ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Klaus Suchanek – Προς μια ευρωπαϊκή κοινή λογική


eu-parliament-upside-down

Τα δημοψηφίσματα για ευρωπαϊκά θέματα με το σκεπτικό να προωθήσουν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών σε πολιτικές αποφάσεις, δεν αποτελούν –όσο αυτά δεν αφορούν την είσοδο νέων μελών– ιδιαίτερα επιτυχημένες ιστορίες. Ενδιαφέρον έχουν, ωστόσο, οι λόγοι που έχουν οδηγήσει κάθε φορά στην αποτυχία των εγχειρημάτων.



Το 2005 καταψήφισαν την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη τόσο οι Γάλλοι με 54,9% –σε μια ψηφοφορία με ασυνήθιστα μεγάλη συμμετοχή (70%)– όσο και οι Ολλανδοί με 61,6%. Το μέτωπο των αντιτιθέμενων στη Συνθήκη ήταν ετερογενές, καθώς συμπεριλάμβανε όχι μόνο τους συνήθεις αντιευρωπαϊστές, την άκρα αριστερά και τους ακροδεξιούς, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Δημοσκοπήσεις και στις δύο χώρες έδειξαν ότι, εκτός από τη δυσαρέσκεια για κάθε κυβέρνηση και το θέμα της εισόδου της Τουρκίας στην Κοινότητα, οι κυρίαρχοι λόγοι για την αρνητική απόφαση ήταν οικονομικοί και κοινωνικοί. Στη Γαλλία ήταν η αντίδραση για την προβληματική οικονομική κατάσταση και η αποδοκιμασία ενός όλο και λιγότερο δημοφιλούς προέδρου και της κυβέρνησής του, παράλληλα με την απόρριψη του αγγλοσαξονικού φιλελευθερισμού. Στην Ολλανδία έπαιξε ρόλο και ο προβληματισμός για τη δυνατότητα των μικρότερων κρατών να συνδιαμορφώνουν τις αποφάσεις της Κοινότητας.


Ωστόσο, κατά την ανάλυση των δυνατοτήτων συμμετοχής των πολιτών στις πολιτικές αποφάσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη ένας επιπλέον παράγοντας που αφορά αυτά τα δύο δημοψηφίσματα. Η αναθεώρηση της Συνθήκης δεν διαμορφώθηκε στο πλαίσιο μιας Διακυβερνητικής Διάσκεψης, όπως συνέβηκε με άλλες συνθήκες μέχρι τότε, αλλά με δημόσιο διάλογο. Με τη σύγκληση μιας συνέλευσης, που συμπεριέλαβε τα εθνικά κοινοβούλια, εθνικά φόρα συζήτησης και ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων, επιτεύχθηκε τόσο το άνοιγμα της δια-δικασίας στους ευρωπαίους πολίτες όσο και η δυνατότητα συμμετοχής τους.


Στο ιρλανδικό δημοψήφισμα της 12/6/2008, το οποίο κατέληξε στην καταψήφιση της Συνθήκης με 53,4 % έναντι 46,6%, έπαιξαν σαφώς μικρότερο ρόλο τα εσωτερικά ζητήματα, αξιοσημείωτα είναι, ωστόσο, τα επιχειρήματα που στήριξαν το όχι. Τόσο το βασικότερο, που είναι η «εύπεπτη» επεξεργασία της Συνθήκης από την κυβέρνηση ειδικά στο θέμα των μελλοντικών εξελίξεων, όσο και τα υπόλοιπα, που εκτείνονται από την απώλεια του ιρλανδού επίτροπου και το φόβο για τον περιορισμό της ουδετερότητας της χώρας μέχρι το θέμα της διατήρησης των εθνικών ρυθμίσεων για τις αμβλώσεις. Εξίσου αξιοσημείωτη είναι και η εξέλιξη της προεκλογικής περιόδου: μέχρι τα μέσα Μαΐου το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις είχαν οι υποστηρικτές της Συνθήκης, ενώ εξαιρετικά μεγάλα (40%) ήταν και τα ποσοστά των αναποφάσιστων. Στις 6 Ιουνίου οι δημοσκοπήσεις έδειξαν μια σαφή μεταβολή της κατάστασης.


