ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Ηλίας Κικίλιας – Από τις κρατικές στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες


Ηλίας Κικίλιας

Η ιστορία διδάσκει ότι οι κρίσεις οδηγούν είτε στην καταστροφή είτε στην αναζωογόνηση. Στην καταστροφή οδηγούν όταν υπάρχει αδράνεια, εμμονή σε δογματικές αντιλήψεις και ανυπέρβλητη αντίσταση στην αναγνώριση της πραγματικότητας και στη κοινή λογική. Στην αναζωογόνηση, οδηγούν όταν υπάρχει έγκαιρη προσαρμογή, και συμπαράταξη με τις δυνάμεις της προόδου και της δημιουργίας. Όταν υπάρχει προσπάθεια συνεχής, συστηματική, αποδεσμευμένη από ψευτο-υποσχέσεις και δογματικές αντιλήψεις.


Αυτό που σήμερα ονομάζουμε κατ’ ευφημισμό «κράτος πρόνοιας» είναι στην ουσία ένα σύνολο δαπανών – που δεν υστερεί σημαντικά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο – που αντιστοιχούν σε ένα απίστευτο αριθμό παροχών, επιδομάτων, επιδοτήσεων, ρυθμίσεων κλπ. για έναν εκτεταμένο αριθμό επιμέρους κοινωνικών ομάδων οι οποίες απέκτησαν τα δικαιώματα αυτά όχι με βάση το κριτήριο της πραγματικής ανάγκης αλλά της ψηφοθηρίας. Για το λόγο αυτό, από κάθε 1 ευρώ δαπάνης για κοινωνικές παροχές (οικογένεια, μητρότητα, φτώχεια, κλπ.) ίσως λιγότερα από 30 λεπτά πιάνουν τόπο. Αυτό ισοδυναμεί με απώλεια αρκετών δισ. ευρώ, τα οποία ενισχύουν το εισόδημα και την κατανάλωση κάποιων κοινωνικών ομάδων, αλλά αφήνουν τους πραγματικά φτωχούς απροστάτευτους.


Εδώ και περίπου 15 χρόνια το κράτος δαπανά σχεδόν το 1 / 4 του ΑΕΠ για κοινωνικές πολιτικές, ποσό που δεν υστερεί σημαντικά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τι γίνονται αυτά τα σχεδόν 60 δισεκατομμύρια ευρώ; Που δαπανώνται; Ποιοι ωφελούνται; Πιάνουν τόπο;


Πάνω από τα μισά χρηματοδοτούν τις συντάξεις. Αν δεν γινόταν η πρόσφατη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού Συστήματος, σε λίγα χρόνια σχεδόν όλες οι κοινωνικές δαπάνες θα δίνονταν για την κάλυψη των συντάξεων, χωρίς δυνατότητα για την Παιδεία, την Υγεία, την Απασχόληση, τις Κοινωνικές Υπηρεσίες.


Τα υπόλοιπα μειώνουν τη φτώχεια μόνο κατά 3% όταν τα ίδια χρήματα στην Ευρώπη μειώνουν τη φτώχεια κατά 9%, δηλαδή τρείς φορές περισσότερο.


Αν πάρουμε για παράδειγμα μόνο το πεδίο της «οικογένειας – μητρότρητας» – που έχει άμεση σχέση με το δημογραφικό και το ασφαλιστικό – ο κατάλογος των σχετικών ρυθμίσεων είναι κυριολεκτικά αχανής, και το συνολικό κόστος απίστευτο. Το ουσιώδες είναι το κόστος αυτό δεν αντιστοιχεί σχεδόν καθόλου σε παροχή υπηρεσιών όπως οι παιδικοί σταθμοί, αλλά εκτείνεται από επιδοτήσεις και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις μέχρι …άδειες για ταξί και περίπτερα, και μάλιστα χωρίς εισοδηματικά ή περιουσιακά κριτήρια.


Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει αποτύχει να εξασφαλίσει την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση και τη ζωή, και δεν έχει πλέον την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Οι μαθητικές επιδόσεις των παιδιών μας καταλαμβάνουν μία από τις 3 τελευταίες θέσεις μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ, την ίδια στιγμή που κάθε χρόνο δαπανώνται για την παιδεία σχεδόν 11 δισεκατομμύρια από τα οποία μάλιστα το 40%, σχεδόν 4,5 δις. αποτελούν ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών, αφού πάνω από μισούς μαθητές του δημοτικού και του γυμνασίου και οι 3 στους 4 μαθητές του λυκείου καταφεύγουν στην παραπαιδεία. Οι φτωχότερες οικογένειες δαπανούν το 10% – 15% του εισοδήματός τους στην παραπαιδεία, για να δουν τελικά τα παιδιά τους να αποκλείονται ολοένα και περισσότερο από τις «καλύτερες» ανώτατες σχολές, αφού δεν μπορούν να συναγωνιστούν με ίσους όρους τα παιδιά από οικογένειες των πιο εύπορων στρωμάτων.


Στην υγεία, είναι ενδεικτικό ότι ο κάθε πολίτης της χώρας μας πληρώνει κατά μέσο όρο από την τσέπη του 1.100 € ετησίως για υπηρεσίες υγείας, όταν το αντίστοιχο ποσό για τους πολίτες των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ ανέρχεται στα 770 €. Και δυστυχώς, η δαπάνη αυτή δεν επιβαρύνει μόνο τους «έχοντες» καθώς οι φτωχότερες οικογένειες δεσμεύουν έναν μισθό ετησίως για υπηρεσίες υγείας ενώ οι χαμηλοσυνταξιούχοι ξοδεύουν περίπου 2,5 συντάξεις το χρόνο για τον ίδιο λόγο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι κληρονομήσαμε το πιο «ιδιωτικοποιημένο» σύστημα υγείας στην Ευρώπη. Γιατί σήμερα από τους 376 αξονικούς τομογράφους που λειτουργούν στη χώρα, οι 247 ανήκουν σε ιδιώτες.


Στο κρίσιμο πεδίο της Δια Βίου Μάθησης η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Την ίδια στιγμή που τα τελευταία 20 χρόνια δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, οι δυνατότητες μετεκπαίδευσης είναι σχεδόν ανύπαρκτες και μια μεγάλη μερίδα νέων με προσόντα αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.


Η κοινωνική προστασία στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό εξαντλείται στη χορήγηση πενιχρών εισοδηματικών ενισχύσεων που τελικά δεν πιάνουν τόπο, ενώ η παροχή δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών υστερεί. Η ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων εξακολουθεί να ανήκει κυρίως στην οικογένεια, όπου συχνά βαρύνει τις γυναίκες. Όσοι μπορούν, αναγκάζονται να στραφούν στις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα (βρεφονηπιακοί σταθμοί, οίκοι ευγηρίας) και ιδίως στις κατ’οίκον υπηρεσίες όπου απασχολούνται περισσότερο ανασφάλιστες μετανάστριες. Η οικογένεια βαρύνεται τελικά με τη φροντίδα του παιδιού, του ηλικιωμένου, του ανέργου, του φοιτητή, του ασθενή, του ατόμου με αναπηρία. Και ποτέ δεν έχει μόνο έναν να φροντίσει. Το σημερινό κοινωνικό κράτος δεν εξετάζει αν η οικογένεια αντέχει να το κάνει. Μια από τις πολλές σοβαρές επιπτώσεις αυτής της τακτικής είναι και η υπογεννητικότητα που μαστίζει την κοινωνία μας.


Το ουσιώδες, όμως, είναι το εξής: Η φιλοσοφία της κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας δεν στοχεύει στην προστασία και την ενδυνάμωση των αδυνάμων μέσω της παροχής «ευκαιριών» και της δημιουργίας «δυνατοτήτων» (capabilities κατά Amartya Sen) ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας σε ευρείες κοινωνικές κατηγορίες. Αντίθετα, έχει τον χαρακτήρα της θέσπισης οικονομικών δικαιωμάτων και προνομίων με τη μορφή των κρατικών παροχών και εγγυήσεων. Υπό την ευρεία έννοια, μια ατέλειωτη σειρά παροχών – από τις μόνιμες αγροτικές επιδοτήσεις και την δημόσια εργοδοσία, ως τις αλλεπάλληλες νομιμοποιήσεις της αυθαίρετης δόμησης, την ανοχή της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής των μικρομεσαίων και την πληθώρα των μικρο-προνομίων στο ασφαλιστικό ή τη φορολογία με βάση τις συντεχνιακές πρακτικές – αποτελούν στην πραγματικότητα την κοινωνική πολιτική «ala grecque».


