ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Adam Chmielewski – Η παγκόσμια πρόκληση για ισονομία


adam chmielewskiΣτο ερώτημα ποιες είναι οι προοπτικές συνεργασίας μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας, η απάντησή μου είναι διττή. Στο πρώτο μέρος, υποστηρίζω ότι, ναι, αν αναλογιστούμε τα σημερινά προβλήματα στις δυτικές χώρες, οι προοπτικές για συζυγικούς δεσμούς μεταξύ αυτών των δυο δογμάτων και πρακτικών είναι πράγματι λαμπρές. Στο δεύτερο μέρος, επαναβεβαιώνω αυτή την άποψη σε σχέση με τα παγκόσμια προβλήματα. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι μπροστά στα τελευταία, η προσπάθεια να γίνουν οι επιταγές της ελευθερίας και της ισότητας πραγματικά οικουμενικές θα αποτύχει. Ως αποτέλεσμα, ο γάμος μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας, αντί να αποτελεί υπόδειγμα αξιοπρεπούς και μεγαλόψυχου συζυγικού ζευγαριού, μετατρέπεται σε μια ηθικά αμφισβητήσιμη, γκανγκστερικού τύπου συμπαιγνία ενάντια στους αποκλεισμένους και τους φτωχούς των χωρών του Τρίτου Κόσμου.



Ο γάμος


Από τις πολλές ενδιαφέρουσες συναντήσεις μου με τον Adam Michnik, ένα ιδιωτικό δείπνο υπήρξε αλησμόνητο, καθώς ένας Πολωνός επιχειρηματίας προσφώνησε τον Michnik ως τον μεγαλύτερο Πολωνό καπιταλιστή. Η αιτιολόγηση για την προσφώνηση αυτή ήταν η αναφορά στο (πραγματικό) γεγονός ότι ο Michnik είχε συμβάλει σημαντικά στην ανατροπή του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ στην Πολωνία, καθώς και η (πολύ αμφίβολη) υπόθεση ότι ο Michnik είναι επικεφαλής της μεγαλύτερης γνήσια πολωνικής εταιρίας. Ο επιχειρηματίας είχε κατά νου την εταιρία που εκδίδει από το 1989 την Gazetta Wyborcza του Michnik, μια έγκριτη εφημερίδα γνώμης στην Πολωνία.


Παρά την κατανοητή αμηχανία που προκάλεσε στην ομήγυρη αυτή η εξαιρετικά άστοχη φιλοφρόνηση, ο Michnik δεν έχασε την ετοιμότητά του (ποτέ δεν την χάνει) και απάντησε αμέσως: ‘Η αλήθεια είναι ότι είμαι σήμερα ένας σοσιαλιστής που δεν μπορεί να συγχωρήσει στον σοσιαλισμό το ότι δεν λειτουργεί’.


Αυτό το ευφυολόγημα, διατυπωμένο με το χαρακτηριστικό στυλ του Michnik, εμπεριέχει μια ενδιαφέρουσα αλήθεια. Μπορεί να ερμηνευθεί ως η πεποίθηση ότι το γενικό μαρξιστικό κοινωνικό πρόγραμμα άνοιξε ελκυστικές και συνεκτικές προοπτικές για ισονομία, αλλά η εφαρμογή του εμποδίστηκε από τα σοβαρά λάθη του δόγματος στο οποίο βασίστηκε. Το αποτέλεσμα ήταν πως το ευρύτερο οικουμενικό πρόγραμμα χειραφέτησης οδήγησε σε βαθιά λανθασμένες κατευθυντήριες γραμμές για κοινωνική και οικονομική πρακτική και σε μια καταπίεση χωρίς προηγούμενο, διαψεύδοντας έτσι τους διακηρυγμένους απελευθερωτικούς στόχους του. Στο τέλος, διέψευσε οριστικά τις ελπίδες για μια μη φιλελεύθερη πορεία προς τη χειραφέτηση.


