Rutvica Andrijasevic – ‘Εμφυλη μετανάστευση και διαφοροποιημένα δικαιώματα |
Η Rutvica Andrijasevic επικρίνει τις εκστρατείες ενάντια στην παράνομη διακίνηση προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση σαν ένα τμήμα της ευρύτερης διαχείρισης της μετανάστευσης. Η φεμινιστική αντίληψη που συνδέει την παράνομη διακίνηση αποκλειστικά με το οργανωμένο έγλκημα και τη βία τείνει να υποστηρίζει την κρατική πολιτική για την ενίσχυση των συνόρων και των μεταναστευτικών ελέγχων και έχει, ως αποτέλεσμα, αρνητικές επιπτώσεις για τις ζωές των μεταναστριών.
E: Αγαπητή καθηγήτρια Andrijasevic, το Re-public κάνει ένα αφιέρωμα για το ‘πέρασμα των συνόρων και το φύλο’ και σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε σε σας, καθώς το έργο σας σχετίζεται πολύ με αυτά τα ζητήματα. Πρώτα απ’ όλα, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε τι σας οδήγησε σ’ αυτή την προβληματική, ποιοι παράγοντες επηρέασαν την επιλογή σας;
Rutvica Andrijasevic: Τα τελευταία δυο χρόνια ασχολούμαι με το ζήτημα της παράνομης διακίνησης προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση και εξετάζω το θέμα των γυναικών που περνούν τα σύνορα και τις πρακτικές τους, μέσα απ’ αυτό το αντικείμενο, αυτή την προβληματική. Πιο συγκεκριμένα, ασχολήθηκα με την ευθύνη του κράτους, των συνοριακών ελέγχων και των μεταναστευτικών καθεστώτων στη δημιουργία συνθηκών για την ύπαρξη και διάδοση της παράνομης διακίνησης, με μείωση της δυνατότητας των ανθρώπων, ιδιαίτερα των γυναικών, από χώρες που δεν είναι κράτη μέλη της Ε.Ε., να έρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ασχολήθηκα με την παράνομη διακίνηση προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση από αυτή τη σκοπιά, εξαιτίας της απογοήτευσης και του θυμού μου απέναντι στις φεμινίστριες που επιχείρησαν να χειριστούν το θέμα. Το αντιμετώπισαν κυρίως από τη σκοπιά της βίας κατά των γυναικών και ένιωθα ότι αυτό δεν ήταν αρκετό επειδή, μολονότι μπορεί να παίζουν ρόλο στοιχεία που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις εξουσίας, η ευθύνη των δυτικών κρατών στη δημιουργία συνθηκών που ευνοούν την παράνομη διακίνηση πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη. Διαφορετικά, εάν οι δυτικές φεμινίστριες, εξετάσουν το θέμα μόνο από την πλευρά του οργανωμένου εγκλήματος, θα στηρίξουν την κρατική πολιτική για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και συνεπώς θα συμβάλουν στην ενίσχυση των συνόρων και των μεταναστευτικών ελέγχων. Ξεκίνησα, λοιπόν, από κει : με σκοπό να φέρω αυτή την προβληματική στη φεμινιστική σκέψη, να ωθήσω τις φεμινίστριες να επαναφέρουν το κράτος στην ανάλυση της παράνομης διακίνησης προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση.
