ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Mireille Miller-Young – Μπορούν να μιλήσουν οι Ho’s; Οι μαύρες σεξουαλικές εργαζόμενες και οι πολιτικές απόκλισης, πρόκλησης και επιθυμίας


Mireille Miller-Young

Πως μπορούμε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τις ζωές των σεξουαλικών εργαζομένων όταν οι αναλύσεις μας για τη σεξουαλική εργασία περιορίζονται από την πολλαπλότητα των συνόρων; Οι φεμινιστικές δημόσιες συζητήσεις των τελευταίων τριάντα χρόνων επικεντρώνονται συνήθως γύρω από τη σεξουαλική εργασία ως εργασία έναντι εκμετάλλευσης και για τις σεξουαλικές εργαζόμενες ως συντελεστές ή θύματα βίαιης κακομεταχείρισης. Παρόμοιες αναλύσεις για το είτε-ή, τείνουν να καλλιεργούν δυαδική σκέψη για το σεξ, τις σεξουαλικές ανταλλαγές και το ρόλο της σεξουαλικότητας στη ζωή μας. Επιπλέον, δεν αναλύουν τις πολυπλοκότητες των έμφυλων, σεξουαλικών και φυλετικών συνόρων, τα αόρατα και τις σιωπές στην κοινωνία.



Οι σεξουαλικές εργαζόμενες περνούν τα πιο απαγορευμένα σύνορα: μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, κανονικού και αντικανονικού, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Γίνονται συχνά αποδιοπομπαίοι τράγοι στις κριτικές για την εμπορευματοποίηση των ερωτικών σχέσεων υπό τον νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο καπιταλισμό γενικά, και το εμπόριο της σεξουαλικότητας των γυναικών ειδικά. Οι σεξουαλικές εργαζόμενες αποκαλύπτουν τις κρυφές επιχειρήσεις της σεξουαλικής οικονομίας για την παραγωγή και την παραβίαση συνόρων- των κρατών-εθνών, των φυλών, των τάξεων, των καστών και των πολιτισμών- καθώς διαπραγματεύονται την καθημερινή επιβίωσή τους, την κινητικότητα και τη σεξουαλική αυτονομία τους μέσω της στρατηγικής ανάπτυξης της σεξουαλικής εργασίας.


Το ενδιαφέρον μου εστιάστηκε στον τρόπο που οι μαύρες γυναίκες στις βιομηχανίες του σεξ των Ηνωμένων Πολιτειών προσεγγίζουν τη σεξουαλική εργασία και στο πώς απεικονίζονται ως φυλετικο-σεξουαλικά εμπορεύματα από την πορνογραφική βιομηχανία. Οι Αφροαμερικανές στα αμερικάνικα πορνό δεν εκπροσωπούν μόνο την παραβίαση του χρωματικού ορίου μέσω της εικόνας της σεξουαλικότητά τους που σχετίζεται με τη φυλή και τις φαντασιώσεις του δια-φυλετικού (ειδικά μαύρου-λευκού) σεξ. Ταράζουν επίσης τα σύνορα που έχουν να κάνουν με το φύλο και τη φυλή, καθώς ανήκουν στη μαύρη κοινότητα και στο ευρύτερο εθνικό σώμα. Υπό το φως της ιστορικής μυθοποίησης, σύμφωνα με την οποία όλες οι Αφροαμερικανές είναι έκφυλες, υπερσεξουαλικές πουτάνες, οι μαύρες γυναίκες που χρησιμοποιούν την υπερσεξουαλικότητα για να κερδίσουν τη ζωή τους, να εκφραστούν ή να εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητα θεωρούνται προβληματικές και καταδικάζονται στη σιωπή. Αυτό το άρθρο εξετάζει τον τρόπο που μπορούμε να αναθεωρήσουμε τις αναλύσεις μας για τη σεξουαλική εργασία των μαύρων γυναικών ως αποτέλεσμα κατάχρησης ή διαστροφής λόγω της υπερσεξουαλικότητας και της εμπορευματοποίησης του σεξ.