Οφείλουμε να δεχτούμε το προφανές: οι αιτίες για την καταστροφή που έφερε ο ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’ είχαν να κάνουν με τα ανεπανόρθωτα σφάλματά του σε ό, τι αφορά στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και κοινωνίας. Ένα από αυτά ήταν η υπεραισιόδοξη πίστη ότι οι άνθρωποι μπορούν να ελέγξουν, αν όχι να εξαλείψουν, την ανθρώπινη κτητικότητα και αντιπαλότητα. Ένα άλλο, που συνδέεται με το πρώτο, ήταν η αδυναμία κατανόησης ότι η αποτελεσματική οργάνωση των παραγωγικών προσπαθειών για την πραγματική ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών δεν απαιτεί τόσο την αποκήρυξη των κτητικών και ανταγωνιστικών ενστίκτων του ανθρώπου όσο την επιδέξια χαλιναγώγησή τους ώστε να εργαστούν για κοινωνικούς σκοπούς.


Μια δεκαετία μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’, ο Tony Blair και ο Gerhard Schröder υιοθέτησαν το πρόγραμμα του Τρίτου Δρόμου. Όπως έχει παρατηρηθεί, ο Τρίτος Δρόμος συνίστατο σε μια νέα σειρά αξιών και στόχων για την αντικατάσταση των ξεπερασμένων πλέον συνθημάτων για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, με εκείνα για κοινότητα, ευκαιρία, ευθύνη και υπευθυνότητα. Αυτό καταλήγει στην πεποίθηση ότι εάν μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα εφαρμοστεί, πρέπει να είναι παρασιτική σε σχέση με τη φιλελεύθερη κατανόηση και διευθέτηση των κοινωνιών. Οι Blair και Schröder συμπέραναν επίσης ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τη νέα Αριστερά εκτός από αυτόν: o Τρίτος Δρόμος ήταν μονόδρομος.


Κατά την άποψη πολλών, όμως, αυτός ο σχεδιασμός για τη νέα Αριστερά υποσχόταν μια πολιτική πρακτική που έμοιαζε πολύ στη μεγαλύτερη, απειλητική αδελφή της – οι ιδέες της διατυπώνονταν με τον ίδιο τρόπο: δεν διαφαινόταν, πράγματι, άλλος δρόμος. Αυτό καθιστούσε τον Τρίτο Δρόμο ελάχιστα διακριτό από τον ίδιο τον φιλελευθερισμό. αυτός είναι ίσως ο λόγος που, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν συγκέντρωσε μια υποστήριξη ανάλογη με εκείνη του φιλελευθερισμού.


Πάρα ταύτα, τα προβλήματα που ανησυχούσαν τους κριτικούς του αχαλίνωτου φιλελευθερισμού στο παρελθόν δεν εξαφανίστηκαν, ενώ δημιουργήθηκαν και άλλα: η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η αδικία και η κοινωνική ανισότητα ανδρών και γυναικών, η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο πολιτικός αποκλεισμός, όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν από την αγορά αλλά αναπαράγονται συνέχεια μέσα από τις ‘ατέλειες’ της. Ορισμένα τουλάχιστον από αυτά αποτελούν προκλήσεις που τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και η Αριστερά, εάν η τελευταία καταφέρει να επανακτήσει ένα μέρος του παλιού ενθουσιασμού της, οφείλουν να αντιμετωπίσουν. Καθώς τα περισσότερα από αυτά τα φαινόμενα αναγνωρίζονται ως προβλήματα που πρέπει να λυθούν τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο και από τον φιλελευθερισμό, είναι φυσικό να σκεφτόμαστε τις παραπάνω πολιτικές ιδεολογίες μάλλον ως εταίρους παρά ως εχθρούς. Ο μερικός ανταγωνισμός που χαρακτηρίζει τις αντίστοιχες πολιτικές ατζέντες τους υποδηλώνει ότι μια νέα Αριστερά δεν μπορεί να αγνοήσει τον φιλελευθερισμό και τη δυναμική του σε ό, τι αφορά στη χειραφέτηση σε οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και ηθικούς τομείς.


