Felix Stalder – Συγκρατήστε αυτό! Διαρροές, αποκαλύψεις απόρρητων πληροφοριών και η οικολογία της διαδικτυωμένης ειδησεογραφίας |
Το Wikileaks είναι μια από τις καθοριστικές ιστορίες του Ίντερνετ, που σημαίνει ότι είναι αυτή τη στιγμή μια από τις καθοριστικές ιστορίες του σήμερα, τελεία. Τουλάχιστον τέσσερις τάσεις ευρείας κλίμακας που διαπερνούν τις κοινωνίες μας ως σύνολο συγχωνεύονται εδώ σε ένα εκρηκτικό μίγμα που οι επιπτώσεις του δεν είναι σαφείς.
Πρώτον, μια αλλαγή στην υλικότητα της επικοινωνίας. Η επικοινωνία γίνεται πιο εκτεταμένη, πιο αρχειοθετημένη και τα αρχεία αποκτούν μεγαλύτερη κινητικότητα. Δεύτερον, μια κρίση των θεσμών, ιδίως στις δυτικές δημοκρατίες, όπου η ηθικοπλαστική ρητορική και η ασχήμια της καθημερινής πρακτικής αποκλίνουν ακόμη περισσότερο την ίδια στιγμή που το θεσμικό προσωπικό ενθαρρύνεται να σκέφτεται περισσότερο για τον εαυτό του. Τρίτον, η άνοδος νέων παικτών, ατόμων υπερ-εξουσιοδοτημένων, ικανών να παρεμβαίνουν στις ιστορικές εξελίξεις σε συστημικό επίπεδο. Τέταρτον, τέλος, μια δομική μεταμόρφωση της δημόσιας σφαίρας (μέσω της εδραίωσης των μέσων ενημέρωσης στον ένα πόλο και της έκρηξης μη θεσμικών εκδοτών στον άλλον), η οποία αντιπαλεύεται εκείνη που περιέγραψε ο Χάμπερμας σχετικά με την άνοδο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην στροφή του 20ού αιώνα.
Δοχεία με διαρροή
Φανταστείτε να έπρεπε να πετάξετε περίπου 400.000 χάρτινα έγγραφα σε μια ταχυδρομική θυρίδα που είναι διακριτικά τοποθετημένη σε μια δύσκολη πλευρά ενός δρόμου. Αδύνατον. Φανταστείτε τώρα να κάνατε το ίδιο πράγμα με ψηφιακά αρχεία σε ένα USB στικ ή ανεβάζοντάς τα σε οποιονδήποτε διαδικτυωμένο υπολογιστή. Κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, οι υλικές διαφορές ανάμεσα στα χάρτινα και τα ψηφιακά αρχεία ξεπερνούν κατά πολύ το θέμα του όγκου. Τα ψηφιακά αρχεία είναι τα ερεθίσματα που ταξιδεύουν μέσω του νευρικού συστήματος δυναμικών, διανεμημένων οργανώσεων όλων των μεγεθών. Είναι προορισμένα, από την αρχή, να κυκλοφορούν με άνεση. Διαφορετικά αυτές οι οργανώσεις θα διαλύονταν και δεν θα είχαν πλέον δυναμισμό. Όσο πιο ευέλικτες και διανενημένες είναι οι οργανώσεις, τόσο περισσότερα αρχεία παράγουν και τόσο πιο γρήγορα κυκλοφορούν. Λόγω της διανεμημένης μορφής τους και της πίεσης για διοργανωτική συνεργασία, είναι όλο και πιο δύσκολο να κρατούν αρχεία μέσα σε συγκεκριμένες οργανώσεις που τα όρια τους είναι έτσι κι αλλιώς θολά. Ερευνητές που εποπτεύουν αυτή τη διαδικασία, όπως ο David Lyon, έχουν γράψει πολλά για την ικανότητα διαρροής των “δοχείων”, εννοώντας την τάση που έχουν τα ευαίσθητα ψηφιακά αρχεία να υπερβαίνουν τα όρια των θεσμών που τα παράγουν. Αυτή η ικανότητα διαρροής οφείλεται συχνά σε εμπορικούς λόγους (ιδιωτικά δεδομένα που πωλούνται) ή σε ακαταλληλότητα( συστήματα που δεν