Ε: Το έργο σας φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο της δράσης και της επιθυμίας αυτών των γυναικών, που συχνά απαλείφεται μέσα από ανθρωπιστικές κουβέντες για την πατριαρχία και τη βία. Εάν αυτό ισχύει, πιστεύετε ότι το έργο σας εγγράφεται στην ευρύτερη εικόνα αυτού που σήμερα αποκαλούμε την επιστροφή στη δυνατότητα δράσης του υποκειμένου (agency);
Rutvica Andrijasevic: Βασικά, αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να εξετάσω την παράνομη διακίνηση προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση από τη σκοπιά της μετανάστευσης. Δηλαδή, όπως είπα προηγουμένως, να συμπεριλάβω το κράτος και, δεύτερον, να αμφισβητήσω την κυρίαρχη φιλολογία και να δείξω ότι είναι πολύ απλοϊκό και ανεπαρκές να βλέπουμε το θέμα μ’ αυτόν τον τρόπο, απ’ τη σκοπιά ακριβώς της βούλησης του θύματος. Καθώς η παράνομη διακίνηση προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση έχει να κάνει με την πορνεία, όλη η συζήτηση και η γνώση μας έχει επηρεαστεί, σε μεγάλο βαθμό, από τις φεμινιστικές συζητήσεις για την πορνεία. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες ορίζονται ως παράγοντες ή θύματα ανάλογα με το εάν εξαναγκάστηκαν ή εάν επέλεξαν την πορνεία. Στην εργασία μου δείχνω ότι αυτό δεν αρκεί για να καταλάβουμε τι διακυβεύεται και πώς οι γυναίκες διαπραγματεύονται τις εντάσεις και τις αντιφάσεις στις ιστορίες της ζωής τους. Έπρεπε, λοιπόν, να εξετάσω πώς ερμηνεύουμε και πώς κατανοούμε καταστάσεις όπου οι γυναίκες που έφτασαν, για παράδειγμα, σε ένα δυτικό κράτος μέσω δικτύων παράνομης διακίνησης για σεξουαλική εκμετάλλευση και εξαναγκάστηκαν στην πορνεία, κατηγοριοποιούνται από κει και πέρα ως θύματα παράνομης διακίνησης. Με άλλα λόγια, έπρεπε να εξετάσω πώς αυτή η ομάδα γυναικών αντιλαμβάνεται την κατάσταση: όταν λένε, ταυτόχρονα, και ότι εξαναγκάστηκαν στην πορνεία και ότι την επέλεξαν. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι θεωρούν ότι είναι επαγγελματίες εργαζόμενες του σεξ και θύματα, ταυτόχρονα;
Η δική μου προσπάθεια είναι, λοιπόν, να αναπτύξω ένα θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο θα εντάξω και, στη συνέχεια, θα εξετάσω τις εντάσεις, τις αντιφάσεις και τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες προσπαθούν να διαπραγματευτούν και να μείνουν πιστές σε μια σειρά εαυτών- όπως μητέρα, σύζυγος ή θύμα-που συνήθως δεν είναι συμβατοί με τις κυρίαρχες αφηγήσεις για την παράνομη διακίνηση προσώπων. Εξετάζω γιατί και με ποιους τρόπους οι γυναίκες αναγνωρίζουν και αντιστέκονται ταυτόχρονα σε ορισμένες καταστάσεις υποκειμένου. Η προσπάθεια αποσκοπεί, από τη μια πλευρά, να ασχοληθούν οι φεμινιστικές αναλύσεις με τις μελέτες για τη μετανάστευση ή τις διεθνείς αναλύσεις για την παράνομη διακίνηση προσώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση. Κι από την άλλη πλευρά, να μπει το θέμα της μετανάστευσης στον φεμινισμό και να γίνει μέρος της συλλογικής προσπάθειας για την ανάπτυξη θεωριών με περισσότερες αποχρώσεις.
