Cengiz Aktar – Ο κατακερματισμός της πολιτικής της Ε.Ε. για την Τουρκία |
Η Τουρκία εκλαμβάνεται ως βάρος, ως ένα φορτίο στην πλάτη μιας Ευρώπης που έχει οριστικά χάσει το πνεύμα του Λάακεν. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήττει. Οι Ευρωπαίοι βλέπουν τον τουρκικό φάκελο ως μια απλή περίπτωση διαχείρισης κρίσης. Δεν αποκλείεται η απόπειρα ένταξης της Τουρκίας να προκάλεσε την εξαφάνιση του πνεύματος του Λάακεν. Το πιθανότερο είναι να μην το μάθουμε ποτέ.
Το τέλος του πνεύματος του Λάακεν και η πολιτική της διεύρυνσης
Το πνεύμα του Λάακεν αποτέλεσε την κορύφωση ενός πολιτικού προγράμματος που βασιζόταν στην αλληλεγγύη και τον συνεταιρισμό στην ευρωπαϊκή ήπειρο και παραπέρα. Ήταν μια απάντηση στην κατάσταση που προέκυψε στην ήπειρο έπειτα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989. Οι Ευρωπαίοι προώθησαν αυτό το πρόγραμμα- που σηματοδοτούσε κατά κάποιο τρόπο μια αναγέννηση της ηπείρου- ξεκινώντας τις εργασίες για ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα στις Βρυξέλλες, στο Λάακεν, στο τέλος του 2001.
Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε. Από τότε, το πνεύμα του ευρωπαϊκού προγράμματος, που βασιζόταν σε ομοσπονδιακές αρχές και συνταγματική υπηκοότητα, άρχισε να ξεθωριάζει. Ως αποτέλεσμα ασήμαντων εθνικών υπολογισμών και ξεπερασμένων εχθροτήτων ορισμένων μη προνοητικών πολιτικών- που η στάση τους υποτιμούσε επιτυχείς πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες επισκίαζαν τις δικές τους φτωχές επιδόσεις- ο άνεμος στράφηκε στην αντίθετη κατεύθυνση.
Μέχρι το Λάακεν, η διεύρυνση, μια από τις καίριες πολιτικές της νέας Ε.Ε., είχε επίσης επηρεαστεί από την κατάσταση. Ανίκανοι να εκτιμήσουν τις επιτυχίες της διεύρυνσης, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να κλαψουρίζουν. Τάχθηκαν κατά των εθνών της διεύρυνσης-Πολωνών, Τσέχων, Βούλγαρων ή Τούρκων, χωρίς διάκριση.
Ψυχορραγώντας, το πνεύμα του Λάακεν επέδρασε επίσης στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Με την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης, το όνειρο μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης παραπέμφθηκε σε ένα αόριστο μέλλον. Κατά σύμπτωση, η Τουρκία, που συμμετείχε στο προπαρασκευαστικό έργο όπως και στην τελετή υπογραφής της Συνταγματικής Συνθήκης που απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 2004 στη Ρώμη, δεν προσκλήθηκε στην αντίστοιχη τελετή υπογραφής της Συνθήκης της Λισαβόνας, τον Δεκέμβριο του 2007.
Μια Ευρώπη που ντρέπεται για τις επιτυχίες της
Ο πρώην Επίτροπος της Ε.Ε., αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Γκίντερ Φερχόιγκεν και υπεύθυνος για τη διεύρυνση του 2004, ήταν μείζων παίκτης στην Ένωση και υποστηριζόταν πλήρως από τη χώρα του, ιδρυτικό μέλος της Ε.Ε., τη Γερμανία. Πριν γίνει Επίτροπος για τη Διεύρυνση, ο Φερχόιγκεν υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της προσχώρησης την 1η Μαϊου 2004, η Επιτροπή, όπου υπηρετούσε, τερμάτισε τη θητεία του στο τέλος του 2004. Η αποστολή εκτελέστηκε, και αντιμετωπιζόταν ακόμη και η κατάργηση του διευθυντηρίου της Διεύρυνσης.