Για την ενίσχυση αυτής της άποψης, μπορούμε να παραθέσουμε ένα ιστορικό επιχείρημα. Οι έννοιες της κοινωνικής ισότητας, το δικαίωμα των γυναικών στη αυτοδιάθεση, η ουδετερότητα του κράτους, ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος, διατυπώθηκαν για πρώτη φορά και εφαρμόστηκαν στην πολιτική πρακτική από τον φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι μόνο περιορισμένες ομάδες του ανώτερου κοινωνικού στρώματος επωφελήθηκαν από την εφαρμογή τους και οι εργατικές τάξεις δεν ήταν ανάμεσα σε αυτές.


Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που τόσο τα πρώτα όσο και τα μεταγενέστερα δόγματα χειραφέτησης εκδηλώθηκαν μετά τις αρχικές πολιτικές και οικονομικές επιτυχίες του φιλελευθερισμού, και στην πραγματικότητα στόχευαν ενάντια σ’ αυτό που οι φιλελεύθεροι θεωρούσαν επιτυχία τους. Γιατί θεωρούσαν ότι η φιλελεύθερη επιτυχία ήταν αποκλειστικά δική τους, και προφανώς δεν ήθελαν να την μοιραστούν με κανέναν. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος που ο ουτοπικός σοσιαλιστής Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν -ο οποίος χλευάστηκε απ’ τον Καρλ Μαρξ- επιτέθηκε στην πιο ιερή αξία του φιλελευθερισμού, την ατομική ιδιοκτησία, λέγοντας ότι ‘η ιδιοκτησία είναι κλοπή’. Τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα ήταν ανεπιθύμητα παιδιά του φιλελευθερισμού ο οποίος, δια του αποκλεισμού, οριοθέτησε το πεδίο των εν δυνάμει οικουμενικών ιδεών του για χειραφέτηση. Η παραδοσιακή Αριστερά αγωνίστηκε για τη χειραφέτηση σε όλους τους τομείς που παραμέλησαν οι φιλελεύθεροι, οι οποίοι λόγω της αρχικής επιτυχίας τους έγιναν δογματικοί και απολιθωμένοι εφάρμοσαν πολιτική αποκλεισμού μεταβάλλοντας την οικουμενικότητα των ελευθεριών τους σε μια ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζεται από τον αποκλεισμό. Η αριστερή σκέψη πήρε τη δυναμική χειραφέτησης που αγνόησε ο φιλελευθερισμός και την έκανε πιο ριζοσπαστική, αποκαθιστώντας την στην αρχική οικουμενικότητά της.


Αυτές οι εχθρότητες, όμως, αποτελούν παρελθόν. Απ’ τη στιγμή που ο ριζοσπαστισμός της παραδοσιακής Αριστεράς μετριάστηκε απ’ την κατάρρευση των ανυπόμονων φιλοδοξιών της, ξαναγυρίσαμε στην αρχή: η Αριστερά πρέπει να συμβιβαστεί με τον φιλελευθερισμό, κάτι που είναι ιστορικά αναπόφευκτο.


Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ της στενής σχέσης μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας έχει να κάνει με το παραδοσιακό σημείο εστίασης των δυο δογμάτων. Οι περισσότερες εκδοχές του φιλελευθερισμού εστιάζουν στην οικονομία. Για τον Καρλ Μαρξ, παρομοίως, ο ηθικός στόχος της ισότητας μπορούσε να επιτευχθεί εστιάζοντας στο οικονομικό πεδίο. Η χειραφέτηση ανδρών και γυναικών σε αυτό το πεδίο θα έφερνε τη χειραφέτησή τους και στα υπόλοιπα, που στηρίζονταν σε οικονομική βάση. Με αυτή την έννοια, η μαρξιστική κοινωνική φιλοσοφία θυμίζει πολύ τη φιλελεύθερη: ο μαρξισμός ήταν, ακριβώς όπως ο φιλελευθερισμός, ένα δόγμα χειραφέτησης ενώ είχε και παρόμοια δομή, με τη διαφορά ότι ήταν πολύ πιο φιλόδοξος γιατί στόχευε στην ισοτιμία.