είναι αρκετά ασφαλή) ή επειδή κάποιοι παραβιάζουν συνειδητά τις οργανωτικές πολιτικές για τους δικούς τους σκοπούς. Είτε προβαίνουν σε αποκαλύψεις καθοδηγούμενοι από τη συνείδηση, όπως είναι η περίπτωση του WikiLeaks, είτε πρόκειται για άτομα που πουλούν πληροφορίες για ιδιωτικό όφελος, όπως είναι η περίπτωση πολλών υπαλλήλων ελβετικών τραπεζών που αντέγραψαν πρόσφατα τα στοιχεία ιδιωτικών λογαριασμών και τα πούλησαν σε φορολογικές αρχές ανά την Ευρώπη. Σε ορισμένες οργανώσεις όπως οι τράπεζες και ο στρατός, όλα ταξινομούνται και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει πρόσβαση σ’ αυτά τα στοιχεία, ακόμη και το μεσαίο προσωπικό που χειρίζεται τη ροή ανεπεξέργαστων στοιχείων όπως τα αρχεία ιδιωτών που παράγονται ως μέρος της καθημερινής διαδικασίας.
Η βασική επεξεργασία δεδομένων πρέπει να είναι αποτελεσματική, σε ό, τι αφορά την πρόσβαση στα στοιχεία και τη διαβίβαση. Δεν μπορεί να περιορίζεται από υπερβολικές γραφειοκρατικές διατυπώσεις και αυστηρές προϋποθέσεις πρόσβασης σε απόρρητες πληροφορίες ή υπερβολικά αυστηρό διαχωρισμό των στοιχείων σε ενότητες ασύνδετες μεταξύ τους. Σε τελική ανάλυση, η αδυναμία σύνδεσης δεδομένων σε διάφορους γραφειοκρατικούς τομείς ήταν από τις κύριες κριτικές που ασκήθηκαν στις έρευνες για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Υπάρχει ένα εγγενές παράδοξο. Πολλά ταξινομημένα αρχεία πρέπει να ρέουν ελεύθερα για να στηρίζουν περίπλοκες, διανεμημένες και ευαίσθητες στο χρόνο επιχειρήσεις. Ωστόσο, από τη στιγμή που η πληροφορία ταξινομείται, πρέπει να ρέει εντός συγκεκριμένων ορίων που δεν μπορούν να καθοριστούν σαφώς σε γενικό επίπεδο (τελικά, ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων τι πρέπει να συνδεθεί με τι) και πρέπει να ρέει μέσω πολλών, πολλών χεριών. Αυτό δημιουργεί τις τεχνο-οργανωτικές προϋποθέσεις για μαζικές ποσότητες πληροφοριών προς διαρροή.
Το WikiLeaks, από την άλλη πλευρά, δημιούργησε μια ειδική υποδομή που δέχεται αυτούς τους χείμαρρους αρχείων. Περισσότερο από μια δεκαετία μετά τις ξέφρενες συζητήσεις των κυβερνοπάνκς που ονειρεύονταν πλήρη ανωνυμία μέσω πλήρους κωδικοποίησης, το WikiLeaks κατάφερε για πρώτη φορά να δημιουργήσει μια αποτελεσματική υποδομή για ανώνυμη επικοινωνία. Αντί να βασιστεί αποκλειστικά στην τεχνολογία, έφτιαξε μια κοινωνική υπηρεσία πληροφοριών (φιλτράρισμα, επιμέλεια) μέσα στο σύστημα για να ενθαρρύνει ένα μόνο είδος ανώνυμου λόγου – που αποκαλύπτει απόρρητες πληροφορίες- ενώ προστατεύεται από τις συνήθεις κριτικές για την ανώνυμη επικοινωνία ( διακίνηση παιδικής πορνογραφίας και τα παρόμοια). Παρόλα αυτά, η μεταμόρφωση της υλικότητας των αρχείων και οι νέες υποδομές δημιουργούν απλώς δυνατότητες και αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί ορισμένα δοχεία έχουν μεγάλη τάση διαρροής και άλλα όχι.
