ετικέτες


blogging claudia aradau creative commons facebook geert lovink michel bauwens olpc p2p trafficking Venanzio Arquilla web2.0 wikileaks wikipedia Γαλλία ΕΕ ΕΚΦ ΗΠΑ Λατινική Αμερική Μεγάλη Βρετανία ΟΗΕ ΠΚΦ Τουρκία ακτιβισμός ανθρωπισμός ανθρωπολογία ανθρώπινα δικαιώματα ανοικτές υποδομές ανοικτή πρόσβαση αραβικές εξεγέρσεις αριστερά αρχιτεκτονική ασφάλεια βασίλης κωστάκης βιοτεχνολογία δημιουργικότητα δημοκρατία δημόσια αγαθά δημόσιοι χώροι διανεμημένη-ενέργεια διαφάνεια εθνικισμός εκπαίδευση ελεύθερα δεδομένα ελεύθερο λογισμικό ελλάδα ενέργεια επισφάλεια εργασία ηθική θεωρία δικτύων θρησκεία θυματοποίηση ιταλία καθημερινή ζωή καινοτομία καπιταλισμός κλιματική αλλαγή κοινά αγαθά κοινωνία πολιτών κοινωνική δικαιοσύνη κοσμοπολιτισμός κρίση αντιπροσώπευσης λαϊκισμός λογισμικό λογοδοσία μετανάστες μετανθρωπισμός μη-γραμμικότητα μη πολίτες μουσική νέα μέσα νέλλη καμπούρη νεοφιλελευθερισμός ντιζάιν οικολογία οικονομικές στατιστικές οικονομική κρίση παγκοσμιότητα πειρατεία πνευματικά δικαιώματα πολιτισμικές διαφορές πρόνοια πόλεις σεξουαλική εργασία σοσιαλδημοκρατία σοσιαλισμός συλλογική νοημοσύνη συμμετοχική δημοκρατία συμμετοχική κουλτούρα συνεργατική γνώση σύνορα τέχνη ταχύτητα υπηκοότητα φιλελευθερισμός φύλο χαρτογράφηση χρέος χώρος ψηφιακά δικαιώματα

Re-public στο

Ghislain Perreau – Οι βιοτεχνολογίες και οι ατομικές ελευθερίες


βιοτεχνολογία

Το θέμα της γνώσης των νέων ορίων μεταξύ της ατομικής ελευθερίας- της ελευθερίας του καθένα να χρησιμοποιεί το σώμα του- και της πρόληψης, θέτει πολλά προβλήματα. Πράγματι, στον τομέα των βιοτεχνολογιών, μας καλεί να προσδιορίσουμε εάν η χρήση των νέων τεχνολογιών που στοχεύουν στη βελτίωση του ανθρώπου πρέπει ή δεν πρέπει να ελέγχεται και να περιορίζεται για λόγους πρόληψης και προφύλαξης. Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, μπορούμε να μελετήσουμε τις θέσεις ορισμένων διανοητών όπως ο John Harris, ο Ronald Βailey ή ο James Hughes.[1]



Αποτελεί η χρήση των βιοτεχνολογιών προσβολή στην ελευθερία των μελλοντικών παιδιών;


Μια αντίρρηση που υπάρχει για την ελευθερία χρήσης των βιοτεχνολογιών είναι ότι η χρήση τους στην αναπαραγωγή όπως, για παράδειγμα, οι γενετικές τροποποιήσεις εμβρύων, αποτελεί προσβολή στην ελευθερία των τελευταίων, με αποτέλεσμα να τους προκαλεί βλάβη. Η ιδέα αυτή προέρχεται εν μέρει από το γεγονός ότι έχουμε ορισμένες υποχρεώσεις απέναντι στις μελλοντικές γενιές και οφείλουμε να περιορίσουμε τις πρακτικές που μπορεί να τις βλάψουν, για λόγους πρόληψης και προφύλαξης.


Αυτό εκφράζει ο John Harris όταν δηλώνει ότι οφείλουμε να μην κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας ένα παρακμασμένο περιβάλλον και ότι έχουμε επίσης ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη γενετική κληρονομιά τους.