Με λίγα λόγια, αντί να παρέχει ίσες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου, το ίδιο το κράτος ορίζει άμεσα ποιες ομάδες θα ανέβουν κοινωνικά και εγγυάται την διατήρηση του εισοδηματικού τους επιπέδου και του κοινωνικού τους status σε βάρος όλων των άλλων. Τα διάφορα προνόμια, συνεπώς, δεν αθροίζονται απλά σε μια δυσβάστακτη δημοσιονομική δαπάνη, αλλά αποτελούν το μέτρο του δημοκρατικού ελλείμματος του πολιτικού μας συστήματος.


Δομικό χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι στη χώρα μας δημόσια υπηρεσία δεν σημαίνει μια υπηρεσία που έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη και αξιολογείται με βάση τις επιδόσεις της ως προς αυτό, αλλά κυρίως ένας χώρος άσκησης κρατικής εξουσίας που απασχολούνται κρατικοί υπάλληλοι. Στη λογική αυτή η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών συνεπάγεται την διόγκωση της κρατικής απασχόλησης. Σε μια άλλη λογική, όμως, δημόσια υπηρεσία είναι αυτή που εξυπηρετεί με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τον πολίτη, στην οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες, χρεώνονται ανάλογα με την εισοδηματική τους κατάσταση, είναι υπό δημόσιο έλεγχο, αξιολόγηση και εποπτεία, ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς του φορέα που την παρέχει. Η λογική αυτή στην ορολογία της συντήρησης ονομάζεται …ιδιωτικοποίηση.


Οι δημόσιες υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα αντιμετωπίζουν τον πολίτη ως μια «διοικητική» απρόσωπη οντότητα, ανεξάρτητα από τις εξατομικευμένες ανάγκες του. Αλλά ο κοινωνικά αποκλεισμένος, για παράδειγμα, δεν είναι απλά ένας «πολίτης» ίδιος με τον πολίτη που ζητά ένα πιστοποιητικό. Από αυτό εκπορεύεται και το ότι ακόμα και δυνητικά ενεργητικά μέτρα στην πράξη «παθητικοποιούνται». Η κουλτούρα της δημόσιας διοίκησης είναι μια σοβαρή παράμετρος που σίγουρα χρειάζεται χρόνο για να μεταβληθεί. Αλλά το γεγονός αυτό πολλές φορές αφενός χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την αδράνεια της πολιτικής διακυβέρνησης και την αποποίηση της πολιτικής ευθύνης και αφετέρου στοχοποιεί συλλογικά τους δημόσιους υπαλλήλους και αποτρέπει τις αναγκαίες συμπράξεις των δημιουργικών δυνάμεων. Η κουλτούρα της δημόσιας διοίκησης, όμως, είναι ένα παραπροϊόν του πελατειακού διοικητικού συστήματος και όλων εκείνων των επιμέρους ρυθμίσεων, των οποίων τόσο η δημιουργία όσο και η μεταβολή είναι κατά μείζονα λόγο ευθύνη της πολιτικής διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια, η πολιτική ευθύνη έγκειται στην συστηματική αλλαγή των πεδίων αυτών (διοικητικές ρυθμίσεις, συνεχής αξιολόγηση, κλπ.) και την εποπτεία της εφαρμογής τους, τα οποία μπορούν να έχουν ακόμα και άμεσες θετικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα του πολίτη και αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή της κουλτούρας των υπαλλήλων.


Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ανάπτυξη κοινωνικών υπηρεσιών δημοσίου χαρακτήρα στη χώρα μας προϋποθέτει τον σαφή επανακαθορισμό της ίδιας της έννοιας του «δημοσίου» και την διάκριση από το «κρατικό». Μόνο έτσι μπορούν να κινητοποιηθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και οι δυνατότητες που ανοίγονται είναι πολλές.


