ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Arturo Valenzuela – Λατινική Αμερική: Οι προεδρίες που διακόπηκαν


Arturo Valenzuela

Έχουν περάσει σχεδόν 25 χρόνια από τότε που άρχισε στην Λατινική Αμερική αυτό που κατέληξε να είναι η πιο μακροχρόνια διαδικασία εγκαθίδρυσης θεσμικών δημοκρατιών. Αν οι δικτατορίες ήταν ο κανόνας στις δεκαετίες του εξήντα και εβδομήντα, μόνο η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα και η Βενεζουέλα απέφυγαν το ολοκληρωτικό καθεστώς σε αυτές τις δεκαετίες, σήμερα διοικεί μια κυβέρνηση επιλογής σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, με εξαίρεση την Κούβα και την Αϊτή. Όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Σκοτ Πάλμερ, οι 37 χώρες που αποτελούν τη Λατινική Αμερική υπέστησαν 277 αλλαγές κυβέρνησης μεταξύ του 1930 και του 1980, από τις οποίες 104 (δηλαδή 37,5%) προκλήθηκαν απο στρατιωτικό χτύπημα. Αντίθετα, από το 1980 έως το 1990 μόνο επτά από τις 37 αλλαγές κυβέρνησης συνέβησαν από στρατιωτικές παρεμβάσεις, από τις οποίες μόνο δύο μπορούν να περιγραφούν σαν καθαρά αντιδημοκρατικές. Ο συνολικός αριθμός στρατιωτικών χτυπημάτων ήταν ο πιο χαμηλός από οποιαδήποτε άλλη δεκαετία στη Λατινική Αμερική από την Ανεξαρτησία, στις αρχές του 19ου αιώνα.



Τα στρατιωτικά χτυπήματα του ογδόντα περιορίστηκαν μόνο σε τέσσερις χώρες: τη Βολιβία, την Αϊτή, τη Γουατεμάλα και την Παραγουάη. Από το 1990, μόνο η Αϊτή και το Περού είδαν να έχει επιτυχία η αντικατάσταση με τη βία κυβερνήσεων που είχαν εκλεχθεί συνταγματικά. Το 1989, η Αργεντινή υπήρξε μάρτυρας της πρώτης μετάβασης εξουσίας στη χώρα από έναν αρχηγό της Εκτελεστικής πολίτη σε άλλο μετά από 60 χρόνια. Το 2000, το Μεξικό σηματοδότησε την είσοδό του σαν πολυκομματική δημοκρατία μετά από περισσότερες από επτά δεκαετίες διακυβέρνησης στα χέρια μόνο ενός κόμματος. Η πλειοψηφία των Λατινοαμερικάνικων κρατών ποτέ δεν είχε στην εξουσία τόσες κυβερνήσεις εκλεγμένες επιτυχώς και χωρίς να υποστούν αλλαγές ολοκληρωτικές.


Ωστόσο, η ευφορία που συνόδευσε την ανάδυση της δημοκρατίας έχει αρχίσει να ξεθωριάζει. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των λατινοαμερικάνων, με ένα περιθώριο τέσσερις προς έναν, συνεχίζει να υποστηρίζει τη δημοκρατία και την προτιμά από τη δικτατορία. Αυτές οι δημοσκοπήσεις όμως αποκαλύπτουν μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια και μια τάση να αμφισβητούν τα οφέλη και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των δημοκρατικών κυβερνήσεων.


Καταλήγει εξαιρετικά ανησυχητικό να διαφαίνεται ένα μόνιμο πατρόν αστάθειας που επηρεάζει αρνητικά τη διακυβέρνηση στα υψηλότερα επίπεδα. Από χώρα σε χώρα, οι πρόεδροι έχουν δει να πέφτουν κατακόρυφα τα ποσοστά επιδοκιμασίας τους, ενώ αυτά των νομοθετών και αρχηγών κομμάτων έχουν πέσει ακόμη πιο απότομα. Πολλοί πρόεδροι έχουν παραιτηθεί από το φορτίο αφήνοντας πίσω τσακισμένες ελπίδες και αποδυναμωμένους θεσμούς, αλλά τουλάχιστον το έκαναν στη διάρκεια της περιόδου διακυβέρνησής τους. Παρ΄όλα αυτά, δεν ήταν αυτή η περίπτωση 14 πρόεδρων. Αυτή η ομάδα έχει υποφέρει την προσβολή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναμενόταν μέσω της αντίδρασης ή της εξαναγκαστικής αποκήρυξης, σε κάποιες περιπτώσεις υπό συνθήκες αστάθειας που έχουν απειλήσει την ίδια τη θεσμική δημοκρατία. Κάποιος άλλος ηγέτης της Εκτελεστικής διέκοψε τη συνταγματική εντολή του διαλύοντας το νομθετικό σώμα.