Θεσμοί σε ακυβερνησία
Είναι άραγε σύμπτωση που η μεγάλη πλειοψηφία του υλικού του WikiLeaks προήλθε, μέχρι στιγμής, μέσα από τους θεσμούς των δημοκρατικών συστημάτων; Νομίζω πως όχι. Η δυτική πολιτική γίνεται όλο και πιο ηθικοπλαστική. Ο Τόνι Μπλερ ήταν αδιαμφισβήτητος μάστορας του είδους. Μπορούσε να μιλάει με πάθος για “ανθρωπιστικούς πολέμους” που υποτίθεται ότι προωθούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Αφγανιστάν επρόκειτο να αποκτήσει ευημερία υπό τη θέρμη της φροντίδας των συμμαχικών δυνάμεων, ύστερα από δεκαετίες εγκατάλειψης και εμφύλιου πόλεμου. Αυτή τη φορά, με την εισβολή, η χώρα επρόκειτο να αναπτυχθεί, οι υποδομές να ανοικοδομηθούν, οι γυναίκες να απελευθερωθούν, τα παιδιά να αποκτήσουν ελπίδα και τι άλλο ακόμα. Ο πόλεμος του Ιράκ- από την ώρα που αποδείχτηκε ότι τα όπλα μαζικής καταστροφής ήταν προϊόν της φαντασίας- επρόκειτο να ελευθερώσει τον ιρακινό λαό από τον δεσποτισμό, να φέρει τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή και να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εποχής ειρήνης, κυριαρχίας του νόμου και εμπορικών ευκαιριών. Σε ένα βαθμό, υπάρχει πάντα ένα χάσμα μεταξύ πολιτικής ρητορικής και πρακτικής, ιδίως σε εποχές πολέμου. Τώρα όμως υπάρχει μια ποιοτική διαφορά. Τα δυτικά πολιτικά συστήματα μοιάζουν να έχουν χάσει την ικανότητά τους να κτίζουν ιστορικές αφηγήσεις που να μπορούν να αιτιολογήσουν και να δώσουν νόημα σην ασχήμια που αποτελεί μέρος κάθε πολέμου. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική δεν ακολουθεί κάποιο ιστορικό σχέδιο, δημιουργώντας έτσι ένα κενό τυλιγμένο σε μια κενή ηθικολογία.
Εάν όμως το μόνο που έχει απομείνει είναι μια επιφανειακή ηθική, τότε η συνάντηση με τις βίαιες καθημερινές επιχειρήσεις του πεδίου μάχης είναι ανεπιτυχής και διαβρωτική. Το σκεπτικό της ηθικής του πολέμου διαλύεται γρήγορα κάτω από την πραγματική εμπειρία του πολέμου και αυτό που μένει είναι ένας κυνικός μηχανισμός που οδηγεί σε παροξυσμό. Δεν μπορεί πλέον να γεννήσει μια μόνιμη και θετική ταύτιση από την πλευρά των πρωταγωνιστών του. Κατά κάποιο τρόπο, βλέπουμε μια παρόμοια έλλειψη ταύτισης μέσα στις εταιρίες, όπως έδειξαν οι διαρροές από τις ελβετικές τράπεζες. Με κυρίαρχη τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, λένε συνέχεια στους υπαλλήλους ότι δεν πρέπει να περιμένουν τίποτα από την εταιρία, ότι οι θέσεις εργασίας τους βρίσκονται διαρκώς σε κίνδυνο και ότι αν δεν ανταποκριθούν στους στόχους θα αντικατασταθούν στη στιγμή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αφήγηση από την γενικευμένη ανασφάλεια.