Στη νέα Επιτροπή, ο Janez Potocnik, από ένα νέο μέλος, τη Σλοβενία, θεωρείτο ο αντικαταστάτης του Φερχόιγκεν, αλλά τοποθετήθηκε την τελευταία στιγμή Επίτροπος αρμόδιος για την Επιστήμη και την Έρευνα. Νέος Επίτροπος για τη Διεύρυνση ορίστηκε ο Φινλανδός Όλι Ρεν. Μολονότι δεν υπάρχει κανόνας ότι οι Επίτροποι πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τους φακέλους που αναλαμβάνουν, η τοποθέτηση του Ρεν σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο της πολιτικής για τη Διεύρυνση, επρόκειτο να έχει συνέπειες. Παρόλο που αυτός ο έντιμος και καλοπροαίρετος Επίτροπος προερχόταν από μια χώρα που υποστήριζε πλήρως την πολιτική της Διεύρυνσης, δεν αποτέλεσε έκπληξη που οι ευρωκράτες, από μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες-μέλη, καπέλωσαν το γραφείο του. Σήμερα, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία βρίσκεται κυρίως υπό τον έλεγχό τους. Επιπλέον, μόνο το ένα πέμπτο της προ-ενταξιακής βοήθειας που προοριζόταν για τη διεύρυνση την περίοδο 2000-2006, προβλεπόταν στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. για την περίοδο 2007-2013. Το Συμβούλιο, από την άλλη πλευρά, έλεγχε την Επιτροπή ως εκτελεστικό σώμα της Διεύρυνσης. Έλεγαν συστηματικά ότι το Συμβούλιο, δηλαδή οι χώρες-μέλη, είναι το αφεντικό στη διαπραγματευτική διαδικασία για την ένταξη. Η Γαλλία και η Γερμανία συνέχιζαν να στέλνουν το μήνυμα ότι θα χειριστούν τη διεύρυνση όπως θέλουν.
Στην πραγματικότητα, οι κανόνες για τις νέες διαπραγματευόμενες χώρες που μνημονεύονται στα Διαπραγματευτικά Πλαίσια κοσμήθηκαν με πολυάριθμες διατάξεις που αναφέρονται σε μια ανοιχτή διαδικασία και πολλές επιφυλάξεις κι εξαιρέσεις. Αυτή ήταν η πιο ισχυρή απόδειξη για τις προθέσεις του Συμβουλίου σχετικά με το μέλλον της πολιτικής της Διεύρυνσης.
Η φθαρμένη αξιοπιστία της Ε.Ε.
Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας είναι θύμα της νέας προσέγγισης της Ε.Ε. στην πολιτική της διεύρυνσης. Η εξαιρετικά προσεκτική και δειλή προσέγγιση της Ε.Ε. προκάλεσε μια σημαντική μεταστροφή στο νόημα της προοπτικής της τουρκικής ένταξης, που σφραγίστηκε από αβεβαιότητα. Έτσι, από τις 17 Δεκεμβρίου του 2004, που ελήφθη η απόφαση για έναρξη της διαπραγματευτικής φάσης, η διαδικασία ένταξης αιμορραγεί σοβαρά. Κατά συνέπεια, η αξιοπιστία της πολιτικής της Ε.Ε. για την Τουρκία, όπως και η ευρωπαϊκή πολιτική του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), έχουν τραυματιστεί.
