Orlando Costa και Fabio J. Quetglas – Ο “νέος” λαβύρινθος των αργεντίνικων τοπικών κυβερνήσεων |
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια, με την επιστροφή της χώρας στη δημοκρατία, η “τοπική ατζέντα” είχε έξι βασικά χαρακτηριστικά: α) ήταν περιθωριακή στην πολιτική ατζέντα, β) ήταν “φτωχική”, περιορισμένη σε θέματα παροχής υπηρεσιών, συγκέντρωσης χρημάτων και υποδομών, γ) αποτελούσε μονοπώλιο ʺειδικώνʺ, εντός των πολιτικών κομμάτων, κυρίως από τον κόσμο της διοίκησης, δ) αναφερόταν σε εκτιμήσεις που δεν βασίζονταν σε πραγματικά γεγονότα, ε) ήταν μάλλον ομοιογενής, ακόμη και σε πολύ διαφορετικούς δήμους, όπου η τοπική διαχείριση δεν συγκρινόταν με το διεθνές επίπεδο και, ευκαιριακά, με το εθνικό επίπεδο. Παράλληλα, οι εθνικές και περιφερειακές υποψηφιότητες προκαλούσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους ψηφοφόρους από τις προτάσεις για τοπικούς υποψήφιους.
Σήμερα, η τοπική ατζέντα παρουσιάζεται σε διαφορετικό σχήμα: α) είναι όλο και πιο σημαντική στο γενικό πολιτικό πλαίσιο, β) έχει να κάνει με μια ʺευρεία ατζένταʺ που συνδυάζει θέματα οικονομίας, κοινωνίας, περιβάλλοντος, εκπαίδευσης, υγείας, ασφάλειας, πολεοδομίας, ακόμη και μάρκετινγκ, γ) έχει τραβήξει πολύ περισσότερο την ακαδημαϊκή προσοχή, με αποτέλεσμα τη δημοσίευση πληθώρας σχετικών κειμένων, τα οποία ανοίγουν μια πραγματική ευκαιρία, δ) μια από τις λίγες συμπτώσεις που αντέχουν στο χρόνο είναι ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα για τις τοπικές κυβερνήσεις σε σύγκριση με αυτά που θα έπρεπε να γνωρίζουμε, ε) η τοπική ατζέντα ξεδιπλώνεται σε 4 πολύ διαφορετικά επίπεδα: μια μητροπολιτική ατζέντα για περίπου 13 μεγάλα αστικά κέντρα, μια για πόλεις μεσαίου μεγέθους μεταξύ 50.000 και 250.000 κατοίκων, μια τρίτη για μικρότερες πόλεις ( από 5.000 έως 50.000) και μια τέταρτη ατζέντα για δημογραφικά ευάλωτες τοποθεσίες (λιγότερο των 5.000) , στ) υπό το φως σημαντικών τοπικών εμπειριών σε παγκόσμιο (Βαρκελώνη, Βερολίνο κλπ), περιφερειακό (Μεντεγίν, Κουριτίμπα κλπ) και εθνικό επίπεδο (υπάρχουν ήδη μερικές περιπτώσεις για ανάλυση). Κατά την άποψη των ακαδημαϊκών, οι συγκρίσεις ανάμεσα στους τοπικούς χώρους αυξάνονται, μολονότι δεν πραγματοποιούνται πάντα με τις αντίστοιχες προφυλάξεις.
Κατά τον ίδιο τρόπο, σε πολιτικό και εκλογικό επίπεδο, οι τοπικές υποψηφιότητες αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σημασία, πετυχαίνοντας σε πολλές περιπτώσεις μια ψήφο που διαφοροποιείται από τις εθνικές και/ή περφερειακές εκλογικές προτιμήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, η κατεύθυνση δεν δίνεται πλέον από την κορυφή, όπως γινόταν παραδοσιακά.
Αντιμέτωποι με μια ʺσυμβολικήʺ διάταξη, που έχει μεταβληθεί σημαντικά, προσεκτικοί απέναντι στις προσπάθειες επανεκτίμησης του πολιτικού χώρου εγγύτητας, σε εγρήγορση σε σχέση με το είδος της δημοφιλίας που προσελκύει πολιτικούς επιστήμονες, οικονομολόγους και πολεοδόμους, οι οποίοι εκφράζουν τις σκέψεις τους και εισάγουν στο παιχνίδι νέες αντιλήψεις και κατηγορίες και, τέλος, στο πλαίσιο της εμφάνισης νέων συζητήσεων και της ανακύκλωσης παλιών, που έχουν σχεδόν ξεχαστεί (όπως εκείνη για την αυτονομία)- μπορούμε πραγματικά να αναρωτηθούμε τι έχει αντικειμενικά αλλάξει στην αντίληψή μας για την τοπική κυβέρνηση.
