Jennifer Erickson – Η επανεγκατάσταση των προσφύγων, το κράτος πρόνοιας και η συμμετοχική υπηκοότητα στο Φάργκο, Βόρεια Ντακότα |
Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η επανεγκατάσταση των προσφύγων, από εθελοντικό πρόγραμμα της εκκλησίας μετατράπηκε σε ένα επιχορηγούμενο από το κράτος ιδιωτικό πρόγραμμα, με έμφαση στην οικονομική αυτάρκεια. Η αυξημένη επαγγελματοποίηση ή δημοσιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη υπευθυνότητα απ’ ό, τι την προηγούμενη εποχή που τελούσε υπό την αιγίδα της εκκλησίας. Ωστόσο, ο στόχος του προγράμματος να γίνουν οι πρόσφυγες παραγωγικοί, αυτάρκεις πολίτες σε ένα διάστημα οκτώ μηνών, θέτει νέες προκλήσεις. Σε αυτό το άρθρο, υποστηρίζω ότι εστιάζοντας στην οικονομική αυτάρκεια για τους πελάτες της, όπως το κράτος πρόνοιας, η επανεγκατάσταση διακυβεύει τη δυνατότητά της να βοηθήσει τους πρόσφυγες να κατευθυνθούν σε πιο ισότιμες συμμετοχικές πρακτικές υπηκοότητας και να απομακρυνθούν από το φιλελεύθερο πρότυπο της προσωπικής ευθύνης που αγνοοεί δομικές ανισότητες.
Αυτό το πρόγραμμα βασίζεται σε μια έρευνα πλήρους απασχόλησης που έκανα από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τον Ιούλιο του 2008 στο Φάργκο, στη Βόρεια Ντακότα. Περιλάμβανε παρατηρητήριο για τους συμμετέχοντες, εθελοντική εργασία και ημιδομημένες συνεντεύξεις στις κοινότητες προσφύγων από τη Βοσνία και το Σουδάν και με τρεις διαφορετικές ανθρωπιστικές οργανώσεις στο Φάργκο: την Cass County Social Services, κρατική ανθρωπιστική υπηρεσία (εφεξής County), τη Lutheran Social Services New American Services, υπηρεσία επανεγκατάστασης προσφύγων (εφεξής LSS) και μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που συνταιριάζει απόστρατους σε μεγάλη ηλικία και πρόσφυγες που διδάσκονται την αγγλική γλώσσα. Το πρόγραμμα έχει επίσης ενημερωθεί από την απασχόλησή μου (2001-2002) ως κοινωνική λειτουργός σε μια υπηρεσία επανεγκατάστασης στη Βόρεια Ντακότα.
Η επανεγκατάσταση των προσφύγων περιλαμβάνει πολυμερείς σχέσεις ανάμεσα σε κράτη, θρησκευτικές οργανώσεις και τοπικές, εθνικές και διεθνείς ΜΗ.ΚΥ.Ο., καθώς και τοπικούς και περιφερειακούς παίκτες όπως οι εργοδότες. Ο πρόεδρος αποφασίζει πόσοι πρόσφυγες θα γίνουν δεκτοί στις ΗΠΑ κάθε χρόνο, και το Office of Refugee Resettlement- ORR (Γραφείο Επανεγκατάστασης Προσφύγων) υπό το Στέιτ Ντηπάρτμεντ καθορίζει πού θα εγκατασταθούν με βάση τις ευκαιρίες απασχόλησης, την κοινοτική στήριξη και τις περιπτώσεις οικογενειακής επανένωσης. Οι υπηρεσίες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα επανεγκατάστασης προσφύγων των ΗΠΑ ονομάζονται Voluntary Agencies (Εθελοντικές Υπηρεσίες). Είναι κατά κύριο λόγο θρησκευτικές ή κοινοτικές οργανώσεις που αντιλαμβάνονται τη φροντίδα της επανεγκατάστασης προσφύγων ως μέρος του πυρήνα της αποστολής τους. Σε αντάλλαγμα της χρηματοδότησης, που συμπληρώνεται από ιδιωτικές δωρεές και συνεισφορές σε είδος, οι Εθελοντικές Υπηρεσίες εντέλλονται να παρέχουν:
- αιγίδα (για παράδειγμα, μέσω θρησκευτικών οργανώσεων)
- προγραμματισμό επανεγκατάστασης πριν από την άφιξη, ιδιαίτερα στέγαση
- υποδοχή κατά την άφιξη
- υποστήριξη σε βασικές ανάγκες για τουλάχιστον 30 μέρες (στέγη, επίπλωση, τροφή, ρουχισμό)
- κοινοτικό προσανατολισμό
- παραπομπή σε άλλους παρόχους στους τομείς της υγείας, της παιδείας και/ή της απασχόλησης και
- διαχείριση της περίπτωσης και παρακολούθηση για τουλάχιστον 90-180 μέρες
Πολλές Εθελοντικές Υπηρεσίες διανέμουν επίσης “Χρηματική Βοήθεια σε Μετρητά στους Πρόσφυγες”, ένα μηνιαίο βοήθημα σε άτομα και οικογένειες μέχρι να βρουν δουλειά, την οποία υποχρεώνονται να αναφέρουν ή αλλιώς να αντιμετωπίσουν κυρώσεις, ή μέχρι να τελειώσει η περίοδος προσαρμογής των οκτώ μηνών. Όπως οι υπηρεσίες πρόνοιας, η κύρια αποστολή των Εθελοντικών Υπηρεσιών είναι να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να γίνουν οικονομικά αυτάρκεις το συντομότερο δυνατόν.
