Astrid Renland – Σεξουαλικοί εργαζόμενοι στην πρώτη γραμμή: Η κατασκευή θυμάτων και οι δράστες στον διεθνή πόλεμο κατά του εγκλήματος |
Η νορβηγική κυβέρνηση έχει προτείνει ένα νόμο που απαγορεύει την αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών. Στόχος του νέου νόμου, που εάν εγκριθεί από το κοινοβούλιο θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2009, είναι σύμφωνα με τις Εισηγήσεις στο Odelsting η καταπολέμηση της πορνείας και της παράνομης διακίνησης προσώπων (Ot. Prp. Nr. 48). Στην εισαγωγή του, το υπουργείο Δικαιοσύνης αναφέρεται σαφώς στις διεθνείς υποχρεώσεις του κράτους σε σχέση με διεθνείς συμφωνίες όπως το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Κατάργηση και Ποινικοποίηση της Παράνομης Διακίνησης Προσώπων, ειδικά Γυναικών και Παιδιών, των Ηνωμένων Εθνών (Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, Especially Women and Chlidren- UNODC), αλλά και άλλες διεθνείς συμφωνίες για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης. Η παράνομη διακίνηση προσώπων, όπως και η μαστροπεία, θεωρούνται εγκληματικές πράξεις στη Νορβηγία και ρυθμίζονται αντίστοιχα από τα άρθρα 224 και 202 του ποινικού κώδικα. Ενώ το άρθρο 224 και το άρθρο 202 ρυθμίζουν το τρίτο μέρος- τον διακινητή και τον μαστροπό, ο στόχος του προτεινόμενου νόμου είναι η μείωση ή εξάλειψη της ζήτησης σε ό, τι αφορά την πορνεία, για να προστατευθούν έτσι οι γυναίκες (και οι άντρες) από τον εξαναγκασμό σε πορνεία και παράνομη διακίνηση προσώπων.
Η διεθνοποίηση της πολιτικής έναντι της πορνείας και οι δημόσιες συζητήσεις για να τεθεί εκτός νόμου δεν είναι κάτι καινούργιο. Αντίθετα, η πολιτική προσέγγιση της πορνείας είχε διεθνή χαρακτήρα από τις αρχές του 19ου αιώνα και η ‘πόρνη’ θεωρείτο ένα είδος διαβόλου που αποτελούσε απειλή για τη δημόσια υγεία, τις αξίες της οικογένειας, την ηθική τάξη ή θύμα του δουλεμπορίου λευκής σαρκός ή της εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Οι δημόσιες συζητήσεις για την ποινικοποίηση της πορνείας επανέρχονταν κάθε τόσο. Στα τέλη του 2004, η νορβηγική κυβέρνηση, αφού πρώτα αξιολόγησε τις νομοθετικές ρυθμίσεις στη Σουηδία και την Ολλανδία ( Υπουργείο Δικαιοσύνης 2002), απέρριψε το αίτημα να καταστεί η πορνεία έγκλημα και δήλωσε ότι η πορνεία αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα και όχι εγκληματική υπόθεση. Δήλωσε επίσης ότι μια απαγόρευση θα καθιστούσε πιο επώδυνη την κατάσταση για τα πρόσωπα που πουλούν σεξουαλικές υπηρεσίες και θα επιδρούσε στις πιο ευάλωτες ομάδες στους κόλπους της πορνείας. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, η κοινή γνώμη άλλαξε ριζικά και η πολιτική πλειοψηφία υποστήριξε ότι η απαγόρευση της πορνείας είναι η μόνη λύση για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης προσώπων, που θεωρείται σύγχρονη δουλεία. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να πει κανείς εάν ήταν η ανησυχία για τα θύματα της παράνομης διακίνησης ή ο ηθικός πανικός και ο φόβος ότι η Νορβηγία θα κυριαρχείτο από ξένες πόρνες και προαγωγούς που οδήγησαν στο αίτημα ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Παρόλα αυτά, στην επίσημη παρουσίασή του, ο προτεινόμενος νόμος αντιμετωπίζεται ως μέτρο για την καταπολέμηση της πορνείας και κατ’ επέκταση της παράνομης διακίνησης προσώπων σε διεθνές επίπεδο.
Ο συσχετισμός της πορνείας και της παράνομης διακίνησης προσώπων θέτει περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει, γιατί όπως επισημαίνει η Bridget Anderson (2007), ακόμη κι αν υπάρξει γενική συμφωνία και συναίνεση, η παράνομη διακίνηση προσώπων αποτελεί σοβαρό πρόβλημα και διαφορετικές ομάδες αναγνωρίζουν την παράνομη διακίνηση ως πρόβλημα για διαφορετικούς λόγους. Η παράνομη διακίνηση προσώπων θεωρείται ότι αποτελεί βία κατά των γυναικών, παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και/ή ένα φαινόμενο που τροφοδοτεί και διατηρεί το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα.
