Irving Louis Horowitz – Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι τουρκικοί περιορισμοί και η αμερικανική αδιαφορία |
Η πιο εκπληκτική πτυχή της ανάπτυξης και επέκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την αμερικανική άποψη, είναι ίσως η πλήρης έλλειψη ενδιαφέροντος των υπηρεσιών της Ουάσιγκτον γι’ αυτή την εξέλιξη. Ανεξάρτητα από όποια αιτία μπορεί κανείς να επικαλεστεί- και υπάρχουν πολλές, υπαρκτές όσο και αβάσιμες-η μετεξέλιξη της Ευρώπης που άρχισε με το Σχέδιο Μάρσαλ στη μεταπολεμική ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του 1940 για να προχωρήσει σε μια σχεδόν ηγεμονική ανασύνταξη μέχρι το 2007, δεν κατέκτησε την αμερικανική φαντασία.
Αυτή η πολιτική μυωπία μπορεί σύντομα να υποχρεωθεί να αλλάξει, εξαιτίας μιας σειράς αποφάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που καθιστούν άκυρους τους νόμους που περιορίζουν την ευρωπαϊκή πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές μέσω Ίντερνετ. Ο ανταγωνισμός υπερέχει της απομόνωσης στον τομέα των υπηρεσιών. Ακόμη πιο πιεστικές είναι οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ Κούρδων αυτονομιστών και τουρκικής κυβέρνησης. Η επιτακτική ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να μεσολαβήσουν για την αποφυγή ενός ένοπλου αγώνα, προκειμένου να προωθήσουν τους ευρύτερους στόχους τους για ειρήνευση στο Ιράκ, έφερε, επίσης, την Τουρκία, απρόσμενα και άθελά της, στο προσκήνιο.
Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να στηρίξουν τις τουρκικές αξιώσεις για κυριαρχία κατά των Κούρδων ανταρτών έχει λιγότερο να κάνει με τις αμερικανικές αξίες περί αυτοδιάθεσης παρά με την επιτακτική ανάγκη διατήρησης της πολιτικής ειρήνευσης στο Βόρειο Ιράκ. Σε μια εποχή σχετικής ηρεμίας, η απειλή μιας τουρκικής εισβολής στην περιοχή προείχε οποιασδήποτε άλλης ανησυχίας. Πέραν τούτου, η μακρόχρονη αντιπαράθεση τουρκικών και κουρδικών διεκδικήσεων δεν έχει τόσο να κάνει με ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο με την ιστορία και την πολιτική της Μέσης Ανατολής. Πράγματι, δείχνει απερίσπαστα πόσο διαφέρει η δίνη στην οποία βρίσκεται η τουρκική πολιτική από την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση.
Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η διαρκής αμφιθυμία της αμερικανικής πολιτικής και στρατηγικής έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επικίνδυνη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην πολιτική ενασχόληση των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Μέση Ανατολή και την Ασία, αλλά και στην υποβόσκουσα ανησυχία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοδοξεί και, ενδεχομένως, μπορεί πράγματι να αποτελέσει μια αντισταθμιστική οικονομική δύναμη στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις των ‘Οκτώ’. Η Ενωμένη Ευρώπη θεωρεί ότι είναι μια ολοκληρωμένη δύναμη που έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικεί ισοτιμία ή σχεδόν ισοτιμία με τις Ηνωμένες Πολιτείας, τουλάχιστον με στατιστικούς όρους, και υπόσχεται ή απειλεί με μια θεμελιώδη αναδιάταξη, καθοριστική για τον υπόλοιπο εικοστό πρώτο αιώνα. Το πρόβλημα είναι ότι το ζήτημα της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αλλάζει τον συσχετισμό ανάμεσα σ’ αυτές τις φανερά αντιμαχόμενες δυνάμεις.
Στην πραγματικότητα, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναπτύξουν κοινή συναίνεση για το πώς θα χειριστούν ένα παράδοξο με μεγάλες συνέπειες: στην Τουρκία υπάρχει ένα δημοκρατικά εκλεγμένο μουσουλμανικό κυβερνών κόμμα, που αμφισβητείται από μια μακρόχρονη στρατιωτική ελίτ, η οποία εμμένει στον κοσμικό χαρακτήρα του έθνους. Προς το παρόν, ο γρίφος βρίσκεται στις κάλπες και στα δικαστήρια. Μέχρι, όμως, η Τουρκία να καταφέρει να επιλύσει το θεμελιακό καθεστώς της ως έθνος-κράτος, η ιδέα της ένταξης σε έναν ευρύτερο συνασπισμό βρίσκεται εύλογα σε αναμονή- ιδίως από εκείνες τις περιφερειακές και πολυεθνικές συμμαχίες που μπορούν μόνο να απογοητευτούν ή να κατακερματιστούν από αυταρχικές εντολές από το εξωτερικό.