Στο παρελθόν οι στρατιωτικοί βρίσκονταν στο επίκεντρο αυτού του προβλήματος. Οι στρατηγοί, ωθούμενοι από τη φιλοδοξία, μπορούσαν να απομακρύνουν έναν εκλεγμένο Πρόεδρο ή να παρεμποδίσουν την εφαρμογή πολιτικών που δεν ήταν αρεστές στους στρατιώτες και συμμάχους. Οι καινούριες μορφές και δυνάμεις μπορούσαν να γίνουν δεκτές στο «παιχνίδι» της πολιτικής που ήταν υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών αν υπόσχονταν να μην υποστηρίξουν κανένα μέτρο που θα ηχούσε υπερβολικά ριζοσπαστικό ή λαϊκιστικό. Οι υπάλληλοι διαπραγματεύονταν με τις διαφορετικές φατρίες και αποφάσιζαν πότε να ανακηρύξουν νέες εκλογές με σκοπό να αναστηλώσουν την πολιτική κυβέρνηση: τα στρατιωτικά χτυπήματα απολάμβαναν πάντα τη συνενοχή των ελίτ. Αφού πήρε την εξουσία στην Κούβα ο Φιντέλ Κάστρο κι εγκαθίδρυσε ένα επαναστατικό καθεστώς στο νησί το 1959, η πόλωση εναντικοποιήθηκε στην περιοχή και οι στρατιωτικές δικτατορίες (χούντες) άρχισαν να αφήνουν πίσω τους με μεγαλύτερη συχνότητα τις πολιτικές διαπραγματεύσεις προς χάριν δικτατοριών «γραφειοκρατικο- ολοκληρωτικών» σε πλήρη ανάπτυξη.


Η λατινοαμερικάνικη δημοκρατία έχει πάψει να αντιμετωπίζει τις απειλές των τοπικών ελίτ που υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες που φοβούνταν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση σαν ένα πιθανό σοβιετικό μέτωπο. Οι στρατιωτικές κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς στις απόπειρές τους να επιλύσουν τις οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις των δεκαετιών του εβδομήντα και του ογδόντα. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αντέδρασε στην αποδυνάμωση του Ψυχρού Πολέμου αλλάζοντας την υποστήριξή της στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ως δυσάρεστους αλλά αναγκαίους προμαχώνες ενάντια στον κομμουνισμό, αναγνωρίζοντας πως ο ολοκληρωτισμός εμπόδιζε την εδραίωση νόμιμων κυβερνήσεων. Οι ΗΠΑ ενώθηκαν με άλλα έθνη του δυτικού ημισφαιρίου για να δημιουργήσουν μηχανισμούς που θα εμπόδιζαν τις βίαιες διακοπές της θεσμικής δημοκρατίας. Αυτό που έχει υποστεί μια δραστική αλλαγή από τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της Λατινικής Αμερικής έχουν πάψει να συμμετέχουν ανοιχτά στην πολιτική.


Βρίσκεται η απάντηση στον κοινοβουλευτισμό;


Αυτές οι παρατηρήσεις υπονοούν πώς το πρόβλημα της διακυβέρνησης στη Λατινική Αμερική ίσως να οφείλεται περισσότερο στην συμπτωματική αδυναμία των κομμάτων, αρχηγών ή συγκεκριμένων θεσμών. Μήπως το προεδρικό σύστημα από την ίδια τη φύση του κάνει τις αναμετρήσεις πιο έντονες, τη συνεργασία με περισσότερες υπεκφυγές, την πειθαρχία των κομμάτων πιο δύσκολη και την διάπασή της πιο εύκολη και εμφανώς λογική; Έχει φτάσει η στιγμή στην οποία οι μεταρρυθμιστές της περιοχής οφείλουν να σκεφτούν για ακόμη μια φορά τη σοφία να περάσουν από το προεδρικό σύστημα στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση;


Αν λοιπόν το προεδρικό σύστημα και η κοινοβουλευτική κυβέρνηση δέχονται μια σημαντική εσωτερική διαφοροποίηση, και αν και υπάρχουν μικτές μορφές διακυβέρνησης που συνδυάζουν στοιχεία και από τα δυο, για λόγους έκθεσης μπορούν να διαφοροποιηθούν ξεκάθαρα τα δυο συστήματα σε κάποιες διαστάσεις κλειδιά. Τα προεδρικά καθεστώτα παρουσιάζουν «χαρακτηριστικά ανταγωνισμού».