Η παράνομη διακίνηση προσώπων σχετίζεται με την παράνομη ή παράτυπη μετανάστευση και η έννοια αυτή, όπως ορίζεται από το πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί μια κατάσταση όπου εγκληματικές ομάδες ή άτομα εκμεταλλεύονται ανθρώπους που επιθυμούν να έχουν καλύτερες οικονομικές ευκαιρίες. Η έμφαση δίνεται σε τρία διαφορετικά στοιχεία: τη στρατολόγηση, τη μεταφορά και το στόχο της στρατολόγησης. Ο ορισμός περιλαμβάνει τη χρήση κάποιου είδους βίας, εξαναγκασμού ή εκμετάλλευσης ευάλωτων προσώπων και η παράνομη διακίνηση προσώπων πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον την εκμετάλλευση της πορνείας άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καταναγκαστικής εργασίας, δουλείας ή πρακτικών ανάλογων με τη δουλεία, την υποτέλεια ή την αφαίρεση οργάνων (UNODC). Κατά συνέπεια, το συμπληρωματικό πρωτόκολλο έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της παράτυπης ή της παράνομης μετανάστευσης και, μαζί με τη Σύμβαση κατά του Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών, έχει ως στόχο να διευκολύνει τη διαδικασία της διακρατικής συνεργασίας για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η έμφαση είναι στο έγκλημα και στον έλεγχο των συνόρων και στόχος είναι να εξαλειφθούν οι ‘ ασφαλείς παράδεισοι’ για τους δράστες ( Βλέπε Anderson 2007, Kempadoo 2005, Andrijasevic 2003). Η πολιτική εστίαση στην παράνομη διακίνηση με έμφαση στην πορνεία υπήρξε μαζική, και παρά την απουσία πειστικής τεκμηρίωσης της έκτασης και του μεγέθους του, το φαινόμενο λέγεται ότι αποτελεί μια αναπτυσσόμενη επιχείρηση υψηλού κέρδους και χαμηλού ρίσκου διεθνικών εγκληματιών, περίπου στο ίδιο επίπεδο με τη διακίνηση παράνομων ουσιών και όπλων (Kempadoo 2005). Πρόκειται για μια προβληματική υπόθεση από τη στιγμή που τόσο ο ορισμός της έννοιας ‘οργανωμένο έγκλημα’ όσο και η οργάνωση του εμπορίου παράνομων ουσιών και όπλων υπόκεινται σε κριτικές δημόσιες συζητήσεις μεταξύ ειδικών στην εγκληματολογία και το ποινικό δίκαιο (βλέπε Andreas & Nadelman 2006, Edwards & Gill 2003, Woodiwiss 2003).
Η Σύμβαση κατά του Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης εστίασης στο διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, που στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 εξελίχθηκε σε φλέγον θέμα σε διεθνές επίπεδο ( Edwards & Gill 2003, Woodwiss 2003), και δείχνει την επέκταση του ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος που άρχισε με την διεθνή εκστρατεία κατά της διακίνησης ουσιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (Andreaw & Nadelman 2006). Το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα κατασκευάστηκε, μαζί με την τρομοκρατία, ως ο νέος εχθρός, και λέγεται ότι αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση στον τομέα της διεθνούς ασφάλειας από οτιδήποτε είχε να αντιμετωπίσει η Δύση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η ανάδυση του ‘νέου κακού’ συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση και κυρίως με αυτό που ορίζεται ως ‘εποχή των αποτυχημένων εθνών κρατών’ όπως οι μετακομμουνιστικές και αναπτυσσόμενες χώρες. Οι επίσημες ομιλίες και αφηγήσεις που περιβάλλουν τη διαφαινόμενη απειλή δημιουργούνται σε ένα πλαίσιο που οι Edwards & Gill (2004: 245) ορίζουν ως ‘μεταψυχροπολεμική πολιτική λογική’: έναν εκ νέου προσανατολισμό της δυτικής ασφάλειας, των υπηρεσιών πληροφοριών και άμυνας για τον έλεγχο του εγκλήματος. Όπως λένε κάποιοι διανοητές, ο συγκερασμός θεμάτων ασφάλειας και ελέγχου του εγκλήματος έχει γίνει μείζον χαρακτηριστικό στην εποχή της δικαιολόγησης του κοινωνικού ελέγχου, της αστυνόμευσης όπως και πολλών πτυχών της σύγχρονης διακυβέρνησης ( βλέπε Aas 2007, Andreas & Nadelman 2006).
