Ed Wall – Η αστική χρήση του υδροκρίτη |
Το άρθρο αυτό προτείνει τη χρήση των φυσικών συνόρων ενός γεωγραφικού υδροκρίτη για τη δημιουργία ενός πλαισίου προγραμματισμού της ζωής της πόλης που θα συνδέει βασικούς πόρους με συγκεκριμένες περιοχές γης. Υπάρχουν άραγε λύσεις πιο δημιουργικές από εκείνες του παρελθόντος, για να ανταποκριθούμε στην αυξανόμενη έλλειψη νερού; Θα γίνει επίσης αναφορά στο κόστος μεταφοράς του νερού, μέσα από πολλά αντιφατικά παραδείγματα πόλεων και περιοχών που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της έλλειψής του. Τέλος, θα συζητηθεί μια πρακτική οικολογικών υπολογισμών με αποτυπώματα, που συνδέει την μέτρηση των εκταρίων του πλανήτη με τις ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με την κατανάλωση και τη σπατάλη.
Η γη βασίστηκε πάντα σε ένα επίπεδο ροής για την αναζωογόνηση και την ανανέωση του περιβάλλοντος. Ωστόσο, μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, τα οικοσυστήματα της γης παρέμειναν σε ισορροπία, χωρίς κάποια είδη να έχουν τη δυνατότητα να επιδράσουν στο περιβάλλον σε παγκόσμια κλίμακα. Ξεκινώντας από την καύση των ορυκτών καυσίμων στον βιομηχανοποιημένο κόσμο, η επίδραση της ανθρωπότητας στο περιβάλλον έχει επιταχυνθεί κι έχει γίνει πιο φανερή. Η επίδραση αυτή αναγνωρίστηκε μόνο αφού ο Αμερικανός επιστήμονας Charles David Κeeling άρχισε να ερευνά για την αύξηση των επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα στο περιβάλλον, πριν από πενήντα χρόνια. Ένα πρόσφατο άρθρο περιγράφει πώς ο Keeling αναγνώρισε την επίδραση που είχαν οι βιομηχανοποιημένες αστικές περιοχές σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.
Μεγάλη έμφαση δόθηκε στα οικολογικά αποτυπώματα και στην ανάλυση πόρων και ροής, για να γίνουν κατανοητές οι ποσότητες των πόρων και το μέγεθος της σπατάλης που παράγεται από ατομικούς οικισμούς. Η έρευνα αυτή ανέδειξε τη δυσανάλογη ποσότητα των πόρων που χρησιμοποιούνται από τις πόλεις και το δίκτυο των παγκόσμιων ροών από ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές. Μόνο το Λονδίνο υπολογίστηκε ότι έχει οικολογικό αποτύπωμα δυο φορές μεγαλύτερο από το μέγεθος του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς το 81% των τροφίμων του εισάγονται από υπερπόντιες χώρες. Σύμφωνα με την έκθεση City Limits, ‘απαιτείται μείωση της παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα κατά 35% μέχρι το 2020 και κατά 80% μέχρι το 2050 εάν το Λονδίνο θέλει να πετύχει το προβλεπόμενο ‘earthshare’ (μερίδιο γης) το 2050 ή 1.44 gha (παγκόσμια εκτάρια) κατά κεφαλή.