Ε: Αυτό ισχύει, επίσης, για τη μελέτη της μεταναστευτικής ροής. Για παράδειγμα, αποτελείτε μέρος ενός ευρύτερου κινήματος που ασκεί κριτική στην έννοια της ‘Ευρώπης Φρούριο’ και στην ιδέα του στρατοπέδου ως υπέρτατης έκτακτης κατάστασης χωρίς νόμους. Εάν καταλαβαίνω καλά, είναι ένα είδος έμμεσης κριτικής στον Agamben. Γιατί θεωρείτε προβληματική την έννοια της ‘έκτακτης κατάστασης’ ως θεωρητικό εργαλείο για την κατανόηση της κατάστασης των μεταναστών;
Rutvica Andrijasevic: Νομίζω ότι αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι πολιτικό αλλά και θεωρητικό. Από τη μια πλευρά, σκοπός μου είναι να αμφισβητήσω την ιδέα που κάνει διάκριση ανάμεσα στο εντός και το εκτός Ευρώπης, με το μεταναστευτικό ρεύμα να τοποθετείται απέξω, στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, και να προσπαθεί να μπει μέσα. Και, από την άλλη πλευρά, να εξετάσω τους τρόπους με τους οποίους τα μεταναστευτικά ρεύματα αμφισβητούν την τρέχουσα έννοια της ‘Ευρώπης Φρούριο’, αλλά επίσης την έννοια ότι η Ευρώπη τελειώνει στα εξωτερικά της σύνορα, έτσι ώστε να έχουμε χώρες εντός και χώρες εκτός Ε.Ε. Προσπαθώ να το κάνω με δυο τρόπους: πρώτον, εξετάζοντας την τρέχουσα μεταμόρφωση των συνόρων. Δείχνοντας πώς τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης δεν είναι εντοπισμένα, δεν αποτελούν συγκεκριμένα εδάφη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον αντιστοιχία μεταξύ του εξωτερικού συνόρου- της επικράτειας της Ε.Ε.- και της πολιτείας της, αλλά ότι τα σύνορα επεκτείνονται τόσο πέρα όσο και εντός της επικράτειας της Ε.Ε.
Μέσα από τις συμφωνίες για επανεισδοχή και άλλα παρόμοια εργαλεία, δημιουργείται μια νομική συνέχεια ανάμεσα στους χώρους που περιβάλλουν την Ε.Ε. και την ίδια την Ε.Ε. Το έργο της Enrica Rigo το δείχνει πολύ καθαρά. Και θέτει σε αμφισβήτηση την ιδέα μιας δυαδικής διάκρισης ανάμεσα στο εντός και το εκτός Ευρώπης, δείχνοντας ότι οι μετανάστες αποτελούν συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτείας. Δείχνει, επίσης, ότι η Ευρώπη δεν συγκροτείται μέσα από τον αποκλεισμό, όπως συνάγεται από τη συζήτηση για την ‘Ευρώπη Φρούριο’, απ’ τη σκοπιά του εντός και του εκτός, αλλά μάλλον μέσα απ’ αυτό που οι γνώστες αποκαλούν ‘διαφοροποιημένες συμπεριλήψεις’. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη οργανώνεται μέσα από τη διαχείριση διαφοροποιημένης πρόσβασης στην αγορά εργασίας και την υπηκοότητα, κι αυτό γίνεται με την οργάνωση διαφορετικών χώρων κυκλοφορίας. Ένα παράδειγμα, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: στη διαδικασία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης υπάρχουν οι ενδιάμεσες συμφωνίες, που συνεπάγονται ότι οι υπήκοοι των νέων κρατών-μελών της Ε.Ε. θα έχουν πλήρη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και στην υπηκοότητα το 2011. Αυτός είναι ένας τρόπος συμπερίληψής τους στο ευρωπαϊκό σχέδιο, αλλά- κι αυτό σημαίνει διαφοροποιημένη συμπερίληψη-με διαφορετικό πακέτο δικαιωμάτων από τους πολίτες των ήδη υπαρχόντων μελών. Πρόκειται για οργάνωση, με διαφοροποιημένο τρόπο, των χώρων κυκλοφορίας, με τη συμπερίληψη διαφορετικών ομάδων ανθρώπων, με διαφορετικό τρόπο, στην αγορά εργασίας και την υπηκοότητα.
Ε: Εννοείτε, για παράδειγμα, το δικαίωμα παραμονής; Ας πούμε, το δικαίωμα των Πολωνών να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο;
Rutvica Andrijasevic: Ναι! Συνήθως, όμως, αντιμετωπίζεται αποκλειστικά από τη σκοπιά των διμερών σχέσεων Ηνωμένου Βασιλείου- Πολωνίας. Πολύ συχνά, το Ηνωμένο Βασίλειο διαμαρτύρεται ότι έρχονται πολλοί Πολωνοί. Στην πράξη, όμως, αυτό αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εικόνας: πρέπει να ιδωθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η εργασιακή κινητικότητα είναι εκτός κανονισμών σε επίπεδο Ε.Ε. Έτσι, τα κράτη μέλη πρέπει να επιλέξουν αν θα χορηγήσουν πλήρη εργασιακή κινητικότητα ή όχι στους πολίτες των νέων κρατών μελών, αλλά οπωσδήποτε η πίεση σε μια αγορά εργασίας θα ήταν μικρότερη εάν όλα τα κράτη της Ε.Ε. λάμβαναν την ίδια απόφαση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν το έχουν κάνει, όμως, κι έτσι υπάρχει διαφοροποιημένη κινητικότητα.
