Jon Rich – Το αίμα του θύματος: Η επανάσταση στη Συρία και η γέννηση της εικόνας-συμβάν |
Το Μάρτιο του 1993, ο Κέβιν Κάρτερ φωτογράφησε ένα παιδί από το Σουδάν που λιμοκτονούσε, να σέρνεται προς ένα καταυλισμό περίθαλψης προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών που απείχε λιγότερο από ένα μίλι. Λίγα μέτρα από το εξουθενωμένο παιδί στεκόταν ένας γύπας, που περίμενε τον θάνατο του για να αρχίσει το γεύμα του. Και τα πουλιά κάτι πρέπει να φάνε, και στο νότιο Σουδάν, έτρωγαν εκείνα εφόσον δεν έτρωγαν οι άνθρωποι. Ο Κέβιν Κάρτερ στάθηκε απέναντι από τον γύπα, άναψε ένα τσιγάρο, κι έβγαλε τη φωτογραφία του. Πέρασαν είκοσι λεπτά και το πουλί δεν είχε κουνηθεί, περίμενε στη θέση του ενώ το παιδί συνέχιζε να αγωνίζεται να φτάσει στο στρατόπεδο. Λένε ότι το παιδί επέζησε, ο Κέβιν Κάρτερ όμως όχι.
Η φωτογραφία του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times και κέρδισε το βραβείο Pulitzer, αλλά ο Κάρτερ αυτοκτόνησε λίγες εβδομάδες αργότερα. Στην τελευταία του επιστολή, έγραψε, «με στοιχειώνουν οι ζωντανές μνήμες των δολοφονιών και των πτωμάτων και της οργής και του πόνου, των πεινασμένων και τραυματισμένων παιδιών … Ο πόνος της ζωής υπερισχύει της χαράς σε σημείο που η χαρά παύει να υπάρχει». Λέγεται πως ο Κάρτερ υπήρξε μάρτυρας της επιβίωσης του παιδιού, η φωτογραφία όμως έκανε το γύρο του κόσμου, η φωτογραφία ενός παιδιού χωρίς όνομα που περίμενε το θάνατό του. Το παιδί αυτό αποτελεί σύμβολο για πολλά άλλα, για παιδιά που δεν μπορούν να καταγράψουν οι φωτογραφικές μηχανές, ούτε αριθμητικά ούτε ονομαστικά, όλα τους νεκρά ή μετά βίας ζωντανά. Φαίνεται πως όλο αυτό ήταν πάρα πολύ για να το αντέξει ο Κάρτερ. Η φωτογραφία που έβγαλε κατάφερε, παρά τη θέλησή του, να κατασκευάσει μια ιδέα για το πώς συμβαίνει ο θάνατος. Τώρα, σε κάθε αναφορά σχετική με παιδάκια που λιμοκτονούν, είτε στο νότιο Σουδάν ή αλλού, υπάρχει μία κατάσταση θεμελιωμένο στη φαντασία όλων όσων είδαν τη φωτογραφία του Κέβιν Κάρτερ ή συγκινήθηκαν απ’ αυτήν.
Αν το γυμνό κοριτσάκι στη φωτογραφία του Κάρτερ επέζησε, τότε επέζησε όχι ως παιδί-άτομο της φωτογραφίας, αλλά σαν την εικόνα της πείνας, σαν την εικόνα της μοίρας που έπεσε πάνω στα παιδιά του νότιου Σουδάν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 κι όχι σαν την εικόνα ενός παιδιού που μπορεί να έχει μεγαλώσει τώρα πια, να είναι παντρεμένη ή έγκυος. Ο Κάρτερ δεν είχε βγάλει τη φωτογραφία ενός παιδιού, αλλά ενός πεπρωμένου, και για έναν φωτογράφο το να συνειδητοποιήσει ότι φωτογράφιζε το θάνατο από λιμοκτονία ως πεπρωμένο των παιδιών του Σουδάν ήταν από μόνο του ένα γεγονός που έκανε τη ζωή του αβίωτη. Είναι σαν να είχε ξυπνήσει ένας γίγαντας και να παρήγαγε μια εικόνα. Και, ακόμη χειρότερα, αυτός ο γίγαντας άρχισε να καταβροχθίζει αμέτρητα θύματα κι αποχωρούσε από τη φαντασία μόνο αφού είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, έχοντας τραφεί με αρκετές ζωές στο μεταξύ.