Τώρα που η ουσιαστική σταθεροποίηση της Δυτικής Ευρώπης επιτεύχθηκε από οικονομική και διοικητική άποψη, η Ε.Ε. αύξησε το μέγεθος και τη δύναμή της περιλαμβάνοντας στον κατάλογο των κρατών-μελών της μικρότερες δυνάμεις όπως η Κύπρος, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία. Πολλά από αυτά τα νέα μέλη δεν έχουν απλώς βγει από το ζυγό μιας μακρόχρονης κομμουνιστικής καταπίεσης, αλλά δείχνουν σημάδια δυναμικής ανάπτυξης ως μέρος μιας νέας και ουσιαστικά δημοκρατικής Ευρώπης. Ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει η ένταξη στην Ε.Ε. σε υποτροπιάζουσες τάσεις προς αυταρχικά καθεστώτα πρέπει να είναι ληφθεί υπόψη στις νέες εξισώσεις της ευρωπαϊκής δύναμης. Πράγματι, το νέο σύστημα εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από μια ευρεία δημοκρατική συναίνεση στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους, που η μοίρα της ολοκλήρωσης μπορεί να τεθεί σύντομα σε δοκιμασία- ιδιαίτερα στα νέα μέλη.
Αντί να προκαταλάβω την ιστορική συζήτηση για τη σημερινή επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα έργο που χειρίζονται με επιδεξιότητα και ευρεία γνώση πολλοί διαμορφωτές πολιτικής και διπλωμάτες, θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα που βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι, παρά στα επιτεύγματα που έχουν ήδη καταγραφεί από τους Ευρωπαίους, με μια ελάχιστη συμβολή Αμερικανών διαμορφωτών πολιτικής. Όπως σε όλες τις ενώσεις διαφορετικών και ξεχωριστών πολιτισμών, περιοχών, εθνικών ομάδων και θρησκευτικών σχηματισμών, τα επίμαχα ζητήματα ανακύπτουν όταν πατιέται το κουμπί και τα νέα έθνη, που δεν ταιριάζουν εύκολα στο αρχικό περίγραμμα, επιμένουν να ληφθούν υπόψη. Αυτό που έχει ανακύψει είναι μια περίεργη μάχη στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάμεσα στους υπέρμαχους μιας οργάνωσης που δεν αποκλείει κανέναν, και μια πολύ πιο προσεκτική θέση των κυβερνήσεων παλαιότερων κρατών-μελών όπως η γερμανική, η γαλλική και η αυστριακή κυβέρνηση, που τώρα επιχειρηματολογούν άφοβα κατά της τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε. σε αυτή τη στιγμή και κάτω από τις συγκεκριμένες πιεστικές συνθήκες στη Μέση Ανατολή. Ασφαλώς, η μετανάστευση, η πίεση των ανθρώπων που στην αρχή ήρθαν ως ‘ξένοι εργάτες’ και παραμένουν ως απείθαρχοι μόνιμοι επισκέπτες, αποτελεί έναν παράγοντα αντίδρασης στην τουρκική ένταξη. Όπως με τους Μεξικανούς ξένους, είτε ‘χωρίς χαρτιά’ είτε παράνομους, υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των αντιτιθέμενων εργατικών τάξεων και της ισχυρής συμμαχίας των πνευματικών ελίτ, σε σχέση με την χορήγηση μόνιμου καθεστώτος στους Τούρκους.