Σύμφωνα μ’ αυτόν, όμως, ό, τι κάνουμε στο παρόν θα έχει επίδραση στο μέλλον και μ’ αυτή την έννοια καλό θα ήταν, προκειμένου να μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις βιοτεχνολογίες και τις αναπαραγωγικές τεχνολογίες ελεύθερα, να μην ενεργούμε με τρόπο που μπορεί να βλάψει τις μελλοντικές γενιές, γιατί αυτό θα ήταν το μόνο εμπόδιο για την απαγόρευση αυτών των τεχνικών. Αυτό που ο Harris επιχειρεί να δείξει είναι ότι υπάρχουν δυο τρόποι για να προκαλέσουμε βλάβες. Από τη μια πλευρά, μπορούμε να κάνουμε κακό ενεργώντας με ‘θετικό’ τρόπο, τροποποιώντας εσκεμμένα ορισμένα πράγματα που μπορεί να επιφέρουν βλάβες στο μέλλον. Αλλά, από την άλλη πλευρά, μπορούμε να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα ‘αφήνοντας τα πράγματα όπως είναι, ξέροντας ότι θα προκύψει βλάβη’, ενεργώντας, δηλαδή, με ‘αρνητικό’ τρόπο.


Εδώ το επιχείρημα κατά της χρήσης των αναπαραγωγικών τεχνολογιών αντιστρέφεται, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε τη χρήση τους επειδή ενδέχεται να κάνουν κακό στις μελλοντικές γενιές. Πράγματι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η μη παρέμβασή μας για την τροποποίηση κάποιων ελαττωματικών γενετικών χαρακτήρων των απογόνων μας είναι, επίσης, ένας τρόπος να τους βλάψουμε. Από κει κι ύστερα, το επιχείρημα για απαγόρευση της χρήσης των αναπαραγωγικών τεχνολογιών και των βιοτεχνολογιών δεν μπορεί πλέον να βασιστεί στο απλό γεγονός ότι έχουμε κάποιες υποχρεώσεις απέναντι εκείνων που θα έρθουν μετά από μας. Το γεγονός ότι ενεργούμε για να τροποποιήσουμε κάτι δεν διαφέρει ηθικά από το να μην ενεργούμε, όταν γνωρίζουμε τις συνέπειες.


Σύμφωνα, όμως, με ένα άλλο επιχείρημα, δεν έχουμε το δικαίωμα να τροποποιούμε τα γενετικά χαρακτηριστικά των παιδιών μας, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι τους στερούμε την ελευθερία να επιλέξουν και θα ήταν μια απόφαση που θα είχε ληφθεί χωρίς τη συναίνεσή τους. Η απάντηση του Harris μας δείχνει, εκ πρώτης, ότι η έννοια της συναίνεσης του παιδιού δεν είναι εφαρμόσιμη όταν πρόκειται να ορίσουμε εάν η χρήση των αναπαραγωγικών τεχνολογιών είναι νόμιμη, διότι αυτό το επιχείρημα είναι εντελώς παράλογο. Πράγματι, θα ήταν σα να λέγαμε ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε για την τροποποίηση των χαρακτηριστικών ενός παιδιού πριν από τη γέννησή του, διότι τότε ενεργούμε χωρίς τη συναίνεσή του. Βλέπουμε, όμως, ότι αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει, γιατί αν ζητούσαμε τη συγκατάθεση ενός παιδιού για κάθε απόφαση που παίρνουμε για λογαριασμό του, δεν θα επιζούσε της πρώτης μέρας της ζωής του, εφόσον δεν θα ήταν σε θέση να μας απαντήσει. Κι αυτό ισχύει για όλο το πρώτο μέρος της ζωής του, ακόμη κι όταν δεν είναι πλέον βρέφος. Υπενθυμίζουμε ότι, από τη στιγμή της γέννησής του, ένα παιδί πρέπει να υποστεί αρκετές ιατρικές παρεμβάσεις χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να επιζήσει κι ότι, στη συνέχεια, κάποιες παρεμβάσεις που εξαρτώνται άμεσα από τη βούληση των γονέων αποδεικνύονται περισσότερο από αναγκαίες για την ευεξία και την υγεία του. Αυτές οι παρεμβάσεις αντιπροσωπεύουν, εκείνη τη στιγμή, έναν κίνδυνο για το παιδί, αλλά στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται ότι ενεργούμε για λογαριασμό του, αποκλειστικά προς το συμφέρον του και με το σκοπό να αποτρέψουμε μελλοντικές οδύνες και βλάβες.


