Claudia Aradau – Παράνομη διακίνηση στις γυναίκες: Aσφάλεια και δημοκρατικοί υπήκοοι |
Η παράνομη διακίνηση ανθρώπων αντιμετωπίζεται από πλευράς ασφάλειας ως μια ειδική μορφή λαθρομετανάστευσης, οργανωμένου εγκλήματος ή πορνείας. Στην κατάσταση της παράνομης διακίνησης ανθρώπων/λαθρομετανάστευσης, η Claudia Aradau εξετάζει την διεκδίκησης της πορνείας-ως –εργασίας. Σε μια τέτοια επαναδιαμόρφωση της κατάστασης, τα θύματα της παράνομης διακίνησης δεν είναι πλέον ουσιαστικά επικίνδυνα μέσω της αδιάκοπης διασύνδεσής τους με τη λαθρομετανάστευση ή την πορνεία, αλλά γίνονται ισότιμοι υπήκοοι.
Η ανασφάλεια δεν είναι μια συλλογή γεγονότων, αλλά ένας τρόπος διαχείρισης της συλλογικής ζωής, υποστήριξε ο Jacques Ranciere. Η πολιτική υψηλής ασφάλειας έναντι της μετανάστευσης, της τρομοκρατίας ή της παράνομης διακίνησης ανθρώπων συνεπάγεται ειδικούς τρόπους διαχείρισης των πληθυσμών και της συλλογικής ζωής τους. Δημιουργεί μια δυναμική προστάτη/προστατευόμενου και οριοθετεί σύνορα μεταξύ κατηγοριών του πληθυσμού. Αυτός που απειλείται ή βρίσκεται σε κίνδυνο έναντι αυτού που μπορεί να είναι ή είναι επικίνδυνος. Με την οριοθέτηση συνόρων, η διαχείριση των πληθυσμών μέσω της ανασφάλειας ομαλοποιεί την ανισότητα και την ανελευθερία. Αυτοί που θεωρούνται επικίνδυνοι πρέπει να αποκλείονται, να τοποθετούνται στο περιθώριο της πολιτικής κοινότητας, να γίνονται απόβλητοι. Σύμφωνα με την Judith Butler, οι απόβλητοι εκτοπίζονται στις ‘μη βιώσιμες’, ‘μη κατοικήσιμες’ ζώνες της κοινωνικής ζωής, που κατοικούνται από όσους δεν απολαμβάνουν την ιδιότητα του υπηκόου.
Θύματα παράνομης διακίνησης, χώροι για απόβλητους
Η παράνομη διακίνηση ανθρώπων αντιμετωπίζεται από πλευράς ασφάλειας ως μια ειδική μορφή λαθρομετανάστευσης, οργανωμένου εγκλήματος ή πορνείας. Επομένως, τα θύματα της παράνομης διακίνησης διασώζονται μόνο στο μέτρο που μπορούν να διαφοροποιηθούν από τις κατηγορίες των μεταναστών ή των πορνών, ώστε να αξίζουν πραγματικά τον οίκτο. Τα θύματα παράνομης διακίνησης διασώζονται από την εκμετάλλευση και τις φρικτές σωματικές κακουχίες. Ωστόσο, παρά τη συνεχή προσπάθεια διαφοροποίησής τους από άλλους λαθρομετανάστες, τα όρια παραμένουν ασαφή. Η εικόνα των γυναικών που διακινούνται παράνομα ως θύματα που πρέπει να διασωθούν υπονομεύεται συνεχώς από το γεγονός ότι η παράνομη διακίνηση ανθρώπων παραμένει, σε τελική ανάλυση, μια μορφή μετανάστευσης, πορνείας και οργανωμένου εγκλήματος. Τα θύματα της παράνομης διακίνησης εξακολουθούν να υφίστανται αυτή την πολιτική υψηλής ασφάλειας της παράνομης διακίνησης, δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν εντελώς από την κατηγορία των λαθρομεταναστών ως διαφορετικά υποκείμενα. Επιπλέον, κινδυνεύουν πάντα να υποπέσουν ξανά σ’ αυτή την κατηγορία με την εκ νέου παράνομη διακίνησή τους ή ως εκούσιοι μετανάστες.