Ξαφνικά, το ΟΧΙ είχε με περίπου 35% ένα ξεκάθαρο προβάδισμα απέναντι στο ΝΑΙ, που κατάφερνε ν’ αποσπάσει μόλις το 30% των ψήφων. Την ερώτηση που ερευνάται αυτή την εποχή, από πού προήλθε η ισχυρή υποστήριξη της προεκλογικής καμπάνιας του ΟΧΙ, που επηρέασε κυρίως τους αναποφάσιστους, δεν μπορούμε να την απαντήσουμε εδώ. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι αντικείμενο του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε μόνο το περιεχόμενο της Συνταγματικής Συνθήκης.


Η απόσταση των πολιτών από την Κοινότητα, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα επικεντρώνονται σε εθνικά θέματα, ερμηνεύεται συνήθως ως αποτέλεσμα της στάσης των πολιτικών να φορτώνουν όλα τα αρνητικά στην Κοινότητα. Ακόμη κι αν αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό, δεν αποτελεί όμως επαρκής εξήγηση.


Η διαμόρφωση της Κοινότητας ανάγεται σε διαφορετικά πολιτικά συμφέροντα και παιχνίδια εξουσίας. Ο καθαρά οικονομικός προσανατολισμός της έφερε πλεονεκτήματα στους πολίτες της, η εξέλιξή της όμως δεν έγινε αισθητή στην καθημερινότητά τους. Οι διευρύνσεις, μέχρι την διάλυση των παλιών “στρατοπέδων”, αποτελούσαν για τους νεοεισερχόμενους υπόσχεση συμμετοχής σε μια επιτυχημένη –κυρίως στο οικονομικό επίπεδο– ιστορία. Από την άλλη ούτε στα ήδη κράτη-μέλη δημιουργούσαν ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς οι πολίτες τους δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται, ειδικά στο βαθμό που οι διευρύνσεις δεν είχαν συνέπειες στην καθημερινότητά τους. Ωστόσο, ακόμη και τότε δεν υπήρχε η συνείδηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, αλλά περισσότερο μια επιτυχής συνύπαρξη. Αντίθετα, οι διευρύνσεις μετά τη διάλυση των παλιών “στρατοπέδων”, αύξησαν την ετερογένεια της Κοινότητας τόσο στο οικονομικό όσο και στο επίπεδο των πολιτικών αντιλήψεων. Επιπλέον, οι εξελίξεις στις αγορές, που από τη δεκαετία του 90 άρχισαν σταδιακά να αποσυνδέονται από την πραγματική οικονομία, οι διαδικασίες, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε “παγκοσμιοποίηση”, και η ανάδειξη νέων παγκόσμιων παικτών οδήγησαν σε σοβαρές αλλαγές. Η μη αμφισβητούμενη μέχρι τότε Κοινότητα αρχίζει να χάνει στην αντίληψη των πολιτών της τον προστατευτικό της ρόλο, γίνεται η ίδια αντικείμενο παρατήρησης και όσο διατηρεί την προτεραιότητά της προς τα συμφέροντα της οικονομίας, τόσο η πλειοψηφία των πολιτών εκφράζει αντιρρήσεις για το θεσμό.


Ζητούμενο είναι πια η ευρωπαϊκή ταυτότητα, τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Κατά την παρατήρηση των διαφορετικών απαντήσεων που δίνονται κάθε φορά σ’ αυτά τα ερωτήματα, αναδεικνύονται συγκεκριμένες τάσεις, οι οποίες παρατίθενται παρακάτω με σύντομο σχολιασμό:

  • Δεν υπάρχει ομοφωνία για τους στόχους της Κοινότητας. Ενώ η μία πλευρά υποστηρίζει την οικονομική ενοποίηση προς την κατεύθυνση μιας μεγάλης ζώνης ελεύθερου εμπορίου, η άλλη θεωρεί την πολιτική ενοποίηση αναγκαία: χωρίς την απόφαση για την πολιτική ένωση δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή ταυτότητα.
  • Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί και η στάση απέναντι σε μελλοντικές διευρύνσεις, πέρα από την γεωπολιτική τους σημασία. Το ενδιαφέρον των νέων μελών για τη διεύρυνση προς την ανατολή ή προς τα κράτη των δυτικών Βαλκανίων είναι κατανοητό, δεν πρόκειται όμως μ’ αυτόν τον τρόπο να ενισχυθεί η ομοιογένεια της Κοινότητας.
  • Ανοιχτό παραμένει, επίσης, και το ερώτημα για το ρόλο της Κοινότητα στην εξωτερική πολιτική. Δεν υπάρχει συμφωνία για το βαθμό ανεξαρτησίας και την εγγύτητα ή την απόσταση που θα πρέπει να τηρείται απέναντι σε άλλους διεθνείς παίκτες. Μια κοινότητα, ωστόσο, που προσανατολίζεται υπερβολικά σε άλλους, χάνει τον εαυτό της.