Ε:: Σε ένα πρόσφατο άρθρο σας,[1] ασκείτε κριτική στην ιδέα ότι το στρατόπεδο είναι ένας τόπος με πλήρη απουσία του νόμου. Θα θέλατε να μας το αναπτύξετε λίγο; Γιατί θεωρείτε αυτή την προσέγγιση ανεπαρκή;
Rutvica Andrijasevic: Τελευταία, ασχολούμαι με θέματα που έχουν να κάνουν με την κράτηση, τα στρατόπεδα κράτησης και εκτοπισμού των παράτυπων μεταναστών. Ένας από τους λόγους που το κάνω είναι μια από τις οργανώσεις που εμπλέκονται με κρατήσεις και εκτοπισμούς. Αναφέρομαι ειδικότερα στην περίπτωση του νότιου νησιού Lampedusa και τους μετανάστες που εκτοπίζονται στη Λιβύη. Μια από τις οργανώσεις που διοικούν τα στρατόπεδα, και αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας, είναι ο Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση. Στο παρελθόν, αντιμετώπισα κριτικά τις εκστρατείες κατά της παράνομης διακίνησης αυτής της οργάνωσης κι έτσι τώρα ήθελα να δείξω ότι οι εκστρατείες αυτές είναι ένα μόνο από τα στοιχεία της ευρύτερης διαχείρισης της μετανάστευσης. Αυτή ήταν μια πηγή ενδιαφέροντος και η άλλη ήταν ότι τα τελευταία χρόνια έγινε πολλή συζήτηση για τα στρατόπεδα και η γνώση μας βασίζεται κυρίως στο έργο του Giorgio Agamben για το στρατόπεδο, που το βλέπει ως έκτακτο χώρο, έναν χώρο όπου το έξω κατακτάται από το κυριαρχικό. Το βλέπει ως νομικό κενό και ως χώρο ακινησίας και στέρησης δικαιωμάτων.
Σκέφτηκα ότι υπάρχουν σίγουρα ενδιαφέρουσες πτυχές σ’ αυτό το είδος σκέψης, αλλά σε γενικές γραμμές είναι εξαιρετικά καταπιεστική, ένα είδος καταπιεστικής σκέψης που επαναφέρει κάποιους δυισμούς ή δίπολα που τώρα αμφισβητούμε όταν σκεφτόμαστε τη σημερινή Ευρώπη και αυτό που η μετανάστευση μας δείχνει για τον ευρωπαϊκό χώρο. Καταπιάστηκα, λοιπόν, με το θέμα του στρατοπέδου, εξετάζοντας αυτό που συχνά λείπει από τη σχετική συζήτηση. Σε ό, τι αφορά τα στρατόπεδα κράτησης της Ε.Ε. στα σύνορα της Ευρώπης, είδα ότι υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι πολλοί μετανάστες το σκάνε , ή απλώς ελευθερώνονται απ’ τα στρατόπεδα, τα οποία δεν πρέπει, επομένως, να γίνονται αντιληπτά ως χώροι ακινησίας. Δεν ισχύει ότι οι μετανάστες απλώς κρατούνται εκεί και μετά εκτοπίζονται, αλλά ότι οι μετανάστες περνούν απ’ αυτά τα στρατόπεδα. Στην ουσία, όπως ο Βασίλης, ο Δημήτρης και η Νηφ δείχνουν στο βιβλίο τους,[2] αυτό που κάνουν τα στρατόπεδα είναι να επιβραδύνουν τον μεταναστευτικό ρου. Υπάρχει μια διάσταση χρόνου σ’ αυτά: ο έλεγχος της μετανάστευσης γίνεται, από τη μια πλευρά, με την εισαγωγή μιας διάστασης χρόνου. Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επίσης παραγωγικοί χώροι κι αυτό που παράγουν είναι η παρανομία. Οι άνθρωποι που περνούν απ’ τα στρατόπεδα και λαμβάνουν την εντολή να εγκαταλείψουν την επικράτεια της Ε.Ε., πολύ συχνά δεν το κάνουν: παραμένουν εντός. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι τελούν υπό καθεστώς παρανομίας και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να νομιμοποιηθούν. Επομένως, υπάρχει σχέση μεταξύ ύπαρξης στρατοπέδων και παρανομίας: αυτό σημαίνει ότι τα στρατόπεδα παράγουν ένα συγκεκριμένο είδος πληθυσμού, που στη συνέχεια κατευθύνεται σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, δηλαδή της παραοικονομίας και δεν έχει πρόσβαση στην υπηκοότητα. Υπάρχει άμεση διασύνδεση ανάμεσα στην παραγωγή παρανομίας και την οργάνωση των αγορών εργασίας, όπως και των ιεραρχήσεων σχετικά με την ευρωπαϊκή υπηκοότητα. Γι’ αυτό και είναι ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς αυτό το φαινόμενο, όχι από τη σκοπιά μιας τόσο καταπιεστικής σκέψης όπως η έκτακτη κατάσταση, αλλά δίνοντας έμφαση στο τι παράγουν τα στρατόπεδα και πώς καθορίζουν την οργάνωση του ευρωπαϊκού χώρου και συνόρου.
Ε: Ίσως να πρόκειται για λεπτομέρεια, αλλά νομίζω ότι αυτό το δίπολο και αυτή η ουσιοκρατία που δικαίως κριτικάρετε δεν υπάρχει στο έργο του Agamben αλλά σε μια συγκεκριμένη φιλελεύθερη και προσκολλημένη στους νόμους παρερμηνεία του.
Rutvica Andrijasevic: Ναι, συμφωνώ. Ο Agamben είναι πολύ προσεκτικός στο γράψιμό του. Υπάρχουν, όμως, άλλοι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τις έννοιες του επιφανειακά. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να αμφισβητήσω έναν πολύ δυαδικό και στατικό τρόπο σκέψης για την Ευρώπη, με την έννοια του εντός και εκτός και με την έννοια ενός εξωτερικού συνόρου στην άκρη του οποίου η Ευρώπη τελειώνει, και συνεπώς δίνει μια διαφορετική εικόνα της οργάνωσης της ευρωπαϊκής επικράτειας, του ευρωπαϊκού χώρου, της πολιτείας του. Πρέπει επίσης να δούμε τους μετανάστες όχι εκτός των συνόρων αλλά ως συστατικό μέρος της ευρωπαϊκής πολιτείας και του χώρου της. Αυτό επιδρά πολύ στον τρόπο που σκεφτόμαστε την υπηκοότητα, επειδή η ευρωπαϊκή υπηκοότητα γίνεται συνήθως αντιληπτή ως επιβαλλόμενη εκ των άνω. Βλέπουμε, όμως, ότι η ευρωπαϊκή υπηκοότητα παράγεται, συγκροτείται μέσα από μια συνεχή μάχη ανάμεσα στη θεσμική κωδικοποίησή της και τις πρακτικές υπηκοότητας των μεταναστών. Αυτό μας οδηγεί στην επανεξέταση της έννοιας της υπηκοότητας και μας κάνει να δούμε πώς η υπηκοότητα παράγεται μέσα από την κοινωνική ένταση, την κοινωνική μάχη.