Κατά τον ίδιο τρόπο, ο ριζοσπαστισμός της αριστερής σκέψης έγκειτο στη διακηρυγμένη επέκταση του πεδίου των ελευθεριών και της πρόσβασης σε αγαθά κοινωνικών ομάδων αποκλεισμένων από τους φιλελεύθερους. Ο αποκλεισμός αυτός δημιούργησε αιτήματα για αναδιανομή με βάση την ισονομία που για το κατεστημένο της εποχής αποτελούσαν, όπως συμβαίνει και σήμερα, έναν ανεύθυνο λαϊκίστικο ριζοσπαστισμό. Η μεγιστοποίηση και η πρόβλεψη των προσδοκιών χειραφέτησης, που πρέσβευε η Αριστερά ήταν ανάλογη με το βαθμό εφησυχασμού των φιλελεύθερων που, μετά από τις αρχικές επιτυχίες τους, έπεσαν σε έναν εφησυχασμό κι έναν ελιτισμό ανάλογο με τον φιλελεύθερο εφησυχασμό και την αλαζονεία με την οποία έγιναν αισθητοί σε όλο τον κόσμο, ιδίως μετά το 1989.


Αυτή ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης, όπου μετά τις πρώτες επιτυχίες μιας τοπικής παραλλαγής του φιλελευθερισμού, που ήταν και εξακολουθεί να είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, η περιοχή γνώρισε απανωτές αναταράξεις κοινωνικής δυσαρέσκειας και λαϊκίστικων ακροτήτων. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αναταράξεις αυτές παρερμηνεύθηκαν τόσο από τους λαϊκιστές της ισονομίας όσο και από τους νεοφιλελεύθερους λαϊκιστές της αγοράς: συνήθως, οι λαϊκιστές της ισονομίας προτείνουν να αντιμετωπιστούν οι αναταράξεις παίρνοντας από τους πλούσιους. Σε απάντηση, οι νεοφιλελεύθεροι λαϊκιστές της αγοράς υποστηρίζουν ότι όλοι έχουν την ευκαιρία να γίνουν πλούσιοι, μόνο, όμως, εάν επιτρέψουν μια ακόμη πιο ελεύθερη κυριαρχία της αγοράς.


Οι λαοί αυτών των χωρών, ωστόσο, κόντρα στους λαϊκιστές της ισονομίας, δεν επιθυμούν την επιστροφή του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ του παρελθόντος, όπως και, κόντρα στους νεοφιλελεύθερους λαϊκιστές της αγοράς, δεν θέλουν να εκτεθούν στα ‘πλεονεκτήματα’ των αχαλίνωτων μηχανισμών της αγοράς. Με άλλα λόγια, δεν μισούν τους πλούσιους, αλλά θέλουν να γίνουν οι ίδιοι πλούσιοι και να βοηθηθούν από το κράτος σε περίπτωση που αποτύχουν. Αυτό αφήνει σίγουρα χώρο για το γάμο ενός σοσιαλισμού σκανδιναβικού τύπου ο οποίος δεν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον φιλελευθερισμό.


Επομένως, απαντώντας στην ερώτηση για τις προοπτικές ενός γάμου μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού, θα έλεγα, παραφράζοντας το παραπάνω ανέκδοτο: ο υποστηρικτής της σύγχρονης Αριστεράς είναι ένας φιλελεύθερος που δεν μπορεί να συγχωρήσει στον φιλελευθερισμό το ότι δεν λειτουργεί. Με άλλα λόγια: ένας σύγχρονος Αριστερός είναι φιλελεύθερος, αλλά πολύ πιο φιλελεύθερος από τους ίδιους τους φιλελεύθερους.


Από αυτό προκύπτει ότι η νέα Αριστερά πρέπει να πάρει, εχθρικά εάν χρειαστεί, τις θεμελιώδεις φιλελεύθερες ιδέες, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού φιλελευθερισμού, από τους φιλελεύθερους προκειμένου να τους χαλιναγωγήσει ώστε να εργαστούν στην υπηρεσία των δημοκρατικών αξιών και των αξιών της ισονομίας με τη σύγχρονη έννοια τους. Η σύγχρονη Αριστερά, έχοντας απαλλαγεί από τον ξεπερασμένο ταξικό χαρακτήρα, πρέπει να επανατοποθετήσει τις φιλελεύθερες ιδέες, σε σχέση με τις έννοιες του περιορισμού και του αποκλεισμού, και να τις επαναφέρει στην αρχική οικουμενικότητά τους.