Η έλλειψη αξιοπιστίας της Ε.Ε. οφείλεται κυρίως στην αποτυχία της αρχής της αιρεσιμότητας (conditionality principle) και, συνεπώς, της στρατηγικής της Ε.Ε. να κατευνάζει κάθε πραγματική ή ενδεχόμενη διαμάχη που προέκυπτε στη διαδικασία μετά το τέλος του 2004. Η αρχή της αιρεσιμότητας δεν σημαίνει ακριβώς μπαστούνι και καρότο. Στην τελευταία διεύρυνση, η Ε.Ε. όφειλε τη σταθερότητα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σε αυτή την αρχή. Οι υποψήφιοι καλούνταν να υιοθετήσουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της ένταξης προκειμένου να γίνουν μέλη της Ε.Ε. Και στο τέλος έμπαιναν στην Ένωση. Χάρη στη διεύρυνση, η Ε.Ε. προστάτευσε τον εαυτό της και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες- με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία- από πολέμους όπως αυτόν που έλαβε χώρα στη Γιουγκοσλαβία. Η διεύρυνση έφερε σταθερότητα στις χώρες αυτές και στην ήπειρο. Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, σε τι είδους περιπέτεια θα είχε μπει η Ουγγαρία, εάν ως χώρα με πολλές ουγγρικές μειονότητες από το 1920 δεν είχε την προοπτική της Ε.Ε. Η δυνατότητα να ανακόπτονται ενδεχόμενες διαμάχες και να επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην Ανατολική Ευρώπη κατέστη δυνατή χάρη στην αρχή της αιρεσιμότητας.
Οι ανοιχτές –‘χωρίς εγγυήσεις’ – ενταξιακές συνομιλίες της Τουρκίας- και η σταθερή γαλλική εχθρότητα έναντι της υποψηφιότητάς της άδειασε την αρχή της αιρεσιμότητας από το περιεχόμενό της. Αντίθετα, προωθήθηκε ένα είδος αρνητικής αιρεσιμότητας όταν κράτη-μέλη που έχουν δύσκολες σχέσεις με την Τουρκία, όπως η Κύπρος, η Γαλλία κ.α., έκαναν κατάχρηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας ζητώντας, μέσα από διάφορες μεθόδους των Βρυξελλών – ανοιχτά κριτήρια αναφοράς (opening benchmarks), σιωπηρές διαδικασίες – μη ρεαλιστικούς όρους για την Τουρκία. Σήμερα, πολλά διαπραγματευτικά κεφάλαια είναι μπλοκαρισμένα λόγω αυτής της αρχής της αιρεσιμότητας. Η αρνητική εικόνα συμπληρώνεται με την αποτυχία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να κατανοήσει την αντίθεση που υπάρχει στους κόλπους της Ευρώπης σε ό, τι αφορά τη διεύρυνση και, επομένως, με την αποτυχία του να πιέσει την Ε.Ε., όπως έκαναν οι Κροάτες.
Οι απειλές μιας μη ολοκληρωμένης αλλαγής
Στην πραγματικότητα, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία επιβραδύνονταν, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπιζε την κατάσταση με άνεση και διαρκή καθησυχασμό. Μια Ένωση που δεν είχε να προσφέρει μια ισχυρή προοπτική στην Τουρκία, χειριζόταν τα τελευταία τριάμισι χρόνια τη σχέση με ετήσιες εκθέσεις προόδου και περιοδικές αδύναμες ανακοινώσεις, επικαλούμενη δικαιολογίες για εκλογές και στρατιωτικά μνημόνια, χωρίς να λέει ευθέως τίποτα στην κυβέρνηση και την Τουρκία.
Ακόμη και οι πιο στενοί ‘φίλοι’ απέφευγαν να προειδοποιήσουν την κυβέρνηση για έργα που παραμελούσε, για βήματα που καθυστερούσε και για πισωγυρίσματα στις μεταρρυθμίσεις. Η ενθάρρυνση στα λόγια δεν γινόταν ποτέ πράξη. Έκαναν μόνο ασυνάρτητες δηλώσεις του τύπου ‘προσπαθείτε πολύ, θα κερδίσετε’ ή ‘ο δρόμος για την Ε.Ε. είναι μακρύς και σκληρός’. Χρησιμοποίησαν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν η Βρετανία και η Ισπανία, μολονότι δεν είχαν καμιά σχέση, ως παραδείγματα για να ηρεμήσουν την Τουρκία όπως ηρεμείς ένα παιδί.
