό,τι υπαινίσσεται ο Sunstein. Για παράδειγμα, οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί και προοδευτικοί, συχνά, έχουν αντίθετες θέσεις, ενώ οι ακτιβιστές, οι οποίοι συμμετέχουν στο παγκόσμιο κίνημα για κοινωνική δικαιοσύνη εκφράζουν πιο ριζοσπαστικές θέσεις από τους αποκαλούμενους προοδευτικούς. Οι συντηρητικοί, φυσικά, έρχονται σε ποικίλα αλληλοκαλυπτόμενα, αλλά, μερικές φορές, ασύμβατα μεγέθη και πακέτα. Η πολιτική σφαίρα στην Ευρώπη είναι πολύ πιο διαφοροποιημένη από ό,τι στις ΗΠΑ και αναγνωρίζεται ως τέτοια από την κυρίαρχα ΜΜΕ. Αν αναγνωρίσουμε την εν λόγω διαφοροποίηση, μπορούμε να αναζητήσουμε εκ νέου, αν υπάρχουν μορφές πολιτικού διαλόγου, οι οποίες, ενδεχομένως, συνυπάρχουν στο εσωτερικό μιας ομάδας ανθρώπων που, συνήθως, κατατάσσονται μαζί, π.χ. όπως οι ‘φιλελεύθεροι’, οι οποίοι μετά από προσεκτικότερη εξέταση, φαίνεται ότι διαθέτουν ποικιλία διαφορετικών θέσεων, ακόμα και αν τείνουν προς την αυτή πλευρά του πολιτικού φάσματος. Μπορούμε να θέσουμε την ερώτηση στην έρευνα και στις κριτικές μας, αν, πράγματι, υπάρχει αυτή η ακραία βαλκανοποίηση, ή αν το τοπίο είναι πιο ρευστό. Και αν είναι, μπορούμε να θέσουμε την ακόλουθη ερώτηση: αν οι τεχνολογίες των κοινωνικών μέσων, όπως τα ιστολόγια, παρέχουν πλατφόρμες όχι για τη διεξαγωγή ριζοσπαστικών πολιτικών συζητήσεων, αλλά για έναν πιο επιδέξιο και μετριοπαθή μετασχηματισμό των πολιτικών αντιλήψεων και του διαλόγου από αυτόν που οραματίστηκαν ο Lovink ή ο Sunstein.
Τώρα, ας υποθέσουμε, ότι όπως αξιώνουν, η αλληλοκάλυψη και η έλλειψη στεγανών που μόλις περιέγραψα είναι σπάνια,∙τότε, πράγματι, η τεχνολογία των κοινωνικών μέσων παράγει ‘κοινότητες ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο», ενώ «οι συζητήσεις διεξάγονται από ομογενή σύννεφα ιστολογίων του διαδικτύου’ (σ. 21). Ακόμα και αν αυτό συνέβαινε, παραλείπουν από την ανάλυσή τους το σημαντικό στοιχείο ότι συγκεκριμένες τεχνολογίες των κοινωνικών μέσων θα εξυπηρετούσαν, ούτως ή άλλως, μια πολύτιμη πολιτική λειτουργία με τη δυνατότητά τους να πυροδοτούν και να αναζωογονούν πολιτικές πεποιθήσεις και υποσχέσεις. Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Jeff Juris, ο οποίος εργάζεται με ακτιβιστές του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, τα βίντεο από τις διαδηλώσεις των ακτιβιστών και η βία εναντίον τους είναι σημαντικά όχι γιατί μεταβάλλουν την κοινή γνώμη γενικότερα (αποδεικνύοντας πόσο,συχνά, στην πραγματικότητα δεν το επιτυγχάνουν), αλλά γιατί κατορθώνουν να ανανεώνουν τις πολιτικές πεποιθήσεις μεταξύ των ίδιων των ακτιβιστών που τα δημιουργούν.