Ίσως, η Αριστερά θα έπρεπε να ακολουθήσει την κατεύθυνση που έδειξε ο Sir William Beveridge, ηγέτης κάποτε του σήμερα ανενεργού Φιλελεύθερου Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου, και ο οποίος είπε, όπως είναι γνωστό, πως


‘η ελευθερία σημαίνει περισσότερα από ελευθερία από την αυθαίρετη εξουσία της κυβέρνησης. Η ελευθερία σημαίνει ελευθερία από την οικονομική υποτέλεια στην Ανάγκη και την Αθλιότητα και άλλους κοινωνικούς κινδύνους, σημαίνει ελευθερία από την αυθαίρετη εξουσία σε οποιαδήποτε μορφή της. Ένας άνθρωπος που πεθαίνει απ’ την πείνα δεν είναι ελεύθερος, γιατί μέχρι να τραφεί δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα εκτός από το πώς θα ανταποκριθεί στις επείγουσες φυσικές ανάγκες του: από άνθρωπος μετατρέπεται σε ζώο. Ένας άνθρωπος που δεν τολμά να αγανακτήσει με την αδικία που βιώνει από έναν εργοδότη ή προϊστάμενο, ακόμη κι αν καταδικάζεται έτσι σε χρόνια ανεργία, δεν είναι ελεύθερος’.


Η νέα σοσιαλδημοκρατία, όπως και η παλαιότερη, πρέπει να συνεχίσει να μάχεται για τους σκοπούς που απορρέουν από την εκτεταμένη κατανόηση της φιλελεύθερης ελευθερίας. Κατά συνέπεια, αυτοί οι σκοποί ορίζουν τα σημερινά καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας, όπως τα όριζαν στο παρελθόν, και δεν βρίσκονται σε καμιά διαμάχη με τους φιλελεύθερους στόχους.


Η συμπαιγνία


Αλίμονο, βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την εκπλήρωση των παραπάνω στόχων. Πολλοί φιλόσοφοι και αστέρες της ροκ ταρακούνησαν πρόσφατα τη δυτική μας συνείδηση διηγούμενοι ενοχλητικά γεγονότα: ένα παιδί που γεννιέται στη Σουηδία έχει προσδόκιμο ζωής 80 χρόνων, ένα που γεννιέται στη Σιέρα Λεόνε –λιγότερο από 39. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αμερική είναι περίπου 34.140 δολάρια, στη Σιέρα Λεόνε – 490. Γύρω στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, 1.2 δις ανθρώπων ζούσαν κάτω από το όριο φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας, των 2 δολαρίων τη μέρα. Μόνο το 2007, που από αυτή την άποψη δεν διέφερε των προηγουμένων χρόνων, δέκα εκατομμύρια παιδιά πέθαναν λόγω κακής διατροφής και έλλειψης νερού και φαρμάκων. Το χάσμα μεταξύ του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου διευρύνεται όσο η παγκοσμιοποίηση αναπτύσσεται.


Ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος κυριαρχείται από ανισότητες που ενοχλούν ηθικά οποιονδήποτε συμπονετικό άνθρωπο. Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί από τον δυτικό κόσμο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Είναι όνειδος για τον δυτικό κόσμο να αφήνει τέτοια γεγονότα απαρατήρητα και θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως τέτοιος ιδιαίτερα από το σοσιαλδημοκρατικό μέρος του, αφού οι προσδοκίες για την εξάλειψη του παραπάνω προβλήματος είχαν – δικαίως – επικεντρωθεί στη δυτική σοσιαλδημοκρατία. Παραδοσιακά, η Αριστερά ήταν πάντα διεθνίστρια, τουλάχιστον θεωρητικά. Οι εργάτες όλων των χωρών επρόκειτο, υποτίθεται, να ενωθούν. Ο περιορισμός του σοσιαλιστικού κινήματος σε μια χώρα θεωρείτο, τουλάχιστον από ορισμένους, αδύνατος. Στις μέρες μας, παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει δυσδιάκριτα τα εθνικά σύνορα και, μαζί με αυτά, τη διαφορά ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική, πετυχαίνοντας έτσι το στόχο που η παλιά Αριστερά δεν μπόρεσε να εκπληρώσει.