Υπάρχει η καθυστερημένη υπενθύμιση της διακήρυξης των Financial Times ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης δεν είναι πλέον ‘ένα ταξίδι στο άγνωστο’ αλλά, επίσης, μια απόφαση των κρατών μελών να ορίσουν τους μελλοντικούς συνοδοιπόρους τους σ’ αυτή την οικονομική και διοικητική αναδιάταξη. Τα κράτη μέλη συνειδητοποιούν τώρα ότι ‘η πορεία προς τα εμπρός θα είναι σκληρή’. Αυτό που πρέπει να λεχθεί απερίφραστα είναι ότι η πορεία προς τα εμπρός μπορεί ακόμη και να προοιωνίζει το θάνατο της παλιάς, κατασπαραγμένης από εθνικιστικές αντιπαλότητες, Ευρώπης. Ο ηθικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένας πολιτισμός διευρυμένος στο σύνολό του, αλλά σαφώς μειωμένος σε ό, τι αφορά τα αιρετικά μέρη του. Αυτό που πρέπει να προσθέσουμε, και που πολύ σπάνια λέγεται, είναι πόσο πολύτιμη έχει γίνει η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι ένα εργαλείο που υποστηρίζει, εάν δεν εξασφαλίζει, την οικονομική ανάπτυξη, νομιμοποιεί ένα πολιτικό καθεστώς ως μέρος των ελεύθερων εθνών του κόσμου και, πιο περίπλοκο, επιλαμβάνεται μιας κοινωνικήςατζέντας που αναφέρεται στις ισότητες που έχουν να κάνουν με το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα και τη θρησκεία. Παράλληλα επιβάλλει ένα περιβαλλοντικό πιστεύω, που αναλαμβάνει την ευθύνη να κάνει την Ευρώπη ένα κατοικήσιμο μέρος για να ζει και να εργάζεται κανείς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι νιρβάνα και προσφέρει ελάχιστες εγγυήσεις, είναι όμως μια λειτουργική πραγματικότητα που πρόκειται σύντομα να γιορτάσει τον εικοστό χρόνο ύπαρξής της.
Οι αλλαγές στη γαλλική εκλογική πολιτική αποτελούν τη σαφέστερη ένδειξη σε σχέση με την ανησυχία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο απειλείται παρά ευνοείται από την είσοδο της Τουρκίας. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, ένα χρόνο νωρίτερα, οι εθνικές και κοινωνικές ανησυχίες προείχαν της οικονομικής ολοκλήρωσης. Είναι γεγονός ότι η προηγούμενη γαλλική κυβέρνηση Σιράκ ευνοούσε την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση- εν μέρει, ίσως, για να εξευμενίσει τη μεγάλη και ολοένα πιο μαχητική μουσουλμανική μειονότητα σ’ αυτό το έθνος, και, επίσης, υποθέτοντας αβάσιμα ότι θα λειτουργούσε ως ασπίδα κατά του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Το πόσο αδύναμη αποδείχτηκε η στρατηγική του Σιράκ φάνηκε όταν, αφού ανακοίνωσε τη γαλλική υποστήριξη στην είσοδο της Τουρκίας, ξέσπασαν ταραχές που θύμιζαν το Παρίσι του 1968, από γνωστούς- άγνωστους ‘νέους εξτρεμιστές’. Αντίθετα, το νέο καθεστώς Σαρκοζί καθιέρωσε ένα σταθερό επίπεδο ειρηνικής συμπεριφοράς και την αποκατάσταση της ισορροπίας στην εξωτερική πολιτική μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, σε πλήρη αντίθεση με αυτό που ίσχυε μόλις ένα χρόνο νωρίτερα.
Υποψιάζομαι ότι το ζήτημα της Τουρκίας αποτελεί το κρίσιμο σημείο που μπορεί να προκαλέσει διακριτή αλλαγή στην κληρονομημένη κατάσταση της αμερικανικής έλλειψης ενδιαφέροντος. Πίσω από το θέμα της αποδοχής της Τουρκίας στην Ε.Ε. κρύβεται η βαθιά ανησυχία ότι μια χώρα που κυριαρχείται από μια συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία, με συμπεριφορά απέναντι στις μειονότητες διαφορετική από εκείνη των άλλων υπαρχόντων μελών, με γλωσσολογική βάση διαφορετική από τις πιο συμβατικές και κυρίαρχες λατινικές και γερμανικές γλώσσες, και με πολιτική στάση πολύ πιο συνδεδεμένη με την γενικότερη πολιτική του αραβικού κόσμου από όσο η ευρωπαϊκή πολιτική για τη Μέση Ανατολή, θα αποτελούσε ή θα μπορούσε να αποτελέσει την αχίλλειο πτέρνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο. Η Τουρκία θα μπορούσε να είναι η Νότια Καρολίνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης-εκείνο το κράτος του προπολεμικού Νότου που ήταν απρόθυμο να δεχτεί ένα έθνος χωρίς σύστημα δουλείας ως οδηγό. Ασφαλώς το ζήτημα δεν έχει μόνο να κάνει με τις θρησκευτικές διαφορές, όπως και οι διαφορές της Νότιας Καρολίνας του John C. Calhoun με την Αμερικανική Ένωση δεν είχαν μόνο να κάνουν με το ζήτημα της δουλείας ή της ελευθερίας. Τα μεγαλύτερα ζητήματα είχαν να κάνουν με την ατομική ελευθερία έναντι της κυριαρχίας του κράτους. Οι μεγαλύτερες αναφλέξεις ενέχουν, συχνά, βασικές αρχές που αποπνέονται από μνήμες θρησκευτικών πολέμων και πολιτισμικού συλλογικού υποσυνείδητου, ανεξάρτητα αν θεωρούνται από τις εκσυγχρονιστικές ελίτ άσχετες ή παραπλανητικές.