Αυτό το άδειασμα των θεσμών λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο γενικής μεταμόρφωσης της εργασίας, πέρα από τις αυστηρές ιεραρχίες και την τυφλή υπακοή στην εκτέλεση των διαταγών, προς ένα πιο περίπλοκο στυλ γνωστικής εργασίας. Λένε λοιπόν στους ανθρώπους να συμμετέχουν περισσότερο στην εργασία τους, να γίνουν πιο δημιουργικοί, πιο αυτόνομοι, να αναπτύσσουν περισσότερες πρωτοβουλίες. Δεν αρκεί πλέον να ακολουθείς απλώς τις εντολές, χωρίς να επενδύεις τη δημιουργικότητα και την προσωπικότητά σου. Υπάρχει λοιπόν μια δεύτερη εσωτερική αντίφαση. Ζητούν από τους ανθρώπους να ταυτιστούν προσωπικά με οργανώσεις, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να φέρουν σε πέρας ιστορικά σχέδια που αξίζουν μεγάλες θυσίες ή που αντιμετωπίζουν σαφώς τους υπαλλήλους τους ως αναλώσιμους βραχυπρόθεσμους πόρους. Αυτό, νομίζω, δημιουργεί μια γνωστική δυσαρμονία που αιτιολογεί, ίσως και απαιτεί από αυτόν που κάνει τη διαρροή να παραβιάσει τη διαδικασία και να βλάψει ενεργά την οργάνωση της οποίας εκείνος ή εκείνη ήταν, σε ένα βαθμό, ένα πολιτιστικά αλλοτροιωμένο μέλος (αυτή είναι η διαφορά με τον κατάσκοπο). Αυτή η δυσαρμονία δημιουργεί την κινητήρια δύναμη για να υπάρξει μετακίνηση από το εν δυνάμει στο υπαρκτό.
Υπερ-εξουσιοδοτημένοι
Υπάρχει μια μεγάλη ποσότητα υποδομής- μεταφορές, επικοινωνία, χρηματοδότηση, παραγωγή- που είναι διαθέσιμη και στην οποία, μέχρι πρόσφατα, είχαν πρόσβαση μόνο οι πολύ μεγάλες οργανώσεις. Τώρα δεν θέλει πολύ- λίγους αφοσιωμένους ανθρώπους με βαθιά γνώση- για να συνδέσουν αυτά τα κομμάτια σε μια ισχυρή πλατφόρμα από την οποία να δράσουν. Οι ειδικοί στη στρατιωτική στρατηγική μιλούν για “υπερ-εξουσιοδοτημένα άτομα”, εννοώντας κάποιον
που μπορεί αυτόνομα να δημιουργήσει ένα γεγονός καταιγιστικό, {……} μια “διατάραξη του συστήματος”. Μια διακοπή στη λειτουργία του συστήματος και μια ανατροπή των υπαρχόντων κανόνων, τουλάχιστον σε εθνικό αλλά πιθανώς και σε παγκόσμιο επίπεδο. Βασικές προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος “υπερ-εξουσιοδοτημένος” είναι να κατανοεί την ικανότητα σύνδεσης και τη λειτουργία ενός περίπλοκου συστήματος, να έχει πρόσβαση σε καίριους δικτυακούς κόμβους, να κατέχει μια δύναμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά της δομής του συστήματος και να έχει τη βούληση να τη χρησιμοποιήσει.[1]
Υπάρχουν πολλές πραγματικές αδυναμίες σ’ αυτή την αντίληψη, όπως ότι μέχρι στιγμής έχει εφαρμοστεί αποκλειστικά για την τρομοκρατία και ότι περιορίζει τη δομική δυναμική σε ατομικές πράξεις. Παρόλα αυτά, μπορεί να είναι χρήσιμη, καθώς αναδεικνύει ότι περίπλοκα, διαδικτυωμένα συστήματα που μπορούν να είναι αρκετά σταθερά, κατέχουν καίριους κόμβους (“systempunkt” κατά την παράξενη διάλεκτο των ειδικών στην στρατιωτική στρατηγική) που σε περίπτωση αποτυχίας μπορούν να έχουν καταιγιστικές συνέπειες σε ολόκληρο το σύστημα.[2] Αναδεικνύει επίσης πώς άτομα ή συνήθως μικρές ομάδες μπορούν να επηρεάσουν δυσανάλογα αυτά τα συστήματα αν καταφέρουν να παρέμβουν σε αυτούς τους καίριους κόμβους. Επομένως, άτομα, με την υποστήριξη μικρών, διαδικτυωμένων οργανώσεων, μπορούν τώρα να παρέμβουν στην κοινωνική δυναμική σε συστημικό επίπεδο, για το καλύτερο ή το χειρότερο.