Η LSS[1] προωθεί την επανεγκατάσταση προσφύγων στη Βόρεια Ντακότα από το 1946, αλλά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έφτασαν μεγάλοι αριθμοί προσφύγων που άρχισαν να μένουν στην περιοχή, σε αντίθεση με προηγούμενα κύματα που μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές.[2] Καθώς η επανεγκατάσταση αυξανόταν, φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 1990 τις 650 αφίξεις προσφύγων το χρόνο (χωρίς να περιλαμβάνονται οι δευτερεύοντες μετανάστες ή οι πρόσφυγες που επανεγκαταστάθηκαν σε μια πόλη αλλά μετακινήθηκαν σε άλλη), η LSS είχε να αντιμετωπίσει θεσμικές αλλαγές, τοπικές κρατικές και μη κρατικές υπηρεσίες, ενώ το ευρύτερο κοινό ανταποκρινόταν στους νεοφερμένους πρόσφυγες με αργούς ρυθμούς και πολλές φορές εχθρικά.
Από το 1983 μέχρι το 2004, η ORR επανεγκατέστησε μια πλειοψηφία (72 τοις εκατό) προσφύγων σε περίπου 30 αστικές, μητροπολιτικές περιοχές με ευρείς γεννημένους στο εξωτερικό πληθυσμούς.[3] Ενώ ο συνολικός αριθμός προσφύγων που επανεγκαταστάθηκαν ήταν μικρότερος, οι πρόσφυγες σε μικρότερες πόλεις, όπως το Φάργκο, είχαν μεγαλύτερη επίδραση στους πιο ομοιογενείς τοπικούς πληθυσμούς (Singer and Wilson 2006). Ενενήντα τέσσερα τοις εκατό των κατοίκων του Φάργκο (πληθυσμός 90,600) δηλώνουν λευκοί και περίπου 80 τοις εκατό Σκανδιναβοί και/ή Γερμανοί. Το Φάργκο έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εκκλησιασμού σε όλη τη χώρα.
Όταν οι πρόσφυγες έφταναν για πρώτη φορά στο Φάργκο, η LSS τους εγκαθιστούσε σε συγκροτήματα κατοικιών για χαμηλά εισοδήματα στο νότιο Φάργκο ή στη γειτονική πόλη του Δυτικού Φάργκο. Οι περισσότεροι πρόσφυγες άρχιζαν να δουλεύουν σε εργοστάσια στα βιομηχανικά πάρκα του δυτικού και βόρειου Φάργκο, χιλιόμετρα μακριά από τους τόπους κατοικίας τους. Δεν υπήρχαν λεωφορεία τις Κυριακές ή μετά τις δέκα το βράδυ και υπήρχαν μόνο τρεις σταθμοί στην πόλη, πράγμα που έκανε τις δημόσιες μεταφορές εξαιρετικά χρονοβόρες. Όσοι δούλευαννύχτα, βασίζοντανσε φίλους με αυτοκίνητα, στην πεζοπορία ή το ποδήλατο, πράγμα που μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τη ζωή τους, κατά τους σκληρούς χειμώνες του Φάργκο. Τα τρία μεγαλύτερα εμπόδια για την επίτευξη κοινωνικής και νομικής υπηκοότητας στο Φάργκο ήταν η γλώσσα, ο καιρός και οι μεταφορές.
