Δημήτρης Βαρδουλάκης – Αγανακτισμένοι, «σύμβολα αιώνια» |
constitution-making … [is] the foremost and the noblest of all revolutionary deeds.
Hannah Arendt, On Revolution
Το «Κουτί της Πανδώρας» του Κώστα Βαξεβάνη στη ΝΕΤ στις 6 Ιουνίου 2011 έκλεισε το πρόγραμμα για τις διαδηλώσεις των «αγανακτισμένων» με τον Νίκο Ξυλούρη να ερμηνεύει την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη. Αρχικά, φάνηκε αυτό ως μια επιλογή υπέρ της ηρωικής αντίστασης των διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος. Υπάρχει όμως και μία αιρετική ανάγνωση της διαδήλωσης, η οποία αναδύεται μέσα από το ποίημα.
Γράφει ο Βάρναλης: «Mεροδούλι, ξενοδούλι!/ Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·/ ούλοι: δούλοι, αφεντικό/ και μ’ αφήναν νηστικό». Ο ομώνυμος αφηγητής εξηγεί τη γέννηση της ταξικής του συνείδησης εξαιτίας της εκμετάλλευσης του αφέντη του. Κατά τους διαδηλωτές, οι αφέντες είναι οι πολιτικοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον κοσμάκη που τώρα καλείται να κάνει θυσίες προκειμένου να διορθώσει οικονομικές ατασθαλίες για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρει. Συναφεντάδες είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία – κατά την ίδια λογική – έχουν ενεργήσει ως συμπαραστάτες της πολιτικής ολιγαρχίας.
Η αναδίπλωση αυτής της ταξικής συνείδησης φέρει δύο μορφές. Πρώτον, είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής στιγμής στην οποία έχει βρεθεί η Ελλάδα. Η κατάσταση, κατά τους «αγανακτισμένους», έχει φτάσει στο απροχώρητο. Εξού και η απαξίωση της επιρροής οποιαδήποτε πολιτικού κόμματος. Εξού και η συρροή στο Σύνταγμα ανθρώπων που πάντα ήταν απολίτικοι ή που δεν είχαν συμμετάσχει στα πολιτικά για χρόνια. Εξού και η επιμονή κάποιων από τους διαδηλωτές, οι οποίοι επέμεναν στο πρόγραμμα ότι η διαμαρτυρία τους είναι κοινωνική – κι όχι πολιτική. Το όλο κοινωνικό φάσμα βρίσκεται σε πρωτοφανή κίνδυνο, κι επομένως επιβάλλεται η αγανάκτηση.
Δεύτερον, η ταξική συνείδηση εκφράζεται με το αίτημα για άμεση δημοκρατία. Αυτό το αίτημα ξενικά από την παρατήρηση ότι οι – ξεδιάντροποι – βουλευτές έχουν έμπρακτα υπονομεύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μία υπονόμευση που συνίσταται πρωταρχικά στο ότι εκλέγονται στην έδρα τους και κατόπιν δεν δίνουν σημασία στους πολίτες ψηφοφόρους. Τουναντίον, η άμεση δημοκρατία, όπως εξασκείται μπροστά από τη διεφθαρμένη Βουλή από τους «αγανακτισμένους», δίνει σ’ όλους τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Πλατεία Συντάγματος μετατρέπεται σε νέα Αγορά της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας.
Αυτή η έκφραση της ταξικής συνείδησης ταίριαζε με μερικά με τα συναισθήματά μου, όταν έφτασα στην Αθήνα πριν από δέκα μέρες – μετά από απουσία τριών ετών – και διψασμένος για «επανάσταση» κατέβηκα στο Σύνταγμα και συναναστράφηκα με τους διαδηλωτές. Προερχόμενος από μια άκρως καπιταλιστική χώρα όπου η διαμαρτυρία είναι σχεδόν ανύπαρκτη – την Αυστραλία – ήθελα να πιστέψω ότι θα ζούσα κι εγώ με τους αγανακτισμένους ένα νέο Μάη του ’68 με «αιτήσεις για το αδύνατον».
