José Ossandón – Κοινωνιολογίες των κατατάξεων |
Δε χωράει αμφιβολία πως οι κατατάξεις (rankings) βρίσκονται παντού. Υπάρχουν σήμερα χιλιάδες είδη κατατάξεων που συγκρίνουν άτομα (από τις εξετάσεις επιλογής στα πανεπιστήμια μέχρι τις μετρήσεις ρίσκου τις οποίες αντιμετωπίζουμε όταν υπογράφουμε ένα καινούριο εμπορικό συμβόλαιο), εταιρείες, πανεπιστήμια, πόλεις και χώρες (σε πολλαπλές διαστάσεις όπως η παιδεία των παιδιών, η ανταγωνιστικότητα, Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης – ΔΑΑ, η ευτυχία, κλπ.). Μαζί με τον αυξανόμενο συσχετισμό αυτού του είδους μετρήσεων στον σύγχρονο κόσμο έχουν πολλαπλασιαστεί και οι μορφές προσέγγισής τους από την πλευρά των κοινωνικών επιστημών και ειδικότερα της κοινωνιολογίας. Στις επόμενες παραγράφους διαχωρίζω πέντε διαφορετικές κοινωνιολογίες των κατατάξεων, και στο τέλος κάνω ένα σύντομο σχόλιο πάνω σε κάποιες από τις πολιτικές συνέπειες που συνδέονται με καθένα από αυτά τα επίπεδα.
1. Οι μέθοδοι παραγωγής ποσοτικών κλιμάκων κοινωνικής σύγκρισης, όπως επίσης οι διαφορετικές μορφές ανάλυσης αυτών των στοιχείων ήταν πάντοτε παρούσες στις κοινωνικές επιστήμες από τις αρχές τους (Hacking 1990). Οι κοινωνιολόγοι (και γενικά όλοι όσοι εξασκούν τις κοινωνικές επιστήμες) συμμετέχουν στη συζήτηση κι ανάπτυξη νέων μορφών παραγωγής αριθμητικών συγκρίσεων ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες (όπως αυτές που αφορούν άτομα, οργανισμούς ή χώρες). Γενικά η δουλειά σ’ αυτό το πλαίσιο έχει να κάνει με τον περιορισμό του φαινόμενου προς μελέτη (για παράδειγμα: το επίπεδο παραγωγικότητας μεταξύ διαφορετικών ερευνητών) και η λειτουργικότητά τους σε διαστάσεις, δείκτες και τεστ ή άλλες μορφές συλλογής πληροφοριών. Ένα σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης στις μεθόδους κοινωνικής έρευνας στους προπτυχιακούς φοιτητές κοινωνιολογίας έχει να κάνει ακριβώς με την ανάπτυξη αυτού του είδους των εργαλείων. Μια ενδιαφέρουσα περιοχή για συζήτηση σε αυτό το πλαίσιο έχει να κάνει με τις πολεμικές σχετικά με τις διαφορετικές μορφές μέτρησης και σύγκρισης, που μπορούν να περιοριστούν σε συζητήσεις μάλλον τεχνικές ή να βρίσκονται ακόμη και στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης (Neiburg, 2006).
2. Τα εργαλεία της κοινωνιολογίας επίσης είναι βασικά στην ανάλυση των κοινωνικών κατατέξεων, αυτών που γενικά μπορούν να είναι «περιγραφικού» ή «δομικού» χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση περιγράφονται οι βασικές μεταβλητές υπό μελέτη (για παράδειγμα μέσω των μέσων, των καμπυλών διανομής, κλπ.), ενώ στη δεύτερη η διανομή αυτών σχετίζεται με άλλους παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο ή το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Η δομική ανάλυση παρόλο που πλέον δεν έχει το ηγεμονικό βάρος που είχε παλιά είναι αναμφισβήτητα ένα σύμπαν από μόνη της, που εκτείνεται από την παρουσίαση πινάκων απρόοπτων γεγονότων μέχρι τις πιο εκλεπτυσμένες αναλύσεις της ενέλιξης (Savage 2009). Ίσως ένας από τους χώρους με τη μεγαλύτερη διάχυση αυτού του τύπου ανάλυσης είναι εκείνες οι συγκρίσεις μεταξύ «επιπέδων ανάπτυξης» και «ανισότητας» ή η σύγκριση αποτελεσμάτων με διεθνή τεστ στην εκπαίδευση και το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των νοικοκυριών. Η δομική ανάλυση, δεδομένου του αντικειμενικού βάρους της, τείνει να είναι πολύ σημαντική σε αποφάσεις κοινωνικών πολιτικών, είτε πρόκειται γι’ αυτές που προσανατολίζονται προς τις αρχές της λογικής δράσης ή public choice ή αναζητούν την «κοινωνική συνοχή» ή την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων.