Οι διαφορές ανάμεσα στους υπέρμαχους της περιφέρειας και τους εθνικιστές αναδεικνύονται θαυμάσια στην πολύ διαφορετική αντίδραση της Αυστρίας έναντι της Τουρκίας. Στο έργο τους European Union Enlargement (Η Διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης), οι Sajdik και Schwarzinger χειρίζονται το θέμα με λεπτότητα, αλλά, πάντως, το χειρίζονται. Μολονότι το εξετάζουν κυρίως από την αυστριακή πλευρά, εύκολα βλέπει κανείς ότι οι προβληματισμοί που εκφράζουν είναι κοινοί μεταξύ των υπέρμαχων της Ε.Ε. στην ήπειρο ως σύνολο. Η Αυστρία δεν έχει πολλές επιχειρήσεις στην Τουρκία, ενώ οι εξαγωγές της στην Κροατία είναι πολύ περισσότερες απ’ ό, τι στην Τουρκία. Πολλά έθνη στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εκφράσει παρόμοιες σοβαρές αμφιβολίες και σκεπτικισμό σε σχέση με μια δημοκρατική κοσμική Τουρκία, και υπάρχει ένας ευρύτερος προβληματισμός ότι οι Τούρκοι που ζουν στην Αυστρία μπορούν εύκολα να σχηματίσουν ένα μπλοκ που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ‘φυσικό λόμπι’ και θα βρισκόταν σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αυστριακές αξίες και συναισθήματα. Το καρότο σε όλα αυτά είναι τα 65 εκατομμύρια Τούρκοι που αποτελούν μια πιθανή αγορά για τα αγαθά και τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η αντίθεση στην περαιτέρω διεύρυνση είναι η κορυφή του πολιτικού και ιδεολογικού παγόβουνου σε σχέση με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και ο Sevket Pamuk, από τους μεγαλύτερους υπέρμαχους της τουρκικής ένταξης, που συνεργάζεται με βρετανικό και με τουρκικό ινστιτούτο οικονομίας και οικονομικής ιστορίας, μιλάει τώρα για διάλογο μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. και μεταθέτει για το μακρινό μέλλον την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της Τουρκίας. Το σκεπτικό του δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλό : ‘η ανερχόμενη πολιτική και μακροοικονομική αστάθεια, η αυξανόμενη διαφθορά και η φθορά του θεσμικού περιβάλλοντος στη δεκαετία του 1990 οδήγησαν αυτό το κύμα {ανάπτυξης} σε απότομη παύση το 2001…. .”
Η ειρωνεία είναι ότι όπως φάνηκε σε όλα τα συνέδρια που έγιναν, τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στα κράτη μέλη της Ε.Ε., οι Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Ελσίνκι θεωρούσαν ότι η τουρκική κυβέρνηση ενδιαφερόταν πολύ για τη μελλοντική ένταξη της χώρας. Όλο και περισσότερο, όμως, η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν ‘έπαψε να δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτή την εκδοχή’. Γιατί το θέμα της συμμετοχής στην επέκταση της Ε.Ε. περιλάμβανε δύσκολα ζητήματα σχετικά με τη διατήρηση και αύξηση του μουσουλμανικού συντηρητισμού, την απώλεια εθνικού ζήλου σε σχέση με την κεμαλική δέσμευση του 1923 ως προς τη δυτικοποίηση της χώρας ή τη δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης και τη συνακόλουθη ταύτιση με τη Μέση Ανατολή ως φυσικό συνασπισμό. Επιπλέον, τα χαμηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και πολιτισμικών σχηματισμών ενίσχυσαν τη σχετική καθυστέρηση σε σχέση με τα περισσότερα από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και συνέβαλαν, επίσης, στη μείωση του επιπέδου ενθουσιασμού για την ένταξη στις τουρκικές μάζες. Αν προσθέσουμε σ’ αυτή την κοινωνικο-οικονομική αποτελμάτωση το απλό γεωγραφικό γεγονός ότι πάνω από το 90% της τουρκικής γης θεωρείται μέρος της Ασίας, το ζήτημα της ένταξης γίνεται ένα μπερδεμένο κουβάρι που είναι πιθανότερο να ξηλωθεί παρά να ενσωματωθεί και θυμίζει περισσότερο μεσοαστικό όνειρο παρά πραγματικότητα της εργατικής μάζας.