Εικόνες σαν κι αυτή που δημιούργησε ο Κάρτερ δημιούργησαν μια διαδικασία παρατήρησης για το θάνατο και τον πόνο που προηγείται και που μας διαπερνά, τον οποίο είναι αδύνατον να ανεχτούν οι άνθρωποι ακόμη κι από μια γεωγραφική απόσταση. Υπό αυτή την έννοια, η εικόνα δημιουργεί νόημα και ίσως κάποιος να υποστηρίξει ότι δημιούργησε μια έκφραση: όσοι είδαν αυτή τη φωτογραφία κι επηρεάστηκαν από αυτήν είναι σε θέση να χαρτογραφήσουν την πορεία του θανάτου που διένυε αυτό το παιδί. Η φωτογραφία του Κάρτερ είναι η εικόνα του ισθμού που διαχωρίζει τη ζωή από το θάνατο. Είναι, ως εκ τούτου, πόνος που φανταζόμαστε και πόνος που μετατρέπεται από ατομικό και προσωπικό αίσθημα σε κοινό και δημόσιο.
Ενώ όμως η φωτογραφία του Κέβιν Κάρτερ κατασκεύασε επιτυχώς μια έκφραση για μια από τις πιο επίπονες πορείες του σύγχρονου θανάτου, παρόλα αυτά ακόμα δεν σκότωσε κανέναν από τους δολοφόνους του Τζαντζαουίντ, ούτε κι άλλαξε τη συμπεριφορά των όχλων του Αλ Μπασίρ. Σήμερα, δεκαεπτά χρόνια από την αυτοκτονία του Κάρτερ, ο Αλ Μπασίρ είναι ακόμη στην εξουσία κι ελπίζουμε ότι ο γίγαντας της πείνας δεν θα ξαναξυπνήσει. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, βασιζόμενος στην τελευταία δήλωση του Κάρτερ, ότι αυτή η εικόνα και οι όμοιές της αποτελούν ηθικό βάρος και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Ο Κέβιν Κάρτερ, αναμφίβολα, μπορούσε να περπατήσει μέχρι το ξενοδοχείο του για να περάσει την νύχτα του, κουρασμένος κι ανήσυχος, αλλά ασφαλής από το θάνατο. Εκείνη η ίδια νύχτα δεν έφερνε καμία προσδοκία ασφάλειας στους πεινασμένους κι ευάλωτους, γιατί πεινούσαν μέρα και νύχτα, ενώ αντίθετα ο φωτογράφος που τους υποστηρίζει κι ο δημοσιογράφος που θέλει να προστατεύσει τις ιστορίες τους θα προχωρήσει με σχεδόν όλα τα εργαλεία για να τους προφυλάξει από το θάνατο (χρήματα, τρόφιμα, αγαθά, εξοπλισμό, κι ούτω καθεξής). Σε αυτή την κτήση αγαθών βρίσκουμε τι είναι αυτό που κάνει την ανισότητα, μεταξύ του υποστηρικτικού δημοσιογράφου και των λιμασμένων υποκειμένων, τεράστια και αφόρητη.