[1] Ο Juris δείχνει, με άλλα λόγια, ότι το κήρυγμα στους ήδη πιστούς δεν είναι και τόσο κακό όσο ο Lovink ή ο Sunstein το παρουσιάζουν γιατί διασφαλίζει τη συνεχιζόμενη πολιτική συμμετοχή. Τα πολιτικά πάθη δεν είναι ποτέ δεδομένα, αλλά πρέπει να δημιουργούνται και να αναζωογονούνται συνεχώς κατά τη διάρκεια των ετών. Δεδομένης της υπερβολικά μεγάλης πολιτικής απάθειας και του κυνισμού στην εποχή μας, μία από τις σημαντικές λειτουργίες της τεχνολογίας των κοινωνικών μέσων, ενδεχομένως, να βρίσκεται στην ικανότητά της να διευκολύνει τη συνεχή συμμετοχή στην πολιτική αρένα και αυτό περιλαμβάνει την υπόθαλψη πολιτικών θέσεων σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Για να τελειώσω τις σκέψεις μου για τη σημασία αυτών των τεχνολογιών για τις ακτιβιστικές ομάδες, θα παραθέσω δύο σύντομα παραδείγματα για το πώς οι ακτιβιστές του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης χρησιμοποίησαν την τεχνολογία των κοινωνικών μέσων κατά το παρελθόν και πώς τη χρησιμοποιούν στο παρόν. Αυτά τα παραδείγματα προωθούν την πρόκληση της ιστορικής περιοδοποίησης των τεχνολογιών σαν του Web 2.0 και επιβεβαιώνουν τη σημασία τους, αν και με τρόπους που τονίζουν την ανάγκη να θέσουμε ζητήματα ελέγχου και ιδιοκτησίας στην κριτική μας για τα κοινωνικά μέσα.
Ο όρος Web 2.0 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον μεγαλοεκδότη Tim O’Reilly για να διαχωρίσει τις σύγχρονες τεχνολογίες (wikis, IM, ιστολόγια, εμφυτευμένα βίντεο) από τους αμέσως προηγούμενους προγόνους τους, όπως τα ηλεκτρονικά μηνύματα και οι στατικές ιστοσελίδες. Αυτή η δεύτερη γενιά τεχνολογιών, όπως υποστήριζε, επιτρέπει μεγαλύτερη αλληλεπίδραση, ευελιξία και συμμετοχή από την προηγούμενη. Καθώς, προφανώς, τα λογισμικά προγράμματα για τα οποία μιλάει εξαπλώθηκαν μαζικά και κυκλοφόρησαν πρόσφατα φέρνοντας μαζί τους πιο φιλικά προς το χρήστη μέσα αλληλεπίδρασης από ό,τι οι πρόγονοί τους, οργανώσεις ακτιβιστών, όπως η ομάδα Indymedia, δημιουργούσαν και ανέπτυξαν τεχνολογίες, οι οποίες ταίριαζαν απόλυτα στο παράδειγμα του Web 2.0, χρόνια πριν. Δημιούργησαν, για παράδειγμα, συστήματα διαχείρισης περιεχομένου, τα οποία επέτρεπαν στο χρήστη να δημιουργήσει περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης της πλούσιας χρήσης ακουστικών και οπτικών μέσων, της μαζικής συμμετοχής και του σχολιασμού. Οι εν λόγω τεχνολογίες αποτέλεσαν τη βάση της αρχικής ανάπτυξης του Indymedia στις αρχές του 21ου αιώνα.
Η κυρίαρχη ιστορική γενεαλογία του Web 2.0 αναπαράγεται ομοίως, και από τους επικριτές και από τους υποστηρικτές του. Για παράδειγμα, ο Lovink, πρόσφατα, παρακίνησε τους ακτιβιστές του Indymedia να ‘ονειρευτούν το Indymedia 2.0. Όχι πλέον στην ουδετερότητα της Wikipedia. Πού είναι οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης για τους ακτιβιστές; Η ναυαρχίδα του Διαδικτύου του “άλλου κινήματος της παγκοσμιοποίησης”, το Indymedia δεν έχει αλλάξει από την γέννησή του, στο τέλος του 1999′. Η παρακάτω άμεση απάντηση στην πρόσκληση του Lovink δημοσιεύτηκε σε μία λίστα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Indymedia. Είναι ενδιαφέρουσα γιατί ταυτόχρονα επιβεβαιώνει τη σημασία αυτών των τεχνολογιών αλλά και, συνάμα, δείχνει την υπερβολή της όλης συζήτησης για το Web 2.0, εν μέρει, αμφισβητώντας την αδιαμφισβήτητη ιστορία του:
Η αντίληψή μου είναι ότι οι άνθρωποι το κάνουν ήδη εδώ και κάποιο καιρό.