Η εικόνα αυτή ταιριάζει πολύ καλά στο WikiLeaks, που είναι οργανωμένo γύρω από ένα χαρισματικό άτομο. Αυτό άλλωστε αποτελεί ταυτόχρονα τη δύναμη και την αδυναμία τoυ. Τη δύναμη, επειδή μπόρεσε να πυροδοτήσει γεγονότα ευρείας κλίμακας γρήγορα και φθηνά. Εάν το WikiLeaks απαιτούσε επένδυση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, δεν θα μπορούσε να απογειωθεί. Αυτή είναι όμως και η κύρια αδυναμία τoυ, καθώς παραμένει τόσο πολύ επικεντρωμένο γύρω από ένα μόνο πρόσωπο. Πολλά από τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν τις μικρές ομάδες, οι οποίες είναι οργανωμένες γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη, επιδρούν και στο WikiLeaks, όπως ο αυταρχισμός, η έλλειψη εσωτερικής διαδικασίας, ο κίνδυνος εξάντλησης και οι εσωτερικές και εξωτερικές επιθέσεις σε σχέση με την αξιοπιστία αυτού του μοναδικού προσώπου (αν όχι κάτι χειρότερο). Μια τέτοια χαρισματική ηγεσία είναι συχνά ασταθής και κανείς μπορεί να υποψιαστεί ότι όλα τα προβλήματα- θετικά λόγω της υπερ-εξουσιοδότησης, αλλά και αρνητικά λόγω των πιέσεων που ασκούνται- πολλαπλασιάζονται σε μια κλίμακα χωρίς προηγούμενο στην περίπτωση του WikiLeaks και του ηγέτη του Τζούλιαν Ασσάνζ. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πώς κάτι τέτοιο μπορεί να είναι βιώσιμο.
Μια νέα δημόσια σφαίρα
Η δημόσια σφαίρα ως πεδίο πολιτικού λόγου και αντισταθμίσματος στο κράτος βρίσκεται σε παρακμή εδώ και πολύ καιρό. Μολονότι δεν είναι σαφές πότε άρχισε αυτή η παρακμή- είναι εμφανές ότι επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1980, ακολουθώντας τα κύματα απορρύθμισης και εδραίωσης της επιχείρησης των μίντια. Οι πολιτικές και οικονομικές πιέσεις οδήγησαν στην αύξηση της ποσότητας των “εύπεπτων ειδήσεων”, των ανθρώπινων ιστοριών και των σχολίων και στην πτώση του ρεπορτάζ και της έρευνας. Αυτή είναι γνωστή ιστορία. Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις έμαθαν να παίζουν το παιχνίδι της πρόσβασης και των διαρροών. Οι δημοσιογράφοι ταΐζονται επιδέξια με πληροφόρηση εκ των έσω και γίνονται όλο και πιο εξαρτώμενοι από την πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας. Οι εγκάθετοι δημοσιογράφοι στην αρχή του Δεύτερου Πολέμου του Κόλπου αποτέλεσαν το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Για τα μίντια, αυτό είναι πολύ πιο γρήγορο και φτηνό από το να κάνουν τη δική τους έρευνα, ενώ η κυβέρνηση μπορεί να ελέγχει την ιστορία, όχι μόνο παρέχοντας την πληροφόρηση ( ακόμη και “ειδικούς” για συνεντεύξεις στην τηλεόραση), αλλά και απειλώντας με απαγόρευση πρόσβασης τους δημοσιογράφους και τα μίντια που δεν ακολουθούν τη γραμμή. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η νομική προστασία της δημοσιογραφίας είναι πιο ανίσχυρη, εν μέρει επειδή οι προκλήσεις γίνονται πιο επιθετικά και εν μέρει επειδή τα εμπορικά μίντια βλέπουν το κριτικό ρεπορτάζ μέσα απ’ τα μάτια των νομικών υπηρεσιών και των λογιστηρίων τους που αποστρέφονται το ρίσκο.