Στην σημερινή εποχή το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας αντιμετωπίζει μία ριζοσπαστική μεταβολή: καλείται να ασχοληθεί με άτομα, όχι με “πληθυσμούς”, ή με “στοχευμένες ομάδες”, ή με στατιστικές κατηγορίες ή ακόμα και με τάξεις με την παραδοσιακή έννοια που τους δίνει η πολιτική θεωρία των τάξεων. Αυτό συμβαίνει γιατί οι κοινωνικά αποκλεισμένοι συγκροτούν, στην πραγματικότητα, μία “μη-τάξη”: δεν έχουν “κοινά συμφέροντα” και δεν μπορούν να κινητοποιηθούν με τον παραδοσιακό τρόπο. Ταυτόχρονα, η απάθεια των μηχανισμών της κοινωνικής πρόνοιας τροφοδοτείται από την αποσύνδεση μεταξύ της οικονομίας και της κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το κρίσιμο ζήτημα είναι η υπέρβαση της απάθειας του κράτους πρόνοιας και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα από μία δημοκρατική διαδικασία καθορισμού “καταφατικών δεσμεύσεων” των δικαιούχων των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος, για παράδειγμα, για να επαναπροσιορίσουμε το δικαίωμα των ανέργων να ενταχθούν όχι απλά στην αγορά εργασίας αλλά στην κοινωνία γενικότερα. Με αυτό τον τρόπο, οι άνεργοι προσδιορίζονται όχι μόνο σαν δικαιούχοι προνοιακών παροχών αλλά σαν ενεργοί πολίτες . Ανάμεσα στο παραδοσιακό δικαίωμα και την πατερναλιστική κοινωνική αρωγή υπάρχει ένας άλλος μονοπάτι αμοιβαίας συνδρομής ανάμεσα στα άτομα και την κοινωνία.


Αν είμαστε αντίθετοι στην πλήρη υποταγή της κοινωνίας στη λογική της αγοράς υπάρχει μόνο μία διέξοδος: να δημιουργήσουμε έναν ενδιάμεσο οικονομικό χώρο μέσα από την διαμόρφωση καινοτόμων πρωτοβουλιών για τους παρόχους κοινωνικών υπηρεσιών. Οι υφιστάμενες ελλείψεις, για παράδειγμα, στο τομέα της αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας είναι γνωστές. Μια κοινωνική πρωτοβουλία που βασίζεται σε έναν καινοτόμο συνδυασμό των δυνάμεων της πολιτείας, της εκκλησίας και του κοινωφελούς εθελοντικού τομέα που ενεργοποιείται με στόχο την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ακραίας φτώχειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης θα μπορούσε να αποδώσει πολλά. Ένας ευέλικτος, αξιόπιστος και διαφανής μηχανισμός με άμεση πρόσβαση στην κοινωνική βάση όπως είναι η γειτονιά και η οικογένεια. Εξίσου πολλά θα μπορούσε να αποφέρει μια κοινή πρωτοβουλία της πολιτείας, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του εθελοντικού τομέα που ενεργοποιείται με στόχο την προστασία, τη διατήρηση και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος.


Τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες μπορούν;


  • Να κινητοποιήσουν: Να καταστούν μοχλός κινητοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας των πολιτών.
  • Να ενδυναμώσουν: Να ενισχύσει τους τοπικούς κοινωνικούς ιστούς μέσω της συνεργασίας τόσο πολιτών από κάθε κοινωνική ομάδα όσο και διαφόρων τύπων οργανισμών με βάση την συμμετοχή σε μια κοινή προσπάθεια.
  • Να ενθαρρύνουν: την Περιβαλλοντική και την Κοινωνική Υπευθυνότητα, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και,
  • Να προωθήσουν: την Κοινωνική Εργασία, στην σημερινή οικονομική συγκυρία.


Ο μετασχηματισμός της κοινωνικής πολιτικής είναι μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες μετάβασης από την «ιδεολογία της απόγνωσης» στην «ιδεολογία της ελπίδας» και ουσιώδης όρος συγκρότησης του σύγχρονου προοδευτικού ρεύματος σκέψης και πολιτικής πρακτικής. Εκείνοι που πραγματικά αρνούνται την Ελπίδα είναι εκείνοι που δημιουργούν και συντηρούν έναν κλειστό και μέτριο κόσμο.




Αφιέρωμα: κοινωνική πρόνοια
Ετικέτες: , , , ,

|
1 σχόλιο »

1 σχόλιο

  1. Ο/Η Aliki :
    November 29th, 2010 at 17:38

    Πραγματικά, I couldn’t agree more,με όσα λες. Από τις λίγες φορές που συμβαίνει αυτό. Αρχίζω να ανησυχώ.


σχολίασε