Αλλά για να κάνουμε ένα βήμα πίσω… τι *σημαίνει* το 2.0; Δεν μιλάμε για τη εκδοχή 2.0 του λογισμικού.. το Indymedia έχει χρησιμοποιήσει πολλές διαφορετικές εκδοχές και πολλές διαφορετικές εκδόσεις λογισμικού , χρησιμοποιώντας πολλές και διαφορετικές γλώσσες προγραμματισμού. Αυτό στο οποίο αναφέρεται το 2.0 είναι το μυθικό Web 2.0, το οποίο διαδίδεται, όπως μια σαλάτα με χαμηλά λιπαρά. Έτσι, το ζήτημα πια είναι ‘να φανταστούμε το Indymedia, έτσι, ώστε να εξισωθεί με ό,τι κάνει η φούσκα του Web 2.0’ γιατί αυτό που κάνουν είναι ΠΑΡΑ πολύ εντυπωσιακό και εμείς είμαστε ΠΑΡΑ πολύ πίσω.
Το Web 2.0 παρέχει: περιεχόμενο που δημιουργείται από το χρήστη, δημοσιογραφία πολιτών, σημασιολογικό διαδίκτυο (semantic web), ιστολόγια, η δυνατότητα του χρήστη να δημιουργήσει το δικό του περιεχόμενο (οπτικό και ακουστικό περιεχόμενο, γραπτά κείμενα κτλ)—αλλά για μια στιγμή, αυτό ακούγεται όμοιο με ότι προσπαθεί να κάνει το Indymedia από το 1999 και εξής.
Υπάρχουν, πάντως, σημαντικές διαφορές μεταξύ των περισσότερων τεχνολογιών, τις οποίες εκθειάζει ο O’Reilly και αυτών που χρησιμοποιούν οι ακτιβιστές του Indymedia: η πιο σημαντική είναι ότι εκείνοι βασίζονται αποκλειστικά στο ελεύθερο λογισμικό, ενώ η πλειονότητα του Web 2.0 είναι ιδιόκτητες πλατφόρμες κατασκευασμένες και διοικούμενες από εταιρίες, και περισσότερο από ποτέ από ένα μικρό μονοπώλιο. Η εν λόγω διαφορά είναι κρίσιμης σημασίας, γιατί η ιδιοκτησία μορφοποιεί καθοριστικά το ρόλο και την αποτελεσματικότητα αυτών των τεχνολογιών ως πολιτικών. Χωρίς τον έλεγχο των χαρακτηριστικών και της πραγματικής ιδιοκτησίας του λογισμικού, αυτά τα εργαλεία καθίστανται όχι μόνο λιγότερο αποτελεσματικά στη σφαίρα της πολιτικής, αλλά, ακόμα χειρότερα, μετατρέπονται σε πολιτική ενοχή.
Ορισμένοι ακτιβιστές στον χώρο της τεχνολογίας έχουν υπόψη τους το ζήτημα της ιδιοκτησίας και αυτός είναι ο λόγος που κινούνται προς την κατεύθυνση δικών τους εναλλακτικών, όπως το Crabgrass – μία νέα τεχνολογική πλατφόρμα, η οποία ενσωματώνει πολλές τεχνολογίες, οι οποίες αποτελούν, αναγνωρισμένα, κομμάτι της οικογένειας του Web 2.0: groupware, εργαλεία ηλεκτρονικής συνηγορίας (e-advocacy), κοινωνική δικτύωση παρόμοια με αυτή του facebook και εργαλεία για τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων, η διαφορά έγκειται ότι βρίσκονται γύρω από αποτελεσματικά εργαλεία κοινωνικής οργάνωσης, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τις οργανώσεις, μάλλον, παρά να επικεντρωθούν γύρω από την κοινωνική δικτύωση μέσω της αλληλεπίδρασης με φίλους. Το υπό-κατασκευή Crabgrass, με τη συμμετοχή μελών συλλογικοτήτων, συμπεριλαμβανομένης του Riseup, ελπίζει να εκτοπίσει τις υπηρεσίες του Web 1.0 (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κατάλογος επαφών, φιλοξενία ιστοσελίδων), οι οποίες παρέχονται, ήδη, στους χιλιάδες συμμετέχοντες του παγκόσμιου κινήματος κοινωνικής δικαιοσύνης.