Στο πλαίσιο του παραδείγματος για την ασφάλεια, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα δημιουργείται ως η μαύρη πλευρά της παγκοσμιοποίησης και ως εξωτερική απειλή που ενεργεί πάνω και εναντίον αλλά όχι μέσα στη ‘νομιμοποιημένη’ κοινωνία (Edwards & Gill 2002: 253). Ωστόσο, ο φόβος και η ανασφάλεια είναι συναισθηματικές και πολιτικές και όχι αντικειμενικές ολότητες, και όπως επισημαίνει ο David Garland (2001), ο έλεγχος του εγκλήματος δεν διαχειρίζεται μόνο τα προβλήματα του εγκλήματος, αλλά θεσμοθετεί μια σειρά αντιδράσεων σε αυτά τα προβλήματα που έρχονται ως επακόλουθο σε ό, τι αφορά την κοινωνική επίδρασή τους. Μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλλειψη δυνατότητας για μετανάστευση με νόμιμους τρόπους έχει δημιουργήσει μια αγορά την οποία εκμεταλλεύονται διάφοροι παράγοντες, παρέχοντας υπηρεσίες στους μετανάστες για να ταξιδέψουν και/ή να εργαστούν στο εξωτερικό, αυτοί που ενέχονται στην εκμετάλλευση των μεταναστών κυμαίνονται από τοπικούς ‘βοηθούς’ μέχρι ιδιώτες, κρατικούς υπαλλήλους, ημι-κρατικούς υπαλλήλους και εγκληματίες. Επομένως, η συμπερίληψη των μεταναστών στην αλυσίδα των υποτιθέμενων παράνομων δραστηριοτήτων των διεθνικών εγκληματιών οδηγεί πολιτικά και κοινωνικά στην κατασκευή της μετανάστευσης ως εγκληματικής υπόθεσης, χωρίς να εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους το καθεστώς των συνόρων και των αδειών εισόδου επιδρούν στην κατάσταση των μεταναστών (βλέπε Andrijasevic 2003). Συνεπώς, η Σύμβαση κατά του Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών και το πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν απλώς μια βάση ανάπτυξης πολιτικών για την πρόληψη της παράνομης διακίνησης, την προστασία των θυμάτων και την καταδίωξη των εγκληματιών, αλλά χρησιμεύουν επίσης ως βάση για την κοινωνική κατασκευή της ανασφάλειας και τη δημιουργία των ‘φρικτών άλλων’ μέσω της ρητορικής για την εγκληματοποίηση και τη θυματοποίηση (βλέπε Aas 2007, Kapur 2005).
Η νορβηγική πολιτική κατά της παράνομης διακίνησης απηχεί διεθνείς τάσεις που σχετίζονται με τη δημοφιλή εικόνα των ισχυρών, προσοδοφόρων και κυνικών εγκληματικών δικτύων που έχουν τις μετανάστριες ως σεξουαλικές σκλάβες- και εδώ όπως παντού ο κύριος στόχος είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος και όχι η προστασία των θυμάτων. Όπως δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης ( 2002) ‘ Η καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης γυναικών και παιδιών είναι η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (….) Η παράνομη διακίνηση δημιουργεί εγκληματικές οικονομίες που επιχειρούν παράλληλα με την κρατική οικονομία και την οικονομία της αγοράς’. Κόντρα στη ρητορική του εγκλήματος, η ανακατασκευή των μεταναστριών που εργάζονται στην πορνεία από παράνομες ή ανεπιθύμητες μετανάστριες σε αθώα και ευάλωτα θύματα της παράνομης διακίνησης μεταναστών σεξουαλικών εργαζομένων εξελίχθηκε σε αυτό που ο David Garland (2001) αναγνωρίζει ως πολιτικοποιημένη εικόνα του ‘θύματος’. Ωστόσο, το ‘βασανισμένο θύμα’ είναι μια συμβολική μορφή που ακολουθεί τη δική της ζωή και διαδραματίζει καίριο ρόλο στις πολιτικές συζητήσεις και τα επιχειρήματα για την πολιτική για το έγκλημα. Πράγματι, με τη θεωρούμενη απειλή του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος ως ‘νέας αυτοκρατορίας του κακού’, η εικόνα αθώων και ευάλωτων μεταναστριών που εξαναγκάζονται να γίνουν πόρνες από κυνικούς και ανενδοίαστους εγκληματίες αποτελεί κλασικό παράδειγμα αυτού που ο Niels Christie ( 1986) περιγράφει ως κατασκευή του ‘ιδανικού θύματος’, που ο ρόλος και η λειτουργία του είναι να δημιουργήσει τον ‘κατάλληλο παραβάτη’- το θύμα του εγκλήματος ως αντίθετο στους δράστες. Επομένως, ο προτεινόμενος νόμος που αιτιολογήθηκε ως εργαλείο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της πορνείας και της παράνομης διακίνησης συνεπάγεται τη θεσμοθέτηση της εκλαϊκευμένης εικόνας των μεταναστών είτε ως παθητικών θυμάτων ανίκανων να κοιτάξουν τον εαυτό τους είτε ως ικανών να διαπράξουν τις πιο τρομακτικές πράξεις βίας (Kapur 2005). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο στόχος είναι η καταπολέμηση του διεθνικού εγκλήματος, η συσχέτιση πορνείας και παράνομης διακίνησης τοποθετεί τους σεξουαλικούς εργαζόμενους στην πρώτη γραμμή του ‘πολέμου κατά του εγκλήματος’.