3. Οι κατατάξεις είναι επίσης αντικείμενο κριτικής ως προς το γεγονός ότι περιορίζουν περίπλοκες κοινωνικές πρακτικές σε αφηρημένους και ιεραρχικά συγκρίσιμους δείκτες. Αυτού του είδους η κριτική γενικά ασκείται από υπερασπιστές των ποιοτικών και εθνογραφικών μεθόδων για την προσέγγιση του κοινωνικού κόσμου. Σε αυτό το ίδιο πλαίσιο, αλλά σε ένα πιο γενικό επίπεδο, οι κατατάξεις επικρίνονται στο μέτρο που όχι μόνο εκπροσωπούν με τρόπο πενιχρό αυτό που παρατηρούν, αλλά επίσης προσβάλλουν τις παρατηρημένες κοινωνικές πρακτικές, μέχρι το σημείο που τα αποτελέσματα των μετρήσεων καταλήγουν να επιβάλονται σε αυτές (Miller 1998). Για παράδειγμα, είναι πιθανό να επιχειρηματολογήσουμε πως η περιπλοκότητα της εκπαίδευσης στη Χιλή όχι μόνο δεν εκπροσωπείται από διεθνή τεστ, αλλά κι επιπλέον η εκπαίδευση στην τάξη έχει απλοποιηθεί εφ’ όσον μετράται σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτών των μετρήσεων. Αυτό το είδος της συζήτησης σχετίζεται με αντιπαραθέσεις πάνω στην προστασία ορισμένων κοινωνικών χώρων από την ποσοτικοποίηση (έτσι όπως αυτή πραγματοποιείται, για παράδειγμα στις χώρες εκείνε; όπου δεν επιτρέπεται η αριθμητική αξιολόγηση σε μαθητές μέχρι κάποια ηλικία).
4. Τέταρτον, οι κατατάξεις μπορούν να μελετηθούν σαν γενικοποιημένα μέσα επικοινωνίας (Chernillo 2006). Οι κατατάξεις, όπως και το χρήμα, είναι αφαιρέσεις που επιτρέπουν τη σύγκριση και μετάδοση ειδικής και περίπλοκης πληροφορίας με απλό τρόπο ή τουλάχιστον συγκρίσιμο. Οι κατατάξεις δρουν κατά αυτή την έννοια με παρόμοιο τρόπο με τον αναλογικό ή ψηφιακό μετασχηματιστή μουσικής, απλοποιώντας και ταυτόχρονα αυξάνοντας τις δυνατότητες μετάδοσης της πληροφορίας (Ganβmann 1988). Οι κατατάξεις καταστούν συγκρίσιμες καταστάσεις πολύ διαφορετικές (τέτοιες όπως τα ακαδημαϊκά αποτελέσματα ανάμεσα σε ένα Τμήμα Τέχνης κι ένα Τμήμα Μηχανικής, ή το ρίσκο ανάμεσα στο να επενδύσει κανείς στην Κίνα ή στα Νησιά του Πάσχα) και με αυτό τον τρόπο αυξάνονται οι επιλογές ανταλλαγής ανάμεσα σε πολλαπλούς δρώντες και οργανώσεις (για παράδειγμα: ανάμεσα στην Εφορία και την παιδεία ή ανάμεσα σε επενδυτές και παραγωγές χωρίς κοινό γλωσσικό ιδίωμα). Παρά τα προαναφερθέντα, την ίδια στιγμή που απλοποιούν τον κόσμο, οι κατατάξεις επιτρέπουν την ανάδυση καινούριων επιπέδων περιπλοκότητας. Για παράδειγμα, όπως έχει συζητηθεί για την αγγλική περίπτωση, περισσότερη μέτρηση δεν κάνει απαραίτητα τη διοίκηση απλούστερη, ή ακόμα, ο πολλαπλασιασμός κι επέκταση των τρόπων κατάταξης των κινδύνων στα οικονομικά είναι βασικά για την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, τα οποία με τη σειρά τους έχουν αυξήσει το ρίσκο του παγκόσμιου συστήματος (Poon 2009).