Μπροστά στην προφανή κρίση των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης, υπάρχει ελπίδα ότι το Ίντερνετ- η μπλογκόσφαιρα και η δημοσιογραφία των πολιτών- μπορεί να αντικαταστήσει τις παλιές, απαρχαιωμένες δομές. Σε γενικές γραμμές αυτό δεν έχει συμβεί, πράγμα που δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς τα νέα μίντια ποτέ δεν αντικαθιστούν απλώς τα παλιά. Αυτό που βλέπουμε, όμως, είναι μια αργή, δομική μεταμόρφωση της δημόσιας σφαίρας όπου τα παλιά ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης συμπληρώνονται από νέους παίκτες, που εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, χρησιμοποιώντας παράλληλα την ικανότητά τους να αφηγούνται ιστορίες σε πλήθη κόσμου. Με δυο λόγια, η διαδικασία της ερευνητικής δημοσιογραφίας αναδιοργανώνεται και, όπως μπορούμε να ελπίζουμε, αναζωογονείται.
Στην οικολογία των ειδήσεων, τα παραδοσιακά ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης παραμένουν ο πιο σημαντικός δίαυλος παροχής ειδήσεων. Ξέρουν καλύτερα πώς να πακετάρουν και να δίνουν αποτελεσματικά τις ειδήσεις. Ο νομικός κίνδυνος που συνδέεται με τη δημοσιοποίηση ευαίσθητων πληροφοριών είναι ωστόσο υπαρκτός στο WikiLeaks, σε ακραίες περιπτώσεις, ή σε μπλογκς και άλλους χειριστές χωρίς ενεργητικά, σε κανονικές συνθήκες. Την ίδια στιγμή, εμφανίζονται νέες πηγές χρηματοδότησης της ερευνητικής δημοσιογραφίας έξω από τα κυρίαρχα μίντια. Στις ΗΠΑ, η Pro-Publica ιδρύθηκε το 2007 με φιλανθρωπικά κονδύλια από το Knights Foundation ως “ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό γραφείο σύνταξης ειδήσεων που παράγει ερευνητική δημοσιογραφία για το δημόσιο συμφέρον”, επειδή “πολλές νέες οργανώσεις το αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο ως πολυτέλεια”.[3] Το Bureau of Investigative Journalism, που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2010 στο Λονδίνο από την Potter Foundation με τον ίδιο σκοπό, είναι επίσης μη κερδοσκοπικό. Και οι δυο μονάδες συνεργάζονται με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, έντυπα και τηλεοπτικά, τα οποία μεταδίδουν τις ιστορίες που εκείνοι ερευνούν. Επιπλέον, νέες συνεργατικές υποδομές, όπως το DocumentCloud, “αρχείο ντοκουμέντων από πρωτογενείς πηγές και εργαλείο για το σχολιασμό, την οργάνωση και τη δημοσιοποίησή τους”, παρέχει την υποδομή για τον αποτελεσματικό χειρισμό υλικού σε μεγάλες ποσότητες, πέρα από τα συνήθη ειδησεογραφικά και οργανωτικά όρια. Τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδικασία του ερευνητικού ρεπορτάζ (προστασία της πηγής, χρονοβόρα διαδικασία συλλογής και κατανόησης των πληροφοριών, παροχή εργαλείων για χειρισμό του υλικού και μετάδοση της ιστορίας στο ευρύτερο κοινό) δεν εκτελούνται πλέον από μια οργάνωση αλλά από μια σειρά διαδικτυωμένων οργανώσεων, που η κάθε μια εκτελεί μόνο μια από αυτές τις διαδικασίες, βασίζονται σε διαφορετικά οικονομικά μοντέλα, αλλά εργάζονται μαζί για να φέρουν την ιστορία στη δημόσια σφαίρα. Σε αυτή τη νέα οικολογία, το WikiLeaks είναι ο παίκτης που αναλαμβάνει το μεγαλύτερο ρίσκο, πράγμα που αφήνει τους άλλους σχετικά ελεύθερους να δράσουν σε ένα κατά τα άλλα πολύ εξαναγκαστικό περιβάλλον.