Η καθησυχαστική προσέγγιση της Ε.Ε. πήγαζε από το γεγονός ότι δεν ήξερε τι να κάνει, και όχι από την πρόθεσή της να προστατεύσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Σκέτη ανικανότητα! Ορισμένα κράτη-μέλη, αντί να ενθαρρύνουν την Τουρκία στη σωστή τροχιά, ήταν ευχαριστημένα που την έβλεπαν να μένει πίσω από αυτά που απαιτούσε η Ε.Ε. Όσο αποτυγχάνουν οι προετοιμασίες για την ένταξη, τόσο οι σχέσεις ψυχραίνονται και η Τουρκία μένει μακριά από την ένωση. Η Γαλλία αποτελεί τυπικό παράδειγμα, καθώς είναι αντίθετη στην ένταξη της Τουρκίας αλλά δεν λέει λέξη για τις ελλείψεις της κυβέρνησης σε ό, τι αφορά τα πολιτικά και άλλα κριτήρια.
Τελικά, το μήνυμα της Ε.Ε. ξεθώριασε και δεν έχει πια επιρροή, σε σχέση με την περίοδο 1999-2004. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που έκανε πολύ λίγα πράγματα για την ευρωπαϊκή προσπάθεια, κατέληξε να μην κάνει σχεδόν τίποτα. Οι πολίτες, μην μπορώντας να ωφεληθούν από την ευρωπαϊκή διαδικασία, αποξενώθηκαν από τις υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως αποτέλεσμα της πολιτικής καθησυχασμού της Ε.Ε., η εμπιστοσύνη των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και των διαμορφωτών κοινής γνώμης στην κυβέρνηση, αποδυναμώθηκε σημαντικά. Η φιλοευρωπαϊκή στάση και η πίεσή τους δεν είχε πλέον αποτέλεσμα, δεν άφηνε ίχνη. Στο τέλος, οι αρχές της Ε.Ε., από τη στιγμή που θεωρήθηκαν καταπραϋντικές θεραπείες για τα χρόνια προβλήματα της Τουρκίας, αποδείχθηκαν θανατηφόρες.
Σήμερα, η Ε.Ε. έχει χάσει την επιρροή της στη μεταρρυθμιστική και μετασχηματιστική πορεία στην Τουρκία, που έγινε ακόμη πιο εσωστρεφής λόγω της υπόθεσης της απαγόρευσης του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Οι πρωτοβουλίες και προειδοποιήσεις της Ε.Ε. δεν τυγχάνουν ιδιαίτερης προσοχής, στην καλύτερη περίπτωση προκαλούν έντονες αντιδράσεις σε ομάδες που είναι κατά της Ε.Ε. και κατά της αλλαγής. Ο συνεχιζόμενος διάλογος μεταξύ κωφών δεν οφείλεται αναγκαστικά στους ακραιφνείς αντι-ευρωπαϊκούς κύκλους αλλά μάλλον στην ανικανότητα της Ε.Ε. να προσφέρει οποιαδήποτε ισχυρή προοπτική ως συνέχεια των πρωτοβουλιών και προειδοποιήσεών της. Οι πιο αξιοθρήνητοι είναι εκείνοι οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. που εξακολουθούν να εμψυχώνουν την Τουρκία, μολονότι η προοπτική είναι ασαφής. Πρόκειται για μια πορεία επικίνδυνη, αν όχι μοιραία.
Η προοπτική της ένταξης ως όρος sine qua non
Τα παρακάτω ισχύουν ακόμη: Μια Τουρκία που δεν βλέπει το μέλλον της στην ένταξη στην Ε.Ε. θα δυσκολευτεί να απορροφήσει τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες και το δημοκρατικό περιβάλλον που προκύπτουν από τις εμπνευσμένες από την Ε.Ε. μεταρρυθμίσεις, και δεν θα μπορέσει να αποβάλει παλιές συνήθειες και φόβους για να διευθύνει τις υποθέσεις της. Η έλλειψη προοπτικής θα δράσει ως ισχυρό αντικίνητρο.