Τελικά, αυτοί οι υποστηρικτές αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν ηθική κατακραυγή ή σίγουρη αποτυχία, γιατί τα μέσα παγκοσμίως επιλέγουν να απαγορεύσουν την μετάδοση ή την δημοσίευση βίαιων ή αιμοσταγών εικόνων με την λογική πως αυτές οι εικόνες μπορούν να αποβούν κυριολεκτικά θανατηφόρες για τους θεατές τους. Σε συλλογικό επίπεδο, οι επιπτώσεις ήταν ευρύτερες και πιο περιεκτικές, γιατί τέτοιες εικόνες ανάγκασαν πολλούς σε όλο τον κόσμο να ησυχάσουν τις συνειδήσεις τους, προσφέροντας δωρέες και κάνοντας φιλανθρωπία. Έκαναν, επίσης, και μια ηθική συζήτηση κατηγορώντας τους φωτογράφους για την λήψη τέτοιων φωτογραφιών αντί να εγκαταλείπουν τη δουλειά τους και να βοηθήσουν τα θύματα. Ήταν σαν να μετάνιωσε ο κόσμος για το μερίδιο ευθύνης του στην γέννηση του τέρατος το οποίο μετέτρεψε τον απρόσωπο θάνατο σε έναν θάνατο εικονογραφημένο, αισθητό- έναν θάνατο που μπορούμε να τον φανταστούμε. Αυτό που έγινε ξεκάθαρο ήταν ότι ο κόσμος είναι αποφασισμένος να μάθει, και είναι ικανός να παράσχει κάποια υποστήριξη. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη πρόθυμος να γίνει μάρτυρας των πορειών του θανάτου ή να αναφέρεται σ’ αυτόν με ακριβείς και συναφείς όρους. Στους πολέμους και τις κρίσεις που ακολούθησαν, είδαμε το θάνατο σαν ένα γενικευμένο γεγονός αλλά αρνηθήκαμε να παρατηρήσουμε την πορεία της δράσης του. Αρνηθήκαμε να δούμε γιατί, υπό τις σωστές συνθήκες, θα βρίσκαμε τους τρόπους να τον εμποδίσουμε να φτάσει στην φυσική του κατάληξη. Με τέτοιες εικόνες, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι κάποιοι θάνατοι, ίσως οι περισσότεροι, μπορούν να αποφευχθούν, αλλά αυτό που μας εμποδίζει από το να σώσουμε μερικούς από αυτούς που πεθαίνουν, είναι ακριβώς ο χρόνιος εθισμός μας στο να ασχολούμαστε με τις καθημερινές υποθέσεις μας και τις μικρές έγνοιες. Δεν είμαστε σε θέση να αγνοήσουμε τις δουλειές μας ή να παραβλέψουμε τον πρωινό μας καφέ για να πάμε να σώσουμε τους πεινασμένους από το θάνατο και να εμποδίσουμε τους δολοφόνους να σκοτώνουν.
Ένα τελυταίο ζήτημα έχει να κάνει με την θέση του θεατή στην εξίσωση δολοφόνου και θύματος. Στην εποχή των σύγχρονων εικόνων, ο θεατής δεν είναι πλέον ικανός να είναι φιλικά διακείμενος προς τον δολοφόνο. Αντίθετα, είναι πρόθυμος να ταυτίζεται με τα θύματα. Με δεδομένη την επιλογή μεταξύ του να πάρει τη θέση ενός θύματος ή ενός δολοφόνου, ο καθένας θα διάλεγε το πρώτο, χωρίς κανένα δισταγμό. Ο χειρότερος