Η αρχή της προφύλαξης


Μια λογική στάση θα ήταν να πούμε ότι οι αποφάσεις που αφορούν τη χρήση των βιοτεχνολογιών, όπως και η δυνατότητα να τις επιτρέψουμε ή όχι, δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά σε προσωπικές απόψεις, σε θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απέχθεια και ούτε καν σε ορισμένα αβάσιμα επιχειρήματα. Μια ορθολογική εξέταση για τα οφέλη και τα ενδεχόμενα ρίσκα που προκύπτουν από τη χρήση αυτών των τεχνικών είναι λοιπόν αναγκαία πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια σε κανέναν τομέα. Κατά συνέπεια, θα ήταν λογικό να υιοθετήσουμε μια φιλελεύθερη θέση, σύμφωνα με την οποία για να λάβουμε αποφάσεις που αφορούν αποκλειστικά άτομα και που δεν κάνουν κακό σε άλλους, πρέπει να αφήνουμε τον καθένα να επιλέγει ελεύθερα.


Παρόλα αυτά, είναι φυσιολογικό να μπορεί το κράτος να παρεμβαίνει σε αυτές τις αποφάσεις, εάν είναι σαφές ότι οι συνέπειές τους μπορούν να κάνουν κακό σε άλλους. Μια παραλλαγή του επιχειρήματος αυτού είναι ‘η αρχή της προφύλαξης’, που δέχεται έντονη κριτική από ορισμένους συγγραφείς όπως οι John Harris, Ronald Bailey ή James Hughes. Πράγματι, σύμφωνα με αυτή την αρχή, καμιά τεχνολογία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εκτός κι αν οι κίνδυνοι που ενδέχεται να επιφέρει είναι όλοι απολύτως γνωστοί. Μια τέτοια θέση μπορεί να μοιάζει καθησυχαστική και αποτέλεσμα κοινής λογικής.


Στην πραγματικότητα, όμως, βλάπτει την πρόοδο της επιστήμης και, επιπλέον, είναι ανεφάρμοστη. Όπως αποδεικνύει ο Ronald Bailey στο βιβλίο του Liberation Biology, μια τέτοια αρχή δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αφού οι συνέπειες ορισμένων τεχνολογιών στο κοινωνικό, ιατρικό ή τεχνικό επίπεδο δεν μπορούν να είναι εντελώς γνωστές από πριν (σ. 243). Και για να δείξουν σε ποιο σημείο αυτό το κριτήριο για την επιλογή των τεχνολογιών που πρέπει να επιτρέπονται είναι υψηλό, οι Bailey και Hughes υποστηρίζουν ότι ακόμη κι η ασπιρίνη δεν θα θεωρείτο, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, ασφαλής, εξαιτίας ορισμένων από τις παρενέργειές της.


Το πρόβλημα είναι, όπως σημειώνει ο Hughes, ότι οι δυνατότητες που μπορούν να μας παράσχουν οι βιοτεχνολογίες περικλείουν ‘τεράστια ρίσκα και τεράστια οφέλη’. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο η απόφαση να επιτραπεί ή όχι η χρήση αυτών των τεχνολογιών να βασίζεται σε κάτι άλλο από την αρχή της προφύλαξης και να μπορεί ο καθένας να αποφασίσει αν επιθυμεί ή όχι να επωφεληθεί από αυτές τις τεχνολογίες. Εάν αληθεύει ότι ορισμένες εφευρέσεις έχουν αποδεδειγμένα καταστροφικές επιπτώσεις, και πρέπει να εξεταστεί οτιδήποτε μπορεί να προκύψει από αυτές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες ένα κριτήριο επιλογής εξίσου αυστηρό. Διότι, όπως επισημαίνει ο Harris, η αρχή της προφύλαξης σημαίνει θεωρητικά ότι ‘τίποτα δεν θα έπρεπε να γίνεται για πρώτη φορά’, πράγμα παράλογο και βλαβερό σε ό, τι αφορά τόσο την ατομική ελευθερία όσο και την ανθρώπινη πρόοδο και την πορεία της προς τη βελτίωση της κατάστασής της.