5. Τέλος, η διαδικασία παραγωγής των κατατάξεων και η εφαρμογή των κατατάξεων επίσης μπορεί να μελετηθεί σαν μια διαδικασία κοινωνική από μόνη της. Από αυτή την προοπτική εμφανίζονται ως σχετικά στοιχεία δυο διαφορετικές διαδικασίες: η συμμέτρηση (Espeland &Stevens 1998) και η διάδραση (enaction) (Thevenot 1984). Η συμμέτρηση (ή επίσης «αντιστροφές σε μορφές») αναφέρεται στην αργή διαδικασία που είναι απαραίτητη για την παραγωγή κι εφαρμογή μιας κατάταξης. Αυτό συμπεριλαμβάνει επιπλέον την «τεχνική» εργασία του να αποφασίσει και να παράξει κανείς τα εργαλεία, τις αντιπαραθέσεις που υπερβαίνουν τις ομάδες των ειδικών. Για παράδειγμα: πολλές φορές οι κατατάξεις σχετίζονται με οργανώσεις που ανησυχούν να εγείρουν κάποια ζητήματα (όπως ηθική κατανάλωση ή ελεύθερη αγορά), ή επίσης πρέπει να περάσουν εξαιρετικά μακρές διαδικασίες εναρμόνισης (Desrosieres 2000) δεδομένου να γίνουν συγκρίσιμες (για παράδειγμα: για να εισαχθούν στον ΟΟΣΑ ή αν ένα ακαδημαϊκό περιοδικό επιχειρεί να μπει στο ISI). Σήμερα αυτές οι διαδικασίες υπερβαίνουν μακράν τις εθνικές συζητήσεις κι αποτελεί σημαντικό κομμάτι σε διαδικασίες παραγωγής νέων παγκόσμιων θεσμών (Barry 2006). Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που έχουν γίνει καθεστώς οι κατατάξεις, μετατρέπονται σε ένα καινούριο πράγμα στον κοινωνικό κόσμο, που εμφανίζεται σαν μαύρο κουτί για τους δρώντες που έρχονται αντιμέτωποι μαζί τους (Latour 2005). Η μελέτη της διάδρασης τότε ενδιαφέρεται για τη συνέχιση της κοινωνικής ζωής της κατάταξης ως ένα ήδη παραγμένο «κοινωνικό αντικείμενο» και ειδικά για το πώς αυτές μεταμορφώνουν την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν. Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα σε αυτό το πλαίσιο, είναι εκείνες οι περιπτώσεις όπου η εισαγωγή στοιχείων ποσοτικής ταξινόμησης καταλήγουν να αλλάζουν αυτό που μετρούν κάνοντάς το πιο «μετρήσιμο» κι «ανταγωνιστικό», αμφισβητώντας το όριο ανάμεσα σε αυτό που παρατηρείται και το εργαλείο της μέτρησης. Ωστόσο, είναι επίσης πολύ σημαντικός ο ρόλος που παίζουν οι κατατάξεις – και γενικά οι στατιστικές μετρήσεις- στην ανάδειξη νέων δρώντων- όπως μια νέα επαγγελματική κατηγορία-, παγκόσμια δίκτυα και καινούριες αγορές, θεσμοί συλλογικής εκπροσώπησης – όπως οι πολίτες στην Ευρώπη, και ακόμη και η ανάδυση καινούριων ομάδων επηρεαζόμενων από παράπλευρες επιπτώσεις μιας νέας μέτρησης (όπως άτομα που παύουν να είναι άπορα και να λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα λόγω μιας αλλαγής στη μέτρηση) (πρβλ. Sabate & Tirroni, 1998).
Εν περιλήψει, οι κατατάξεις είναι αντικείμενα με πολλά πρόσωπα και είναι δυνατόν να τις προσεγγίσει κανείς από πολύ διαφορετικές προοπτικές. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας τελικά ότι από κάθε μια απ’ αυτές ανοίγονται διαφορετικές περιοχές για τις σύγχρονες πολιτικές. Έτσι από τον πρώτο τύπο ανάλυσης πηγάζουν αντιπαραθέσεις πάνω στους διαφορετικούς τύπους μετρήσεων, που ταυτόχρονα συνδέονται με διαφορετικές εστίες για ορισμένα δημόσια προβλήματα. Από την πλευρά τους, οι αποφάσεις των ειδικών έχουν σήμερα να κάνουν κατά πολύ με τη δυνατότητα να επεξεργαστούν σοβαρές ποσοτικές αναλύσεις που επιτρέπουν να εδραιωθεί ένα τέτοιο ζήτημα (αρκεί να σκεφτούμε την έκθεση Stern και την επίπτωσή της στη συζήτηση για την παγκόσμια υπερθέρμανση). Με άλλα λόγια, οι δομικές αναλύσεις δεν είναι μόνο βασικές για την επιστημονική ανάπτυξη, αλλά και για την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να αναλογιστούμε την προστασία ορισμένων περιοχών έναντι στις επιπτώσεις της ποσοτικής σύγκρισης, όπως και σε άλλες δυνητικά παράπλευρες επιπτώσεις των κατατάξεων. Εν κατακλείδι, οι κατατάξεις είναι κοινωνικές μηχανές βασικές για την παραγωγή νέων κοινωνικών οντοτήτων το οποίο αναπόφευκτα τις μετετρέπει σε κεντρικό κομμάτι των σύγχρονων υβριδικών μορφών (Callon et al, 2001). Μ’ αυτή την έννοια, οι αντιπαραθέσεις δεν είναι ως προς τις διαφορετικές εστίες έναντι σε ορισμένες μετρήσεις αλλά και ως προς την ευθύνη για την παραγωγή καινούριων φυσικών και κοινωνικών “οντοτήτων” (Mol 1999).