Ο Dwight A. McBride, στο δοκίμιό του με τίτλο ‘Can the Queen Speak? Racial Essentialism, Sexuality and the Problem of Authority’ υποστηρίζει ότι η ουσιοκρατική προσέγγιση της φυλής ‘νομιμοποιεί και επιτρέπει σε ορισμένα φυλετικά υποκείμενα να μιλούν για (να εκπροσωπούν) “τη φυλή” και αποκλείει άλλα από αυτή τη δυνατότητα’ (σ. 364). Το έργο του McBride αναλύει και κριτικάρει το γεγονός ότι οι Αφροαμερικανοί γκέι και λεσβίες εξαιρούνται τόσο συχνά από τις συζητήσεις για τη ‘μαύρη κοινότητα’. Θεωρούνται ως ξεχωριστοί από και έξω από οτιδήποτε συγκροτεί την αυθεντική (βλέπε ετεροκανονιστική και ευυπόληπτη) μαύρη φυλή. Παρομοίως, η ουσιοκρατική προσέγγιση της φυλής ορίζει τις μαύρες ‘ ho’s’( αποτελούν συνήθως μια συμπαγή μάζα που περιλαμβάνει πόρνες του δρόμου, συνοδούς, εξωτικές χορεύτριες, εργαζόμενες τηλεφωνικού σεξ, video vixens, skeezers, superfreaks, chickenheads, golddiggers και πολλές άλλες) που βρίσκονται εκτός της συμβατικής ηθικής των μαύρων και, συνεπώς, της μαύρης κοινότητας.


Οι μαύρες ho’s δεν είναι τόσο αόρατες όσο οι γκέι και οι λεσβίες στην ομοφοβική πολιτισμική ρητορική των μαύρων για τη ‘μαύρη κοινότητα’ – συχνά λόγω της συμβολικής τόλμης τους ως εκπροσώπων πολλαπλών κρίσεων (όπως ‘μαύρη μητριαρχία’, εφηβική εγκυμοσύνη, HIV/AIDS, πρόνοια, υλισμός του πολιτισμού των νέων μαύρων, όρια του φεμινισμού των μαύρων)- είναι, όμως, κι αυτές αντικείμενα περιφρόνησης, λόγω της εκούσιας εμπλοκής τους στη σεξουαλική εμπορευματοποίηση. Έτσι, αυτές οι σεξουαλικές μειονότητες θεωρούνται συχνά ως ενδιάμεσα, όχι εντελώς ανίσχυρα θύματα, που κατηγορούνται για ψεύτικη συνειδητότητα. Για πολλές απ’ αυτές, είναι καλύτερο να είσαι ‘σκύλα’ παρά ‘ho’. Θεωρούνται ενοχλητικές και οπισθοδρομικές σε ό, τι αφορά την πρόοδο των μαύρων. Νομιμοποιούν τα αρνητικά στερεότυπα για τις μαύρες γυναίκες και κάνουν την ‘πραγματική’ μαύρη κοινότητα να φαίνεται κακή.


Επειδή οι μαύρες ‘ho’s’ έχουν αποκλειστεί από τη ρητορική της ‘μαύρης κοινότητας’ ή θεωρούνται ότι ενσαρκώνουν τα προβλήματα της σύγχρονης μαύρης γυναίκας, δεν έχουμε την ευκαιρία να καταλάβουμε και να φωτίσουμε τις επιλογές των νέων μαύρων γυναικών και τον τρόπο που χειρίζονται τη σεξουαλικότητά τους. Επιπλέον, συγκαλύπτουμε τη σημασία του καπιταλισμού και της εμπορευματοποίησης, καθώς ορίζει όλα τα μαύρα σώματα ως κατώτερα- από εκείνα των σεξουαλικών εργαζομένων μέχρι εκείνα όσων παρέχουν υπηρεσίες ή ψυχαγωγία, ακόμη και των ακαδημαϊκών.


Πρόσφατες μελέτες για την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας των μαύρων γυναικών εστιάζουν στην εκπροσώπηση και συμμετοχή τους στον πολιτισμό hip hop, και ειδικά στα βίντεο hip hop. Στο Pimps Up, Ho’s Down: Hip Hop’s Hold On Young Black Women, η T. Denean Sharpley-Whiting αναφέρεται στο πώς οι νέοι μαύροι άντρες και γυναίκες της γενιάς hip-hop βιώνουν το σεξ στον καταναλωτικό, επικοινωνιακό πολιτισμό μας. Η Sharpley- Whiting αναλύει πώς ο λεγόμενος ‘δίδυμος μύθος’ για τις μαύρες γυναίκες- ‘υπερσεξουαλικές και εύκολες’- διαμορφώνει το έδαφος της ζωή τους και τις κάνει ‘πολύ καυτές για να ενοχλούνται’. Αναρωτιέται πώς το γυναικείο κίνημα επέτρεψε στις μαύρες γυναίκες να αναζητούν νέους τρόπους σεξουαλικής αυτονομίας, ενώ η διακίνηση της σεξουαλικότητάς τους μέσα στη συγκροτημένη διακρατική βιομηχανία hip-hop λειτουργεί έτσι ώστε να τις αναπαράγει ως στερεοτυπικά αντικείμενα ‘ θηράματα για βιασμό και σεξουαλική επίθεση’ ( σ. 58). Γράφει:


Η θλιβερή ειρωνεία σχετικά με την έννοια της ‘επιλογής’ και της ‘αυτονομίας’ για εμάς, τις μαύρες γυναίκες που επιλέγουμε να οικειοποιηθούμε και να προβάλουμε τους δίδυμους μύθους, είναι αν θα είμαστε καλλιτέχνες rap, ‘video ho’s’ ή Jane Does……αυτή είναι η επιλογή, δεν είναι ποτέ εντελώς δική μας, και επομένως η σεξουαλική ελευθερία είναι απατηλή….Η σεξουαλικότητα της μαύρης γυναίκας, στην αγορά του hip-hop στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιλογή μεταξύ νωθρότητας και εξάντλησης- υποτιμάται και αποκτά μειωμένη αξία (σ. 66)


Η εργασία της Sharpley- Whiting φωτίζει την πολυπλοκότητα της σεξουαλικής υποκειμενικότητας των μαύρων γυναικών υπό το φως των πολλών ισχυρών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών επιρροών του hip-hop και της σύγχρονης σεξουαλικής πολιτικής των μαύρων. Στο πλαίσιο της σύγχρονης ιστορικής πολιτισμικής παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σεξουαλικές επιλογές των μαύρων γυναικών και ο τρόπος που τις χειρίζονται περιπλέκονται από πολλαπλά στίγματα και κακομεταχειρίσεις που υποτιμούν, εμπορευματοποιούν, συσκοτίζουν, οικειοποιούνται και παραβιάζουν τη σεξουαλική ακεραιότητά τους.


Συμφωνώ ότι οι τρόποι που κατασκευάζονται οι μαύρες γυναίκες μέσω της απεικόνισής τους ως υπερσεξουαλικές, υπερπροσιτές και υποτιμημένες συμβάλει στην υποδούλωσή τους. Πιστεύω επίσης πως το γεγονός ότι τόσες γυναίκες απασχολούνται ακόμη στα μέσα επικοινωνίας και τον πολιτισμό και τα βρίσκουν ακαταμάχητα για τη διαμόρφωσή τους ως υποκείμενα ή ως προνομιακούς χώρους εργασίας ή αναψυχής, σημαίνει ότι πρέπει να δούμε προσεκτικά με ποιο τρόπο εμείς, ως κριτικοί του πολιτισμού, όταν αποκαλούμε τις επιθυμίες άλλων απατηλές ή κατά κάποιο τρόπο ψεύτικες, συμβάλλουμε στην κατανόηση ότι η απεικόνιση, η κατανάλωση και η επιθυμία μπορεί να είναι καλές αντί για κακές, ή σε άλλες δυαδικές εκτιμήσεις.


Επομένως, εάν απλώς επικεντρωθούμε στο πώς ορισμένες απεικονίσεις είναι προσβλητικές και βλαβερές για την αίσθηση που έχουμε σε ό, τι αφορά την πρόοδο ή την ακεραιότητα, μπορεί να παρερμηνεύσουμε τις ακατανόητες, αμφιλεγόμενες πλευρές και τη δημιουργικότητα των δυναμικών σεξουαλικών επιθυμιών, τις φαντασιώσεις και απολαύσεις των μαύρων γυναικών. Αυτά δεν τα λέμε για να υποβαθμίσουμε τα δομικά ζητήματα του σεξισμού και της βίας όπως αυτά αναπαράγονται συνεχώς στην πορνογραφία, τη βιομηχανία του σεξ ή το hip-hop. Εννοούμε ότι πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά πώς και γιατί οι μαύροι βρίσκουν νομιμοποίηση σε αυτές τις μορφές και πώς διαμορφώνουν τους εαυτούς τους μέσα και ενάντια στην υπερσεξουαλικότητα και την απόκλιση. Εννοώ ότι παρόλο που οι μαύρες γυναίκες χαρακτηρίζονται με στερεότυπα και υφίστανται πράγματι πολύπλευρη κακομεταχείριση, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε τη δύναμή τους για σεξουαλική επιλογή ή αυτονομία, από τη στιγμή που συμμετέχουν στη σεξουαλική οικονομία. Εάν το κάνουμε, δεν είναι σα να τους αρνούμαστε τις υπηρεσίες που επιδιώκουμε να προσφέρουμε;