Κατ’ αρχήν, μπορούμε να σημειώσουμε μια λίστα 5 μεγάλων μετασχηματισμών από τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε μερικά συμπεράσματα : α) την συνταγματική διάταξη (1984) για δημοτική αυτονομία- πιθανώς την πιο αξιόλογη, καθυστερημένη, δημοτική παράδοση στην Αργεντινή- και την ανακάλυψη 16 χρόνια αργότερα ότι 4 περιφέρειες δεν έχουν κάνει ακόμη τις αναγκαίες τροποποιήσεις στα συντάγματά τους, ότι καμιά από τις 23 περιφέρειες δεν ενεργοποίησε το νόμο που θα έκανε λειτουργική την αυτονομία και ότι σε πολλές περιφέρειες ούτε ο αυτόματος φόρος τον οποίον μοιράζονται η εθνική και η τοπική κυβέρνηση είναι εγγυημένος, β) η δεύτερη μεγάλη μεταμόρφωση σε αυτά τα 25 χρόνια, είναι ότι μέχρι την προώθηση της ʺαποκέντρωσης με όλα τα μέσα ʺ της δεκαετίας του 1990, οι τοπικές αργεντίνικες κυβερνήσεις είχαν περιοριστεί σε μια απλή διοικητική μονάδα και συνυπήρχαν με επαρχιακές κυβερνήσεις με ιδίου τύπου διαχείριση. Σήμερα, αντίθετα, η περιφερειακή επαρχιακή κυβέρνηση έχει (τουλάχιστον) διπλασιάσει την εξουσία παρέμβασής της εδαφικά, γ) η τρίτη μεταμόρφωση αυτής της περιόδου είναι ότι οι τοπικές αργεντίνικες κυβερνήσεις έχουν επεκτείνει τις πολιτικές ατζέντες τους, όχι κατόπιν συστάσεων των πολιτικών αναλυτών, ούτε επειδή υπήρχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο, ούτε λόγω κάποιας πολιτικής ρύθμισης, αλλά ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης ατζέντας της ʺαποσυναρμολογημένης δημόσιας υπηρεσίαςʺ. Η διαδικασία των αυξανόμενων τοπικών εξουσιών τη δεκαετίας του 1990- και σ’ αυτόν τον αιώνα- δεν είναι κανονικοποιημένη και ενέχει τεράστια νομικά προβλήματα. Οι δήμαρχοι αποκτούν πολιτικά καθήκοντα που, σε γενικές γραμμές, δεν είναι προετοιμασμένοι να χειριστούν και η –κατά κάποιο τρόπο αφελής- προοπτική της ʺ διακυβέρνησης στη γειτονιά σαςʺ μπορεί να μεταβληθεί σε πραγματικό μπούμερανγκ εάν δεν γίνουν σοβαρές σκέψεις για την ενδυνάμωση της τοπικής διαχείρισης, δ) η τέταρτη διαφορά είναι η πολιτική εξέλιξη του τοπικού λόγου και η αυξανόμενη ρήξη ανάμεσα στις τοπικές πολιτικές χαρτογραφήσεις- που δεν αποτελούν πλέον μόνο μια σκέψη για τις εθνικές ή τοπικές πολιτικές διαδικασίες, ε) και πέμπτον, μια συνέχεια που ενσωματώνει τη διαφορά σε σχέση με άλλα επίπεδα κυβέρνησης και που πολύ συχνά παραβλέπει το γεγονός πως πρέπει να εδραιώσει τη νομιμότητα των τοπικών κυβερνήσεων: την υποχρεωτική δημοσιονομική ευρωστία που αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την πρόσβαση των τοπικών κυβερνήσεων στην πίστωση και έχει οδηγήσει σε μαζικές αθετήσεις πληρωμών.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ενώ οι τοπικοί αξιωματούχοι έχουν αναπτύξει ικανότητες για να βρίσκουν απαντήσεις στα πολλαπλά αιτήματα των πολιτών, πάντα με σπάνιους πόρους και κάτω από διάφορα διαχειριστικά πρότυπα (μερικά πιο ʺκρατικιστικάʺ, άλλα περισσότερο υπέρ του ιδιωτικού τομέα και άλλα που επικεντρώνονται στον ρόλο των ηγεσιών), σήμερα η ικανότητά τους να χειρίζονται τα πράγματα έχει κορεστεί.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την κατάσταση αξίζει να ερευνήσουμε τους κινδύνους που ενέχει η ενθάρρυνση της αύξησης των τοπικών εξουσιών που είναι πολύ πιο περίπλοκες (όπως η προώθηση της ανάπτυξης), σε μια εποχή όπου οι τοπικοί παίκτες υπερφορολογούνται, όταν τους λείπουν οι κατάλληλες δομές χρηματοδότησης και όταν οι επαγγελματικές ικανότητές τους διαχείρισης είναι περιορισμένες στο πλαίσιο μιας πολύ πιο περίπλοκης πραγματικότητας.