Ακόμη κι αν αγνοήσουμε τους φόβους που έχουν να κάνουν με την αντι-εκκοσμίκευση και τα ενδεχόμενα απόσχισης, ούτε σ’ έναν απλό δημόσιο υπάλληλο, που δεν έχει καμιά πιθανότητα να γίνει υπήκοος της Ε.Ε., δεν αρέσει η αναδιοργάνωση της μονάδας του /της που σχετίζεται με την Ε.Ε. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο δημόσιος υπάλληλος και η Τουρκία ξαναγυρνούν στα παλιά, οικεία πρότυπά τους, μολονότι η παλιά ισορροπία δεν υφίσταται από τη στιγμή που άρχισε η διαδικασία της Ε.Ε. το 1999.
Επομένως, ο αργός ρυθμός των διαπραγματεύσεων δεν οφείλεται μόνο στην εκδικητική πολιτική της Κύπρου ή στην τακτική κωλυσιεργίας της Γαλλίας, αλλά και στην απροθυμία των τουρκικών αρχών να δεσμευτούν για οικονομικές και πολιτικές θυσίες χωρίς να έχουν εγγυήσεις για την ένταξη. Η πορεία που διαγράφεται είναι προφανής, αν και πολύ περίπλοκη. Η Τουρκία εισέρχεται σε μια περίοδο επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση ύστερα από ταχείες μεταρρυθμίσεις. Προσπαθεί να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, με ή χωρίς το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Δεν υπάρχει όμως σκέψη στην Ευρώπη για επανεξέταση του πνεύματος του Λάακεν. Η πρόκληση παραμένει. Μια Τουρκία χωρίς προοπτική Ε.Ε. θα έχει πιο συχνά εφιάλτες. Οι συνέπειες μιας αυταρχικής επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση θα ήταν επικίνδυνες τόσο για την Τουρκία όσο και για την Ε.Ε., σε βαθμό που θα μπορούσε να σαρώσει τη σταθερότητα στην ήπειρο που επιτεύχθηκε μετά την τελευταία διεύρυνση.
Υπεύθυνοι, όσο και οι Τούρκοι ηγέτες, είναι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που απέφυγαν προσεκτικά να δώσουν μια προοπτική ένταξης στην Τουρκία και πίεσαν τη χώρα με αντιφατικές και παραπλανητικές στάσεις σχετικά με την τουρκική ένταξη. Μόνο μια λέξη μπορεί κανείς να πει στους πολιτικούς που θα μπορούσαν να εκλάβουν το σενάριο που βρίσκεται σε εξέλιξη ως εκβιασμό: Παρόμοιοι πιθανοί κίνδυνοι στην Ευρώπη, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εξαλείφθηκαν χάρη στην πολιτική της διεύρυνσης κι αυτό ήταν τελικά ωφέλιμο για όλους.
Σήμερα, η επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη, μετά την άσκηση δίωξης κατά του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, είναι ότι εάν το κόμμα αυτό απαγορευτεί, η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να παραμείνει αμετακίνητη και θα αναγκαστεί να παγώσει τις διαπραγματεύσεις. Σε αυτή τη περίπτωση, δεν θα υπάρχει δυνατότητα να συνεχιστούν οι συνομιλίες διαπραγμάτευσης. Είναι η επικρατούσα άποψη σ’ αυτό το στάδιο, που δεν εμπεριέχει πανικό, και οι υπεύθυνοι πολιτικοί, που έχουν την ικανότητα να προβλέπουν, έχουν συνείδηση της σοβαρότητας του ζητήματος και της υποχρέωσης να ελέγξουν τη ζημία. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικοί αυτοί θα αξιολογήσουν την αρνητική τάση που περιγράψαμε πιο πάνω, θα εγκαταλείψουν τις τακτικές εφησυχασμού και θα κάνουν βήματα προς την κατεύθυνση της αναβίωσης της αρχής της αιρεσιμότητας.