Ποιες υπηρεσίες εννοούμε όμως στο πλαίσιο του ηγεμονικού καπιταλισμού; Η Sharpley- Whiting μοιάζει να υποστηρίζει ότι οι μαύρες γυναίκες συναινούν με τη σεξουαλική εμπορευματοποίηση- μόλις μπουν στην αγορά, χάνουν κάθε δυνατότητα για ‘πραγματική’ σεξουαλική αυτονομία και ‘ελευθερία’. Πού μπορούμε, ωστόσο, να εντοπίσουμε έναν απελευθερωτικό χώρο σεξουαλικής ελευθερίας και αυτονομίας για τις μαύρες γυναίκες εκτός αγοράς, όταν ιστορικά υπήρξαν σκλάβες, τα πιο πολύτιμα εμπορεύματα της πρώτης Αμερικής; Μπορούμε να σταματήσουμε να υπάρχουμε ως εμπορεύματα από τη στιγμή που ζούμε μέσα στα σώματά μας κάθε μέρα; Υπάρχει δυνατότητα τα μαύρα σώματα να κατασκευαστούν έξω από την κυριαρχία;


Από τη στιγμή που η ουσιοκρατική προσέγγιση της φυλής θεωρεί ότι οι μαύρες γυναίκες που εμπορευματοποιούν τον εαυτό τους βρίσκονται εκτός της ευυπόληπτης ή αξιοσέβαστης μαύρης κοινότητας, η εμπορευματοποίηση παρερμηνεύεται μάλλον ως ‘επιλογή’ παρά ως δομή που ορίζει ηγεμονικά όλες τις μαύρες υποκειμενικότητες. Εάν οι μαύρες γυναίκες διαπραγματεύονται την εξουσία τους μέσω της αυτό-εμπορευματοποίησης, είναι επειδή η κυριαρχία τις καθιστά ευδιάκριτες, ακόμη και για τις ίδιες. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να τονίσω ότι το στίγμα της σεξουαλικής εμπορευματοποίησης δεν αφήνει να υπάρξει μια συζήτηση για τις παραγωγικές πλευρές της εργασίας των γυναικών στις βιομηχανίες του σεξ, συμπεριλαμβανομένης της πορνογραφικής βιομηχανίας, στο πλαίσιο της φεμινιστικής πολιτισμικής κριτικής των μαύρων. Λαμβάνοντας υπόψη την περιθωριοποίηση της εργασίας των μαύρων γυναικών στις κατώτερες δουλειές του τομέα των υπηρεσιών, και το γεγονός ότι από τα τέλη του εικοστού αιώνα η φτώχια αγγίζει περισσότερο τις γυναίκες σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο η συμμετοχή τους στη σεξουαλική οικονομία δείχνει τις προσπάθειές τους για επιβίωση και κινητικότητα, όπως και για φροντίδα του εαυτού τους, όπως την εννοεί ο Φουκώ.