Τα όρια της φιλελεύθερης άποψης σχετικά με τη χρήση των βιοτεχνολογιών


Ωστόσο, παρά τα επιχειρήματα υπέρ της ελεύθερης χρήσης των βιοτεχνολογιών, μπορούμε να εκφράσουμε μια επιφύλαξη σε σχέση με τη φιλελεύθερη άποψη των συγγραφέων που μελετήσαμε. Πρόκειται για μια παρατήρηση βάθους αλλά που μπορεί να αποτελέσει ένα όριο στην ελεύθερη χρήση των βιοτεχνολογιών, σύμφωνα με την εκτίμηση του καθένα.


Στην ουσία, πρόκειται για μια αντίρρηση την οποία διατυπώνει ο ίδιος ο Hugues στο βιβλίο του Citizen Cyborg όταν δηλώνει ότι αναμφίβολα οι υπέρμαχοι της ελευθερίας δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία στην ελευθερία και αυτό θα μπορούσε να έχει βλαβερές συνέπειες, ειδικά στη χρήση των αναπαραγωγικών τεχνολογιών (σ. 141). Διότι, θεωρώντας ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις επιλογές που κάνουν οι γονείς σε ό, τι αφορά την αναπαραγωγή, εκτός κι αν υπάρχουν επαρκείς λόγοι, ενδέχεται να οδηγηθούμε σε μια κοινωνία στην οποία οι κουφοί γονείς, για παράδειγμα, θα μπορούσαν, αν είχαν τα μέσα, να υποβάλουν τα παιδιά τους σε γενετικές τροποποιήσεις έτσι ώστε να είναι κι αυτά κουφά. Κατά συνέπεια, αυτό που εμφανίζεται προβληματικό σε μια τέτοια φιλελεύθερη αντίληψη της δημοκρατίας, είναι ότι καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο στάσεις. Μπορούμε, από τη μια πλευρά, να ορίσουμε ποιες στάσεις κάνουν κακό στην ανάπτυξη ενός παιδιού και τη νοημοσύνη του, για παράδειγμα, με στόχο την απαγόρευση αυτών των πρακτικών. Μπορούμε όμως εξίσου να θεωρήσουμε, κι αυτό είναι το παράδειγμα που δίνει ο Hughes, ότι αφού δεν απαγορεύουμε στις έγκυες γυναίκες να καπνίζουν, πρέπει να αφήσουμε στους γονείς πλήρη ελευθερία σε ό, τι αφορά στην αναπαραγωγή, αποτρέποντας τους απλώς να κάνουν κάποιες επιλογές που θεωρούνται κακές.


Το πρόβλημα είναι, λοιπόν, ότι σε μια τέτοια κοινωνία, ο κίνδυνος κατάχρησης από την πλευρά των ατόμων είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό, τι σε μια κοινωνία όπου οι χρήσεις των βιοτεχνολογιών και των τεχνολογιών αναπαραγωγής περιορίζονται από το νόμο.Ωστόσο, ο Hughes θεωρεί ότι ακόμη και σε μια κοινωνία που τοποθετεί τόσο ψηλά το κριτήριο της παρέμβασης και που δίνει τόση αξία στην ατομική ελευθερία, οι γονείς θα ενεργούσαν σχεδόν πάντα για να βελτιώσουν το παιδί τους και όχι για να το βλάψουν. Από κι ύστερα, θα πρέπει να δεχτούμε να πληρώσουμε το τίμημα κάποιων καταχρήσεων και κάποιων κακών, προκειμένου να σεβαστούμε όσο γίνεται περισσότερο την ελευθερία της τεκνοποίησης και την ελευθερία σε σχέση με το σώμα μας. Αυτή ακριβώς είναι, όμως, η κριτική που μπορούμε να απευθύνουμε σε μια τόσο φιλελεύθερη αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης, καθώς πέραν του ότι οδηγεί σε καταχρήσεις, απαιτεί να θυσιαστεί η ελευθερία ορισμένων προκειμένου να επιτραπεί εκείνη ενός μεγαλύτερου αριθμού ατόμων.


Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Hughes θεωρεί ότι θα υποχρεωθούμε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές που θα είναι, μερικές φορές, δύσκολες και πολύ περίπλοκες, αλλά αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια ελεύθερη κοινωνία.


Το ζητούμενο είναι, λοιπόν, αν θέλουμε να πιστέψουμε στη δυνατότητα δημιουργίας μια καλύτερης κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα μπορούν να ζουν καλύτερα, να ζουν περισσότερο και σε συμφωνία με τις βαθύτερες πεποιθήσεις τους. Αν θέλουμε, επίσης, να πιστέψουμε στην ευθύνη και τη νοημοσύνη που είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύση.


Συμπερασματικά, η λύση στο πρόβλημα του περιορισμού της χρήσης των βιοτεχνολογιών προς όφελος της πρόληψης και της προνοητικότητας είναι ο συμβιβασμός. Μπορούμε να σκεφτούμε έναν συμβιβασμό που θα επιτρέπει τη χρήση των βιοτεχνολογιών, επιτρέποντας ταυτόχρονα στην πολιτική εξουσία, μέσω επιστημονικών οργανισμών όσο γίνεται πιο ανεξάρτητων και ουδέτερων, να θέτει ορισμένα όρια. Αντίθετα, αυτά τα όρια δεν θα μπορούν να τεθούν παρά μόνο αν ορισμένες πρακτικές βλάπτουν ριζικά την υγεία των ατόμων ή την ηθική ακεραιότητά τους και σε καμιά περίπτωση επειδή θα βρίσκονται σε αντίθεση με ιδιωτικές απόψεις.



Σημείωση

[1] Βλ. John Harris, Enhancing Evolution: The Ethical Case for Making Better People (Princeton, NJ: Princeton University Press, 2007), James Hughes, Citizen Cyborg: Why Democratic Societies Must Respond To The Redesigned Human Of The Future (New York: Westview Press, 2004) και Ronald Bailey, Liberation Biology: The Scientific and Moral Case for the Biotech Revolution (New York: Prometheus Books, 2005)




Αφιέρωμα: μετανθρωπισμός
Ετικέτες: , , ,

|
1 σχόλιο »

1 σχόλιο

  1. Ο/Η Γιάννης Χρυσοβέργης :
    April 6th, 2009 at 18:34

    Πέρα από τους πολύ χρήσιμους φιλοσοφικούς στοχασμούς, υπάρχουν κάποια απλά πράγματα. Η βιοτεχνολογία, όπως κάθε τεχνολογία, πριν εφαρμοστεί πρέπει να υπόκειται στη βάσανο των εξαντλητικών πειραμάτων για την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεών της. Το ζήτημα δεν είναι αν η χρεήση βιοτεχνολογιών συνιστά ή όχι προσβολή της εκλευθερίας των μελλοντικών γενών. Το θέμα είναι ότι όταν τα προϊόντα μια τεχνικής ρίχνονται στην αγορά χωρίς διερεύνηση των παρενεργειών τους στον περιβάλλοντα χώρο γίνονται επικίνδυνα. Προσωπικά θεωρώ χυδαία αλαζονεία την επιθυμία ενός ανθρώπου να είναι τα παιδιά του εικόνα και ομοίωσή του. Και περισσότερο από την πιθανότητα δημιουργίας ενός κλώνου – που σε κάθε περίπτωση θα είναι άνθρωπος, άρα ο χαρακτήρας που θα διαμορφώσει θα εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες θα μεγαλώσει και όχι από τη βούληση του γονιού του – με τρομάζουν οι επιπτώσεις της αλλαζονείας αυτών των ανθρώπων ΣΗΜΕΡΑ


σχολίασε