Η εκλογή, στα τέλη Αυγούστου του 2007 ενός ευσεβούς Μουσουλμάνου, του Αμπντουλάχ Γκιουλ, στην προεδρία της Τουρκίας, δεν ανακούφισε ιδιαίτερα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Στην εναρκτήρια ομιλία του, έδωσε έμφαση στον κοσμικό χαρακτήρα της κρατικής εξουσίας, αλλά και στην ευρεία λαϊκή μεταστροφή από τα κοσμικά στα θρησκευτικά εκλογικά πρότυπα. Ο Γκιουλ τόνισε ότι υποστηρίζει την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει όμως γεγονός ότι το κόμμα του ενστερνίζεται το πολιτικό Ισλάμ. Η κοσμική τάξη, με εμπορικά και αστικά συμφέροντα κι έναν ισχυρό στρατό θεματοφύλακα της κεμαλικής επανάστασης, συντηρεί τη διαμάχη μεταξύ των Τούρκων των ανώτερων τάξεων με τις δυτικές αξίες και της συντηρητικής, ζωτικής ενδοχώρας της Ανατολίας, στο ευρύ γεωγραφικό κέντρο της Τουρκίας. Οπωσδήποτε, μέχρι να επιλυθούν βασικά ζητήματα θρησκείας, πολιτισμού και πολιτικής, δεν μπορεί κανείς να οραματιστεί την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση- ακόμη και με καθεστώς παρατηρητή.
Είναι επίσης σαφές, σήμερα, ότι τα δυο πιο ισχυρά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία και η Γαλλία, συμφωνούν ότι λόγω νομικών εξαναγκασμών (όπως η ανάγκη των Συνταγματικών δημοψηφισμάτων) και της ανάγκης επανόρθωσης των υπαρχόντων διαιρέσεων ανάμεσα στα παλαιότερα έθνη και τους νεοφερμένους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι προοπτικές για την τουρκική είσοδο απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Ο Νικολά Σαρκοζί, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, και η Άγκελα Μέρκελ, η νέα καγκελάριος της Γερμανίας, έχουν καταστήσει σαφές ότι οι συνεχιζόμενες εντάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, κι ακόμη περισσότερο, η απροθυμία της Τουρκίας να επιλύσει ή έστω να συμβιβαστεί με την Ελλάδα στο θέμα της Κύπρου, καθώς δεν δέχεται τα αεροσκάφη και πλοία από την Κύπρο στα τουρκικά λιμάνια, αποτελούν το τελευταίο κεφάλαιο στην αδυναμία αυτού του έθνους να συμμορφωθεί με τους κανόνες διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια ευρεία κλίμακα κοινωνικών θεμάτων.
Είναι σαφές ότι οι νέες προσχωρήσεις του 2004 και 2007 περιόρισαν την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενσωματώνει ακόμη και φιλικά κράτη. Οι ειδικές εκλογικές αναμετρήσεις στη Γαλλία και την Ολλανδία, το 2005, όπου κυριάρχησε το όχι στη Συνταγματική Συνθήκη, δείχνουν μια επιβράδυνση αν όχι παύση σε ό, τι αφορά την τουρκική ένταξη. Η βρετανική ψυχρότητα έχει εκδηλωθεί με την επίμονη άρνηση της χώρας αυτής να γίνει μέλος της Ευρωζώνης και τη διατήρηση της λίρας ως νόμισμα της χώρας. Το ενδεχόμενο να υποστηρίξει αλλαγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένο, χωρίς να λάβουμε υπόψη τον τουρκικό παράγοντα. Σε μια τέτοια κατάσταση, και πόσο μάλλον με ένα νέο μέλος, η βρετανική αντίθεση στην επέκταση της συμμετοχής της μοιάζει να αποτελεί αναπότρεπτο συμπέρασμα.