Οικισμοί και πόροι
Εμπορικές πόλεις όπως το Λονδίνο βασίζονται πάντα στην επικράτειά τους για να τις εφοδιάζει με τους πόρους της. Χωρίς ανεφοδιασμό σε τρόφιμα, νερό και κατασκευαστικά υλικά που εισάγονται από την ενδοχώρα, η πόλη δεν επιβιώνει ούτε ευδοκιμεί. Όπως έχει αποδειχτεί, ο αποκλεισμός των πόλεων είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική πολεμική μέθοδος, καθώς η πόλη απομονώνεται απ’ την επικράτεια και ο πληθυσμός στερείται τροφής, νερού και άλλων βασικών πόρων.[1] Οι πόλεις έχουν πολύ εξελιχθεί από τον περασμένο αιώνα, αρχικά μέσω της βιομηχανοποίησης και αργότερα μέσω των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης, και έχουν πετύχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην άντληση, επεξεργασία και ανεφοδιασμό των πόρων τους. Οι πόλεις έχουν επεκτείνει την επικράτειά τους πέρα από τη γη που κατέχουν, ή διοικούν, και γίνονται ολοένα πιο εξαρτώμενες από τις εθνικές και διεθνείς ροές του εμπορίου. Αυτά τα πιο αποτελεσματικά συστήματα παράγουν κέρδη ανεφοδιάζοντας πολυπληθείς πληθυσμούς στον πλανήτη με τα πάντα- από μικρά καρότα μέχρι μικροηλεκτρονική, προσπαθώντας πάντα να μειώνουν τα κόστη χωρίς να υπερφορτώνουν τα συστήματα ανεφοδιασμού πόρων. Το ενδεχόμενο κατάρρευσης γίνεται, ωστόσο, όλο και πιο εμφανές στις κοινωνίες που εξαρτώνται τόσο πολύ από εισαγόμενους πόρους.[2] Η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1970 ήταν άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εξάρτησης, καθώς η μεταβαλλόμενη διαθεσιμότητα του αργού πετρελαίου στη βορειοαμερικανική κοινωνία, που βασίζεται στο αυτοκίνητο και το πετρέλαιο, ανέβασε τις τιμές στα ύψη. Η βιωσιμότητα των πόλεων βασίζεται σαφώς στη μακροπρόθεσμη διαχείριση και έλεγχο των πόρων τους, κυρίως σε ό,τι αφορά τον ανεφοδιασμό σε νερό και τρόφιμα.
Οικισμοί και περιβάλλοντα
Οι ανθρώπινες εγκαταστάσεις έλαβαν πάντα υπόψη τις πλευρές του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται. Για χιλιάδες χρόνια, οι ιστορικές εμπορικές πόλεις αναπτύχθηκαν στα σταυροδρόμια των οδών του εμπορίου, οι ιαματικές πόλεις στις φυσικές πηγές και άλλοι οικισμοί συγκεντρώθηκαν γύρω από λιμάνια, γέφυρες, κορφές λόφων και εκβολές ποταμών. Από τον δωδέκατο αιώνα, κατηγορούσαν τους πολεοδόμους ότι υπονόμευαν τη σχέση μεταξύ των πόλεων και του περιβάλλοντός τους καθώς οι τεχνολογικές πρόοδοι σε υλικά, μεταφορές και κατασκευές επέτρεψαν σε νεόχτιστες μορφές να χαλάσουν το τοπίο. Ωστόσο, αιώνες πριν, οι Αιγύπτιοι αγνόησαν το φυσικό τοπίο και μετέφεραν νερό σε απόσταση εκατοντάδων μιλίων με νεωτεριστικά υδραγωγεία και οι Ρωμαίοι έχτισαν ευθύγραμμες στρατιωτικές οδούς διαμέσου των ευρωπαϊκών εδαφών, αγνοώντας την υπάρχουσα μορφή της γης και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της. Από τότε, η παγκοσμιοποίηση των αγορών, των μεταφορών και της γνώσης έχει εντείνει την αποσύνδεση από το τοπίο, η σύγχρονη κουζίνα αποκαλύπτει ελάχιστα τις σχέσεις μεταξύ καλλιέργειας και κατανάλωσης τροφίμων και η αρχιτεκτονική ανταποκρίνεται σε μια παγκόσμια αισθητική.