Αναφορές
– Barry, A. (2006) ‘Technological Zones’, European Journal of Social Theory, 12 (1), 155-174.
– Barry, A. and Slater, D. (2005) ‘Technology, politics and the market: an interview with Michel Callon’, A. Barry and D. Slater (eds) The Technological Economy, London: Routledge.
– Callon, M. (2007) ‘An Essay on the Growing Contribution of Economic Markets to the Proliferation of the Social’, Theory, Culture & Society 24(7-8): 139-163.
– Callon, M., Lascoumes, P., Barthe, Y. (2009) Acting in an Uncertain World: An Essay on Technical Democracy, Boston, MIT Press.
– Chernilo, D. (2006) ‘La teorización de la coordinación social en sociedades diferenciadas: La teoría de los medios simbólicamente generalizados en Parsons, Habermas y Luhmann’, en Farías, I. & Ossandón, J. (eds.), Observando Sistemas. Nuevas aportaciones y usos de la teoría de Niklas Luhmann, Ril Editores – Fundación SOLES, Santiago.
– Desrosieres, A. (2000) ‘Measurement and its Uses: Harmonization and Quality in Social Statistics’, International Statistical Review, 24 (2), 312-343.
– Desrosieres, A.; Goy, A.; Thevenot, L. (1983) ‘L’identité sociale dans le travail statistique : la nouvelle nomenclature des professions et catégories socioprofessionnelles’. Economie et statistique, 152, 55-81.
– Espeland, W. and Sauder, M. (2007) ‘Rankings and Reactivity: How Public Measures Recreate Social Worlds’, American Journal of Sociology, 113(1): 1-40.
– Espeland, W. N. and Stevens, M. (1998) ‘Commensuration as a Social Process’, Annual Review of Sociology 24, 312-43.
– Ganβmann, H. (1988). ‘Money – a symbolically generalized medium of communication? On the concept of money in recent sociology’, Economy and Society, 17(3), 285–316.
– Hacking, I. 1990 The Taming of Chance, Cambridge University Press, Cambridge.
– Latour, B. (2005) Reassembling the Social. An introduction to Actor-Network Theory, Oxford: Oxford.
– Mol, A. (2002) The Body Multiple. Ontology in medical practice, Durham: Duke University Press.
– Mol, A. (1998), ‘Ontological Politics. A Word and Some Questions.’ The Sociological Review, 46: 74–89.
– Law, J. (2009) ‘Seeing like a survey’, Cultural Sociology, 3(2), 239-256.
– Law, J. and Urry, J. (2004) ‘Enacting the Social’, Economy and Society 33(3): 390- 410.
– Miller, D. (1998). ‘A Theory of Virtualism’. En Carrier, J. (ed.) Virtualism: A New Political Economy, Berg, Oxford.
– Neiburg, F. (2006) ‘Inflation: Economists and Economic Cultures in Brazil and Argentina’, Comparative Studies in Society and History 48(3): 604–33.
– Ossandon, J. (2009). The Enactment of private health insurance in Chile. Unpublished PhD Thesis, Goldsmiths, University of London.
– Poon, M. (2009) ‘From new deal institutions to capital markets: Commercial consumer risk scores and the making of subprime mortgage finance’, Accounting, Organizations and Society 34(5), 654-674.
– Power, M. (1997). The Audit Society: Rituals of Verification, Oxford University Press, Oxford. Savage, M. (2009). ‘Contemporary Sociology and the Challenge of Descriptive Assemblage’, European Journal of Social Theory 12(1): 155-174.
– Sabaté, J. & Tironi, M. (2008). ‘Rankings, creatividad y urbanismo’, Revista Eure, Vol. XXXIV (102), 5-23.
– Thevenot, L. (1984) ‘Rules and implements: investment in forms’, Social Science Information, 23(1), 1-45.
Αφιέρωμα: οικονομικές στατιστικές
Ετικέτες: José Ossandón , κατατάξεις , οικονομικές στατιστικές