Κι αν αυτές οι σκέψεις όμως μου περνούσαν από το μυαλό, η συνέχεια του τραγουδιού του Βάρναλη μου υπενθύμισε ότι η γέννηση της ταξικής συνείδησης μπορεί να έχει και ασυνείδητες επιπτώσεις: «Aνωχώρι, Kατωχώρι,/ ανηφόρι, κατηφόρι/ και με κάμα και βροχή,/ ώσπου μού βγαινε η ψυχή./ / Eίκοσι χρονώ γομάρι/ σήκωσα όλο το νταμάρι/ κ’ έχτισα, στην εμπασιά/ του χωριού, την εκκλησιά». Ο ένας αφέντης αντικαθίσαται εύκολα από έναν άλλο, αόρατο κι άφωνο αλλά εξίσου αμείλικτο – ένα αφέντη για το οποίον γίνεσαι δούλος χωρίς καν να το αντιλαμβάνεσαι. Αυτοί οι τελευταίοι στίχοι με ανάγκασαν να αναθεωρήσω την αρχική αντίληψή μου και να δω την αγανάκτηση των συγκεντρωμένων ως μία κατ’ εξοχήν θρησκευτική έκφραση.
Εφόσον συμφωνήσουμε να αντιληφθούμε τη θρησκευτικότητα ως μία λογική μορφή κι όχι απλά και μόνο ως την γραμμή μίας επίσημης εκκλησιαστικής εξουσίας, τότε είναι εύκολο να διακρίνουμε τη θρησκευτική διάσταση των δύο μορφών της επιφαινόμενης γέννησης της ταξικής συνείδησης των «αγανακτισμένων». Πρώτον, η ρητορική διάσταση της αίσθησης της κρίσης είναι η ρητορική της αποκάλυψης, την οποία βρίσκουμε όχι μόνο στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αλλά και σε πλήθος ιστορικών πεπραγμένων. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ επισταμένως στη ρητορική κατά την οποία η «άρρωστη» Ελλάδα χρειαζόταν την άμεση «χειρουργική» επέμβαση κάποιων συνταγματαρχών προκειμένου να «επιβιώσει» από την «αρρώστια» του κουμμουνισμού – μία «ιατρική επέμβαση» που είχε για φάρμακο τον ορθόδοξο εθνικισμό. Και πλήθος άλλων παραδειγμάτων από την ρητορική των χριστιανοφρονούντων βρίσκονται στην ιστορία.
Κι όπως εξάλλου επιχειρηματολογεί η Ναϊόμι Κλάην στο πρόσφατο βιβλίο της «The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism», η ρητορικής της αποκαλυπτικής κρίσης χαρακτηρίζει την νεοφιλελεύθερη εκμετάλλευση πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, η ρητορική που αναφέρεται στο «τέλος του κόσμου μας» προέρχεται μεν από θρησκευτικά κείμενα, αλλά και ταυτόχρονα χρησιμοποιείται από φιλεκκλησιαστικές και νεοφιλελεύθερες δυνάμεις. Η όποια κρίση είναι εξίσου σημαντική με την έκφρασή της, καθώς κα με το πώς αυτή η έκφραση εξυπηρετεί – εκούσια ή ακούσια – συγκεκριμένα συμφέροντα.
Δεύτερον, η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας που αναδύεται στο Σύνταγμα έχει μία μεγάλη διαφορά από την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Ενώ οι αγανακτισμένοι δίνουν σε όλους φωνή προκειμένου να αναδείξουν τον εξευτελισμό των κρατικών θεσμών, η άμεση δημοκρατία των Αθηναίων ήταν τουναντίον μία μορφή προστασίας και αναθεώρησης των θεσμών. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης στην όγδοη παράγραφο της «Αθηναίων πολιτείας» μας λέει για τον περίφημο νόμο του Σόλωνα που εξοστράκιζε όποιον δεν συμμετείχε σε πολιτικές διαμάχες. Με άλλα λόγια, η άμεση δημοκρατία είναι το αντίθετο από την απαξίωση των θεσμών.