εφιάλτης είναι να μπει κανείς στη θέση του Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι όταν κατέσφαζε το Νικ Μπεργκ. Εικόνες σαν κι αυτή έχουν θάψει ιστορικές μορφές – ο Ηρακλής, ο Αννίβας και ο Ναπολέων έχουν κατά μια έννοια μετατραπεί σε δολοφόνους, τρομοκράτες, ή οπαδοί του Ζαρκάουι. Ωστόσο, η ξεκάθαρη επιλογή να πάρουμε το μέρος του θύματος δεν έχει γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ των θυμάτων του θανάτου και των θεατών τους. Ίσως να έχει γίνει η απόσταση μεγαλύτερη με το να ενθαρρύνονται οι άνθρωποι να αποφεύγουν τέτοιες δύσκολες δοκιμασίες. Συνεπώς, ενώ παρακολουθούσαμε τα γεγονότα στο Ιράκ, το Λίβανο, τη Γάζα, την Αϊτή και το Ιράν στις οθόνες μας, οι άνθρωποι σ’ εκείνα τα μέρη το μόνο που θα μπορούσαν ήταν, απλώς, να παρακολουθούν τους θανάτους τους μέσα από τα ίδια τα ΜΜΕ. Κι όταν οι συνθήκες χειροτέρεψαν, τα ευπαθή διαδικτυακά μέσα ήταν ανίκανα να φτάσουν εκείνους που βρίσκονταν στις περιοχές με τα χειρότερα πλήγματα, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι στο Νότιο Λίβανο δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το θάνατό τους στην οθόνη τόσο εύκολα όσο μπορούσαν οι Γάλλοι και οι Πορτογάλοι. Αν είχαν μια ευκαιρία να παρακολουθήσουν τον ίδιο το θάνατό τους, ήταν από τα ίδια μέσα που είχαν οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί, ή οι Πορτογάλοι, καθιστώντας ουσιαστικά το θάνατό τους λιγότερο προσωπικό, δεδομένου πως ήταν ακόμη ζωντανοί για να είναι μάρτυρες αυτού. Εδώ έχουμε αυτό που πρωταρχικά είναι ένας διαχωρισμός των νεκρών από τους ζωντανούς τη στιγμή του θανάτου: όσοι παρακολουθούν το CNN είναι επιζώντες, ενώ αυτοί που δεν το παρακολουθούν είναι είτε νεκροί ή ενδεχομένως νεκροί.
Κατά την διάρκεια των πολέμων και των κρίσεων, οι κορυφαίοι ραδιοτηλεοπτικοί παρουσιαστές δημιουργούν τακτικά μια εικόνα θανάτου που υπερβαίνει την απλή ταφή και αποκτάει μια μετά θάνατον ζωή από ιστορίες, γνώμες, ή ακόμη και πολιτικές (γραμμές)- όπως ήταν στην περίπτωση των επιθέσεσων της Νέας Υόρκης, όπου τα θύματα χρειάζονταν πρόσθετες αποδείξεις ότι ήταν θύματα. Αντίστοιχα, η Αμερικανική διοίκηση, ωθούμενη από το μίασμα της εκδίκησης, μίσθωσε την βιομηχανία θανάτου στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Πακιστάν σε σημείο που δημιούργηθηκε η προσδοκία για τους κατοίκους της Ουάσινγκτον και της Νέας Υόρκης να βγαίνουν στους δρόμους μεταμεσονύχτια για να γιορτάσουν την δολοφονία του Μπιν Λάντεν.