Φαίνεται, λοιπόν, ότι τώρα που η παγκοσμιοποίησή μας μαίνεται, ήρθε η ώρα να παγκοσμιοποιήσουμε, επίσης, τις ηθικές μας περί ισοτιμίας. Φαίνεται ότι η νέα κοινωνική σοσιαλδημοκρατία, ενώ προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί στις χώρες του βορείου ημισφαιρίου, μετά την εισβολή του νικηφόρου διεθνούς φιλελευθερισμού, δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει την πρόκληση που της θέτει η παγκοσμιοποίηση και υποχρεούται με τη σειρά της να παγκοσμιοποιήσει τη δική της ιδεολογική προοπτική. Επαναλαμβάνουμε, το ίδιο το νόημα της σοσιαλδημοκρατικής ισονομίας συνεπάγεται οικουμενικότητα: η μη οικουμενική ισονομία δεν έχει περισσότερο νόημα από το ξύλινο ατσάλι . Με άλλα λόγια, έχει έρθει η ώρα η νέα Αριστερά να ελευθερωθεί από τον παλιό διεθνισμό της. Αυτό είναι, επίσης, απαραίτητο εάν επιθυμεί να προσφέρει μια εξίσου συνεκτική ατζέντα σαν αυτή των φιλελεύθερων, που (εκτός από τους εθνικιστές φιλελεύθερους) δικαιολογούν, υποστηρίζουν και ηγούνται της παγκοσμιοποίησης.


Ποια μπορεί να είναι η σοσιαλδημοκρατική απάντηση σε αυτή την πρόκληση; Είναι δυνατόν η νέα σοσιαλδημοκρατία να είναι διεθνιστική; Εδώ ακριβώς είναι που η ισονομία, η οικουμενικότητα και ο διεθνισμός της προσκρούουν σε ένα σοβαρό εμπόδιο.


Ο Peter Singer υποστήριξε με δριμύτητα ότι το γεγονός πως αγνοούμε καθημερινά τη δυστυχία των λαών στις χώρες του Τρίτου Κόσμου θυμίζει την ηθική αδιαφορία μας στην περίπτωση ενός παιδιού που πέφτει, στη γειτονιά μας, σε έναν νερόλακκο κι εμείς, αντί να το σώσουμε, τρέχουμε στην καλοπληρωμένη δουλειά μας.


Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Η απάντηση είναι προφανής: το χρήμα βρίσκεται στις τσέπες των πλουσίων. Ο Singer έδειξε ότι εάν το δέκα τοις εκατό των ανθρώπων με τα υψηλότερα εισοδήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες φορολογούνταν ανάλογα, όπως υπολόγισαν οι Thomas Piketty και Emmanuel Saez, οι εισφορές από τη φορολόγηση αυτή θα έφταναν ετησίως τα 404 δις δολάρια. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας, που υιοθετήθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη το 2000, το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από αυτό που θα χρειαζόταν για να αλλάξουν αισθητά οι συνθήκες ζωής των φτωχών στον κόσμο. Οι Στόχοι διατυπώθηκαν από μια ομάδα ανθρώπων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Jeffrey Sachs, ένας πρώην νεοφιλελεύθερος που επόπτευσε κάποτε, για λογαριασμό των Αμερικανών, τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στους Πολωνούς πολίτες από τον Leszek Balcerowicz. Τώρα εργάζεται για την εξάλειψη της πείνας και της φτώχειας στον κόσμο.