Σημάδια αντίστασης σ’ αυτή την τάση έχουν εμφανιστεί σε σύγχρονα και καθιερωμένα πεδία. Κάποια προέρχονται από το κίνημα για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, με σημαντικά παραδείγματα για την ανάπτυξη με μηδέν άνθρακα από τον Bil Dunster. Στην πρώτη από αυτές τις εξελίξεις, σχετικά με τη μείωση της ενέργειας στη μεταφορά κατασκευαστικών υλικών, καθιερώθηκε ένας κώδικας σχεδιασμού που απαιτούσε να αντλούνται τα υλικά σε μια ακτίνα 35 μιλίων. Αυτός ο αυτό-επιβεβλημένος περιορισμός δημιούργησε εκ νέου τη σχέση ανάμεσα στην υλικότητα της αρχιτεκτονικής και τους τοπικούς διαθέσιμους πόρους. Στην Ιταλία, το κίνημα για slow food (αργή τροφή) που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ενέπνευσε την εκτίμηση των τοπικών προϊόντων και οδήγησε σε ευρύτερες ιδέες όπως η έννοια της Slowtopia.[3] Μια υπηρεσία που προβλέπει τις τάσεις, The Future Laboratory (Το Εργαστήριο του Μέλλοντος), χρησιμοποίησε τον όρο Slowtopia για να περιγράψει την επείγουσα ανάγκη για αργό ταξίδι, φαγητό και πολιτισμό, βασισμένη στην ποιότητα της εμπειρίας. Προβλέπουν ότι το τοπικό στοιχείο αναμένεται να καθορίσει την ποιότητα, ενώ η κατανάλωση ενέργειας και το γρήγορο φαγητό συνεπάγονται άσκοπη πληθωρικότητα.
Υπάρχει δυνατότητα να αναπτυχθούν οι ιδέες αυτές στον προγραμματισμό της ζωής στην πόλη; Μπορούν τα παραδείγματα του ZEDFactory να εφαρμοστούν σε μια ολόκληρη πόλη ή περιοχή όπου, αντί για τη χρήση μιας αφηρημένης ακτίνας 35 μιλίων, μια περιβαλλοντική μέτρηση θα δείξει τη δυνατότητα του τοπίου;
Οικισμοί και νερό
Οι πολιτισμοί και οι οικισμοί τους έχουν ωφεληθεί ιστορικά από τη στενή σχέση με το νερό. Από την αρχαία Μεσοποταμία μέχρι τις σύγχρονες μητροπόλεις όπως το Ρότερνταμ, η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και η Σαγκάη, η εγγύτητα στο νερό υπήρξε βασική. Από το εμπόριο, την άμυνα, την αποχέτευση και την απλή κατανάλωσή του μέχρι τις θρησκευτικές και πνευματικές τελετές, το νερό, σε όλες του τις μορφές, βρισκόταν στο επίκεντρο των ανθρώπινων οικισμών. Καθώς οι οικισμοί αυτοί εξελίχθηκαν σε μεγάλες πόλεις, το νερό επέδρασε τόσο στις δημογραφικές αλλαγές όσο και στη φυσική ανάπτυξη. Η αντίδραση του Μανχάταν στο γεγονός ότι περιορίζεται από τις ακτές του ήταν να κτίσει μέχρι τον ουρανό. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τεράστιοι υδατοφράχτες στις κοιλάδες της Ουαλίας χρηματοδοτήθηκαν από τη μακρινή πόλη Λίβερπουλ προκειμένου να ανεφοδιαστεί ο αυξανόμενος εμπορικός πληθυσμός της με πόσιμο νερό. Στην Καλιφόρνια, πολλοί ποταμοί έχουν εκτραπεί και έχουν γίνει υπόγειοι αγωγοί για τον ανεφοδιασμό του πληθυσμού του Λος Άντζελες- αυτά τα μηχανολογικά γεγονότα αφηγείται η ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι Chinatown, όπου κυριαρχούν σκοτεινές δραστηριότητες για τον ανεφοδιασμό σε νερό, την ανάπτυξη πόλεων και ύποπτες αυτοκτονίες.