Η εικόνα της αναμετάδοσης παρέμεινε κυρίαρχη κατά την διάρκεια των επαναστάσεων σε όλο τον Αραβικό κόσμο, από την Τυνησία στην Αίγυπτο, την Υεμένη, το Μπαχρέιν και τη Λιβύη. Ωστόσο, όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Συρία, φάνηκε ότι είχε συντελεστεί μια σπουδαία αλλαγή. Η επανάσταση στη Συρία δεν είχε να αντιμετωπίσει ένα απολυταρχικό καθεστώς σαν κι εκείνα της Αιγύπτου ή της Τυνησίας. Ο Αζίζ Αλ Αζμέχ έχει δώσει τίτλο στο καθεστώς της Συρίας το nizam mamlouki—ένα καθεστώς (nizam) που θεωρεί τους ανθρώπους, τη γη, κι όλα πάνω ή κάτω απ’ αυτήν, σαν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της αποκλειστικής ιδιοκτησίας του. Κατά μια έννοια, το Συριακό καθεστώς mamlouki δεν νοιάζεται για τις ζωές που έχει στην κατοχή του, κι ως εκ τούτου θεωρεί εύκολο να τις τιμωρίσει με θάνατο και ασιτία. Στην Νταραά, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: μια πόλη τιμωρείται με στέρηση ηλεκτρισμού, νερού και τροφής, μένοντας με την επιλογή του θανάτου ή της υποχώρησης. Ήταν ένα μεσαιωνικό είδος στρατιωτικής διαδικασίας που δεν έχει καμία σχέση με τους σύγχρονους καιρούς. Είναι ευρέως γνωστό πως ο πρόεδρος Μπασάρ Αλ Άσαντ κυβερνά τη Συρία λόγω της μνήμης του πατέρα του, του προέδρου Χαφέζ Αλ Άσαντ, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει μαχητικά αεροπλάνα για να βομβαρδίσει τον πόλη το 1982, εκτελώντας μια σφαγή που όμοια την δεν υπήρξε στη σύγχρονη εποχή, εκτός από τη σφαγή στη Χιροσίμα. Για τον Μπασάρ Αλ Άσαντ να κυβερνά λόγω της μνήμης του πατέρα του εξηγείται κάπως, αλλά αν αυτή η μνήμη είναι απαρχαιωμένη και ξεπερασμένη, όπως είδαμε πολύ πρόσφατα στις ενέργειες των Συριακών δυνάμεων ασφαλείας, τότε οι προσκλήσεις για συνύπαρξη με το καθεστώς, αναγκαστικά, καθίστανται άνευ ουσίας. Συνεπώς, η εξίσωση που δημιουργείται από τους Σύριους επαναστάτες, με τον βαθύ νεωτερισμό τους, δε νικάει μόνο τον Μπασάρ Αλ Άσαντ, αλλά και τη συνείδηση ενός κόσμου που δείχνει περιορισμένη υποστήριξη για τους επαναστάτες που χάνουν τη ζωή τους μπροστά στις κάμερες.
Από την έναρξη της κρίσης στη Συρία, οι πολιτικοί αναλυτές περίμεναν για μια διαμαρτυρία εκατομμυρίων ανθρώπων στη Δαμασκό ώστε να μπορέσουν να προσδοκούν την κατάρρευση του αιματηρού καθεστώτος. Εικόνες εκατομμυρίων διαδηλωτών είναι αρκετές από μόνες τους για να αλλάξουν τη λογική της πολιτικής στον κόσμο, μιας και αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη ότι «ο λαός θέλει αλλαγή του καθεστώτος». Κι όμως, οι πρώτες εβδομάδες πέρασαν χωρίς καμία διαδήλωση από τα εκατομμύρια άτομα. Υπήρχαν μικρές διαδηλώσεις που «ξεφύτρωναν» σε απρόσμενα μέρη σε πολλές πόλεις και χωριά της Συρίας, και αντιμετωπίζονταν με ανείπωτη βία από τις δυνάμεις ασφαλείας. Ο απολογισμός ήταν μέτριος ως προς τους αριθμούς, αλλά οι επαναστάτες έδειξαν μια τόλμη που δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος, και μάλλον δεν είναι ακόμη έτοιμος να δει. Τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα και πρακτορεία ειδήσεων έκαναν πίσω και δεν μετέδωσαν τις εικόνες του αίματος και της σάρκας που οι διαδηλωτές παρέδωσαν άφοβα μπροστά στον τύρρανό τους. Η δικαιολογία ήταν η ίδια: κάποιες βίαιες σκηνές δεν θα έπρεπε να μεταδοθούν ζωντανά, γιατί τέτοιες εικόνες θα μπορούσαν να έχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα για τους θεατές. Αλλά οι εικόνες από τη Συρία δεν είναι εκείνες που προηγουμένως αποτελούσαν αντικείμενο αποστροφής. Δεν είναι οι εικόνες του Ζαρκάουι, ούτε εκείνες που τράβηξαν οι προνομιούχοι δημοσιογράφοι στο νότιο Σουδάν. Οι φορείς εικόνων (image-makers) της Συρίας, για πρώτη φορά στην ιστορία, κατέλαβαν ταυτόχρονα δυο τεράστιους ρόλους: τον ρόλο του θύματος και τον ρόλο του ήρωα. Ο Σύριος φωτογράφος είναι ένας διαδηλωτής κι αυτός, αντί όμως να μαγνητοσκοπεί το πλήθος, μαγνητοσκοπει τον ίδιο του το θάνατο. Είναι μια μορφή αυτοχειρίας ενάντια στις κάμερες που δεν «χαρίζονται» σε κανέναν, ακόμη κι αν τα παγκόσμια δίκτυα απέχουν από την αναμετάδοση αυτών των εικόνων.