Η άρνηση των θεσμών που προβάλουν οι «αγανακτισμένοι» σε συνδυασμό με την δήθεν ελευθερία να εκφράσουν όλοι τις απόψεις τους οδηγεί στη δεύτερη εισβολή της θρησκευτικότητας. Όταν ο Λούντβικ Βιτκενστάην γράφει ότι «ο άνθρωπος οφείλει να σιωπά όταν φτάνει στα όρια της γνώσης του», αυτό είναι ταυτόχρονα ένα κάλεσμα στον πολίτη να εκφράσει απόψεις με επιχειρήματα που η λογική μπορεί να κρίνει ως ορθα ή ως λανθασμένα. Τουναντίον, όταν όλες οι απόψεις είναι ισόβαρες και μάλιστα εκφρασμένες εκτός θεσμικού πλαισίου, τότε η λογική πάει περίπατο. Είναι μόνο μία επίφαση ελευθερίας να μπορεί κανείς να πει ό,τι θέλει όταν τα λεγόμενα αυτά πλέον δεν χρειάζεται να έχουν καν ένα δημόσιο αντίκρισμα – όταν τα λεγόμενα είναι καθαρά ιδιωτικές απόψεις. Η σιωπή, σε αντίθεση με τον Βιτκενστάην, τώρα δεν αναγράφεται στον άνθρωπο, αλλά σε αυτόν που είναι αμίλητος γιατί είναι η προϋπόθεση της ομιλίας. Δηλαδή στον «θεό». Ο άκρατος λόγος είναι λόγος θεοκρατικός. Που επίσης σημαίνει: η χωρίς όρια ελευθερία του λόγου δένει με αόρατα δεσμά στους ομιλητές.
Η κατάληξη της μπαλάντας – το ρεφρέν που τραγουδά ο Ξυλούρης – παίρνει από αυτή την οπτική γωνία μία ιδιαίτερη διάσταση: «Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,/ χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/ Aν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς». Αντί για τη ρητορική της αποκάλυψης την οποία επικαλούνται οι «αγανακτισμένοι» και η οποία οδηγεί στην θρησκευτικότητα, ο Βάρναλης επικαλείται τη ρητορική της αφύπνισης. Κοιμούμενος είναι όποιος είναι δέσμιος μίας αόρατης κι ως εκ τούτου ισχυροποιημένης λογικής εξουσίας. Η αφύπνιση – το κατ’ εξοχήν ρητορικό σχήμα της επανάστασης – φέρνει τα πάνω κάτω.
Μπορεί να λάβει χώρα μία τέτοια αφύπνιση στην πλατεία; Είναι δυνατόν να διαδραματιστεί στο Σύνταγμα μία πραγματική επανάσταση; Αυτό θα είναι αδύνατον όσο εξακολουθεί η ναρκισσιστική άρνηση των θεσμών, καθώς τότε «μόνο ένας άλλος θεός θα μπορέσει να μας σώσει» – και σίγουρα αργά ή γρήγορα ένας τέτοιος θεός θα μας κάνει την χάρη να μας εξουσιάσει. Είναι όμως δυνατή μία τέτοια επαναστατική αφύπνιση, αλλά μόνο αν τα οποιαδήποτε κουζινικά κύμβαλα γυρίσουν «ανάποδα», προς τις ιδιωτικές φωνές της δήθεν άμεσης δημοκρατίας. Δηλαδή, μόνο αν οι επαναστατούντες αποτινάξουν τον ιδιωτικισμό προκειμένου να υπερασπιστούν τον δημόσιο λόγο. Διότι η επανάσταση προϋποθέτει την επιθυμία όχι της κατάργησης, αλλά της αναδιάρθρωσης των θεσμών.
Αφιέρωμα: δικτυωμένες εξεγέρσεις
Ετικέτες: αγανακτισμένοι , Δημήτρης Βαρδουλάκης , ελλάδα , σύνταγμα