Αυτό αλλάζει, κατά κάποιο τρόπο, το χαρακτήρα του τελικού προϊόντος, των ειδήσεων. Συνδυάζει το παραδοσιακό ρεπορτάζ- όπου η πηγή του υλικού συνήθως δεν δημοσιοποιείται-και το μπλόγκινγκ, όπου συνήθως υπάρχει σύνδεση με την πηγή, δημοσιεύεται μαζί. Από τη στιγμή που το WikiLeaks δημοσιεύει έτσι κι αλλιώς το υλικό, πολλές από τις εφημερίδες που μετατρέπουν τα αρχεία του σε ιστορίες, κάνουν κι αυτές το ίδιο (αντί να αναφέρουν απλώς μια ή δυο προτάσεις). Συνολικά, αυτό κάνει τις ιστορίες πιο διαφανείς και, ειλικρινά, πιο ενδιαφέρουσες στην ανάγνωση. Απ’ όσο μπορούμε προς το παρόν να πούμε, οι ιστορίες που είναι γραμμένες με το DocumentCloud τείνουν να είναι παρόμοιες. Κατά πόσο αυτό είναι “επιστημονική δημοσιογραφία”, όπως ελπίζει ο Τζούλιαν Ασσάνζ, δημοσιογραφία που δημοσιεύει την πηγή της πληροφορίας όπως οι επιστήμονες δημοσιεύουν ανεπεξέργαστα δεδομένα και μεθόδους έρευνας, μένει να αποδειχτεί. Αλλά ο συνδυασμός της πρόσβασης σε μια καλά επιμελημένη ιστορία όπως και σε εκτεταμένο πρωτογενές υλικό, μπορεί να είναι πολύ ισχυρός.
Συνέπειες
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς ποιες θα είναι οι συνέπειες του WikiLeaks, καθώς αυτό εξαρτάται από τόσες πολλές παραμέτρους. Είναι αρκετά ασφαλές να πούμε ότι η διαρροή θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια σημαντική μέθοδο στην πολιτική της ενημέρωσης, ανεξάρτητα από την τύχη του WikiLeaks. Αυτό που άλλαξε με το WikiLeaks είναι η κλίμακα των διαρροών- από άποψη όγκου όπως και ευαισθησίας. Αντί να κάνει πολιτική με τον συνήθη τρόπο, το WikiLeaks μπορεί να παρεμβαίνει σε αυτήν και να θέτει τη δική του ατζέντα. Τι μπορεί όμως να πετύχει; Ο πιο ταπεινός στόχος που ανέφερε ο Ασσάνζ είναι να αυξήσει τον “φόρο απορρήτου”. Όπως έγραψε πριν από μερικά χρόνια σε μια μελέτη για τις “Μη Γραμμικές Επιδράσεις των Διαρροών σε Άδικα Συστήματα Διακυβέρνησης“,
Όσο πιο μυστική ή άδικη είναι μια οργάνωση, τόσο περισσότερο οι διαρροές προκαλούν φόβο και παράνοια στην ηγεσία της και την παρέα της. Αυτό καταλήγει κανονικά στην ελαχιστοποίηση των μηχανισμών αποτελεσματικής εσωτερικής επικοινωνίας ( αύξηση στον γνωστικό “φόρο απορρήτου”) και στην επακόλουθη γνωστική παρακμή ολόκληρου του συστήματος.