Σύμφωνα με πηγές στην LSS, την County, τα σχολεία και άλλες εθελοντικές οργανώσεις, η γενική στάση εκείνη την εποχή ήταν ότι η επανεγκατάσταση των προσφύγων αποτελούσε ευθύνη της LSS, αλλά ότι “οι πελάτες δεν εξυπηρετούνταν, εγκαταλείπονταν”. Στις δεκαετίες 1980 και 1990, εκτός από την επιχειρηματική κοινότητα, που αποκτούσε εκατοντάδες νέους εργάτες σε ένα κράτος που τους χρειαζόταν, τα περισσότερα μέλη της κοινότητας δεν υποστήριζαν την επανεγκατάσταση. Η LSS υποστήριξε ότι η επανεγκατάσταση ήταν επωφελής οικονομικά για την περιοχή (ως εργάτες, καταναλωτές και ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων), όπως και για λόγους πολιτισμικής ποικιλίας. Για να επιτευχθεί, όμως, χρειάζονταν τη βοήθεια της County, των σχολείων, του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και άλλων μη κερδοσκοπικών οργανώσεων- και όχι μόνο του τομέα απασχόλησης. Οι εκπρόσωποι αυτών των ιδρυμάτων μου είπαν ότι η LSS δεν είχε ενημερώσει αρκετά για την διαδικασία επανεγκατάστασης, κι έτσι ήταν δύσκολο να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί.
Ως οργάνωση που αποτελούσε την πύλη για κοινωνική υπηκοότητα των προσφύγων, η LSS είχε πιστωθεί και ταυτόχρονα δεχτεί κριτική για το γεγονός ότι έφερνε πρόσφυγες και κατά συνέπεια φυλετική και πολιτισμική ποικιλία στο Φάργκο. Η LSS ήταν από τα λίγα ιδρύματα στο Φάργκο που καλούσε τους πολίτες να παρατηρήσουν και να προβληματιστούν για την εργασιακή ηθική τους ως λευκοί, Βορειοευρωπαίοι και Προτεστάντες, για την οποία ήταν πολύ περήφανοι. Η ιστορία που οι κάτοικοι του Φάργκο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δούλευαν στον δημόσιο, ιδιωτικό και επιχειρηματικό τομέα, διηγούνταν στους εαυτούς για τους εαυτούς τους ήταν ότι η σκληρή δουλειά, η ταπεινότητα, ο καλός τρόπος και το κοινοτικό πνεύμα μπορούν να λύσουν τα περισσότερα προβλήματα και να παρέχουν μια καλή ζωή. Αυτές οι πολιτιστικές αφηγήσεις ήταν πιο εύκολο να γίνουν πιστευτές όταν η κοινότητα ήταν ομοιογενής και μοιραζόταν αυτά τα ιδανικά και τα μέσα για να τα ενεργοποιήσει. Πολλοί πρόσφυγες δεν το έκαναν. Αντί να τα βάλουν με τις πολιτισμικές διαφορές ή με τη φυλή ως παράγοντα που συντελεί σε παρεξηγήσεις, η LSS έγινε ο ευκολότερος, ο πλέον χειροπιαστός στόχος, ικανός να αναμορφώσει τις πρακτικές των εργαζομένων και των πελατών της.
Επηρεασμένο από τις πρακτικές πρόσληψης του ORR, το προσωπικό των υπηρεσιών επανεγκατάστασης αντανακλά συχνά την φυλετική, εθνική, πολιτισμική και/ή θρησκευτική ποικιλία ευρύτερων προσφυγικών κοινοτήτων. Το 2007-8, το προσωπικό των New American Services εκπροσωπούσε έξι διαφορετικές χώρες (Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σομαλία, Ιράκ, Βιετνάμ και ΗΠΑ) και απασχολούσε τον ίδιο περίπου αριθμό ανδρών και γυναικών. Παρά τις μεγάλες ανάγκες που συνεπάγετο η διαχείριση περιπτώσεων για πολλούς πελάτες πρόσφυγες, η LSS δεν απαιτούσε εμπειρεία στον τομέα της κοινωνικής εργασίας, την παροχή συμβουλών ή την εκπαίδευση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η πολιτισμική γνώση και οι γλωσσικές ικανότητες κρίνονταν πιο σημαντικές. Με άλλα λόγια, οι πρακτικές μεταξύ ομοτίμων αποτελούσαν σημαντικό μέρος στην ανάπτυξη της επανεγκατάστασης των προσφύγων ως πρακτική πρόνοιας αλλά συνέβαλαν επίσης στην εχθρότητα ανάμεσα στην LSS και τις λιγότερο ποικίλες πολιτισμικά, πιο γραφειοκρατικές υπηρεσίες.