Ο διαδηλωτής στη Συρία είναι ταυτόχρονα ιστορικός και θύμα γυμνής καταστολής. Ένας διαδηλωτής που γράφει ιστορία με το ίδιο του το αίμα, το σώμα και το θάρρος θα αποτελέσει πρόκληση για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αλλά η επανάσταση στη Συρία έχει επίσης θέσει τα ΜΜΕ σε μια δύσκολη δοκιμασία. Ο Ρεζί Ντεμπραί έχει πει ότι ο δημοσιογράφος είναι ένας σκύλος που ακολουθεί τις μυρωδιές, αλλά αυτή η ακριβής περιγραφή δεν ταιριάζει στο Σύριο image-maker/διαδηλωτή. Ο διαδηλωτής εδώ δεν μοιάζει με το δημοσιογράφο που σαν γύπας έλκεται από την μακρινή μυρωδιά του αίματος. Ο διαδηλωτής στη Συρία μετατρέπει τις δυνάμεις ασφαλείας σε γύπες, γιατί εμφανίζονται οπουδήποτε είναι ο διαδηλωτής, κι αρχίζουν να τρέφονται από σώματα. Αυτά λοιπόν για την δοκιμασία των ΜΜΕ και τις παραδοσιακές πολιτικές της αλληλεγγύης.
Η αιματοχυσία στη Συρία τοποθετεί ένα ακόμη μέρος σε μια πιο σκληρή και πιο σημαντική δοκιμασία. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί χωρίς δισταγμό ότι οι Σύριοι διαδηλωτές νίκησαν όλες τις μορφές πολιτικής κινητοποίησης χρησιμοποιώντας τη βία σαν μέσο για να πετύχουν τους στόχους τους. Οι πρώτοι ηττημένοι ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και ο Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι. Ο Σύριος image-maker δεν επιτίθεται σαν τον Ζαρκάουι, που συνήθιζε να μαγνητοσκοπεί τον εαυτό του σκοτώνοντας τα θύματά του. Το βίντεο που δείχνει τους άντρες ασφαλείας στο χωριό Μπάιντα να πατούν πάνω στις πλάτες των συλληφθέντων μπορεί να είναι κοντά σ’ αυτό, αλλά αποτελεί περισσότερο εξαίρεση παρά κανόνα. Ο Σύριοι αναμετάδοσαν εικόνες του ίδιου του θανάτου τους από ζωντανές σφαίρες, και οι σκοτωμένοι δεν μπορεί να κατηγορηθούν για το ίδιο τους το αίμα. Παρόλα αυτά, αυτός ο image-maker τοποθετεί το θεατή σε μια πολύπλοκη θέση, γιατί το άτομο που βλέπει αυτές τις εικόνες δεν μπορεί πλέον να διακινδυνεύσει να πάρει το μέρος του δολοφόνου, ούτε όμως και να ταυτιστεί με το αβοήθητο θύμα. Η Συριακή εικόνα φέρνει αντιμέτωπο το θεατή με τη μηδενική πιθανότητα να είναι Σύριος, είτε είναι δολοφόνος ή θύμα. Είναι παραπάνω από αυτό που μπορεί να αντέξει ένας θεατής. Γι’ αυτό ίσως ο εικόνες της Συρίας δεν πολλαπλασιάστηκαν, όπως συνέβη με αυτές της Αιγυπτιακής επανάστασης, γιατί γίνεται πολύ δύσκολο να πούμε «είμαστε όλοι Σύριοι», όπως θα έλεγαν κάποιοι Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι. Απέχουμε πολύ ακόμη από το να εξισώθουμε με τους Σύριους στο ανάστημα της γενναιότητας τους.