Στις αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο το αποτέλεσμα είναι συνήθως ο συμβιβασμός ανάμεσα στα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα. Ποιος θα μπορούσε να παρεξηγήσει τους εθνικά εκλεγμένους εκπροσώπους; Το να απαξιώνονται, όμως, τα όργανα της Κοινότητα ως αποστασιοποιημένα από τους πολίτες, αδιαφανή και στερούμενα δημοκρατικής νομιμοποίησης, αυτό παραγνωρίζει τις βασικές αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Περισσότερο θα έπρεπε να αναρωτηθούμε, αν τα εθνικά κοινοβούλια αντιλαμβάνονται το ρόλο τους επαρκώς, καθώς έτσι χάνεται ένας καθοριστικός μηχανισμός ελέγχου των κυβερνήσεων. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μετατραπεί από κινητήρια δύναμη της Κοινότητας σε μηχανισμό διατήρησης της εξουσίας του θεσμού, αντί να προσανατολίζεται στο συμφέρον της Κοινότητας. Μια ενδεχόμενη επιλογή των μελών της με βάση τα ευρωπαϊκά και όχι τα εθνικά κομματικά συμφέροντα, όσο κι αν είναι απαραίτητη φαίνεται μάλλον απίθανη.


Αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η θεσμική διαμόρφωση του κράτους-έθνους όχι μόνο διδάσκεται, αλλά θεωρείται και δεδομένη. Ανεξάρτητα από το αν οι γνώσεις για την οργάνωση του κράτους συμβαδίζουν με τις ερωτήσεις που απευθύνονται προς την Κοινότητα, θα ήταν αναγκαίο, τουλάχιστον για λόγους αγωγής του πολίτη, τα κενά στις γνώσεις των πολιτών για την ΕΕ να καλυφθούν –αρχίζοντας από τα σχολεία. Επίσης, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υπηρετούν μια μάλλον εθνική οπτική γωνία: σχολιάζουν την ακατανόητη στάση των άλλων κυβερνήσεων στο πλαίσιο μιας γενικής ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας, ενώ ούτε η κριτική της δικής τους κυβέρνησης είναι καλύτερη, όταν αυτή ανήκει σε άλλη πολιτική παράταξη. Θα βοηθούσε, αν τα μέσα ξαναθυμούνταν την παλιά, αλλά όχι ξεπερασμένη διάκριση μεταξύ είδησης και σχολιασμού.


Οι οικονομικοί πυλώνες συγκρατούν τη συνοχή της Κοινότητας χωρίς να χρειάζεται η συμμετοχή των πολιτών. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι η δραστηριότητα των πολιτών σε μια Κοινότητα που διαμορφώνεται από αυτούς με σημαντικές προϋποθέσεις: τον επανακαθορισμό της δημοκρατίας στη βάση της κοινής λογικής –μιας ευρωπαϊκής κοινής λογικής–, την επιστροφή σε αξίες και ηθικές αρχές κατά την αξιολόγηση αποφάσεων, την προσωπική δέσμευση, αλλά και τον καθορισμό ορίων στην αγορά μέσω κρατικών κανόνων, κοινωνικών προδιαγραφών και την επανασύνδεση μεταξύ αποφάσεων και ευθύνης. Μια ευρωπαϊκή ταυτότητα βασισμένη σε αυτούς τους όρους θα έδινε τη δυνατότητα να διατυπωθούν κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα –σταθερά ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν συμπίπτουν με τα εθνικά συμφέροντα–, να αξιολογηθούν οι κυβερνήσεις ανάλογα με την πρακτική τους και, αντίστοιχα, να επιβραβευτούν ή να καταψηφιστούν.


Αυτή η εξέλιξη είναι δυνατή μόνο στο πνεύμα του διαφωτισμού, που υποστηρίζει την απελευθέρωση του ανθρώπου από την ανωριμότητα, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Σύμφωνα με τον Καντ η απελευθέρωση συνίσταται στη χρήση του νου χωρίς καθοδήγηση. Και για την ανωριμότητά του είναι υπεύθυνος ο καθένας, όταν αυτή δεν οφείλεται σε έναν ανεπαρκή νου, αλλά στην έλλειψη θάρρους κατά την χρήση του.



Αφιέρωμα: read also, Ευρώπη

|
0 σχόλια »

σχολίασε