Η αφαίμαξη των πλουσίων που συνεπάγεται μια τέτοια πολιτική θα έβρισκε απήχηση στους σοσιαλδημοκράτες, εάν δεν υπήρχε το γεγονός ότι τα χρήματα που συγκεντρώνονται μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μοιράζονται μεταξύ ομοίων σε ένα κράτος αλλά σε μακρινούς και άγνωστους ανθρώπους που ζουν σε κράτη που τα ονόματά τους οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών, δεν μπήκαν καν στον κόπο να μάθουν στα σχολεία τους.


Εδώ, όμως, φτάνουμε σ’ ένα σημείο που οι δρόμοι των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατών χωρίζουν. Κατά την άποψη των περισσότερων φιλελεύθερων, μια μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη ευνοεί όλους τους κοινωνικούς εταίρους. Το πρόβλημα για τους δυτικούς σοσιαλδημοκράτες είναι ότι οι περισσότερα από αυτούς τους κοινωνικούς εταίρους δραστηριοποιούνται στη Δύση της οποίας η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανηλεή εκμετάλλευση των λαών του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων 50 εκατομμυρίων παιδιών.


Αυτή είναι η πρόκληση για τις ηθικές επιταγές για ισονομία, που μοιάζει ανυπέρβλητη για οποιοδήποτε δυτικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Γιατί είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν σοσιαλδημοκράτη ηγέτη να έχει το σθένος να πει στους μη προνομιούχους ψηφοφόρους του, σε οποιαδήποτε από τις αδιαμφισβήτητα πλούσιες δυτικές χώρες: ‘Δεν θέλουμε περισσότερα χρήματα για μας. Θέλουμε να μοιραστούμε τουλάχιστον ένα μέρος των εισοδημάτων μας για την παροχή μιας πιο αξιοπρεπής και πιο ασφαλής ζωής σε εκείνους που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης εδώ και αιώνες και οδηγήθηκαν στην ανέχεια και τη φτώχεια από τις επιχειρήσεις που έκαναν εκεί οι συμπατριώτες μας.’


Ποιος, εκτός από τους ονειροβατούντες φιλοσόφους θα ήταν έτοιμος να πει και να κάνει τέτοια πράγματα;


Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμη: οι σοσιαλδημοκράτες βλέπουν, συνήθως, ευνοϊκά τις οικολογικές ατζέντες που προωθούν τα πράσινα κινήματα στον δυτικό κόσμο. Εδώ αντιπαρατίθενται μετωπικά με τους φιλελεύθερους που αντιμετωπίζουν τα αιτήματα των πράσινων κινημάτων ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Έχοντας ανακαλύψει ότι η πολιτική δημοτικότητα της πράσινης ατζέντας δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί στη Δύση, οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης οικονομίας δεν θεωρούν κακό τη μεταφορά ρύπανσης στο Νότο.


Οι σοσιαλδημοκράτες αντιτίθενται σ’ αυτή τη μεταφορά; Πρέπει να διάβασα απρόσεχτα τις εφημερίδες μου για να μην παρατήρησα την αντίθεσή τους. Αυτό που ανησυχεί τόσο τους φιλελεύθερους όσο και τους σοσιαλδημοκράτες δεν είναι το γεγονός ότι ρυπαίνουμε τις φτωχές χώρες, αλλά κάτι διαφορετικό: το γεγονός ότι οι άνθρωποι στον μη προνομιούχο Νότο επίμονα, και όλο και πιο επιτυχώς, διεκδικούν το δικαίωμά τους στην προσωπική κινητικότητα, για παράδειγμα, που υπήρξε στοιχείο μεγάλης ευμάρειας στη Δύση, πολλές δεκαετίες πριν. Επομένως, χάρη στη γερμανική αυτοκινητιστική βιομηχανία VW, οι Κινέζοι απολαμβάνουν τώρα τα VWs τους σε βαθμό που θα είχε εκπλήξει αυτόν που εφηύρε την έννοια του ‘αυτοκινήτου του λαού’. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες Ινδοί ετησίως θα απολαμβάνουν συντόμως τα Nanos τους. Παρά την κοινή αφοσίωσή τους στην ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι δεν συναρπάζονται από το γεγονός ότι χάρη στις βιομηχανίες Tata, περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο θα απολαμβάνουν σύντομα, ή απολαμβάνουν ήδη, αυτό που θα έπρεπε να είναι δικαίωμα όλων.