Η Εκτελεστική και η Νομοθετική εξουσία μπορούν, η καθεμιά, να διεκδικήσουν τη δική τους εκλογική εντολή για να εξασκήσουν τις εξουσίες τους, τις διαφορετικές, αν και συμπίπτουν σε κάποιες περιπτώσεις. Οι πρόεδροι ή τα κοινοβούλια μπορούν να αποφασίσουν ανάμεσα στη συνεργασία και στην αντιπαράθεση: οι κανόνες του συστήματος (είτε επίσημοι ή ανεπίσημοι) δεν απαιτούν από κανέναν από τους δυο να υιοθετήσει μια τέτοια απόφαση. Κάτω από την κοινοβουλευτική κυβέρνηση, αντίθετα, η νομοθεσία ενεργοποιεί την Εκτελεστική, που λειτουργεί τότε υπό τη νομοθετική πλειοψηφία, κι ας είναι κυβέρνηση πλειψηφίας ή μειοψηφίας. Η κυβέρνηση υπουργών σημαίνει πως τα μέλη της βουλής έχουν εκτελεστικά πόστα. Αυτό δεν απαιτεί μόνο να οφείλουν οι βασικοί αρχηγοί ενός κόμματος και μελλοντικοί υπουργοί να οργανώνουν σε εκστρατείες για νομοθετικά ζητήματα, αλλά επίσης παρέχει στους νομοθέτες ένα μέσον για να αποκτήσουν μια στέρεη εκτελεστική εμπειρία και μια συμμετοχή που συλλαμβάνει καλύτερα ο λαός στον τρόπο που χειρίζονται τα θέματα της χώρας, ενθαρρύνοντας έτσι μια ηγεσία πιο κατάλληλη και μετριοπαθή.


Από την άλλη πλευρά, στο προεδρικό σύστημα ο αρχηγός της Εκτελεστικής είναι τόσο αρχηγός του Κράτους καθώς και αρχηγός της κυβέρνησης. Στις βασικές αρμοδιότητες του, ο Πρόεδρος δέχεται πρέσβεις και ισχυρά πρόσωπα, παρίσταται σε κηδείες επισήμων και εκπροσωπεί το έθνος σε καιρούς θριάμβου ή τραγωδίας. Ως αρχηγός της κυβέρνησης, ο Πρόεδρος απολαμβάνει πολλαπλές λειτουργίες στο διορισμό γραμματέων και υπογραμματέων του υπουργικού συμβουλίου του, ακόμη κι αν κάποιοι από αυτούς απαιτούν τη συγκατάθεση του νομοθετικού σώματος ή υπόκεινται σε ψηφοφορία του κοινοβουλίου.


Στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα οι «τελετουργικές» και «εκτελεστικές» λειτουργίες διαχωρίζονται, με τον αρχηγό του Κράτους (είτε είναι συνταγματικός μονάρχης ή ο Πρόεδρος) να παίζει έναν συμβολικό ρόλο ή ίσως να δρα σαν μια μετριοπαθής δύναμη σε εποχές κρίσης. Οι πρωθυπουργοί, ως αρχηγοί της Εκτελεστικής, διοικούν κυβερνήσεις συνολικές που αντικατοπτρίζουν τις προσταγές των κομμάτων και των συνασπισμών. Αν στη δική μας ήταν περιορισμένη οι πρωθυπουργοί έχουν γίνει πολύ πιο ορατοί σαν αρχηγοί της κυβέρνησης κι απολαμβάνουν μια σημαντική εξουσία και εξέχοντα ρόλο, η θέση τους συνεχίζει να απαιτεί, από την ίδια της τη φύση, να κυβερνούν διατηρώντας την εμπιστοσύνη των κομμάτων τους και τελικά μια πλειοψηφία στη βουλή.