Όπως το εγχείρημα Crabgrass αναφέρει στην ιστοσελίδα του: αφού ήδη υπάρχουν τόσοι πολλοί ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης και εργαλεία, γιατί να δημιουργήσουμε και άλλο ένα από την αρχή; Η απάντησή τους είναι σημαντική και αξίζει να την παραθέσουμε ολόκληρη:
Ενώ τα κοινωνικά κινήματα είναι πλέον πιο έμπειρα στη χρήση του διαδικτύου για δημόσια επικοινωνία, χρησιμοποιούμε ακόμα, κυρίως, ακατάλληλα εργαλεία για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Οι περισσότερες ομάδες στηρίζονται, κυρίως, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, σε καταλόγους και wikis – αλλά αυτά τα εργαλεία δεν είναι κατάλληλα για την πολυπλοκότητα των σχέσεων που αντιμετωπίζουν οι οργανώσεις των ακτιβιστών στον πραγματικό κόσμο. Υπάρχουν πολλοί ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης εκεί έξω. Οι προσφορές αυτές, πάντως, δημιουργούνται για να καλύψουν τις ανάγκες των διαφημιστών και ανεπίσημων κοινωνικών ομάδων. Δεν είναι κατάλληλες για οργανωμένη εργασία. Υπάρχουν, επίσης, πολλές υπηρεσίες του διαδικτύου για ομαδική συνεργασία. Αυτοί οι ιστότοποι σχεδιάζονται, τυπικά, για μικρές επιχειρήσεις και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες οργανωμένων κινημάτων.
Αυτό που μας δείχνει το απόσπασμα και το εγχείρημα Crabgrass είναι η σημασία της χρήσης των εν λόγω τεχνολογιών. Ως κίνημα, το οποίο δημιουργήθηκε, εν μέρει, με τη σύνδεση ανθρώπων από όλο τον κόσμο, οι ακτιβιστές δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στραφούν σε αυτές τις τεχνολογίες, οι οποίες πράγματι διευκολύνουν την αλληλεπίδραση και τις συνεργασίες. Πρέπει, όμως, επίσης, να δημιουργηθούν, να διαδοθούν και να παρουσιαστούν από τους ίδιους ανθρώπους, οι οποίοι θα ωφεληθούν περισσότερο από τα εν λόγω εργαλεία. Αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ο έλεγχος των χαρακτηριστικών του σχεδιασμού και σαν αποτέλεσμα να καταστούν ευάλωτα σε παραβιάσεις ασφάλειας και προσωπικών δεδομένων.
Σε μια αναλυτική κριτική του κοινωνικού web, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τεκμήρια και παραδείγματα, όπου η τεχνολογία του κοινωνικού web εκπληρώνει σημαντικές πολιτικές εργασίες και μετασχηματισμούς. Αν περιοριστούμε μόνο σε μια αρνητική κριτική – που εστιάζει μόνο στα προβλήματα των κοινωνικών μέσων – διακινδυνεύουμε να παράγουμε μια αφήγηση ενάντια στο Web 2.0, τόσο προβληματική όσο και η υπερβολή του Web 2.0, την οποία επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε. Αυτή η τεχνολογία δεν έχει τη δυνατότητα να διευκολύνει αυτού του είδους τους μετασχηματισμούς που οραματίζονται τα φωτεινά μυαλά του Web 2.0 και, όπως πολλοί έχουν δείξει, η συζήτηση για το Web 2.0, συχνά, αποτελεί μόνο ένα πρόσχημα για την εξασφάλιση χρηματοδότησης για νέα εγχειρήματα. Πάντως, τεχνολογίες της ίδιας τάξης βρίσκονται στην υπηρεσία σπουδαίων πολιτικών εγχειρημάτων και βάζοντάς τες στην κεντρική σκηνή, ενδεχομένως, να δείξει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να αποκτηθεί δύναμη.
[1] Jeffrey Juris, ‘YouTube, the Border, and the Cultural Politics of Seeing’, αδημοσίευτη εργασία που παρουσιάστηκε στην Ετήσια Συνάντηση της Ένωσης Αμερικάνων Ανθροπολόγων, Washington, D.C., 28-30 Νοεμβρίου, 2007.
Αφιέρωμα: web 2.0
Ετικέτες: gabriella coleman , geert lovink , indymedia , ακτιβισμός , κοινωνική δικαιοσύνη , λογισμικό