Γιατί, σε τελική ανάλυση, δεν θα υπάρχουν στρατιωτικά μνημόνια ούτε απαγορεύσεις κομμάτων σε μια Τουρκία που βλέπει με εμπιστοσύνη το μέλλον- όπως η Κροατία, που υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους της και έχει εμπλακεί δυναμικά σε ενταξιακές συνομιλίες. Είναι πάντοτε χρήσιμο να επαναλάβουμε: Επιβάλλεται να δοθεί μια ημερομηνία ένταξης στην Τουρκία. Ας πούμε: το 2023.
Αφιέρωμα: Τουρκία
Ετικέτες: Cengiz Aktar , ΕΕ , Τουρκία
November 14th, 2008 at 18:36
Η Τουρκια γνωριζη πολυ καλα τι πρεπει να κανει για να ενταχθη στην Ε.Ε. Δεν το αποφασιζη ομως διοτι φοβατε κυρια για τις ελευθεριες που πρεπει να δωση στους λαους, που εξακολουθη να κρατα κατω απο την μποτα των των στρατιωτικων της οι οποιοι εξακολουθουν να κυβερνουν στη χωρα αυτη.Εκμεταλευομενη την γεοπολητικη της θεση παιζι με την Ε.Ε εκτελωντας της οδηγιες των Η.Π.Α. Τωρα που ειδε μια μικρη σκλυρινση της Ε. Ε αρχεισε τα κλαψουρισματα. Στο παρα πανω αρθρο δεν βλεπουμε καμια κουβεντα για τα ανθρωπινα δικαιοματα και της θρησκευτικες ελευθεριες που βαναυσα καταπατουνται. Βλεπουμε ομως να καθοδιγη και να πατροναρη την Αλβανια σε συνοριακα θεματα σε βαρος της Ελλαδας. Στο Αιγαιο και στο Κυπριακο παραμενει προκλητικη και αδιαλακτη.Σαν Ελληνας πολητης θα ηθελα να ασχολουμε με αλλα θεματα και οχι με την Τουρκια. Εχουμε καθηκον σαν Ελληνες να εχουμε ισχυρες Ενοπλες Δυναμης διοτι η γειτονα χωρα δεν παιρνει απο λογια… Θωμας Γκινης ( Μαργαριτιωτης ) και Πασοκ.
November 17th, 2008 at 04:02
Το πνεύμα για αλληλεγγύη και συνεταιρισμό στην ΕΕ,
με στόχο μια ομοσπονδιακή Ευρώπη αφορά όλες τις χώρες-μέλη με ίδιους κανόνες για όλους.
Το πλαίσιο είναι γνωστό καθώς και τα κριτήρια ένταξης. Μπορεί οι προθέσεις βοήθειας στο ΚΔΑ να είναι γνωστές , έτσι ώστε οι Πολίτες να ωφεληθούν
το συντομώτερο δυνατό ,αλλά οι Ελληνες λέμε το “σύν Αθηνά και χείρα κίνει” συχνά,όταν αναφερόμαστε στην έλλειψη προτοβουλειών και δράσεων για την επίτευξη ενός στόχου.
΄Αλήθεια ποιός εμποδίζει την Κυβέρνησή σας, εφ΄όσον πιστεύει στις αρχές της ΕΕ, να δράσει χωρίς καθυστερήσεις ? Με απροθυμία η προοπτική θάναι πιο ασαφής και φυσικά για εγγυήσεις ούτε λόγος.
Το ερώτημα αφορά τους Πολίτες αρχικά και μετά την Κυβέρνησή σας. Οι Πολίτες λένε ναί, οι πολίτες όχι. Ολα τα υπόλοιπα θυμίζουν σκάκι…