Γι’ αυτούς τους λόγους ακριβώς η νίκη της Συριακής επανάστασης είναι επικείμενη. Αν οι Σύριοι υπέκυπταν στο καθεστώς mamlouki, κανένας στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αντέξει αυτή την ήττα. Από την αρχή της Συριακής επανάστασης, ο κόσμος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάρει το μέρος των καταπιεσμένων.
Οι Τυνήσιοι και οι Αιγύπτιοι, και πριν από αυτούς οι Ιρανοί και οι Λιβανέζοι, αγωνίστηκαν σκληρά για να αλλάξουν την κατέυθυνση της εικόνας και της λέξη από τους γνωστούς δρόμους. Η προσπάθειά τους δεν ήταν προϊόν πνευματικής ή εννοιολογικής ωριμότητας, αλλά μια επίπονη προσπάθεια. Οι επαναστάτες ήξεραν ότι αν δεν αναλάμβαναν τον έλεγχο των διαδικασιών ερμηνείας, κι αν δεν ανακοίνωναν τα μανιφέστα τους συνοπτικά και χωρίς εξωραϊσμούς, δεν θα ήταν σε θέση να διαμορφώσουν ούτε την δική τους μοίρα, ούτε των χωρών τους. Κάποιες επαναστάσεις πέτυχαν κι άλλες απέτυχαν, αλλά αυτές που απέτυχαν δεν ήταν λιγότερο παραδειγματικές από τις νικηφόρες ή από εκείνες που εξακολουθούν την ελπίδα της νίκης. Η νίκη στην επανάσταση δεν είναι ένα θεωρητικό μάθημα, γιατί ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι η Γαλλική ή η Ρωσική επανάσταση απέτυχαν ή πέτυχαν; Γνωρίζουμε όμως ότι ενέπνευσαν κι επηρέασαν την αλλαγή, όχι μόνο στο άμεσο περιβάλλον τους αλλά σε διεθνή κλίμακα. Φαίνεται ότι ο ζήλος αυτών των επαναστατών να αποκτήσουν τον έλεγχο της έννοιας των επαναστάσεών τους ήταν καθοριστικός για τον προσδιορισμό της φύσης και της σημασίας τους. Ωστόσο, εκείνοι οι επαναστάτες δε βίωσαν τη μεσαιωνική μηχανή καταπίεσης που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες της Συρίας και της Λιβύης. Η περίπτωση της Λιβύης είναι, βεβαίως, διαφορετική από εκείνη της Συρίας, γιατί ο κόσμος έσπευσε να καταδικάσει τον Καντάφι και το καθεστώς του, κι αυτό έκανε το θεωρητικό βάρος των Λίβυων επαναστατών λιγότερο επιβλητικό. Οι Σύριοι αντιμετωπίζουν ένα καθεστώς που δεν έχει παίξει ακόμη όλα του τα χαρτιά, όπως συνέβη με το αντίστοιχο στη Λιβύη. Οι Σύριοι θέλουν να αποδείξουν ότι ο καταδεκτικός πρόεδρός του δεν είναι μεταρρυθμιστής, όπως τον περιγράφει η Χίλαρυ Κλίντον, κι ότι το κοσμικό καθεστώς δεν είναι προστάτης των μειονοτήτων όπως θέλουν να ισχυρίζονται οι άντρες του.