Όσο περισσότερο μια οργάνωση πρέπει να προστατευθεί απέναντι στις διαρροές, τόσο η εσωτερική αντίφαση ανάμεσα στην απαίτηση να μοιραστεί την πληροφορία (για να λειτουργήσει αποτελεσματικά) και να την ελέγξει (για να την κρατήσει μυστική) θα γίνει πρωταρχική και θα επιδράσει αρνητικά στην ικανότητα της να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Οι στόχοι του Ασσάνζ μπορεί να πραγματοποιηθούν απ’ αυτή τη στενή άποψη, αλλά είναι ασαφές αν ο “φόρος” θα είναι αρκετά υψηλός για να περιορίσει την εξουσία οργανώσεων όπως ο στρατός των ΗΠΑ ή αν θα χρειαστεί απλώς να επενδύσει περισσότερους πόρους για να κάνει το ίδιο που έκανε πριν.
Πέραν τούτου, πολλά θα εξαρτηθούν από το διάστημα που θα λειτουργήσει το WikiLeaks. Οι πιέσεις που του ασκούνται είναι τεράστιες και η θεσμική βάση του μοιάζει συγκριτικά αδύναμη, παρά ή μάλλον εξαιτίας της υπερ-εξουσιοδότησης. Ούτε είναι σαφές πόσο θα το στηρίξουν οι μιντιακές συνεργασίες του με τη νέα οικολογία της δημοσιογραφίας. Οι New York Times, για παράδειγμα, παίζουν διπλό παιχνίδι. Συνεργάζονται επιλεκτικά με το WikiLeaks, κατεβάζοντας όμως τους τόνους.[4] Η αποφυγή αναφοράς, από πλευράς τους, του όρου ʺβασανιστήριαʺ είναι τόσο επίπονη, που ακόμη και το μη πολιτικό μπλογκ BoingBoing τους ειρωνεύτηκε γράφοντας: “Οι New York Times Γεννήτορες Ευφημισμού για τα Βασανιστήρια”. Την ίδια στιγμή, οι NYT συμμετέχουν ενεργά στην παγκόσμια εκστρατεία σπίλωσης του Ασσάνζ.[5] Τα άλλα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ είναι πιο φανερά εχθρικά και συνεχίζουν την περιδίνησή τους. Η Fox News ισχυρίστηκε ότι το Iraq War Log περιείχε πληροφορίες για όπλα μαζικής καταστροφής κι ένας από τους σχολιαστές της ζήτησε να κηρυχθούν οι ακτιβιστές του WikiLeaks “στρατιώτες του εχθρού” και κάλεσε για “εξωδικαστική δράση”, εννοώντας στοχευμένες δολοφονίες εναντίον τους.[6] Όσο τα αμερικανικά μίντια θα παραμένουν τόσο εξαρτημένα από την πρόσβαση στην εξουσία (για να λαμβάνουν την πληροφόρηση που διαρρέεται επισήμως), η βούλησή τους να εμπλακούν πλήρως με το υλικό που δημοσιεύει το WikiLeaks θα είναι περιορισμένη. Η εμπλοκή τους, ωστόσο, θα είναι κρίσιμη καθώς η ερμηνεία και οι πολιτικές συνέπειες των διαρροών δεν θα εξαρτηθούν μόνο από τα γεγονότα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο περιοδικό Mute με τίτλο “Contain This! Leaks, Whistle-Blowers and the Networked News Ecology“.
Σημειώσεις
[1] “The Super Empowered Individual“, Zenpundit, 28 October 2006.
[2] John Robb, ‘The Systempunkt‘, Global Guerillas, 19 December 2004.
[3] Βλ. http://www.propublica.org/about/
[4] Βλ. Glenn Greenwald, “NYT v. the World: WikiLeaks coverage“, Salon, 25 October 2010.
[5] John F. Burns and Ravi Somaiya, ‘WikiLeaks Founder on the Run, Trailed by Notoriety‘, New York times 23 October 2010.
[6] Stephen C. Webster, “Fox News editorial: WikiLeaks employees should be declared ‘enemy combatants‘”, 25 October 2010.
Αφιέρωμα: wiki politics
Ετικέτες: felix stadler , wikileaks , ασφάλεια , ΗΠΑ