Τα μέτρα που λαμβάνονται για τη ‘διάσωσή’ τους είναι ζήτημα αν διαφέρουν από εκείνα που απευθύνονται στους λαθρομετανάστες. Οι γυναίκες που διακινούνται παράνομα επιστρέφουν τελικά εκουσίως στον τόπο τους, αφού πρώτα έχουν καταθέσει εναντίον των διακινητών τους και έχουν περάσει λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένες περιόδους αποκατάστασης. Αντί για απέλαση, εκούσια επιστροφή. Αντί για κέντρα κράτησης, καταφύγια αποκατάστασης. Αντί για λαθρομετανάστες, θύματα. Από την αδιάκριτη αντιμετώπιση από πλευράς ασφαλείας όλων των λαθρομεταναστών μέχρι την έμφασης στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων παράνομης διακίνησης – μια αλλαγή που έγινε δυνατή με την κινητοποίηση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στον αγώνα κατά της παράνομης διακίνησης- αυτό που μοιάζει να αλλάζει είναι μάλλον η μορφή του εγκλεισμού ή ο τρόπος πολιτογράφησής τους. Η λογική του χώρου για απόβλητους τον οποίο κατοικούν παραμένει ίδια.
Όπως επεσήμανε ο Slavoj Zizek, τα θύματα είναι θύματα όσο είναι παθητικά και μιλούν μόνο για ατελείωτες κακουχίες. Μόλις τα θύματα της παράνομης διακίνησης γίνονται ενεργά, διεκδικώντας (σεξουαλική) εργασία ή ελευθερία κινήσεων, επιστρέφουν ξανά στις κατηγορίες από τις οποίες αποσπάστηκαν –λαθρομετανάστες και/ή πόρνες. Τοποθετούμενες εκ νέου στις διάφορες κατηγορίες ζωής για απόβλητους, οι περισσότερες γυναίκες που διακινούνται παράνομα αποστέλλονται τελικά πίσω, με μια ηγεμονική κίνηση ισχύος που οριοθετεί τα σύνορα ανάμεσα σε αυτούς που ανήκουν και σε αυτούς που δεν ανήκουν στην κοινότητα.
Καμία διέξοδος; Ισότητα έναντι ασφάλειας
Ωστόσο, η πολιτική υψηλής ασφάλειας έναντι της παράνομης διακίνησης ανθρώπων, που προωθεί τα θύματα σε χώρους για απόβλητους, αμφισβητήθηκε από τις διεκδικήσεις για δημοκρατικούς υπηκόους, ισότιμους και ελεύθερους. Οι πρακτικές ασφάλειας περιχαρακώνουν τα σύνορα ανάμεσα στα θύματα της παράνομης διακίνησης, τους μετανάστες και τις πόρνες. Σε αντίθεση με το σύστημα οριοθέτησης συνόρων ασφαλείας, οι δημοκρατικοί υπήκοοι καταργούν τα σύνορα μέσω της αρχής της ισότητας. Η ισότητα, με την έννοια που της δίνουν ο Alain Badiou ή ο Jacques Ranciere δεν είναι θεμελιώδης. Η ισότητα αποσυνδέεται από το κοινωνικό, από την ιδέα της αναδιανομής ή της φροντίδας του κράτους έναντι των άλλων, καθώς κάθε προγραμματική χρήση συνεπάγεται το τέλος της ισότητας σε θέματα ταυτότητας ή κοινότητας. Η ισότητα είναι αυτό που δηλώνουμε ότι είναι εδώ και τώρα και όχι αυτό που θα έπρεπε να είναι. Σε αντίθεση με την ασφάλεια, η ισότητα δεν προϋποθέτει ένα τέλος, δεν προσδιορίζει τους όρους στους οποίους αναφέρεται και δεν ορίζει το έδαφος στο οποίο ασκείται.