Σε αντίθεση με την LSS, το προσωπικό της County αποτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από λευκές γυναίκες που μιλούσαν μόνο αγγλικά και οι περισσότερες δήλωναν πιστές Χριστιανές. Πολλές μεγάλωσαν σε μικρές πόλεις ή σε αγροκτήματα και μου είπαν ότι εκτός δουλειάς είχαν μικρή επαφή με ανθρώπους από άλλες φυλές ή πολιτισμούς. Ενώ το προσωπικό της LSS είχε ελάχιστη έως καμία επαγγελματική κατάρτιση, το νέο προσωπικό της Cass County είχε περάσει από ετήσια, αυστηρή εκπαίδευση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Τα ιδρύματα επανεγκατάστασης και πρόνοιας είχαν πολλά κοινά σε ό, τι αφορά τη δουλειά τους με κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες ανθρώπων και τις υπηρεσίες που παρείχαν (διαχείρηση περιπτώσεων, υπηρεσίες απασχόλησης, χρηματική βοήθεια), αλλά η έρευνά μου δείχνει ότι λίγοι από τους εργαζόμενους, ή και τους επιστάτες, αναγνώριζαν αυτές τις ομοιότητες. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι εστίαζαν στις διαφορές στο χρόνο που περνούσαν με τους πελάτες, την κατάρτιση των εργαζόμενων και πώς και ποιοι αποτιμούσαν την υπευθυνότητα. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι στην County είχαν την τάση να βλέπουν το ίδρυμά τους ως προπύργιο υπευθυνότητας και προσωπικής ευθύνης σε αντίθεση με την LSS που πίστευαν ότι δεν διέθετε επαγγελματική κατάρτιση και υπευθυνότητα. Ένας υπάλληλος στην County είπε: “Επειδή μιλάς σε άλλη γλώσσα δεν σημαίνει ότι μπορείς να είσαι καλός στη διαχείριση περιπτώσεων”. Οι υπάλληλοι της LSS θεωρούσαν ότι ήταν συμβιβαστικοί, συναισθηματικά ευαίσθητοι και ευέλικτοι σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στην County τους οποίους χαρακτήριζαν ως “ψυχρούς”, ανελαστικούς ακόμη και μεροληπτικούς απέναντι στους πρόσφυγες. Μια εργαζόμενη στο LSS από τη Σομαλία, η Άνα, εξήγησε:
“Δεν τους νοιάζουν οι πελάτες. Έκανα τη διερμηνέα για ανθρώπους εκεί και δεν εξηγούσαν, Τους είδα να πετούν ανθρώπους έξω απ’ το σπίτι τους και δεν σκέφτονται από πού θα βρουν τα λεφτά. Εμείς σκεφτόμαστε κάπως περισσότερο τους πελάτες μας, σκεφτόμαστε από πού θα βρουν τα λεφτά. Προσπαθούμε να βρούμε διερμηνείς και να επικοινωνούμε με τους πελάτες μας”.
Αντί να εστιάζονται στις διαφορές ανάμεσα στο κράτος πρόνοιας και τις υπηρεσίες επανεγκατάστασης των προσφύγων, οι οργανωτικοί επικεφαλής σε τοπικό επίπεδο θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν τις μεταξύ τους δυνάμεις και διαφορές. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να οργανώσουν πολυπολιτισμική κατάρτιση για την County από το προσωπικό της LSS ή κατάρτιση σε καλές πρακτικές κοινωνικής εργασίας από την County για την LSS. Αντί για το τρέχον σύστημα των προσφύγων που διακινεί ένα μπερδεμένο δίκτυ ασφαλείας με ανταγωνιστικές ιδέες για το πώς θα επιτευχθεί η αυτάρκεια, τα ιδρύματα πρόνοιας και επανεγκατάστασης θα μπορούσαν να παράσχουν μαζί έναν καλύτερο οδικό χάρτη για το πώς μπορούν οι πρόσφυγες να αποκτήσουν τα οφέλη της πλήρους υπηκοότητας.