Αναφορές:
- Anderson, Bridget (2007): “Motherhood, Apple Pie and Slavery: Reflections on trafficking debates”, Centre on Migration, Policy and Society, Working paper No. 48
- Andreas, Peter και Ethan Nadelmann (2006): Policing the globe. Criminalization and crime control in international relations. Oxford: University Press
- Andrijasevic, Rutvica (2003): “The Difference Borders Make: (Il)legality, Migration and Trafficking in Italy among Eastern European Women in Prostitution” In: Uprooting/Regroundings, Question of Home and Migration (Ed): Ahmed, Sara, Claudia Castañeda, Ann_Marie Fortier and Mimi Sheller, Oxford, New York: Berg
- Christie, Nils (1986):”The ideal victim” I: From crime policy to victim policy: reorienting the justice system. Ezzat A. Fattah (ed.). London: Macmillan, σσ. 17-30.
- Edwards, Adam και Gill, Peter (2003): “After transnational organised crime? The politics of Public safety”. I: Transnational organized crime. Perspectives on global security (Ed): Edwards, Adam and Peter Gill London New York: Routledge
- Edwards, Adam και Gill, Peter (2002): “The politics of ’transnational organized crime’: discourse, reflexivity and the narration of ‘threat’”. British Journal of Politics and International Relations Vol.4, No. 2, June 2002, σσ. 245-260
- Garland, David (2001): The culture of control Crime and social order in contemporary Society. Oxford: University Press
- Kapur, Ratna (2005): “Cross-border movements and the law: Renegotiating the boundaries of difference” I: Trafficking and prostitution reconsidered. New perspectives on migration, sex work, and human rights (Ed): Kempadoo, Kamala and Jyoti Sanghera and Bandana Pattanaik. Boulder London: Paradigme Publisher
- Kempadoo, Kamala (2005): “From moral panic to global justice: Changing perspectives on Trafficking”. In: Trafficking and prostitution reconsidered. New perspectives on migration, sex work, and human rights (Ed): Kempadoo, Kamala and Jyoti Sanghera and Bandana Pattanaik. Boulder London: Paradigme Publisher
- Ministry of Justice and the police (2004): Purchasing sexual services in Sweden and the Netherlands. Legal Regulation and Experiences. A Report by a Working Group on the legal regulation of the purchase of sexual services, chaired by Professor Ulf Stridbeck. Issued on 8.October 2004
- Ministry of Justice and the police, “Challenges and priorities” by the Minister of Justice Odd Einar Dørum. The Nordic-Baltic Campaign against Trafficking in Women and Children. Riga 27. Νοέμβριος 2002
- Ot.prp.nr.48 (2007-2008). Om lov om endring i straffeloven 1902 og straffeprosessloven (kriminalisering av kjøp av seksuelle omfang eller handling mv), Ministry of Justice and the police.
- Woodiwiss, Michael (2003): “Transnational organised crime – the global reach of an American concept”. I: Transnational organized crime. Perspectives on global security (ed): Edwards, Adam and Peter Gill London New York: Routledge
- Aas Franko, Katja (2007): “Analysing a world in motion: Global flows meet ‘criminology of the other”. Theoretical Criminology 2007: 11; 283,
Αφιέρωμα: read also, φύλο/σύνορα
Ετικέτες: astrid renland , trafficking , μετανάστες , φύλο