Η Gisela Muller- Bocquet, σε άρθρο της στην έγκριτη επιθεώρηση ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, Intereconomics, συνοψίζει περιεκτικά την κατάσταση: η τουρκική ένταξη θέτει σε κίνδυνο όλα όσα έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα τις σημερινές προσπάθειες της να εντάξει τα νέα έθνη στο γενικότερο πρότυπο της ευρύτερης Ένωσης. Χρησιμοποιώντας μια ασυνήθιστα , για διπλωματικά ευαίσθητους διαμορφωτές πολιτικής, ωμή γλώσσα, καταλήγει με ένα ρητορικό ερώτημα: ‘Δεν θα ήταν, λοιπόν, ανεύθυνο να τεθούν τα επιτεύγματα αυτά σε κίνδυνο; Φαίνεται ότι ήρθε η στιγμή να εγκαταλείψουμε τις αυταπάτες ότι η Ε.Ε. θα μπορούσε, ακόμη και μεσοπρόθεσμα, να ενσωματώσει μια τόσο τεράστια και ποικίλη χώρα όπως η Τουρκία. Είναι, συνεπώς, καιρός να αναζητήσουμε σοβαρά εναλλακτικές λύσεις για τις ευρωτουρκικές σχέσεις’. Η επιτακτική φύση και οι πολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας ανάλυσης δεν μπορούν εύκολα να αγνοηθούν.
Πράγματι, έθνη όπως η Αυστρία, που συνδέονται στενά με τη διαδικασία του εξευρωπαϊσμού, αποπνέουν μια αίσθηση ανακούφισης που η έμφαση μπορεί τώρα να δοθεί στην Ένωση όπως έχει εξελιχθεί- πιο ισορροπημένα, αφού οι μεσαίες χώρες από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη αποτελούν αντιστάθμισμα στα ισχυρά μεγαλύτερα έθνη της Δυτικής Ευρώπης. Το έργο για τη Διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έρχεται, λοιπόν, σε μια στιγμή που τα ζητήματα του περασμένου αιώνα στην περιοχή έχουν εκλογικευτεί εάν όχι εντελώς διευθετηθεί, και επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή από όσους έχουν να κάνουν με τη διεθνή πολιτική και την παγκόσμια οικονομία.
Τώρα που το εκκρεμές της κοινής γνώμης έχει σαφώς μεταστραφεί κατά της τουρκικής ένταξης, τίθεται το ερώτημα εάν αυτό προοιωνίζει το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποσυντίθεται, μήπως, στα πιο εθνικιστικά μέρη της; Όπως οι πιο συνετοί από όσους μελετούν αυτή τη νέα συγχώνευση, δεν νομίζω. Το αντίστροφο συμβαίνει, και νομίζω ότι η διάγνωσή τους είναι σωστή: η προσεκτική επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την συμπερίληψη των εθνών της Ανατολικής Ευρώπης- συνήθως ενός μεγέθους και μιας εγγύτητας που βρίσκεται πιο κοντά στην Αυστρία παρά στα μεγαλύτερα ιδρυτικά μέλη- αποτελεί μια ορθολογική εξέλιξη που ισχυροποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση ως έναν νομισματικό συνασπισμό, μια οικονομικά ολοκληρωμένη κοινότητα παραγωγικών εθνών και μια πολιτισμική δύναμη με έναν μοναδικό συνδυασμό εκκοσμίκευσης, μοντερνισμού και σχετικής στρατιωτικής ηρεμίας στο μετα-βοσνιακό και γιουγκοσλαβικό περιβάλλον.
Αμερικανοί διαμορφωτές πολιτικής, όπως ο Χένρι Κίσσινγκερ, που είχαν την τάση να ταυτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με την ανάγκη για μεγαλύτερη ηγεμονική συμμετοχή, μοιάζουν να αγνοούν τα διδάγματα των Ηνωμένων Πολιτειών, που αναπτύχθηκαν ως μια ολοκληρωμένη σειρά κρατών, με περιορισμούς αλλά και σχέδια στην επιδίωξη εξουσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στα σύνορά τους τον Καναδά, τα πιο φιλικά και ανοιχτά σύνορα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, και στην άλλη άκρη το Μεξικό, με σύνορα ίσως λιγότερο φιλικά αλλά πάντως πορώδη και με ελεύθερη διακίνηση. Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι είναι ένα έθνος με μια πρώην βρετανική αποικία στη μια άκρη των συνόρων και μια πρώην ισπανική αποικία με ισχυρές εθνικές παραδόσεις στην άλλη, δεν οδήγησε στον αποδεκατισμό των Ηνωμένων Πολιτειών. Δίνει όμως πολυσύνθετες προσδοκίες σχετικά με την έννοια μιας περιφερειακής ταυτότητας που μπορεί να αξιολογηθεί με βάση την ύπαρξη και ανεξαρτησία των γειτόνων της.