Η μεταφορά πόσιμου νερού γι’ αυτές τις επεκτεινόμενες πόλεις κοστίζει ακριβά. Ποταμοί που εκτρέπονται, υδραγωγεία, αγωγοί, σταθμοί άντλησης και συχνά ολόκληρα τάνκερ με πόσιμο νερό επιστρατεύονται για να αποτραπούν οι ελλείψεις νερού και η στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Η ιστοσελίδα για τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη, Planetizen, αναφέρει ότι ο διπλασιασμός του πληθυσμού της Αριζόνα τα τελευταία 25 χρόνια στερεύει τους πεπερασμένους πόρους της πολιτείας. Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη απειλεί να υπερκαλύψει τους περιορισμένους υδάτινους πόρους της αγροτικής Αριζόνας, αφήνοντας ολόκληρες κοινότητες ευάλωτες στις ελλείψεις και ποτάμια που κινδυνεύουν να ξεραθούν. Στην Αυστραλία, κάποιες πόλεις προτείνουν να μεταφέρουν νερό δια θαλάσσης από τη Νέα Ζηλανδία και την Τασμανία. Μια εταιρία της οποίας ηγείται ο πρώην πρωθυπουργός Bob Hawke, συμβουλεύει την κυβέρνηση της Τασμανίας για το πόσο εφικτό είναι να αγοράσει φρέσκο νερό και να το μεταφέρει στο Μπρισμπέιν, το Σίντνει και τη Μελβούρνη μέσα σε ειδικά σχεδιασμένα τάνκερ. Ενώ η μέθοδος αυτή λέγεται ότι κοστίζει λιγότερο, βραχυπρόθεσμα, από την κατασκευή νέων υδατοφραχτών και εργοστασίων αφαλάτωσης, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της είναι ασαφής. Η εφήμερη φύση της εισαγωγής μεγάλων ποσοτήτων βασικών πόρων έγινε εμφανής όταν, τον Σεπτέμβριο του 2000, ο αποκλεισμός των διυλιστηρίων πετρελαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο έφερε τη χώρα στο χείλος μιας εθνικής επισιτιστικής κρίσης. Δεν θα έπρεπε να ερευνηθούν κι άλλες μεθοδολογίες; Υπάρχει μια πιο ανθεκτική προσέγγιση που να μπορεί να αντέξει τις αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική, τις αγορές και το περιβάλλον; Μπορούν οι πόροι μας να επηρεάσουν τον προγραμματισμό των πόλεων με πιο ενεργό τρόπο;
Το νερό και το υδροκρίτης
Μια προσέγγιση είναι να χρησιμοποιηθεί ο υδροκρίτης ως περιβαλλοντική μέτρηση που κατευθύνει τον προγραμματισμό νέων οικισμών. Οι υδροκρίτες, οι δεξαμενές υδάτων υπονόμου ή οι γραμμές διαχωρισμού υδάτων είναι μερικές από τις εναλλακτικές προσεγγίσεις για την περιγραφή μιας περιοχής όπου το βρόχινο νερό που πέφτει σ’ αυτήν φτάνει στον ίδιο προορισμό των ποταμών και των εκβολών τους. Ο υδροκρίτης είναι ένα από τα πολλά περιβαλλοντικά συστήματα που οι γεωγράφοι χρησιμοποιούν για να κατανοήσουν τη σχέση ανάμεσα στη γη και τους υδάτινους πόρους, και οι υδροκρίτες είναι μοναδικοί στο ότι φέρνουν κοντά ένα μετρήσιμο έδαφος με έναν προσδιορισμένο ποσοτικά, ανανεώσιμο πόρο. Υδροφόρα πετρώματα, πιεζομετρικές επιφάνειες νερού και υδροκρίτες μπορούν να μετρηθούν σε ό, τι αφορά το μέγεθός τους, τις ροές τους, τη δυνατότητά τους να κρατούν το νερό και να υποστηρίζουν την πανίδα και τη χλωρίδα. Επειδή ο υδροκρίτης περιέχει μια προσδιορισμένη ποσότητα ανανεώσιμου ύδατος και εκφράζεται καθαρά στην επιφάνεια της γης με τη μορφή μιας μεταβαλλόμενης τοπογραφίας, διαθέτει μεγάλες δυνατότητες ως εργαλείο προγραμματισμού της ζωής των πόλεων.