Αντίθετα, βλέπουμε εδώ έναν ενδιαφέροντα διαχωρισμό: οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τη ρύπανση που θα θέσει σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο όλο τον πλανήτη, ενώ οι φιλελεύθεροι ανησυχούν για τις επιπτώσεις που η παγκόσμια μηχανοκίνηση θα έχει στις τιμές του πετρελαίου. Επομένως, παρά τις θεωρητικές διαφωνίες τους, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, χέρι με χέρι, προσπαθούν να αποστερήσουν τους φτωχούς στον κόσμο απ’ αυτό που θέλουν, ακόμη κι αν το θέλουν επειδή εμείς το έχουμε.


Και δεν είναι μόνο αυτό: οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο μπορεί να μην θέλουν μόνο καθαρό νερό, καλή αποχέτευση, τρόφιμα, φάρμακα και να κινούνται με τα Nano τους, που μας μοιάζουν γελοία και κοστίζουν λιγότερα από τα στερεοφωνικά μας, αλλά και ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αξιοπρεπείς κατοικίες για κάθε οικογένεια, ηλεκτρικό σε κάθε σπίτι, ίσως και φωτισμό στους δρόμους. Δεν μοιάζει να είναι έτοιμος ο δυτικός κόσμος να αντιμετωπίσει σοβαρά τις οικονομικές και οικολογικές επιπτώσεις μιας πραγματικά οικουμενικής ισονομίας.


Στο σημείο αυτό, ο διακηρυγμένος οικουμενικός φιλελευθερισμός μεταμορφώνεται υποκριτικά σε εθνικιστικό φιλελευθερισμό, κι αυτό περιέργως συμπίπτει με μια εξίσου υποκριτική μεταμόρφωση της οικουμενικής σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας σε μια περιορισμένη. Όταν πρόκειται για παγκόσμια προβλήματα, παρά τον οικουμενικό ιδεολογικό αέρα που αναδύουν, τα δυο κινήματα καταλήγουν από κοινού ότι ο σύγχρονος φιλελευθερισμός μπορεί να λειτουργήσει για κοινωνικούς σκοπούς μόνο σε μερικές ορισμένες χώρες: στις χώρες όπου τυχαίνει να επιχειρούν.


Κατά περίεργο τρόπο, η αντιπαράθεση του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας με τα παγκόσμια ζητήματα δείχνει ότι ο μεταξύ τους συμβιβασμός γίνεται με αρκετή ευκολία. Το πρόβλημα είναι ότι ο συμβιβασμός είναι ηθικά αηδιαστικός.


Δεν υπάρχει όμως λόγος υπερβολικής ανησυχίας. Υπάρχει θεραπεία και γι’ αυτό. Εάν είμαστε πραγματικά αηδιασμένοι με τους εαυτούς μας επειδή αγνοούμε τις ηθικές επιταγές για βοήθεια στους έχοντες ανάγκη, μπορούμε πάντα, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, να καθησυχάσουμε τα σκιρτήματα της δυτικής μας συνείδησης με τις ελεημοσύνες που δίνουμε σποραδικά στους φτωχούς του Νότου, που γαζώνουν τα Adidas μας και συναρμολογούν τα κομπιούτερ μας για 17 σεντς την ώρα.


Και ακόμη κι αν κάποιες φορές ξεχάσουμε να στείλουμε τα τσεκ μας, μπορούμε να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας εάν θυμηθούμε ότι ο Bill Gates και ο Warren Buffet έδωσαν σημαντικό μέρος των περιουσιών τους στην παγκόσμια φιλανθρωπία. Κάνοντας φιλανθρωπία για μας, και αντί για μας, μας ξελαφρώνουν από το βάρος να την κάνουμε εμείς.


Και μας αφήνουν ελεύθερους να αγωνιστούμε για τη βελτίωση των δικών μας ζωών.



Αφιέρωμα: σοσιαλδημοκρατία
Ετικέτες: , , ,

|
0 σχόλια »

σχολίασε