Μια μέση τοπική κυβέρνηση μιας φτωχής περιοχής ( ας πάρουμε το παράδειγμα της Ciudad de Goya –Corrientes) διαχειρίζεται έναν προϋπολογισμό 60 εκατομμυρίων πέσος (5 εκατομμύρια το μήνα) για έναν πληθυσμό 90.000 κατοίκων, που αντιστοιχεί σε 55 δολάρια ανά κάτοικο το μήνα. Συνολικά, ένα ποσό που ισοδυναμεί με ένα εισιτήριο για έναν ʺδημοφιλήʺ ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο Δήμαρχος πρέπει να τα βγάλει πέρα 30 μέρες κάθε μήνα σε σχέση με: φωτισμό, σκούπισμα, καθάρισμα, υγεία, διατήρηση νεκροταφείων, έργα υποδομής, έκδοση αδειών κλπ. Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από αυτόν τον κύριο (σε έναν πληθυσμό όπου πάνω από 20% του πληθυσμού είναι άστεγοι και 50% είναι φτωχοί) να αφαιρέσει φορολογικούς πόρους από άλλους τομείς για την ʺπροώθηση της ανάπτυξηςʺ. Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική στις πιο πλούσιες περιοχές της χώρας. Στην Humid Pampa η ʺαναλογίαʺ αυτή αλλάζει και ο τοπικός προϋπολογισμός φτάνει τα 120 δολάρια κατά κεφαλή/μήνα με τα κόστη διαχείρισης να είναι περίπου 30% πάνω από το μέσο όρο.
Δεν λαμβάνουμε υπόψη τις πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως τους ʺπλούσιουςʺ δήμους που εισπράττουν δικαιώματα. Επιπλέον, εκτός από τις υγρές περιοχές της πάμπας, οι τοπικές κυβερνήσεις μπορούν να συγκεντρώνουν από τα ίδια τους τα μέσα λιγότερο από ένα τρίτο του προϋπολογισμού τους (ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε 40-50% στις υγρές περιοχές της πάμπας) και υπόκεινται επομένως σε εξωτερικό έλεγχο των οικονομικών τους.
Η έμφαση στη “νέα πολιτική κεντρικότητα” των τοπικών κυβερνήσεων, χωρίς την ανάπτυξη των εργαλείων που μπορούν να διευκολύνουν αυτή την υλοποίηση, γεννά νέα παράγωγα.Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα που αναδύονται ήδη: α) η αυξανόμενη οικοδόμηση ενός νέου τοπικού φορολογικού πλαισίου αμφίβολης νομιμότητας, β) η αυξανόμενη πίεση από τα πιο δυναμικά μέρη της κοινωνίας των πολιτών για ʺ μεγαλύτερη εξουσία στις τοπικές κυβερνήσειςʺ (των οποίων τις αποφάσεις θα μπορούν να επηρεάσουν), γ) η εμφάνιση ασαφών δικτύων διαχείρισης, που διοικούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και βασίζονται στις τοπικές υπηρεσίες (γραφεία απασχόλησης, υπηρεσίες ανάπτυξης), ως παράδειγμα μιας ανολοκλήρωτης διαδικασίας διακυβέρνησης, δ) οι ενδείξεις σχετικά με την έλλειψη ομοσπονδιακού πλαισίου για μια πολιτική τοπικής κυβέρνησης ( με εμβληματική περίπτωση το θέμα της χρηματοδότησης).
Είναι βασικό ωστόσο να προσεγγίσουμε τον τοπικό χώρο ως σφαίρα αναδόμησης της πολιτικής νομιμότητας. Στον τοπικό τομέα παίζεται ένα καθημερινό παιχνίδι έντασης μεταξύ, από τη μια πλευρά, της οικοδόμησης μιας κοινωνίας αλληλεγύης με μια ανταγωνιστική οικονομία και, από την άλλη πλευρά, μιας απείθαρχης κοινωνίας που ελέγχεται από τους ανθρώπους της αγοράς. Είναι σημαντικό, από αυτή την άποψη, να αναδομήσουμε την προοπτική όπου η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και μιας καλύτερης ποιότητας ζωής θεωρούνται ως αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης των πολιτών.
Το πραγματικό έργο που έχει να αντιμετωπίσει μια κοινωνικά προοδευτική κυβέρνηση είναι να ανοίξει την τοπική ατζέντα με σοβαρά κριτήρια και να ενθαρρύνει την ενίσχυση του τομέα τοπικής αυτοδιοίκησης, όχι ως φετίχ, αλλά ως τρόπο διασφάλισης μιας χωροταξικής κατανομής εξουσίας, μιας καλύτερης ποιότητας ζωής και γεωγραφικής ισοτιμίας.
[Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα Ισπανικά στον ιστότοπο: Escenarios alternativos]
Αφιέρωμα: Λατινική Αμερική
Ετικέτες: Fabio J. Quetglass , Orlando Costa , Αργεντινή , τοπική αυτοδιοίκηση