Όπως συνέβη με τη μεταμόρφωση του επαγγέλματος της κοινωνικής εργασίας στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα ( Gordon 1994), η δημοσιότητα γύρω από την επανεγκατάσταση των προσφύγων οδήγησε στην αυξημένη επαγγελματοποίησή της. Ωστόσο, η μορφοποίηση της επανεγκατάστασης σύμφωνα με το κράτος πρόνοιας ενέχει τον κίνδυνο της αποπολιτικοποίησής της με τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διατήρηση του status quo ( Abramowitz 1998: 519-520). Οι Ilcan και Basok (2004) υποστηρίζουν ότι “οι μεγαλύτερες αξιώσεις σε ό, τι αφορά τα εθελοντικά ιδρύματα, να είναι υπόλογα στο κράτος για δραστηριότητες με δημόσια χρηματοδότηση…. τα υποχρεώνουν να κινούνται ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση της παροχής υπηρεσιών και να απομακρύνονται από μια υποστηρικτική εργασία προσανατολισμένη προς την κοινωνική δικαιοσύνη.” (136)
Ο Giddens (1991) υποστηρίζει ότι η θεώρηση της υπηκοότητας ως συμμετοχή “αντλεί από μια διττή αντίληψη της εξουσίας όπως και η κοινωνική εργασία: οι άνθρωποι μπορούν να είναι, την ίδια στιγμή, σχετικά αδύναμοι σε σχέση με τις ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές δομές εξουσίας και παρόλα αυτά ικανοί να ασκούν εξουσία με την ‘παραγωγική’ έννοια της αυτό-επικαιροποίησης” ( στο Lister 1998:6).
Έχοντας μια αποστολή πιο ευέλικτη, που ενθαρρύνει τις πρακτικές μεταξύ ομοτίμων, η επανεγκατάσταση των προσφύγων στις αρχές του 21ου αιώνα έχει μια τεράστια ευκαιρία να βοηθήσει τους πελάτες της να προχωρήσουν προς μια συμμετοχική υπηκοότητα, μακριά από τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές υπηκοότητας που κατευθύνουν τις περιθωριοποιημένες ομάδες προς την προσωπική ευθύνη και μόνο.
Σημειώσεις
[1]Το New American Services είναι ένα από τα δεκάδες προγράμματα που παρέχονται κάτω απ’ την ομπρέλα της LSS. Άλλα περιλαμβάνουν προγράμματα για οικογένειες, νέους, ανακούφιση από φυσικές καταστροφές, στέγαση κ.α. Χρησιμοποιώ την ονομασία LSS αντί New American Services γιατί, παρά τα άλλα της προγράμματα, η “LSS” είναι συνώνυμη στο Φάργκο με το πρόγραμμά της για τους πρόσφυγες και αναφέρεται έτσι.
[2] Οι μεγαλύτερες ομάδες προσφύγων που η LSS επανεγκατέστησε στη Βόρεια Ντακότα προέρχονταν από το Βιετνάμ, την Καμπότζη, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Σουδάν, τη Σομαλία, το Ιράκ, τη Λιβηρία, το Αφγανιστάν, την Αιθιοπία, το Μπουρούντι και πιο πρόσφατα το Μπουτάν.
[3] Στις μεγαλύτερες πόλεις περιλαμβάνονταν το Λος Άντζελες, το Σαν Χοσέ, το Σακραμέντο, η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, η Μιννεάπολη- Σαιντ Πωλ, το Σιάτλ, η Ατλάντα και η Ουάσιγκτον D.C.
Αναφορές
- Abramovitz, Mimi. (1998) Social Work and Social Reform: An Arena of Struggle, Social Work 43(6): 512-527.
-Giddens, Anthony. (1990) Modernity and Self-Identity: Self and Society in the Late Modern Age, Stanford: Stanford University Press.
-Gordon, Linda. (1994 ) Pitied but Not Entitled: Single Mothers and the History of Welfare, 1890-1935, New York: The Free Press.
-Ilcan, Suzan and Basok, Tanya. (2004) Community Government: Voluntary Agencies, Social Justice, and the Responsibilization of Citizens. Citizenship Studies 8(2): 129–144.
-Lister, Ruth. (1998) Citizenship on the Margins: Citizenship, Social Work, and Social Action. European Journal of Social Work 1(1): 5-18.
-Singer, Audrey and Wilson, Jill H. (2006) From ‘There’ to ‘Here’: Refugee Resettlement in Metropolitan America. September 2006, Living Cities Census Series, Washington, D.C.: The Brookings Institution
Αφιέρωμα: κοινωνική πρόνοια
Ετικέτες: Jennifer Erickson , ΗΠΑ , κοινωνική δικαιοσύνη , μετανάστες , πρόνοια