Η αστική χρήση του υδροκρίτη
Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές και αγγλικές ντιρεκτίβες αναγνωρίζουν την επίδραση που ο προγραμματισμός και η χρήση της γης έχουν για την ποιότητα και την ποσότητα του νερού στις λεκάνες απορροής των ποταμών μας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Water Framework Directive, που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2000, αποσκοπεί να μειώσει την αρνητική επίδραση της προγραμματισμένης και απρογραμμάτιστης ανθρώπινης δραστηριότητας για τους πόρους στις περιοχές που βρίσκονται οι λεκάνες απορροής των ποταμών. Ωστόσο, αντί να μετριαστεί απλώς η επίδραση εξωτερικών παραγόντων στον υδροκρίτη, υπάρχει η δυνατότητα να προταθεί μια διαδικασία που αυξάνει την επιρροή του υδροκρίτη στον προγραμματισμό.
Με αυτή την πρόταση, οι εναλλακτικές τεχνικές για τον προγραμματισμό της ζωής της πόλης μπορούν να αναπτυχθούν ώστε να εξασφαλίσουν ένα βιώσιμο απόθεμα πόρων τόσο στις πόλεις όσο και στα εδάφη που τις περιβάλλουν. Εάν βασικές ανάγκες ενός πληθυσμού θεωρούνται το νερό, τα τρόφιμα και η στέγη, τότε ο προγραμματισμός νέων πόλεων γύρω από τοπικές πηγές μπορεί να φέρει μια μεγαλύτερη ισορροπία πόρων για τις αστικές περιοχές μας. Η ποσότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας που μπορεί να υποστηριχθεί με τροφή και νερό διαθέσιμο σε έναν συγκεκριμένο υδροκρίτη μπορεί να υπολογιστεί μέσω της κατανόησης της γεωργικής δυνατότητας του υδροκρίτη και το διαθέσιμο απόθεμα ύδατος που υπάρχει σ’ αυτόν. Συνδυάζοντας το με οικολογικά στοιχεία αποτυπωμάτων, ανάλυση για τη ροή των πόρων, και τοπική γεωγραφική πληροφόρηση όπως η δυνατότητα της γης για ανθρώπινο οικισμό, ένας βέλτιστος πληθυσμός και πυκνότητα μπορούν να καθοριστούν για τον υδροκρίτη. Ακολουθώντας αυτή τη μεθοδολογία, οι προγραμματιστές της ζωής της πόλης μπορούν να υπολογίσουν τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που ένας συγκεκριμένος υδροκρίτης μπορεί να συντηρήσει με τους δικούς του πόρους και μπορεί επομένως να παράσχει καθοδήγηση σε ό, τι αφορά το μέγεθος των νέων πόλεων και χωριών. Με κάθε νέο στρώμα ή εφαρμογή αυτής της προσέγγισης, οι προγραμματιστές πόλεων και περιφερειών μπορούν να αντιληφθούν πόση δραστηριότητα μπορεί να υποστηριχθεί από το τοπικό νερό, τρόφιμα, ξυλεία, ορυκτά, ανοικτούς χώρους και άλλους πόρους στην επικράτεια του υδροκρίτη. Όπως οι οικολογικοί υπολογισμοί με αποτυπώματα, μπορεί να υπάρξει μια ισχυρή αντίληψη για τη βιωσιμότητα μιας περιοχής. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τον υδροκρίτη, παρά την άυλη περιοχή ενός παγκόσμιου εκτάριου, μπορεί να επιτευχθεί μεγαλύτερη υπευθυνότητα από κάθε διοικητική περιφέρεια.
Η μέθοδος αυτή δείχνει τη δυνατότητα κατανόησης του τοπίου σε μετρήσιμα εδάφη που μπορούν να αναλυθούν σε σχέση με την αυτάρκειά τους. Η αιτία που το νερό και η τροφή χρησιμοποιούνται ως κατευθυντήριες αρχές είναι ότι η σημασία των πόρων τους για την ανθρώπινη επιβίωση, λόγω των εντατικών ενεργειακών μεθόδων για τη μεταφορά του νερού και των τροφίμων διαμέσου του τοπίου και λόγω του ότι όλο και περισσότερο η ευαίσθητη ισορροπία που έχουν σήμερα πολλές πόλεις σε σχέση με τους πόρους τους σε νερό και τρόφιμα, είναι κρίσιμη. Η έλλειψη νερού που προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες θα αυξηθεί όσο η κλιματική αλλαγή στον πλανήτη ανεβάζει τις θερμοκρασίες. Στην Αυστραλία, η δημιουργία υπουργείου για την Κλιματική Αλλαγή και το Νερό υπογραμμίζει το συσχετισμό που κάνουν πολλές κοινωνίες μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και των βασικών πόρων τους. Η άντληση τοπικής τροφής και υλικών θα γίνεται, επίσης, σημαντικότερη όσο οι τιμές των καυσίμων ανεβαίνουν.