Ένα καλό πρόσφατο άρθρο του Michael Goodhart, με τον πολύ πρωτότυπο τίτλο ‘Europe’s Democratic Deficits through the Looking Glass: The European Union as a Challenge to Democracy’ (Τα Δημοκρατικά Ελλείμματα της Ευρώπης κάτω από το Φακό: η Ευρωπαϊκή Ένωση ως Πρόκληση στη Δημοκρατία), υιοθετεί ένα ιδανικό που είναι σήμερα της μόδας, ότι οι δεσμοί της ‘δημοκρατίας’ με το κυρίαρχο κράτος είναι κανονιστικοί όσο και εμπειρικοί. Συνεχίζει με την πεποίθηση ότι αυτό που πλήττει την Ε.Ε. είναι η προσπάθεια συγκερασμού της κοσμοπολίτικης δημοκρατίας με ένα κρατικιστικό μοντέλο. Υποστηρίζει ότι, αντίθετα, ‘η Ε.Ε. αποτελεί πρόκληση για τη δημοκρατική θεωρία γιατί παρεκκλίνει από του κανόνα βασισμένο στην εθνική κυριαρχία στον οποίο βασίζεται κάθε σύγχρονη δημοκρατική θεωρία ’. Ασφαλώς, πολλά εξαρτώνται από την ακρίβεια αυτής της τέλειας σύμπτωσης μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε αυτόν το συλλογισμό, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την απαισιοδοξία αυτής της προσέγγισης για την αναμόρφωση της σύγχρονης Ευρώπης. Με δυο λόγια, είναι δύσκολο να υπάρξει δημοκρατία χωρίς εθνική κυριαρχία, αλλά το αντίθετο είναι πολύ πιο απλό να αναγνωρισθεί : η εθνική κυριαρχία με περιορισμένη δημοκρατία είναι κοινός τόπος.
Μολονότι οι συζητήσεις για τη δημοκρατία είναι πράγματι ευεργετικές και νηφάλιες, η βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ιδωθεί ως οικονομικό γεγονός και όχι ως πολιτική θεωρία σε αναζήτηση κανόνων. Εύκολα ξεχνάμε ότι η ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε μια διαδικασία από μόνη της και όχι μια πιστή αντιγραφή αυτού που υπήρξε πριν. Υποψιάζομαι ότι θα αποδειχτεί ότι ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση της εξέλιξης μιας νέας Ευρώπης που δεν αποκλείει κανέναν. Ο χαρακτήρας της εθνικής κυριαρχίας είναι σημαντικός, όχι όμως περισσότερο από ό, τι ήταν ο χαρακτήρας της κρατικής κυριαρχίας στον προπολεμικό Νότο. Μπορεί μια υπερ-ηγεμονική δύναμη να πάρει μάλλον διοικητική παρά προσωπική ή προεδρική μορφή. Ή μπορεί τα οικονομικά ζητήματα να υπαγορεύσουν το είδος του πολιτικού συστήματος που θα ακολουθηθεί ή υιοθετηθεί. Σε ό, τι αφορά, όμως, τον περιορισμό για το ποια κράτη μπορούν να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα υπάρξουν κριτήρια που θα είναι συμβατά με τα κριτήρια κυριαρχίας που ισχύουν στα περισσότερα δημοκρατικά έθνη-κράτη. Γι’ αυτό, ο αποκλεισμός της Τουρκίας και άλλων εθνών που απέχουν από τα κριτήρια των ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών παραδόσεων και πολιτισμών, θα παίξει καίριο ρόλο από δω και στο εξής, επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο και το πλαίσιο του τι σημαίνει δημοκρατία.
Μπορεί στο άμεσο μέλλον η Τουρκία να γίνει υποψήφια για ένταξη, με σχετική ηρεμία. Αλλά σε ό, τι αφορά το προβλεπόμενο μέλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση, που επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μια ισχυρή πλειονότητα ευρωπαϊκών εθνών-κρατών, δείχνει ωριμότητα και ικανότητα ανάπτυξης και δεν χρειάζεται επεκτάσεις υψηλού κινδύνου. Στην παγκοσμιοποίηση των δυτικών οικονομιών, η ιδέα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ή χωρίς πλήρη φορολογική ολοκλήρωση, αποτελεί πρόκληση για την αμερικανική επινοητικότητα και ηγεμονία. Ακριβώς όπως οι περιφερειακές διαφορές στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχουν χωρίς να θίγουν την οικονομική ταυτότητά τους ως σύνολο, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι περιφερειακές, εθνικές, ακόμη και οι θρησκευτικές διαφορές θα παραμείνουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νέας Ευρώπης. Ένας διπολικός κόσμος αναδύεται ξανά, αυτή τη φορά όχι ως διαμάχη ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό, αλλά ανάμεσα στους μείζονες βιομηχανικούς και τεχνολογικούς πόλους στον κόσμο. Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα του θριάμβου της εμπειρικής πραγματικότητας έναντι του ιδεολογικού ιστορικισμού είναι το κεντρικό δίδαγμα από την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει τον σεβασμό και μια ανανεωμένη πίστη στον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του ελεύθερου κόσμου, αντί για φόβους για τον δημοκρατικό κόσμο και τα ολοκληρωτικά μονολιθικά φαντάσματα του περασμένου αιώνα.