Στην περίπτωση της παράνομης διακίνησης ανθρώπων/λαθρομετανάστευσης , ο δημοκρατικός υπήκοος προβάλλει μέσω της διεκδίκησης της πορνείας-ως –εργασίας. Η εργασία υποδηλώνει ισότητα, καθιστά τις διαφορές αδιάφορες και τα σύνορα αδύνατα. Σε μια τέτοια επαναδιαμόρφωση της κατάστασης, τα θύματα της παράνομης διακίνησης δεν είναι πλέον ουσιαστικά επικίνδυνα μέσω της αδιάκοπης διασύνδεσής τους με τη λαθρομετανάστευση ή την πορνεία, αλλά γίνονται ισότιμοι υπήκοοι. Οι μορφές κατάχρησης και εκμετάλλευσης που καθόριζαν την ‘κατάσταση του θύματος’ αποτιμώνται τώρα μέσα απ’ την άποψη του εργαζόμενου. Το επιχείρημα για εργασία ως μορφή ισότητας βρίσκεται σε απόσταση από τις αναρίθμητες δημόσιες συζητήσεις για το αν η πορνεία είναι παρόμοια ή διαφορετική από άλλα είδη εργασίας. Τα επιχειρήματα υπέρ της πορνείας ως παρόμοιας με άλλα είδη εργασίας ή ότι άλλα είδη εργασίας είναι παρόμοια με την πορνεία, δεν οδηγούν πολιτικά πουθενά, καθώς η συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη σε συγκρίσεις και αναλογίες που αναδεικνύουν μόνο διαφορές και ομοιότητες. Η πορνεία είναι και δεν είναι όπως μια άλλη εργασία: οι ατελείωτες κοινωνιολογικές συγκρίσεις δεν παρέχουν καμιά απάντηση για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες που διακινούνται παράνομα, οι λαθρομετανάστες και οι πόρνες. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν η πορνεία είναι ή δεν είναι εργασία, είναι ή δεν είναι παρόμοια με άλλες μορφές εργασίας, αλλά το κατά πόσο αν την αποκαλέσουμε δημοσίως ‘εργασία’ έχει οποιαδήποτε πολιτική δυναμική.
Η εργασία έχει την πολιτική δυναμική της ισότητας, της υιοθέτησης ενός δημοκρατικού υπηκόου που δεν κυβερνάται πλέον στους ίσκιους των χώρων για απόβλητους. Όπως οι εκπρόσωποι της English Collective of Prostitutes (Αγγλικής Κολεκτίβας Εκδιδόμενων Γυναικών) προειδοποίησαν, σε επιστολή τους στους οργανωτές της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για τη Σεξουαλική Εργασία, ‘δεν χρειάζεται να ωραιοποιούμε τη σεξουαλική εργασία για να αποκτήσουν αναγνώριση των δικαιωμάτων και των ικανοτήτων τους οι εργαζόμενοι που την κάνουν. Οι περισσότερες δουλειές δεν ωραιοποιούνται και δεν απαιτείται από τους εργαζόμενους να διακηρύξουν ότι αγαπούν τη δουλειά τους για να αναγνωριστούν ως εργαζόμενοι’. Πέρα από τα σύνορα που η πολιτική υψηλής ασφάλειας έναντι της παράνομης διακίνησης ανθρώπων χαράζει, ο κοινωνικός χαρακτήρας της δουλειάς αναζωογονεί τη δημοκρατική αρχή της ισότητας. Μ’ αυτή την ειδική έννοια, η δημοκρατία μπορεί να αποτελέσει μια μορφή πολιτικής υψηλής απ-ασφάλειας.
Διαβάστε ακόμα
Η κινητικότητα της σεξουαλικής εργασίας – πηγές
Η πολιτική του Badiou: Ισότητα και δικαιοσύνη (στα Αγγλικά)
Αφιέρωμα: μετανάστευση
Ετικέτες: claudia aradau , trafficking , θυματοποίηση , μετανάστες , φύλο