Ο έλεγχος της αύξησης του πληθυσμού στις περιοχές της γης μοιάζει ακραίος. Ωστόσο, δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Πρόσφατα και παλιότερα παραδείγματα ελέγχου του πληθυσμού έγιναν γνωστά μέσα από τις προσπάθειες εξισορρόπησης των διαθέσιμων πόρων σε ένα κλίμα αυξανόμενης ζήτησης. Μολονότι η βρεφοκτονία, όπως γινόταν σε κάποιες αρχαίες ελληνικές πόλεις, δεν είναι ευρέως αποδεκτή, ο εκούσιος έλεγχος των γεννήσεων προωθείται ακόμη στις περισσότερες χώρες. Η έκταση του ελέγχου της μετανάστευσης μπορεί επίσης να αλλάξει μέσα από τις διαδοχικές κυβερνήσεις, παρόλο που είναι εμφανές στα περάσματα των εθνικών συνόρων ότι σε ορισμένους ταξιδιώτες απαγορεύεται η είσοδος. Κι ακόμη και ο αστικός προγραμματισμός, που συνεπάγεται έναν έλεγχο του πληθυσμού στο μέτρο του αναπτυξιακού ελέγχου που υπαγορεύει, καταλήγει σε συγκεκριμένα μεγέθη οικισμών με συγκεκριμένους πληθυσμούς.
Δυνητικές εφαρμογές
Υπάρχει δυνατότητα μέτρησης και καθοδήγησης της χρήσης άλλων προϊόντων μ’ αυτόν τον τρόπο. Η διαχείριση των αποβλήτων, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθεί ως ευθύνη της περιοχής του υδροκρίτη αντί να μεταφέρεται σε απομακρυσμένες τοποθεσίες. Τα σκάνδαλα που ξέσπασαν καθώς τα απόβλητα μεταφέρονταν διαμέσου του πλανήτη οφείλονται μόνο εν μέρει σε συμπεριφορές τύπου ‘Όχι Στην Πίσω Αυλή Μου’ και περισσότερο στην έλλειψη υπευθυνότητας που είχαμε πάντα για τα απόβλητά μας. Η LGA (Local Government Association) εκτιμά ότι οι χωματερές στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έχουν φτάσει στα όρια τους μέσα στην επόμενη δεκαετία και ότι χρειάζεται να υπάρξουν εναλλακτικές προτάσεις.
Η άντληση τοπικών υλικών και πόρων από τις περιοχές με υδροκρίτες μπορεί να επαναφέρει τοπικά χαρακτηριστικά στα χτισμένα περιβάλλοντά μας. Ενώ οι επιτόπιες αγορές μπορούν ‘να αποθαρρύνουν τη χρήση αυτοκινήτου, να προσφέρουν πιο προσωπικές υπηρεσίες και υποστήριξη στην τοπική κοινότητα’, η χρήση τοπικών υλικών για το χτίσιμο των πόλεών μας μπορεί να μειώσει την επίδραση των μεταφορών, να δημιουργήσει μια νέα τοπική αισθητική, να εμπνεύσει νέες οικονομίες και να δημιουργήσει τοπικές ειδικεύσεις. Ενώ το επιχείρημα για την ενθάρρυνση των τοπικών οικονομιών έρχεται σε αντίφαση με πολλά από τα οφέλη που αποκομίζουν οι παγκόσμιες εταιρίες, το επιχείρημα για διάκριση ανάμεσα στο σχεδιασμό και τη σύνθεση των πόλεών μας είναι καίριο. Η εξαγωγή γρανίτη από την Κίνα σαφώς δεν είναι βιώσιμη για χώρες που διαθέτουν ήδη πόρους σε πέτρες. Η χρήση τοπικής πέτρας στη Μοντάνα και πορτογαλικού γρανίτη στην Πορτογαλία θα μπορούσε να δημιουργήσει εκ νέου μια τοπική ταυτότητα όπως αυτή της πόλης Αμπερντίν της Σκοτίας, όταν απέκτησε το παρατσούκλι Η Γρανιτένια Πόλη για την αφθονία της σε κτίρια από γρανίτη.