Οι διεθνιστές, όπως και οι εθνικιστές, πρέπει να μάθουν να βλέπουν με ψυχρή ματιά τη σύγχρονη ιστορία. Οι σκληροπυρηνικοί και οι καλόκαρδοι πρέπει να έχουν επίγνωση ότι η νίκη ανήκει σε αυτά που λαχταρούν οι άνθρωποι και όχι σ’ αυτά που διακηρύττουν υπερφίαλοι μηχανορράφοι. Όπως επεσήμανε η Lauren McAllen, αναφορικά με τις κοινωνικές βάσεις που έχει η απόρριψη της επέκτασης από την πλευρά των κρατών μελών και των λαών, η σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφέρει ένα θαυμάσιο παράδειγμα υποστήριξης της διεύρυνσης, αλλά με όχι λιγότερο σαφείς περιορισμούς σε ό, τι αφορά την επέκτασή της. Είναι μια κατάσταση που πρέπει να παρακολουθούμε και να εκτιμούμε –όπως κι εκείνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες που εξακολουθούν να σκέφτονται τη σημερινή Ευρώπη με ξεπερασμένους όρους του παρελθόντος.
Αναφορές
Brandeck-Bocquet, Gisela Muller – “Turkey’s Full EU Membership – Still a Realistic Perspective?” Intereconomics: Review of European Economic Policy, Volume 42, No. 3. 2007. σσ. 114-115.
Carkoglu, Ari, and Barry M. Rubin, editors. Turkey and the European Union. New York and London: Frank Cass Publishers, 2003. 212 σσ.
Goodhart, Michael “Europe’s Democratic Deficits through the Looking Glass: The European Union as a Challenge to Democracy.” Perspectives on Politics (APSA). Volume 5, Number 3, September 2007. σσ. 567-584.
Horowitz, Irving Louis, “Feuding with the Past, Fearing the Future: Globalization as Cultural Metaphor for the Struggle between Nation-State and World Economy.” Social Philosophy and Policy, Volume 23, No. 1 Winter 2006. σσ. 260-281.
Jordan, Andrew and Adriaan Schout, The Coordination of the European Union. New York and London: Oxford University Press, 2007. 336 σσ.
Kissinger, Henry, “Turkish Membership in the EU is Crucial,” (The Journal of) Turkish Weekly. June 1st, 2007.
McLaren, Lauren M., “Explaining Opposition to Turkish Membership in the EU.” European Union Politics, Volume 8, No. 2. σσ. 251-278. (2007).
Meunier, Sophie and Kathleen R. McNamara, The State of the European Union: Making History. New York and London: Oxford University Press, 2007. 362 σσ.
Miller, John W., “EU Service Firms Could Gain U.S. Access,” The Wall Street Journal. August 23, 2007. σ. 2.
Pamuk, Sevket, “Economic Change in 20th Century Turkey: The Glass More than Half Full?,” LSE Magazine. Summer, 2007. σσ.14-15.
Sajdik, Martin and Michael Schwarzinger, European Union Enlargement. New Brunswick and London: Transaction Publishers, 2007. 387 σσ.
Zurcher, E.J., and H. van der Linden. The European Union, Turkey and Islam (Report of the Netherlands Scientific Council for Government Policy). Amsterdam: Amsterdam University Press, 2004. 174 σσ.
________________________________________________________________________
Δήλωση που προετοιμάστηκε για το ειδικό φόρουμ “Προοπτικές για την διεύρυηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, που διοργανώθηκε από την Πρεσβεία της Αυστρίας στις ΗΠΑ και πα=ραγματοποιήθηκε στο Graduate Center του City University of New York.
Αφιέρωμα: Τουρκία
Ετικέτες: Irving Louis Horowitz , ΗΠΑ , Τουρκία