Ε:: Είναι σαφές ότι η υπηκοότητα απασχολεί τη σκέψη σας, Καταλαβαίνουμε ότι από δω και πέρα θα επικεντρωθείτε σ’ αυτήν. Τι είναι αυτό το πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχετε με τον Engin Isin; Τι ελπίζετε να πετύχετε;
Rutvica Andrijasevic: Το προσεχές διάστημα θα δουλέψω σε ένα πρόγραμμα που ονομάζεται ‘ Ενεργοποιώντας την Υπηκοότητα’. Είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα που επιχειρεί να εξετάσει και να αμφισβητήσει τη φορμαλιστική ιδέα της ευρωπαϊκής υπηκοότητας και να δείξει ότι η ευρωπαϊκή υπηκοότητα ενεργοποιείται τόσο από τους πολίτες όσο και από τους μη πολίτες- και αυτό σημαίνει μετανάστες και πρόσφυγες, για παράδειγμα. Επιχειρεί, επίσης, να εξετάσει τους χώρους όπου γίνεται αυτό και τους παίκτες από τους οποίους εκπληρώνεται η υπηκοότητα και, επομένως, να δώσει μια άποψη της υπηκοότητας με περισσότερες αποχρώσεις, που λαμβάνει υπόψη υποκειμενικές πρακτικές υπηκοότητας. Βασικά, η ιδέα μας είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν μερικές φορές να επιτύχουν την υπηκοότητα χωρίς να έχουν αυτό το καθεστώς, ότι δεν είναι απαραίτητο να έχουν το καθεστώς για να εκπληρώσουν την υπηκοότητα.
Αυτό που με ενδιαφέρει σ’ αυτό το πρόγραμμα και στα ζητήματα της υπηκοότητας γενικά –κι αυτό φαίνεται από το φεμινιστικό μου έργο- είναι να μελετήσω τους παίκτες που ενεργοποιούν την υπηκοότητα. Ας πούμε, σε αυτή την περίπτωση, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, εξετάζοντας τις υλικές συνθήκες που δομούν τις ζωές τους. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ζητήματα μετανάστευσης ή παραμονής ή περιορισμούς εργασίας. Αλλά την ίδια στιγμή ενδιαφέρομαι επίσης για ένα πιο συμβολικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει για μένα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη θηλυκότητα και τον αντρισμό και πώς αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να θεωρητικοποιηθούν ζητήματα εκπλήρωσης υπηκοότητας. Νομίζω ότι αυτό ανάγεται στη συνολική φεμινιστική προσπάθεια για μια πολύ συγκεκριμενοποιημένη και στέρεα ανάγνωση του θέματος. Νομίζω ότι αυτή η ανάγνωση στερείται ακόμη πολιτικής θεωρίας, ότι οι άνθρωποι που προσεγγίζουν την υπηκοότητα από τη σκοπιά της πολιτικής θεωρίας δεν την λαμβάνουν αρκετά υπόψη. Η προσπάθειά μας θα είναι λοιπόν να την αναγάγουμε σε πολιτική θεωρία και, από την άλλη πλευρά, να δώσουμε στη φεμινιστική θεωρία μια νέα ενόραση για την ευρωπαϊκή υπηκοότητα ως τόπο μάχης, να ανοίξουμε το χώρο μέσα στη φεμινιστική γνώση για να δούμε τα πράγματα με πιο λεπτομερή και ίσως πιο εκσυγχρονισμένο τρόπο, να αποδεχτούμε κάποια ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις μάχες για υπηκοότητα στη σύγχρονη Ευρώπη.
Η Rutvica Andrijasevic είναι διδάκτωρ στις σπυδές φύλου από το πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Διδάσκει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Αγγλίας και συμμετέχει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα για την υπηκοότητα που συντονίζει ο Engin Isin. Μίλησε στον Άκη Γαβριηλίδη στο Κάρντιφ, 01.07.08
Αναφορές
[1] Βλ. Andrijasevic, R. (forthcoming) : ‘From Exception to Excess: Re-reading Detention and Deportations in the Mediterranean Space’, στο Nicholas de Genova and Nathalie Peutz (eds), Deported: Removal and the Regulation of Human Mobility, Duke University Press.
[2]Dimitris Papadopoulos, Niamh Stephenson, and Vassilis Tsianos, Escape Routes: Control and Subversion in the 21st Century, Pluto Press 2008.
Αφιέρωμα: φύλο/σύνορα
Ετικέτες: agamben , Rutvica Andrijasevic , trafficking , μετανάστες , σεξουαλική εργασία , σύνορα , φύλο