Η αστυνόμευση της σεξουαλικότητας των γυναικών στο εσωτερικό της μαύρης κοινότητας- μέσω της ‘πολιτικής της ευπρέπειας’ και της αποσιώπησης των σεξουαλικών πολιτισμών των μαύρων- σημαίνει ότι η σεξουαλική αυτό-διαμόρφωση παραμένει ταμπού, ιδίως επειδή η εμπορευματοποίηση ταυτίζεται μάλλον με την αντικειμενοποίηση παρά με την υποκειμενικότητα. Οι κατηγορηματικές κριτικές γι’ αυτές τις γυναίκες συνδέονται με υποθέσεις ότι πρώτον, είναι ηθικά λάθος για μια γυναίκα να χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητά της ως εμπόρευμα (επειδή είναι ιερή ή δίνεται μόνο ως ‘δώρο’ στο πλαίσιο του έρωτα, του ειδυλλίου ή του ετεροφυλόφιλου γάμου, για παράδειγμα). Δεύτερον, ότι λόγω της ιστορίας του φυλετικού σεξουαλικού εξαναγκασμού των μαύρων γυναικών-που τα σώματά τους θεωρούνταν ιδιοκτησία από τους νομικούς και οικονομικούς θεσμούς στις Αμερικές – οι μαύρες γυναίκες οφείλουν να προστατεύουν τη σεξουαλικότητά τους από την εκμετάλλευση της αγοράς. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Luise White στο The Comforts of Home: Prostitution in Colonial Nairobi (1990), η σεξουαλική εργασία δεν αποτελεί καπιταλιστική κοινωνική σχέση επειδή ο καπιταλισμός εμπορευματοποίησε το σεξ, αλλά επειδή εμπορευματοποίησε όλες τις εργασίες και τις σχέσεις. Επιπλέον, καθώς οι γυναίκες συμμετέχουν στην σεξουαλική οικονομία, ‘αναπαράγουν’ τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους. Αυτή η αυτό-αναπαραγωγή μπορεί να θεωρηθεί ριζοσπαστική στο πλαίσιο μιας πολιτικής οικονομίας οργανωμένης γύρω από την εκμηδένισή τους.


Σύμφωνα με την έρευνα της Deborah Thomas για τον πολιτισμό των νέων της εργατικής τάξης στη Τζαμάικα, ο ‘ριζοσπαστικός καταναλωτισμός’ αποτελεί έναν τρόπο για να καταλάβει κανείς πώς για κάποια υποκείμενα των μειονοτήτων ‘η κατανάλωση είναι μια δημιουργική και δυνητικά απελευθερωτική διαδικασία’ που λειτουργεί μάλλον μέσα παρά ενάντια ή έξω από τον καπιταλισμό ( σ. 43). Επιπροσθέτως, η εργασία της Robin D.G. Kelley δίνει έμφαση στους τρόπους με τους οποίους η επιλεκτική οικειοποίηση της αυτό-εμπορευματοποίησης είναι στρατηγική αλλά και δημιουργική σε ό, τι αφορά τη σχέση της με τον καπιταλισμό. Οι Αφροαμερικανοί προωθούν την αυτό-εμπορευματοποίηση μέσω της μεταλλαγής της ψυχαγωγίας, της ευχαρίστησης και της δημιουργικής έκφρασης σε εργασία. Αυτή η ‘εργασία-παιχνίδι’ δεν αντιστέκεται αναγκαστικά σε ηγεμονικούς θεσμούς εξουσίας, ούτε θεωρείται ότι πρέπει. Είναι μια στρατηγική με την οποία οι νέοι άνθρωποι, οι γυναίκες, οι μειονότητες, η εργατική τάξη και άλλοι μπορούν να κατευθύνουν την πολιτική οικονομία, χρησιμοποιώντας τους φυσικούς πόρους τους (σσ. 45-46). Οι μαύρες σεξουαλικές εργαζόμενες μετατρέπουν αυτό που η Kelley ορίζει ως ‘εργασία μη συνδεδεμένη με αμειβόμενη εργασία- σεξουαλικό παιχνίδι και συνουσία – σε εισόδημα’ (σ. 73).


Μέσα από την έρευνά μου για τις μαύρες γυναίκες στην πορνογραφική βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών, ανέπτυξα το παράδειγμα της ‘ερωτικής παραοικονομίας’ ως τρόπο διατύπωσης για το πώς τα υποκείμενα, συμβολικά και στρατηγικά, αναπαράγονται μέσω της εμπορευματοποίησης και χειραγώγησης του σεξ. Σύμφωνα με την εργασία της Sharon Harley για τις παραοικονομίες των μαύρων στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο παράνομος ερωτισμός δείχνει πώς εργάζονται οι μαύροι στη σεξουαλική οικονομία. Αντανακλώντας την ιστορική χρήση των παραοικονομιών, παράνομων και ημιπαράνομων, των Αφροαμερικανών –από την πορνεία μέχρι την εμπορία ναρκωτικών και τα τυχερά παιχνίδια- η σεξουαλική εργασία προσφέρει στις μαύρες γυναίκες, που βρίσκονται στο περιθώριο της αμερικανικής/διακρατικής οικονομίας, τρόπους επιβίωσης και ευημερίας. Περισσότερο από μια συνέχεια των ικανοτήτων επιβίωσης, ο παράνομος ερωτισμός αποτελεί μια απόπειρα αναπαράστασης της λογικής της σεξουαλικής ευπρέπειας και κανονιστικότητας με την προώθηση της αυτό-φροντίδας μέσω της αυτό-εμπορευματοποίησης. Οι μαύρες γυναίκες στη σκληρή πορνογραφία παραβιάζουν πολλαπλά σύνορα καθώς προωθούν την εκτός νόμου, φυλετικά προσδιορισμένη, σεξουαλικότητά τους, ως όχημα για την αναπαραγωγή τους.


Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με μερικές σκέψεις για τις συνέπειες που έχουν στο σπάσιμο των συνόρων η απόκλιση και η ευχαρίστηση. Η Cathy Cohen υποστηρίζει ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τις μελέτες μας για τον πολιτισμό των μαύρων προκειμένου να καταλάβουμε πώς οι πιο ‘αποκλίνουσες’ ομάδες (όπως οι φτωχές ανύπαντρες μητέρες, οι έγκλειστοι, οι ομοφυλόφιλοι και τρανσέξουαλ έγχρωμοι, οι φορείς HIV και, θα πρόσθετα, οι κάθε λογής σεξουαλικοί εργαζόμενοι) επιζητούν τους ‘ βασικούς ανθρώπινους στόχους της ευχαρίστησης, της επιθυμίας, της αναγνώρισης και του σεβασμού’ καθώς βιώνουν ‘αντικανονιστικές συμπεριφορές’ (σ. 30). Η επιχειρηματολογία της δεν χρησιμεύει μόνο στους μελετητές των σεξουαλικών πολιτισμών των μαύρων, αλλά σε όλους όσοι μελετούν τον φεμινισμό και την κριτική της σεξουαλικότητας και οργανώνουν τα δικαιώματα των σεξουαλικών εργαζομένων. Οι φεμινιστικές έρευνες και ο ακτιβισμός εστιάζονται τόσο πολύ στα επίσημα πολιτικά κινήματα και τις συμβατικές κοινωνικές πολιτικές, που αγνοούν τις βιωμένες εμπειρίες και τον πολιτικό πολιτισμό όσων αποκλίνουν και δεν εξετάζουν πώς οι αποκλίνουσες πρακτικές και ταυτότητες μπορούν να ‘μεταμορφωθούν σε συνειδητές πράξεις αντίστασης’.


Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η αμφισβήτηση των ιδεών που θεωρούν την υπερσεξουαλικότητα ως κάτι πάντοτε απωθητικό, και τις σεξουαλικά εμπορευματοποιημένες υποκειμενικότητες ως χρεωκοπημένες. Μπορούμε ίσως να δούμε αυτά τα υπερσεξοποιημένα σώματα με άλλο τρόπο. Ο κόσμος της σεξουαλικότητας περικλείει περίπλοκες σχέσεις εξουσίας όπου το υποτελές υποκείμενο συχνά κατακτιέται και αποικείται. Ωστόσο, οι σεξουαλικές πρακτικές, οι ανταλλαγές και οι απεικονίσεις είναι πλούσιες σε δυνατότητες αυτό-εκπλήρωσης και ενδυνάμωσης. Η εξερεύνηση των ερωτικών παραοικονομιών είναι ένας τρόπος για να καταλάβουμε καλύτερα πώς τα σεξουαλικά υποκείμενα αυτοδιαμορφώνονται και αναπαρίστανται σύμφωνα με τις αξίες και τις πρακτικές του ριζοσπαστικού καταναλωτισμού, της εργασίας-παιχνίδι και του αντιφετιχισμού. Στο διάβα των κυρίαρχων αγορών που διαιωνίζουν τις καπιταλιστικές, ρατσιστικές και ετερο-πατριαρχικές ιστορίες της σεξουαλικότητας που σχετίζεται με τη φυλή, πρέπει να δημιουργήσουμε σεξουαλικές υποκειμενικότητες που αντιτίθενται στις συμβατικές πολιτικές και αγκαλιάζουν τη ριζοσπαστική δυνατότητα που έχει η υπερσεξουαλικότητα να μετατοπίζει τα σεξουαλικά μας σύνορα.




Αφιέρωμα: φύλο/σύνορα
Ετικέτες: , , , , ,

|
1 σχόλιο »

1 σχόλιο

  1. Ο/Η ΑΘΗΝΑ :
    December 16th, 2008 at 14:36

    ME EΝΟΧΛΗΣΑΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΙΣΧΡΑ


σχολίασε