Οι Σύριοι διαδηλωτές γνώριζαν, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος το αγνοούσε, ότι τη στιγμή που θα επέλεγαν να βγουν στους δρόμους θα έπεφταν σίγουρα στην παγίδα του θανάτου του Μπάαθ. Κουβαλώντας τις κάμερές τους και τραβώντας τους θανάτους τους άλλαξαν βαθιά και ριζικά τη λογική μιας εικόνας που κάποτε αναγνωρίζαμε από ένα σχόλιο πάνω σε ένα συμβάν, σε ένα ολοκληρωμένο συμβάν. Πιθανώς, αυτή η αλλαγή θα συνεχίσει να προβληματίζει τα διεθνή μέσα. Στην Αίγυπτο, την Τυνησία και το Ιράν, η λέξη ήταν το γεγονός, Στο Λίβανο, η εικόνα ποτέ δεν έφτανε ένα γεγονός, αλλά με πολλούς τρόπους τα γεγονότα έγιναν μια εικόνα. Οι Λιβανέζοι διακήρυξαν ότι αντιμετώπιζαν μια τρομακτική μηχανή καταπίεσης -ίδια με αυτή που αντιμετωπίζουν και οι Σύριοι τώρα- αλλά η μηχανή εκείνη διαλύθηκε νωρίς κατά την διάρκεια της επανάστασής τους. Οι Λιβανέζοι απλώς περίμεναν μπροστά από τις κάμερες, δείχνοντας την προθυμία τους να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα της καταπίεσης, χωρίς αυτή να υλοποιείται. Στη Συρία βρίσκουμε την άλλη όψη της ίδιας εξίσωσης: υπήρχαν μόνο λίγα άτομα σε σύγκριση με τα πλήθη των άλλων επαναστάσεων, αλλά όλα πυροβολήθηκαν κι όλα πέθαιναν μπροστά στις κάμερες που κατέγραφαν τους εκκωφαντικούς κι αιματηρούς θανάτους τους. Οι Συριακές αρχές, αμέσως, θεώρησαν έγκλημα την κατοχή κάμερας, και συνελάμβαναν όποιον έβρισκαν να παίρνει φωτογραφίες από κινητό τηλέφωνο. Η εικόνα που έγινε συμβάν ήταν αυστηρά Συριακή, γιατί κανένας παγκοσμίως δεν έχει παράγει κάτι παρόμοιο. Τα ΜΜΕ, και τα τηλεοπτικά δίκτυα, ιδίως, δεν μπορούν πια να ισοδυναμήσουν αυτό που κατασκεύασαν οι Σύριοι διαδηλωτές. Μπορεί και να στάθηκαν τυχεροί που τους απαγορεύτηκε από Συριακό έδαφος να υπάρχει δημοσιογραφική κάλυψη.
Μετατρέποντας την εικόνα σε αυτόνομο γεγονός, οι Σύριοι επαναστάτες κατάφεραν να διαφυλάξουν το νόημα του. Πέτυχαν να καθοδηγήσουν τη διαδικασία ερμηνείας ενώ υποστήριζαν τις εικόνες των δικών τους θανάτων. Από εδώ και στο εξής, κανένα κράτος, άνθρωπος, ή ομάδα δεν έχει δικαίωμα να τους πει τι είναι καλύτερο γι’ αυτούς, ή αν ο πρόεδρός τους είναι μεταρρυθμιστής. Οι Σύριοι επαναστάτες έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να ερμηνεύουν τις δικές τους εικόνες, γιατί είναι εικόνες από το γεγονός του θανάτου τους, και γι’ αυτό το λόγο έχουν, επίσης το αποκλειστικό δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας τους.
To άρθρο του Jon Rich “The Blood of the Victim: Revolution in Syria and the Birth of the Image-Event” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό e-flux.
Αφιέρωμα: δικτυωμένες εξεγέρσεις
Ετικέτες: Jon Rich , αραβικές εξεγέρσεις , εικόνα-συμβάν , Συρία , φωτογραφία