Ο υδροκρίτης θα μπορούσε μάλιστα να επαναπροσδιορίσει εθνικά και πολιτικά σύνορα. Σε πολλές χώρες, οι περιοχές με υδροκρίτες δημιουργήθηκαν για τη διαχείριση θεμάτων που σχετίζονται με τους πόρους του υδροκρίτη. Σήμερα, αυτά υπάρχουν ως σώματα συντήρησης και διατήρησης που προωθούν την προστασία του νερού στον υδροκρίτη. Ωστόσο, υπάρχουν σαφώς δυνατότητες για να αναπτυχθούν σε πιο ενεργές ολότητες που χρησιμοποιούν την αντίληψή τους για τους υπάρχοντες πόρους για να παρέχουν μεγαλύτερη προγραμματική καθοδήγηση. Αναμένεται ότι οι καβγάδες για το νερό του παρελθόντος δεν θα είναι τίποτα σε σύγκριση με τις μελλοντικές διαμάχες για τους υδάτινους πόρους. Μπορεί, συνεπώς, μια ενεργή προγραμματική προσέγγιση που διαχειρίζεται την ανάπτυξη των οικισμών σε σχέση με μια βιώσιμη πρόσβαση σε πόρους να αποτρέψει τους λεγόμενους πολέμους του νερού;
Μέλλον
Αυτό το άρθρο σκιαγραφεί μια απλή έννοια που συνδυάζει τις ροές διαθέσιμων πόρων μέσα σε έναν προσδιορισμένο χώρο προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μεγαλύτερο μέγεθος οικισμού που ο υδροκρίτης μπορεί να συντηρήσει. Εάν αναπτυχθεί και υπολογιστεί να περιλάβει όλους τους πόρους που χρειάζονται για την επιβίωση στην πόλη, ο υδροκρίτης μπορεί να γίνει το αντίστοιχο του οικολογικού αποτυπώματος της πόλης, χρησιμοποιώντας όμως ένα απτό είδος στο χώρο, πόρους και υπευθυνότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η μετακίνηση πόρων και ανθρώπων θα μπορούσε πάντα να προκύψει ανάμεσα στους υδροκρίτες και τις χώρες, μόνο όμως με τη γνώση ότι κάθε υδροκρίτης στον πλανήτη είναι κρίσιμος. Ενδέχεται το Λονδίνο να προσδιορίζεται στο μέλλον περισσότερο από τον υδροκρίτη της κοιλάδας του Τάμεση παρά από την περιφερειακή οδό του αυτοκινητόδρομου Μ 25; Ενδέχεται η Νέα Υόκη να προσδιορίζεται από την έκταση της κοιλάδας του Hudson και να αναγνωρίζει τη στήριξη και υπευθυνότητά της απέναντι στις άλλες πολιτείες; Ελάχιστες τυπολογίες του τοπίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με έναν βασικό πόρο, γι’ αυτό είναι ενδιαφέρουσες οι δυνατότητες του υδροκρίτη για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και ένα τοπίο σε πολλές κλίμακες.
Notes
[1] Marco D’Eramo. The Pig and the Skyscraper: Chicago: A History of Our Future (New York, NY: Verso, 2003)
[2]Jared Diamond. Collapse (London, UK: Penguin Books Ltd, 2006)
[3]Martin Raymond. “Autumn 2007 Trend Dossier” The Future Laboratory (2007) 23-25
Αφιέρωμα: περιβαλλοντική δικαιοσύνη
Ετικέτες: ed wall , slow food , αστικοποίηση , βιώσιμη ανάπτυξη , υδροκρίτης