Τρίτον, η απευθείας εκλογή των προέδρων σημαίνει πως κάποιος μπορεί να φτάσει στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας χωρίς κάποια δυνατή εμπειρία ή στήριξη του κόμματος ή της κυβέρνησης, ωθούμενος από τα μέσα, σε εγγυημένες αρμοδιότητες υποψηφίων. Για να ανταπεξέλθει, ο Πρόεδρος οφείλει να δουλέψει με το κοινοβούλιο (παρά την, σε κάποιες περιπτώσεις, ασυγκράτητη διάθεση να το καταστρέψει) και οφείλει να κατορθώσει αυτή τη συνεργασία κυρίως μέσω πολιτικών εξουσιών, σε σχέση με τις νομικές ή τις θεσμικές. Η αρχηγία του κόμματος του αρχηγού διαιρείται ανάμεσα στο κοινοβούλιο, στα πιο υψηλά επίπεδα του εκτελεστικού κλάδου και σε αυτό που μοιράζεται στην οργάνωση του κόμματος. Κάθε μια από αυτές τις ομάδες πολύ συχνά έχει τους δικούς της στόχους και κίνητρα, καθώς τα διαφορετικά μέλη τους κάνουν τους αντίστοιχους υπολογισμούς τους για το πώς να τοποθετηθούν καλύτερα για την μελλοντική πολιτική επιτυχία. Οι πρωθυπουργοί στις κυβερνήσεις υπουργών γενικά δεν είναι ταγμένοι πολιτικοί προωθημένοι από τα μέσα, αλλά παλαίμαχοι αρχηγοί του κόμματος, με μεγάλη υπουργική εμπειρία και με όλα τα κίνητρα για να, αντί να «αντιταχθούν», να παραμείνουν κοντά στα ίδια τους τα κόμματα και ενωμένοι σε συνασπισμούς στο νομοθετικό σώμα.


Τέταρτον και τελευταίο, οι πρόεδροι και τα κοινοβούλια εκλέγονται για ορισμένες περιόδους, και συχνά έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που τους προκαλούν κλυδωνισμούς και που μπορούν να προκαλέσουν την πλειοψηφία του νομοθετικού σώματος να αλλάξει χέρια, ενώ ο Πρόεδρος ακόμη έχει χρόνια μπροστά του για να εκτελέσει το καθήκον του. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα, η κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει, είτε γιατί το κόμμα του πρωθυπουργού χάνει την πλειοψηφία (από μια γενική ήττα σε εκλογές ή εξ αιτίας μιας διάσπασης του συνασπισμού), ή ακόμη όταν το κόμμα του πρωθυπουργού εξεγείρεται και εκλέγει νέα ηγεσία.


Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε κρίση στην ηγεσία ή στην κυβέρνηση ενεργοποιεί «βαλβίδες ασφαλείας» αυτόματους θεσμούς, όπως την απόλυση υπουργών, τη διάλυση της βουλής ή νέες εκλογές. Εντούτοις, οι κρίσεις της κυβέρνησης λίγες φορές μετατρέπονται σε καθεστωτικές κρίσεις. Αυτή η ευελιξία του κοινοβουλευτισμού αντιτίθεται στην εγγενή δυσκαμψία του προεδρικού συστήματος, υπό το οποίο ένα σφάλμα σε μια αρχηγία ή σε μια πολιτική μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε θεσμική αντιπαρ’αθεση ακόμη και μαζική, με ένα τρομακτικό δυναμικό βίαιης αστάθειας και όλα τα ανθρώπινα και πολιτικά κόστη που αυτό συνεπάγεται.


Περιληπτικά, τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα βασίζονται σε μια πολιτική λογική που απαιτεί τη συνεργασία και τη συναίνεση μέσα στο πλαίσιο των πολιτικών που κληροδοτούνται. Η ενοποίηση των νομοθετικών κι εκτελεστικών εξουσιών εκπροσωπεί μια επιβράβευση στο ύψος της συνολικής δουλειάς για να αυξήσει την επιτυχία και να αποφευχθούν νέες εκλογές. Η λογική που υπόκειται στο προεδρικό σύστημα είναι πολύ πιο συνδεδεμένη με διαμάχες, το οποίο σημαίνει πως οι λανθασμένοι υπολογισμοί ή άλλα προσωπικά σφάλματα στην αρχηγία μπορούν να πυροδοτήσουν τη διεστραμμένη λογική που κάνει τους νομοθέτες να περιμένουν την αποτυχία του Προέδρου, ειδικά στα τέλη της διακυβέρνησής του ή σε μια στιγμή σοβαρών προβλημάτων στην οποία οι πολίτες με μεγάλη ευκολία επιθυμούν διακαώς να βρεθεί ένας σωτήρας, ή αν δε λειτουργήσει αυτό, ένας αποδιοπομπαίος τράγος.


Τί εμποδίζει τον κοινοβουλευτισμό;


Αν η υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού μπορεί να είναι πλήρως ελκυστική για τους πολιτικούς επιστήμονες, η ιδέα αυτής της αλλαγής είναι απλά ένα ανάθεμα για την πλειοψηφία των πολιτώ�




Αφιέρωμα: Λατινική Αμερική
Ετικέτες: , , ,

|
Comments Off