Αναζήτηση..
|
|
Oι εγγραφές της πορνογραφίας στην αναπαράσταση έχουν προβληματοποιήσει τη φεμινιστική γραφή που ήδη από τη δεκαετία του 1970 έχει κριτικά απευθυνθεί απέναντι σε ζητήματα αναπαράστασης του γυναικείου σώματος. Η πιο καθιερωμένη κριτική απέναντι στο πορνό αφορά στην παρουσίασή του ως ετεροσεξιστικό είδος, η εμπορευματοποίηση του οποίου εξυπηρετεί την αντρική λιβιδική απόλαυση, κατοχυρώνοντας στερεοτυπικά την έννοια της επιθυμίας τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες στη βάση πατριαρχικών, έμφυλων και σεξουαλικά επιβεβλημένων κανόνων. Αργότερα, η σημασιολογική χρήση του όρου στράφηκε ως κριτικός στοχασμός απέναντι στην καταστευή της ετερότητας, ως μία κριτική ματιά απέναντι στην κατηγορία του Άλλου. Αυτή τη φορά, η φυλή, η θρησκεία και η τάξη ήρθαν στο προσκήνιο. Από τη Rosi Braidotti [m.s.], που ονοματίζει πορνογραφικό το ντοκυμαντέρ ‘Fitna’ εξαιτίας της ρατσιστικής και ισλαμοφοβικής του αναπαράστασης, μέχρι εκείνων που έχουν ονοματίσει και αναλύσει ως πορνογραφική την πρακτική, αναπαραγωγή και τηλε-θέαση βασανισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με ιδιαίτερη αναφορά στο Abu-Ghraib (βλ. Mc Clintock 2009). Κατά αυτόν τον τρόπο, η πορνογραφία χρησιμοποιείται ως μια ʺέννοια-μεταφοράʺ που εμφανίζεται να στοιχειώνει την αυτονομία (τους νόμους του εαυτού) μέσα από την απειλητική ετερόνομη (νόμοι του Άλλου) συναισθαντικότητα (βλ. Nancy 2007). Αναλόγως, σε συζητήσεις σχετικά με την καταναγκαστική σεξουαλική εργασία, η ηδονοβλεπτική ματιά του ανθρωπισμού (ανα)παράγει τους Άλλους του, είτε μέσω της σεξουαλικοποίησης του σώματος, είτε μέσω της αποσεξουαλικοποίησης του υποκειμένου.
read more..